ΔΕΡΒΗ ΛΟΥΚΙΑ


ΔΕΡΒΗ ΛΟΥΚΙΑ

Η Λουκία Δέρβη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1972. Σπούδασε στην Ελβετία Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις. Έχει εκδώσει μυθιστορήματα, συλλογές διηγημάτων και μια νουβέλα. Η νουβέλα της "Ομπρέλες στον ουρανό"  ήταν στη βραχεία λίστα για το βραβείο του περιοδικού "Διαβάζω" ενώ το μυθιστόρημά της "Θέα Ακρόπολη" ήταν στη βραχεία λίστα για το βραβείο του περιδικού "Κλεψύδρα" καθώς και για το "Athens Prize for Literature".


Διηγήματά της έχουν περιληφθεί σε ελληνικές και ξένες ανθολογίες και έχουν μεταφραστεί και δημοσιευτεί σε ξένες γλώσσες.

 Πληροφορίες: 
Όνομα:  ΛΟΥΚΙΑ
Επίθετο:  ΔΕΡΒΗ
Εργογραφία: 

“Κακός χαρακτήρας”, διηγήματα, εκδόσεις Μελάνι 2004

“Ομπρέλες στον ουρανό”, νουβέλα, εκδόσεις Μελάνι 2009

“Group Therapy”, μυθιστόρημα, εκδόσεις Μελάνι 2013

“Αλλού, στο πουθενά”, διηγήματα, εκδόσεις Μελάνι 2015

“Θέα Ακρόπολη”, μυθιστόρημα, εκδόσεις Μεταίχμιο 2019

“Ακούω φωνές”, διηγήματα, εκδόσεις Μεταίχμιο 2023


Έτος γέννησης:  1972
Τόπος γέννησης:  ΑΘΗΝΑ
Τίτλος αποσπάσματος:  Τριαντάφυλλα στο μνήμα
Κείμενο αποσπάσματος: 

