Εργογραφία: |
Ποίηση
Ιχώρ, Καβάλα 1966
Ποσοστό Ευθύνης, Καβάλα 1974
Διαμπερές, εκδ. Σκαπτή Ύλη, Θεσσαλονίκη 1976
Ύπνος Μεσημβρίας, εκδ. Α.Σ.Ε, Θεσσαλονίκη 1985
Ανθολογίες
Καβαλιώτες Ποιητές, 1983
Καβαλιώτες Πεζογράφοι, 1985
Διηγήματα Φώτη Πρασίνη, 1987
Eκδόσεις της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Καβάλας.
Καβάλα: Μια πόλη στη λογοτεχνία, εισαγωγή-επιλογή κειμένων, Μεταίχμιο 2003
Θεατρικά
1990 Οι γυναίκες που κατέβηκαν απ' το πλοίο, Σύνδεσμος Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών Καβάλας
2010 Γιώργος Χειμωνάς: Βασιληάς της Ασίας, Φεστιβάλ Φιλίππων - Καβάλας
2013 Στον κήπο με τις πέτρες και Η αρχαία κνήμη, ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας
Πεζά
1990 Το μισό των Κενταύρων, αφηγήματα, εκδ. Παρατηρητής / εκδ. Επίκεντρο 2016
1994 Ξόβεργα με μέλι, διηγήματα, εκδ. Τραμ / εκδ. Νεφέλη, 1994
1999 Το ελάχιστον της ζωής του, μυθιστόρημα, εκδ. Κέδρος
2002 Πλωτές γυναίκες, μυθιστόρημα, εκδ. Κέδρος / Κάπα εκδοτική 2017
2004 Μοιρασμένα χιλιόμετρα, μυθιστόρημα, εκδ. Κέδρος
2010 Λάθος λύκο, μυθιστόρημα, εκδ. Κέδρος
2016 Με χίλιους τρόμους γενναίος, διηγήματα, εκδ. Κίχλη
|
Κείμενο αποσπάσματος: |
ΣΥΧΝΑ ΑΝΕΒΑΙΝΕ ΣΤΟ ΥΨΗΛΟΤΕΡΟ σημείο των κάστρων για να υπολογίσει την έκταση της πολιτείας. Να δει τις επάλληλες σειρές των κόκκινων κεραμοσκεπών που ανηφόριζαν το λόφο και να τις μετρήσει. Βαριόταν γρήγορα και δεν έφτανε, ως όφειλε, στον αριθμό των εξακοσίων.
Την έβλεπε να κείτεται όμορφη κι επιθυμούσε να την αγαπήσει. Να ξαναβρεί τις μυστικές της κόχες όπου θα μπορούσαν να συμβούν τα δικά του πράγματα. Αφέθηκε να τον παρασύρει ένα αεράκι από θλίψη. Αισθάνθηκε πως, εκείνη η θλίψη, ήταν ικανή να τον παρασύρει και ζήτησε να κρατηθεί από τα σφάλματα των ανθρώπων.
Κοιμούνται με τα λάθη τους, προεξόφλησε, για να σηκωθούν με τις ίδιες συνήθειες, που κι αυτές είναι άλλα λάθη, επαναλαμβανόμενα. Επιθυμούν ό,τι είναι αναγκαίο και δε γνωρίζουν πως αυτό είναι η παγίδα τους.
Σχεδόν τους λυπήθηκε μ' εκείνη τη σκέψη, γιατί είχε ανάγκη να τους λυπηθεί.
Εξασφάλιζε τη διαφορά, κι αυτό του ήταν αρκετό.
Όση ώρα βρισκόταν εκεί, το πέρασμα μιας σαύρας, το ράγισμα ενός κλώνου ή ο αέρας κάτω από το ρούχο του, αποκτούσαν υπέρμετρη αξία. Τέτοια που, οι εικόνες και η αίσθηση της υπεροχής που του προσέφεραν τα μικρά της πατρίδας του, θα έπαιζαν καθοριστικό ρόλο, ορίζοντας την μετέπειτα πορεία του.
