Δεν μπορώ να πω ότι το ιμέιλ που έλαβα πέντε μήνες μετά την κηδεία του Άρη, του γιου μας, ο οποίος σκοτώθηκε μια νύχτα με μηχανή όταν αυτή αναποδογύρισε πάνω στη γλιστερή από λάδια άσφαλτο, στη διασταύρωση των οδών Δήμητρος και Κουγιουμτζόγλου, στην Ελευσίνα, δεν απομάκρυνε κάπως από μένα και τη γυναίκα μου, τη Δάφνη, τη σκιά του πένθους και την απέραντη απόγνωση. Ήταν σαν να έπεσε ξαφνικά στο σπίτι μας ένα παρήγορο φως και οι μέρες κυλούσαν πιο υποφερτές. Η Έλλη, η κοπέλα του, μετά δυο μήνες εξαφανίστηκε, παρ’ όλο που ο θρήνος της τη μέρα της κηδείας και στα σαράντα έδιναν την εντύπωση ότι θα διατηρούσε επαφή μαζί μας. Όμως τα συχνά τηλεφωνήματα που της έκανε η γυναίκα μου παρέμειναν χωρίς απάντηση.
Το ιμέιλ είχε ως εξής:
«Agapite kyrie Stefane G.,
me lene Kenan Çetin, eimai 25 eton kai i katagogi mou apo ton propappo mou, pou gennithike stin Kriti kai irthe edo sti Smirni to 1923, einai apo Ellada. Eho spoudasei chimikos michanikos sto panepistimio tis Ankara, kai ematha ekei ellinika se institouto Xenon Glosson. Diavasa to vivlio sas, ton Fotografo ton dromon kai mou arese poly. Merikes omos protaseis den tis katalavaino. Boro na sas rotiso gia aftes?. Efharisto poly».
Ήταν εντελώς ανεξήγητο πώς βρέθηκε το βιβλίο μου στα χέρια του (η ηλεκτρονική μου διεύθυνση ήταν γραμμένο κάτω από το σήμα του κοπιράιτ), κι αυτό ζήτησα να μάθω από τον Κενάν, εκφράζοντας συγχρόνως τις τυπικές μου ευχαριστίες, γραμμένες κι αυτές στα Greek English, επειδή ακόμα τον δυσκόλευε πολύ το ελληνικό αλφάβητο κατά την πληκτρολόγηση. Μου είπε πως τον Φωτογράφο των δρόμων τον είχε προτείνει ο νεαρός δάσκαλος των ελληνικών στο ινστιτούτο, τελειόφοιτος σπουδαστής των Ελληνικών Σπουδών στο πανεπιστήμιο της Άγκυρας, Έλληνας της Σμύρνης τρίτης γενιάς, ο οποίος μιλούσε από παιδί τη γλώσσα μας. Σε μερικά διηγήματα του βιβλίου, ο κύριος αφηγητής, ο εντεκάχρονος Μάκης, κατέγραφε αρκετά παραστατικά κωμικοτραγικές σκηνές της γειτονιάς του, όπως τις έζησε στη δεκαετία του ’60. Οι ιδιωματισμοί όμως αυτών των κειμένων δυσκόλευαν πολύ τον νεαρό Τούρκο.
Η υποτυπώδης γνώση της τουρκικής που είχα από τα χρόνια του στρατού (είχα υπηρετήσει ως έφεδρος αξιωματικός είκοσι οκτώ μήνες στην Ξάνθη), έγινε η αιτία για την καθημερινή μας επικοινωνία μέσω του σκάιπ, η οποία, πέρα από την ερμηνεία των ιδιωματισμών, μετατράπηκε σχεδόν αμέσως σε ένα τυπικό μάθημα ελληνικής και τουρκικής. Συνήθως η κουβέντα μας τελείωνε γύρω στις έντεκα το βράδυ με την ευχή «Ιγί σαμπαχλαμαλάρ!»[2], της οποίας ο μουσικός ήχος εξέφραζε, όλως περιέργως, κάτι το οριστικό και αμετάκλητο. Όμως τόσο εγώ, όσο και η γυναίκα μου, λες και είχε προηγηθεί μια μυστική συνεννόηση μεταξύ μας, αποφύγαμε να ανακοινώσουμε τον χαμό του παιδιού μας.