Δεν πήγαινε κάθε μέρα, επισκεπτόταν το μνήμα του κάθε τρεις, καμιά φορά κάθε τέσσερις μέρες, τον Δεκέμβρη του πήγε και ένα μικρό έλατο˙ το στόλισε με μια χρυσή μπαλίτσα, του άφησε και μια Χριστουγεννιάτικη κάρτα, εκεί σαν φάτνη ήταν, του έβαλε κι ένα μικρό προβατάκι, «Αγαπημένο μου παιδί, μην κλαις, κάθε Χριστούγεννα έτσι έκανες, έκλαιγες κι έκλαιγες, μόνος είμαι, μόνος έλεγες», αλλά και η Ρουδάμα τον επισκέπτεται τακτικά «στο επέκεινα» το λέει εκείνη, ήταν τότε με τα κόλλυβα που τα είχα μουσκέψει με το νερό της βροχής από τον κεραμό, τα είχα αφήσει στο σουρωπάνι να κρυώσουν καλά και τα είχα βάλει έπειτα στο βατσέλι, στα εννιάμερα και στα σαράντα του νεκρού, είχα βάλει και ρόδι που συμβολίζει την εκ νεκρών ανάσταση και κουφετίτσια μπόλικα μπόλικα, εκεί τα δοκίμασε πρώτη φορά η Ρουδάμα και της άρεσαν και μετά την καλούσε κάθε τόσο την κυρά-Ευγνωσία στο καφενείο της, «να συχωρεθούν τα πεθαμένα σου» της έλεγε και την κερνούσε κονιάκ και καφέ ελληνικό «έτοιμο είναι Γνωσία, ανεμοχάντρισε» της έλεγε όταν είχε βράσει ο καφές και κάθονταν έξω και συζητούσαν επί ώρες για την Χαλκιδική που είχε εξοχικό η Ρουδάμα ή για τον γιό της που είχε το γραφείο τελετών και μόλις είχε παντρευτεί, χρυσό γάμο είχε κάμνει, την κόρη του αντιδήμαρχου, δασκάλα στο Δημοτικό, αγαπούσε τα παιδιά «τέσσερα να κάνουμε και να τους δώσουμε ονόματα λουλουδιών», έτσι του έλεγε και η Ρουδάμα χαιρότανε που είχε νοικοκυρά νύφη και όλο καμάρωνε στην Ευγνωσία και της έδειχνε φωτογραφίες χωρίς να λογαριάζει αν η άλλη ζήλευε και στενοχωριόταν που είχε χάσει το μονάκριβο παιδί της και ούτε χρόνος δεν είχε περάσει, αλλά για τα αίτια του θανάτου ούτε λόγος, μόνο ότι είχε ακούσει η Ρουδάμα, φήμες, ότι ήταν αυτόχειρας, είχε κρεμαστεί και τον είχε βρει η μάνα του, μελανιασμένο όξω από το σπίτι τους, μέρα μεσημέρι και δεν άντεξε το σοκ, έμπηξε τις φωνές, όλο το Ζαγκλιβέρι μαζεύτηκε, οι νοσοκόμοι του ασθενοφόρου ανέλαβαν να τον κατεβάσουν, η θηλιά ήταν τόσο σφιχτή που χρειάζονταν ειδικό εργαλείο, τον κατέβασαν τελικά και τον πήγαν στο Κέντρο Υγείας με τη θηλιά να κρέμεται, η Ευγνωσία δεν το δεχόταν, δεν πέθανε έλεγε και μετά στους γιατρούς «κάντου μπάι-μπας» έλεγε και εννοούσε να του κάνουν ανάνηψη, «δε γίνεται τίποτα, το παιδί σας έφυγε» της είπαν οι γιατροί και της έφεραν νεράκι να πιει, αλλά εκείνη δεν ήπιε, δεν έκλαψε, χτύπησε μόνο το κεφάλι της στον τοίχο, ποτέ μέχρι σήμερα δεν κύλησε ένα δάκρυ, ποτέ μέχρι σήμερα ένα χρόνο σχεδόν μετά, ακόμα δεν το είχε δεχτεί ότι ο γιος της ήταν πεθαμένος, όλο το Ζαγκλιβέρι είχε βουήξει, μετά από λίγη ώρα τον έβαλαν στο ψυγείο τον πεθαμένο, είχε τα μακριά μαλλιά του λιτά, του τα έπιασε η μάνα του με ένα λαστιχάκι κοτσίδα, του μίλαγε και τον φιλούσε «πούλι μ’ σ’ έφτιαξα γιαπράκια», είχε παραλογίσει, την κρατούσε η ξαδέλφη της αλλά μάταια, «λίγο ακόμα άστε με» ψιθύριζε «λίγο ακόμα», το απόγευμα μετά πήγε και του αγόρασε ρούχα για την κηδεία, άσπρα του φόρεσε, και κείνη άσπρα φόρεσε στην τελετή, δεν κάθισε καθόλου, όρθια σε όλη τη διάρκεια της κηδείας να του μιλάει, «γιατί παπά μου;» ρώτησε στο τέλος, «δεν υπάρχει εξήγηση, ο Παντοδύναμος το θέλησε», μερόνυχτα ολόκληρα προσπαθούσε να βρει το γιατί, διάβασε τα Ευαγγέλια, διάβασε τους γέροντες και τις γερόντισσες, πήγε και στην Ουρανούπολη να μιλήσει με ένα σοφό που είχε απαντήσεις για όλα,  ακόμα και για τη ζωή μετά το θάνατο, και της είπε «η ψυχή είναι κτιστή, δημιουργημένη από το Θεό, έχει αρχή αλλά δεν έχει τέλος» και μετά της μίλησε με παραβολές˙ η Ευγνωσία βρήκε κάποια παρηγοριά, πήγε και ξαναπήγε, τρεις φορές συνολικά μέσα σε δύο μήνες μετά είπε «δε θα ξαναπάω, τώρα θα πενθήσω» αλλά δεν πένθησε ή μάλλον πένθησε αλλά μόνο στο πρώτο