Σ' ένα ακάθαρτο δύσβατο δρομάκι εμφανίστηκε κάποιος, από την ενδυμασία του οποίου αμέσως αντιλαμβανόταν κανείς πως ήταν ξένος. Ένα σμάρι από Τουρκάλες, καθισμένες έξω από τις πόρτες των σπιτιών τους, μόλις τον αντίκρισαν, σκεπάζοντας τα πρόσωπά με όλα τους τα ρούχα, έβαλαν τις φωνές. Του γύρισαν τις πλάτες και άρχισαν να του πετούν πέτρες.
*
Τα κάστρα της πολιτείας κατέβαιναν στη θάλασσα. Η Θάσος απέναντι, στο σχήμα μιας μεγάλης ακίνητης χελώνας, του φάνταζε μακρινή. Το όρος Υψάριο, λευκό. Έβλεπε το απέραντο νερό να κλείνει και να ολοκληρώνει τον κύκλο του, ακουμπώντας στις ακτές. Ένας κόσμος, κλειστός και χωρισμένος, σκέφτηκε.
Το Αιγαίο στο τέρμα του. Έμοιαζε να είναι όλος ο μικρόκοσμος πλαισιωμένος από μια διαυγή στεφάνη, μεγεθυσμένος από τη μοναξιά του κόσμου.
Στο σημείο της κορυφής που καθόταν συνειδητοποίησε πως, για να διακριθεί κανείς πρέπει να υπερβεί τις συνήθειες των ανθρώπων. Ν' αγγίξει την υπερβολή.
Παρόμοιες σκέψεις τον επισκέπτονταν συχνά, όσο βρισκόταν στο κτήμα του Μπαντάκη, στην Ξάνθη. Μαζί με τις εικόνες της πόλης που πετάριζαν στα μάτια του και ενίσχυαν το νόστο. Όπως εκείνη που αντίκρισε, μετά τη δυνατή βροχή ενός απογεύματος, την ώρα που καθάριζε ο ορίζοντας και η διαύγεια του αέρα ζωντάνευε τα χρώματα. Όταν χρύσιζαν οι σταγόνες των κεραμιδιών. Ένα τμήμα λαμπερού νερού, πριν από το νερό της θάλασσας.
Ήταν φορές που το ίδιο τοπίο του φαινόταν ξένο και εχθρικό. Σκέφτηκε πως, ίσως κάποτε να του φαινόταν όλα αυτά ξένα. Πράγματα που θα έπρεπε να είχε απορρίψει από καιρό.
Επιθυμούσε να προβλέψει το μέλλον του. Κατάλαβε πως ο καλύτερος τρόπος γι αυτή την πρόβλεψη ήταν να το εφεύρει. Κι αυτό να ήταν το δικό του μυστικό. Που όμως, δεν θα είχε λόγο να υπάρχει, παρά μόνο αν συναγωνιζόταν την πραγματικότητα.
Όταν ήθελε να ξεκουραστεί από τη βοή του πλήθους, τα χρώματα των ενδυμασιών και τις βαριές μυρουδιές των μπαχαρικών που καίγονταν, κατέβαινε στη θάλασσα να δει καθαρότερα το απέναντι νησί. Επιθυμούσε τον Θεοδωρούδη, την ’ννα και την κυριαρχία του στα παιγνίδια τους. Όταν έφτανε στο λιμάνι κάποιο πλεούμενο από τη Θάσο, ρωτούσε τους άντρες των κουπιών, αν τους ήξεραν ή αν τους είχαν συναντήσει στο Ραχώνι. Ρωτούσε και τους εργάτες των φορτηγών. Αυτοί αγνοούσαν την ύπαρξη των παιδιών και δεν του έδιναν σημασία. Η φόρτωση των σιτηρών έπρεπε να περάσει από τα χέρια τους, κι από τις πλάτες τους να κυλήσουν τα σακιά στ' αμπάρια. Ο Μωχάμετ μετρούσε τα σκάφη και έμπαινε στην κίνηση του λιμανιού. ’λλα εκτελούσαν δρομολόγια, ασχολούνταν με το ψάρεμα κι άλλα, τα μεγαλύτερα, ήταν σταματημένα έξω από το λιμάνι στην αναμονή των καπνών, του βαμβακιού και του κρασιού της Θάσου. Τα έβλεπε ν' ανοίγονται στις μεγάλες θάλασσες φορτωμένα και να πιάνουν τα ξένα λιμάνια.
