Εργογραφία: |
ΨΗΛΑΦΗΣΕΙΣ, ποιήματα, Εκδ. Δωδώνη, 1985 Σελ 30
ΝΤΙΑΛΙΘ' ΙΜ ΧΡΙΣΤΑΚΗ, διηγήματα, Εκδ. Ύψιλον, 1987, 2η έκδ. Αθήνα, Κέδρος, 1990, 4η έκδ. 1998. Σελ. 91 ISBN: 960-04-0332-5
ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΑΠ'ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, διηγήματα, Εκδ. Κέδρος, 1989, 4η έκδ. 1998. Σελ. 114. ISBN: 960-04-0174-8
ΝΑ'ΚΟΥΩ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ, μυθιστόρημα 1993, Εκδ. Κέδρος, 9η έκδ. 1998. Σελ. 117. ISBN: 960-04-0790-8.
Η ΦΛΕΒΑ ΤΟΥ ΛΑΙΜΟΥ, διηγήματα, 1998, Εκδ. Πατάκης, 4η έκδ. 1999. Σελ. 125. ISBN: 960-600-775-8
Η ΒΡΑΔΥΠΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ, διηγήματα, 1999 Εκδ. Πατάκης. ISBN:960-16-0201-1
ΤΟΥΣ ΤΑ ΛΕΕΙ Ο ΘΕΟΣ, μυθιστόρημα, 2002, Εκδ. Μεταίχμιο
Μεταφράσεις
Στα αγγλικά:
1. Woof, Woof Dear Lord and other stories. [tr.by]: Leo Marshall. Athens: Kedros, 1995. 111pp. ISBN: 960-04-0913-7
2. May Your Name Be Blessed. [tr.by]: Leo Marshall. University of Birmingham: Centre For Byzantine, Ottoman & Modern Greek Studies, 2000. 86pp. ISBN: 070-4421-89-5
Στα γερμανικά:
Lass es dir gut gehen. [tr.by]: Birgit Hildebrand. Koln: Romiosini, 1998. 107pp ISBN: 3-929889-20-X
Στα ολλανδικά:
"Het ga je goed, Dimitris" [tr.by]: Hero Hokwerda. Eironingen, Styx Reblications 2000 Σελ. 63.ISBN:90-5693-043-5
|
Κείμενο αποσπάσματος: |
ΠΩΣ ΝΑ ΚΡΥΦΤΕΙ η λύπη; Τι να πρωτοφυλάξεις; Θυμάσαι να γελάσεις κι αυτή παραφυλάει στο βλέμμα, στις άκρες των χειλιών, στους ώμους.
Όταν γνωρίστηκαν, ανταποκρίθηκε αμέσως, χωρίς τεχνάσματα και άλλες σκέψεις. Πάντα περιποιημένη και γελαστή, πάντα το κεφάλι ψηλά. Ήταν αξιοθαύμαστο το πώς έκρυβε την πληγή της. Εκεί όπου άλλος θα σήκωνε τα χέρια ψηλά, αυτή ζούσε καλά, και μάλιστα με το γέλιο να μην της λείπει.
Αυτός δεν ένιωσε αγάπη, ψυχική επαφή. Μάλλον το κατάλαβε, γιατί όταν ήταν σ' αυτήν τη αμήχανη κατάσταση, του γέλαγε παρηγορητικά, χωρίς λόγο, σαν να του 'λεγε "ε, και;" Αυτή η αδιαφορία την χαρακτήριζε ακόμα και στην αναποδιά, στον κακό τρόπο του άλλου. Βιάστηκε να της πει τα δικά του, κι αυτή, καθόλου κοροϊδευτικά, απόρησε με την βαρύτητα που τους προσέδιδε. Δεν πειράχτηκε. Η φωνή της, το βλέμμα της, η κίνησή της, όλα απέπνεαν ντομπροσύνη άπαθου, νέου άντρα.
Μάταια περίμενε, την πρώτη φορά που έκαναν έρωτα, το δυνατό ζευγάρωμα, την ιδιαίτερη γλύκα. Οδηγούσε αυτός στην συνηθισμένη ροή κι αυτή σαν να 'θελε να ξεμπερδεύουν γρήγορα.