στάδιο, στην άρνηση βρισκόταν, «είναι αθάνατη η ψυχή του παιδιού μου» σκεφτόταν,  έψαχνε να βρει παρηγοριά, ο μόνος που την παρηγορούσε πλέον ήταν ο μοναδικός φίλος του, ένας πενηντάχρονος ποιητής, βραβευμένος από δυο λογοτεχνικά περιοδικά, τον είχε γνωρίσει ο γιος της στην παρουσίαση της προηγούμενης ποιητικής του συλλογής και της μιλούσε συχνά γι’αυτόν, της είπε λοιπόν ο ποιητής «αν ένας άνθρωπος που γνώριζε τον γιο σου, βρει το νόημα της ζωής του χάρη σ’αυτόν, τότε δεν θα έχει πεθάνει μάταια» και δεχόταν εκείνη τα όμορφα λόγια του που την παρηγορούσαν και το έβαλε σκοπό της ζωής της, να βρει κάποιο νόημα σε όλον αυτόν τον παραλογισμό, όμως νόημα δεν έβρισκε, μόνο ένα, να πηγαίνει στον τάφο μήπως ανακαλύψει ποιος είναι αυτός που του αφήνει ένα κόκκινο τριαντάφυλλο∙ είχε πάει πρωί, μεσημέρι, απόγευμα, όμως ποτέ δεν έβρισκε κανέναν, μόνο ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, κάποιος πήγαινε μία φορά τη βδομάδα, άτακτες μέρες και ώρες, ρώτησε τον ποιητή και τη Ρουδάμα, δεν ήταν αυτοί, στην κηδεία λιγοστά τα άτομα, κάποιοι στρατιώτες φίλοι του από άλλα χωριά, δεν μπορεί να ήταν αυτοί, δεν ήξερε ποιος ήταν, ήλπιζε να τον βρει, το είχε κάνει σκοπό της ζωής της, είχε κι αυτό ένα νόημα, ούτε η Ρουδάμα ήξερε να της πει ποιος ήταν παρόλο που βρισκόταν κάθε μέρα εκεί στο καφενείο, «ένα φάντασμα είναι, ένα αερικό» της έλεγε˙ «ποιος είναι παιδάκι μου;» ρωτούσε η Ευγνωσία τον γιό της αλλά άκουγε και ο γέρος δίπλα, ένας γέρος είχε πάει καλιά του πριν λίγες μέρες και τώρα η Ευγνωσία είχε και ακροατήριο από τον διπλανό τάφο «γέρο εσύ μην ακούς όταν μιλάω στο παιδί μου» του’λεγε αλλά του άναβε που και που το καντήλι, ποιος να το ήξερε ότι τα τριαντάφυλλα ήταν τα αγαπημένα λουλούδια του γιου της από την εποχή που ζούσε η γιαγιά του η Ανθή και είχε φυτέψει στον κήπο τους μια τριανταφυλλιά,  η γιαγιά από την Κινόνισα που νέα άρμεγε στον Πόντο δύο αγελάδες και έβγαζε δεκατέσσερις οκάδες γάλα, που είχε την αχλαδιά στον κήπο και που ο πατέρας της έφτιαχνε παπούτσια λουστρίνια για τις χανούμισσες σαν πλισέ, η γιαγιά Ανθή που έλεγε ιστορίες για τη Μικρασιατική καταστροφή και άκουγε ο συχωρεμένος και του απάλυνε τον πόνο για τον πατέρα του που είχε φύγει και τους είχε εγκαταλείψει όταν ήταν δύο χρονών, χωρίς πατέρα είχε μεγαλώσει ο συχωρεμένος, με την Ευγνωσία και την Ανθή με τις ιστορίες της και ειδικά με την Ανθή γιατί η Ευγνωσία δούλευε από το πρωί ως το βράδι παραδουλεύτρα να βγάλει το μεροκάματο και να τους ταΐσει κι όταν δεν δούλευε ύφαινε στον αργαλειό κουβέρτες ολόμαλλες που πουλούσε μετά στο παζάρι στο Ζαγκλιβέρι, ύφαινε και δούλευε κι εκείνη για να μη σκέφτεται τον άντρα της τον Κερκυραίο που είχε φύγει μια ωραία πρωία χωρίς μήνυμα, χωρίς αντίο και τη βοηθούσε η μάνα της η Ανθή, κόρη της καλύτερης οικογένειας στην Κινόνισα, που είχαν χωράφια με φουντούκια και καλαμπόκια, μα που τα έχασαν όλα μέσα σε μια νύχτα, αφότου οπισθοχώρησαν οι Ρώσοι και αγρίεψαν οι Τούρκοι και ύστερα φύγανε με το μοτόρε για το Μπατούμι στον Καύκασο, το 1917 όλα αυτά, εκατό χρονών πέθανε η γιαγιά Ανθή που’χε χάσει τους γονείς της από την Ισπανική γρίπη και που γνώρισε στο Μπατούμι τον άντρα της, ένα μουσικό πρωτοψάλτη και γέννησε την Ευγνωσία στο Ζαγκλιβέρι, έφυγε εκατό χρονών η Ανθή και είκοσι χρονών ο εγγονός της, ο γιος της Ευγνωσίας και ακόμα να το πιστέψει εκείνη˙ κι αναρωτιέται για το νόημα της ζωής, αν είναι η αγάπη όπως λέει ο ποιητής, αναρωτιέται τι θα έλεγε η Ανθή για όλα αυτά, αναρωτιέται αν θα αποδεχτεί ποτέ το θάνατο του γιου της, αναρωτιέται ποιος φέρνει τα τριαντάφυλλα στο μνήμα.

 

(Από τη συλλογή διηγημάτων «Αλλού, στο πουθενά», εκδ. Μελάνι)


E-mail:  loukiadervi@yahoo.com