Φανταζόταν το δικό του ταξίδι κι έπιανε φιλίες με βλάχους χωρικούς που κατέβαζαν τα πρόβατά τους στη θάλασσα, με Βούλγαρους αχθοφόρους που έσπρωχναν τις φορτωμένες βάρκες, με καμηλιέρηδες και μαύρους της Αραβίας. Οι τελευταίοι κατέφθαναν ζητώντας δουλειά στις αποθήκες ή τους κήπους των τσιφλικάδων. Ο Μωχάμετ μάθαινε απ' αυτούς την αραβική.
’λλοτε πάλι, του άρεσε να παρομοιάζει τους τρούλους των τζαμιών με στήθια ξαπλωμένων γυναικών, έτσι όπως τα είχε δει μέσα στους ατμούς των λουτρών, όταν τον πήραν μαζί τους οι γυναίκες του Πραβίου.
Ήθελε να μάθει για τις επισκοπές και τα μοναστήρια των Χριστιανών και περιοριζόταν, στη μόνη που είχε απομείνει, στην εκκλησία της Παναγίας. Εκείνη που είχε επισκεφθεί και ακολούθησε υπνωτισμένος τον ιερέα της στο πίσω μέρος του ναού.
*
Ένα μεσημέρι, μια γριά του εξιστόρησε τον βίο του Όσιου Φιλόθεου που γεννήθηκε σ' αυτή την πόλη πριν από διακόσια πενήντα χρόνια. Έκανε το σταυρό της όταν αναφερόταν στα θαύματα και έκλαιγε γοερά όταν έφτανε στα μαρτύρια του Οσίου. Ενδιάμεσα περιέγραφε τις καταστροφές και ερημώσεις των χριστιανικών μονών.
- Είχε δυο μοναστήρια στην πόλη, έλεγε. Το ένα στο όνομα της Θεοτόκου που ήταν αντρικό και το άλλο στου Αγίου Λαζάρου που φιλοξενούσε γυναίκες. Ερημώθηκε των μοναχών, και γκρέμισαν το άλλο οι Τούρκοι. Στη θέση του έχτισαν τζαμί και το χάρισαν στον βεζίρη Ιμπραχήμ.
Αδιαφορούσε η γριά για το ότι ο ακροατής της ήταν μωαμεθανός και καταριόταν συνεχώς τους χαλαστές. Στη συνέχεια παραλογιζόταν περισσότερο κι έλεγε πως πρόλαβε η ίδια το ναΐδριο της Παναγίας της Καμμυτζιώτισσας.
- Το αφάνισαν οι άπιστοι, έλεγε, στη μεγάλη καταστροφή, μαζί με το γκρέμισμα του πρώτου κάστρου.
Ο Μωχάμετ, στους υπολογισμούς του, με έκπληξη βγήκε πως το πρώτο κάστρο είχε γκρεμιστεί πριν από τετρακόσια χρόνια! Αδιαφόρησε όμως για την ανακρίβεια και αφέθηκε ν' ακούσει τον τρόπο που του περιέγραφε η γερόντισσα την εικόνα Εκείνης της Παναγίας.
- Ήταν ιδιότροπη η Ευλογημένη, έλεγε. Είχε τα βλέφαρα σμιχτά και δεχόταν όσους πήγαιναν να την προσκυνήσουν με τα μάτια μισόκλειστα, βλοσυρά. Ήταν γεμάτη περηφάνια και αλαζονεία, η Ανύμφευτη. Δεν καταδεχόταν να κοιτάξει κανέναν στα μάτια. Και τα θαύματα που έκανε, τα χάριζε από ψηλά.