Αλλά μετά έγινε ένα παραπονεμένο παιδάκι, που επιτέλους εδέησε να το πάρει αγκαλιά η μάνα του μετά τον τσακωμό. Στιγμούλα δεν έμεινε ακίνητη. Μπερδευόταν στο σώμα του, έπαιζε με τα άκρα του, αλλά χάδια ιδιαίτερα, που προϋπέθεταν αμοιβαία αγάπη, δεν μετήλθε. Η μόνη στιγμή αδυναμίας της ήταν που κάθε λίγο πίεζε το μέτωπό της στο δικό του, με τρόπο αναγκαστικό, σαν να 'θελε κάτι να της μεταδοθεί από μιαν άλλη ζωή.
Όταν ξαναπήγε στο σπίτι της, τον ξένισαν κάτι ασθενικές κραυγές από το δωμάτιο στο βάθος του διαδρόμου Σηκώθηκε απαλά, τον καθησύχασε και κατευθύνθηκε στο δωμάτιο. Την άκουγε να μιλά πολλή ώρα, πολύ τρυφερά.
Ήρθε κοντά του χαμογελαστή, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
"Τι είναι;" της λέει.
"Δεν σου το'πα. Έχω μια κόρη, η κόρη μου. Θες να την δεις; Έλα" και χωρίς να περιμένει συγκατάθεση τον τράβηξε από το χέρι.
Χτυποκάρδισε. Είδε ένα πλάσμα κάτασπρο, με απισχνασμένα στρεβλά πόδια και χέρια, παρά ταύτα με σχηματισμένα στήθη. Αλλά εκείνο που τον τρόμαξε ήταν πως πάνω σο δύσμορφο πρόσωπο ήταν μονίμως χαραγμένη μια απόπειρα για χαμόγελο.
Το κορίτσι τον ανίχνευε ανήσυχο, με κατευθείαν σταθερό κοίταγμα στα μάτια του. Ένιωσε έντονη τάση να βγει έξω, αλλά τότε συνειδητοποίησε την δύναμη αυτής της γυναικός.
Πρώτη του φορά είδε τόσο σοβαρή και αποτελεσματική τρυφερότητα. Είχε δε ο τρόπος της θαυμασμό, υπερηφάνεια, παιγνίδισμα. Ποιος ξέρει με τι μάτια έβλεπε την κόρη της η φτωχή γυναίκα. Κάθε κίνηση και κάθε κουβέντα ήταν ευγενείς μαλάξεις στην ψυχή εκείνου του πλάσματος, που αφαιρούσαν φόβο και ανησυχία. Αγάλια αγάλια ο τρόπος της έκανε το κορίτσι ν' ανθίσει. Η στεγνή πέτσα τεντώθηκε κι άλλο, ελευθερώνοντας όλα τα δόντια. Γλύκανε η καρδιά του, λες και στεφάνωσε εκείνο το πρόσωπο μια μυστική δύναμη.
Κοιμήθηκε και ξαναγυρίσανε στο δωμάτιό της.
"Τρία χρόνια αφότου γεννήθηκε, δεν σταμάτησε το κλάμα της γέννας. Δεν ήταν κλάμα εκείνο. Ήταν θρήνος μάνας που χάνει τον μονάκριβο γιο της. Το ίδιο κλάμα τρία χρόνια. Νύχτα μέρα, με βροχή και ήλιο. Σαν να μας έστελνε μήνυμα, κλείστε μου στόμα και μύτη αν θέλετε να μην κλαίω, και θα πάψω για πάντα. Ο άντρας μου δεν άντεξε. Έφυγε έναν χρόνο μετά. Δεν του το κρατάω. Εξάλλου, πολύ αχνά τον θυμάμαι. Ο Θεός κι η ψυχή του.
"Σταμάτησε το κλάμα, αλλά τότε το πρόσωπό της πέτρωσε σε μια εχθρική μάσκα. Το μόνο ανθρώπινο αίσθημα που αναγνώριζα στα μάτια της ήταν έχθρα, έχθρα, έχθρα. Δεν έπεσα. Δεν είχε χέρια, είχα εγώ. πόδια εγώ, φωνή εγώ. Δεν είχε αγάπη, είχα εγώ τετραπλή.