Ήταν ένα συνηθισμένο βράδυ, όταν, ύστερα από πρόταση του Κενάν ενεργοποιήσαμε τις κάμερες. Η χαρά μας ήταν μεγάλη που είδαμε τους γονείς του, τον Ισμαήλ και την Σελμά, και ειδικά τον νεαρό φίλο μας. Όμορφοι άνθρωποι, αρκετά φιλικοί με έντονα χαρακτηριστικά. Η όλη τους φυσιογνωμία όμως και ειδικά το ντύσιμό τους θύμιζαν Έλληνες επαρχιώτες μιας άλλης εποχής – ίσως γι’ αυτό και έδειχναν κατά πολύ μεγαλύτεροι από την πραγματική τους ηλικία.
Λίγα δευτερόλεπτα χρειάστηκαν για να διαπιστώσουμε τη μεγάλη ομοιότητα του Κενάν με τον Άρη μας: φορούσε γυαλιά, όπως ο γιος μας, φρύδια τοξωτά και παχιά, πρόσωπο οστεώδες. «Δεν είναι δυνατόν!» ψιθύρισε έκπληκτη δίπλα μου η γυναίκα μου, κι ύστερα, γνέφοντάς του φιλικά προς την οθόνη, σηκώθηκε να πάει μέσα. Στο χολ την άκουσα να την παίρνουν τα κλάματα. Η Ήρα, η σκυλίτσα μας, γρύλιζε για ώρα πλάι της. Έμεινα στη θέση μου, το ίδιο βουρκωμένος, χωρίς να θυμάμαι τι ακριβώς είπα στον νεαρό απ’ το μικρόφωνο της κάμερας. Πάντως, η επικοινωνία μας εκείνο το βράδυ ήταν ιδιαίτερα σύντομη και ολοκληρώθηκε με την καθιερωμένη ευχή «Ιγί σαμπαχλαμαλάρ!», που, αυτή τη φορά, λέγοντάς την ο ίδιος ο Κενάν, αντήχησε με ιδιαίτερο χρώμα.
Τις επόμενες δυο μέρες, νιώθαμε σαν να εκπληρώθηκε μια ανέκφραστη ευχή, επειδή αναγνωρίσαμε στο πρόσωπο του νεαρού τον Άρη μας, αν και ήταν σχεδόν βέβαιο πως μια τέτοια ταύτιση μάς εξουθένωνε.
Μεσημέρι Κυριακής. Συνομιλούσαμε με τον Κενάν, έχοντας και πάλι τις κάμερες ανοιχτές. Κάποια στιγμή, όταν η πόρτα του δωματίου του άνοιξε ξαφνικά και ακούστηκε η φωνή της μητέρας του, το αγόρι τρόμαξε. Έκανε μια κίνηση απότομη, και η κάμερα του, ξεφεύγοντας από τη θέση της, έπεσε στη φλοκάτη του δαπέδου. Η εικόνα θάμπωσε ξαφνικά κι έγινε κατακόκκινη μέσα στις ίνες. Σε λίγο διέκρινα τη μεγάλη ρόδα ενός αναπηρικού καροτσιού· στη ράβδο στήριξης ακουμπισμένα δύο αδύνατα πόδια, σχεδόν ατροφικά, που καλυμμένα με δερμάτινα λουριά, κατέληγαν σε ορθοπεδικά μποτίνια.
«Κύριε Στέφανε... Αφεντέρσινιζ[3], έχω πρόβλημα … Γιάρεν γκιορουσσετζέζ[4]…» είδα γραμμένο στην οθόνη και η μετάδοση του σκάιπ διακόπηκε απότομα.
Για μερικά λεπτά, μόνο η ανάσα μου ακουγόταν στο δωμάτιο. Με τρεμάμενα χέρια άναψα τσιγάρο.
Το ίδιο απόγευμα, χωρίς να πω τίποτε στη Δάφνη, πήγα μόνος στο νεκροταφείο. Η Ήρα με ακολούθησε στη σκάλα, γλίστρησε στην πιλοτή, πήδηξε πρώτη στο αυτοκίνητο και θρονιάστηκε μεγαλόπρεπα στη θέση του συνοδηγού ύστερα από ένα μεγάλο χασμουρητό. Της φόρεσα τη ζώνη, όπως συνήθιζε.