Σχημάτιζε το σημείο του σταυρού και δε χρεωνόταν καμιά αμαρτία.
- Ήμουν κάποτε αμαρτωλή, του είπε, και το ήξερα. Γι αυτό δεν αξιώθηκα να δω τη σκιά Της όταν έβγαινε απ' το εικόνισμα και περπατούσε στα ντουβάρια. ’λλες την είδαν κι ευλογήθηκαν από τη Χάρη Της. Εγώ είδα έναν με έξι χέρια και έξι πόδια που ζούσε μέσα στη φωτιά. Της είχα ζητήσει δυο πράγματα: Να ζήσει τον άντρα μου και να θεραπεύσει την κόρη μου. Τον άνδρα μου τον κράτησε στη ζωή, το κορίτσι μου το πήρε. Και ξέρεις γιατί; Επειδή το είχα μονάκριβο, γι αυτό. Ήταν ιδιότροπη Εκείνη. Είχα αμαρτήσει κι εγώ... Ήμουν νέα, δε γινόταν αλλιώς.
Αίφνης, συνειδητοποίησε η γερόντισσα ότι μιλούσε σε Τούρκο και τον ρώτησε.
- Ο δικός σας Θεός κάνει θαύματα;
- Κάνει, απάντησε σαστισμένος εκείνος, και δεν ήξερε πού ν' αναφερθεί.
- Εσύ πρόλαβες να δεις κανένα;
Ο Μωχάμετ ευχόταν να είχε προλάβει σώα Εκείνη την ακατάδεκτη Παναγία. Να Την κοιτάξει στα μάτια και να Την προσκυνήσει, Υπερήφανη.
’Αφησε τη γριά χριστιανή να κοιτάζει μια αράχνη.
- Ξέρεις πόσα μάτια έχει αυτή; την άκουσε που τον ρωτούσε καθώς έφευγε.
Δε γύρισε ν' απαντήσει.
Στον κατήφορο τον έφτασε η φωνή της.
- Οχτώ.
*
Ανεξάρτητα από το δυσανάλογο αριθμό των τόπων προσκυνήσεως, κι από την αγριότητα των ομοθρήσκων του, ο Μωχάμετ μπήκε με ευλάβεια στον περίβολο του λαμπρότερου τεμένους της πολιτείας. Εκεί συνάντησε σκορπισμένα μάρμαρα με ανάγλυφους σταυρούς, τσαμπιά σταφυλιών και φίδια. Όμοια μ' εκείνα που είναι πεταμένα στο λιμάνι, σκέφτηκε. Με δικέφαλους, σπαθιά και χρονολογίες.
Έβγαλε τα παπούτσια, έπλυνε τα πόδια του στα μάρμαρα και πέρασε μέσα. Γονάτισε επάνω στα ανθισμένα χαλιά της προσευχής κι ευχήθηκε να συναντήσει τους Προφήτες. Τον Μωάμεθ, έτσι όπως τον είχε περιγράψει ο Μπαντάκης στα χωράφια του καπνού, κι εκείνον τον Ιησού που επικαλούνταν η Αργυρή στο διαρκή πόλεμο των γονάτων της.
Να τους ζητήσει να τον αξιώσουν, να πετάει σαν χελιδόνι και να κεντρίζει σα μέλισσα.
Επιθυμούσε να τον ανταμείψουν και οι δύο.
*
ΕΝΑ ΔΡΟΜΟ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟ ΤΕΜΕΝΟΣ βρισκόταν τα λουτρά. Ένας θόλος που άχνιζε συνεχώς. Περνούσε από έξω ο Μωχάμετ ή έμπαινε μέσα, τις ημέρες των αντρών, με την ανάμνηση της πρώτης επίσκεψης. Είχε βρεθεί στο ναό της κάθαρσης, παιδί. Μέσα στο θειάφι και τους χυμούς των εγκάτων της γης, αυτός και το υπόλοιπο του παραδείσου. Ανάμεσα σε γυμνές γυναίκες και ντροπαλά κορίτσια. Του άρεσε εκείνη η εικόνα και την ανακαλούσε συχνά στον ξύπνο του. Τον έτρεφε, και της παραχωρούσε ευρύχωρο χώρο στον ύπνο του.