"Μια μέρα ευλογημένη, στα πέντε της ήτανε, έμπαινε το καλοκαίρι, μου έστειλε ένα χαμόγελο. Ήταν χαμόγελο, με αναγνώρισε. Τρελάθηκα απ' την χαρά μου. Δεν ξέρω αν μπορείς να με νιώσεις, μάλλον δεν μπορείς. Εκείνο το χαμόγελο έγινε ο σκοπός της ζωής μου. Με έτρεφε και το έτρεφα. Και τι δεν επινόησα. Ως και την χαρά και την γαλήνη επινόησα, γιατί όταν ήμουν ξένοιαστη χαμογελούσε πιο εύκολα.
"Μόλις την έβλεπα να μου χαμογελά, έκλαιγα απ' την χαρά μου, κι όσο εγώ έκλαιγα, τόσο εκείνη μου χαμογελούσε - νικήσαμε, Έρη μου, νικήσαμε, της έλεγα".
Έφυγε καταπτοημένος.
Αποφάσισε να μην ξαναπάει, αλλά τις επόμενες μέρες την σκεφτόταν συνέχεια.
Πήγε ένα βράδυ απρόσκλητος.
"Σε περίμενα" του λέει. "Σε περιμένω εδώ και λίγα χρόνια. Όταν γνωριστήκαμε ένιωσα αμέσως ότι ήσουν εσύ. Η λύπη σου; Η παραίτησή σου; Η αδιαφορία σου; Δεν ξέρω τι, πάντως ήσουν εσύ".
Πήγαν στο δωμάτιο της κόρης της. Πήρε το χέρι του και το απόθεσε σ' εκείνο το άσπρο, μεγάλο μέτωπο.
"Κάν' το μου αυτό" του είπε.
Το μέτωπό της έκαιγε, ρίγησε στο άγγιγμά του, αμέσως το 'νιωσε. Κατόπιν η μητέρα του μετακίνησε το χέρι στον λαιμό. Παντού φλόγα. Εκείνο το μάρμαρο το χωρίς ήλιο είναι άξιο απορίας πόση φωτιά είχε. Η φλέβα του λαιμού δεν χτυπούσε, χόρευε άτσαλα, δαιμονιωδώς. Όλη η κίνηση, που στερήθηκε εκείνο το σώμα, λες και φορτώθηκε σ' εκείνη την φλέβα.
Το χαμόγελό της χάθηκε. Στύλωσε τα μάτια στα δικά του, γεμάτα πανικό, περιέργεια, προσδοκία. Μια φιλαρέσκεια αλλόκοτη τα χρωμάτισε, που το απώθησε, γιατί τα μάτια της του μετέφεραν την τυφλή ορμή του οργάνου της, αγνοώντας όλους τους κοινωνικούς τρόπους, όλα τα προσχήματα. Σαν σκυλίτσα που πρωτοξυπνά ερωτικά και λάγνος άντρας την αναποδογυρίζει και με το παπούτσι του τρίβει τα όργανά της.
Τον διέγειρε η απόκλιση; Από την φλέβα πέρασαν στο σώμα του μουσικές αλλόκοτες; Πήγαν τα χέρια του βιαστικά με λαχτάρα στα βυζιά.
Έτριβε τις θηλές της, που 'χαν γίνει πέτρα. Του φάνηκε ότι κι αυτές έτριβαν τα δάχτυλά του. Αίφνης, με τρελή, ασυγκράτητη προσμονή άνοιξε διάπλατα τα πόδια της. Τότε τον τράβηξε βίαια η μάνα και έπεσε πάνω της προστατευτικά.
"Όνειρο ήταν, όνειρο. Ήταν ένα όνειρο".
Το κορίτσι την έδιωχνε και έψαχνε με αγωνία εδώ εκεί απ' το σώμα της μάνας της το σώμα του άντρα.
Βγήκε στο διάδρομο.
"Όνειρο, όνειρο. Όνειρο" άκουγε πολλή ώρα την απαλή φωνή της.
Την ένιωσε κάποια στιγμή δίπλα του. Τον οδήγησε στην εξώπορτα.
"Στο καλό" του λέει.
Έκαναν σιωπηρή συμφωνία να μην ξανάρθει.
|