Το σκυλί, την περίοδο αυτή, έγινε για μας κάτι ακόμα πιο αγαπημένο και πολύτιμο, επειδή είχε μεγάλη αδυναμία στον γιο μας – αυτόν αναγνώριζε ως αφεντικό του. Λίγες ώρες πριν τη βρούμε και την υιοθετήσουμε, γάβγιζε, θυμάμαι, όλη τη νύχτα, εγκλωβισμένη η καημένη πίσω από τον φράχτη μιας οικοδομής, απέναντι από το σπίτι μας. Την επομένη, την πήγαμε στον κτηνίατρο, όπου μάθαμε πάνω κάτω την ηλικία της και την κατάσταση της υγείας της. Ο γιατρός, βέβαιος πως ήταν αδέσποτη, της τοποθέτησε ηλεκτρονική ταυτότητα και η Δάφνη της έδωσε όνομα. Δεν άφηνε ποτέ από τα μάτια της τον Άρη. Κοιμόταν κάθε βράδυ στο χαλί του δωματίου του και την κάναμε πολύ γούστο, όταν ο γιος μου, τα κυριακάτικα πρωινά, της φορούσε στη βεράντα ακουστικά του MP3 για να ακούει τα μελωδικά τραγούδια των U2 ή της έβαζε γυαλιά ηλίου και το ψάθινο καπελάκι με τη ροζ κορδέλα, για να καμαρώνει και να πηγαινοέρχεται μέσα έξω σαν κοκέτα, ενώ εμείς, ύστερα από το γούστο που της κάναμε, παραμέναμε για ώρα απορροφημένοι στο τάβλι, περιμένοντας να ετοιμάσει μέσα η Δάφνη το φαγητό.
Για τον Κούκο, το κοιμητήριο, είχαμε πολλή ώρα ακόμα. Ο δρόμος ήταν αρκετά επικίνδυνος με τις απότομες στροφές – χώρια που ήταν και διπλής κυκλοφορίας και τα φορτηγά, λόγω της στενότητάς του, ήταν πάντα το μεγάλο πρόβλημα – κάπου τρία τέταρτα μακριά από την Ελευσίνα, στα Δερβενοχώρια της Θήβας, έξω από το χωριό Σκούρτα, στην τοποθεσία Λάκκα Σούλι. Το νεκροταφείο, χτισμένο αμφιθεατρικά, κάτω από το βραχώδες φρύδι ενός αποψιλωμένου λόφου, με τη γραφική του θέα απάλυνε κάπως τη θλίψη του χώρου.
Οι ανθισμένες πασχαλιές σκόρπιζαν την ευωδιά τους σε όλο τον περιφραγμένο από κυπαρίσσια χώρο. Υπό το βλέμμα της Ήρας, που είχε καθίσει δίπλα στον τάφο, καθάριζα, θυμάμαι, το τζάμι της φωτογραφίας που είχε λεκιάσει από την πρόσφατη βροχή. Ο Άρης, υπερήφανα καθισμένος πάνω στη μηχανή του, λες και χαμογελούσε. Όταν εντελώς συνειρμικά ο νους μου πήγε στον Κενάν, τα μάτια μου νότισαν. Η σκυλίτσα, κουνώντας την ουρά της, σύρθηκε στα πόδια μου.
Φεύγοντας, στάθηκα για λίγο στο πλακοστρωμένο δρομάκι της εξόδου και κοίταξα πίσω μου. Κατά περίεργο τρόπο, για πρώτη μου φορά, αισθάνθηκα κάπως ξελαφρωμένος από τον πόνο. Ένα μεγάλο πουλί, ανοιγοκλείνοντας απαλά τα φτερά του, στάθηκε πάνω στον μαρμάρινο σταυρό του τάφου.
[1] Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Ευθύνη, τεύχος 23ο, Μάιος-Ιούνιος 2014, σελ. 360-363. Το κείμενο ανήκει στην αδημοσίευτη συλλογή Ο φωτογράφος των δρόμων.
[2] «İyi sabahlamalar»: «Καλό ξημέρωμα».
[3] «Aferdersiniz»: «Με συγχωρείτε»,.
[4] «Yarιn görüşece(ği)z»: «Θα τα πούμε αύριο».
|