Ήταν τότε που ζούσαν στο Πράβι. Μάιος μήνας και η πρώτη γυναίκα του Τοσσούν μπέη εξεδήλωσε την επιθυμία να κατεβεί στην πολιτεία και να επισκεφθεί τα λουτρά. Είχε ακούσει διάφορα γι αυτές τις θερμοπηγές. Φήμες που ξεκινούσαν από την ηδονή και έφταναν μέχρι δολοπλοκίες, όργια και φονικά. Ο στρατιωτικός το επέτρεψε και η απόφαση πάρθηκε. Οι προετοιμασίες κράτησαν εβδομάδες. Φορέματα, αλλαξιές, αφράτα μπουρνούζια, ψιμύθια και μυραλοιφές. Η αρχόντισσα έδωσε εντολή για τα απαραίτητα φαγώσιμα: μεζέδες από τρυφερούς βλαστούς και φύλλα κληματαριάς, γλυκίσματα του ταψιού και χυμούς φρούτων. Όλη την ώρα, στα πίσω δωμάτια, οι γυναίκες μιλούσαν για το μακρινό ταξίδι.
Είχε σχηματισθεί ολόκληρη κουστωδία από θηλυκά: δούλες, παρακόρες, φίλες της γειτονιάς και οι θυγατέρες τους. Ακόμη, ο Αλή και ο Μωχάμετ. Τα δύο αγόρια βρίσκονταν στην πριν από την ήβη ηλικία και τους επιτρέπονταν να τις ακολουθούν. Να εισχωρούν μαζί τους στα άδυτα των γυναικών. Ασχημάτιστα ακόμη, τα θεωρούσαν αγνά και ασκανδάλιστα.
Κάποτε, όλο αυτό το πλήθος ήταν έτοιμο. Ξεκίνησαν πριν χαράξει, μη τις βρει ο ήλιος και αρπάξει την ασπράδα. Όταν έφτασαν, ξεχύθηκαν στα πολύχρωμα παζάρια του υδραγωγείου. Πλησίαζε το μεσημέρι όταν κουράστηκαν, σκονίστηκαν και τράβηξαν για τα λουτρά.
Αυτά βρισκόταν στο χαμηλότερο σημείο της πόλης, σε μικρή απόσταση από το τζαμί, τα πανδοχεία και τα εστιατόρια του λιμανιού. Ιδανική γειτνίαση όλων όσων απευθύνονταν στην κάθαρση της ψυχής και την απόλαυση του σώματος.
Οι γυναίκες σκόρπισαν στα μικρά δωμάτια με τις τζαμωτές προσόψεις. Στα δύο αγόρια παραχώρησαν ένα ξεχωριστό, να είναι δικό τους στην προετοιμασία. Τίποτε από το ελκυστικό κλίμα του εσωτερικού χώρου δεν υπήρχε στην εξωτερική εμφάνιση του λουτρού. Στη μέση της αίθουσας βρισκόταν ένα μεγάλο τραπέζι πλημμυρισμένο από φρουτιέρες με φρούτα, δίσκους και ποτήρια για το σερβίρισμα του τσαγιού. Στους τοίχους υπήρχαν ζωγραφιές ημίγυμνων γυναικών με εμφανή στα πρόσωπά τους την τρυφηλότητα. Ακόμη, κλουβιά με παράξενα πουλιά που καλωσόριζαν τους εισερχόμενους, κεριά αρωματικά και ολόσωμους καθρέφτες που πολλαπλασίαζαν τον εντυπωσιασμό. Προσπέρασαν τον πρώτο θάλαμο με τους, στρωμένους από λευκά σεντόνια, αντικριστούς καναπέδες και μπήκαν στην κύρια αίθουσα. Μόλις την αντίκρισε ο Μωχάμετ την παρομοίασε με την κόλαση αργότερα, με την είσοδο του παραδείσου.
Βρέθηκε ανάμεσα σ' ένα σμάρι γυμνών σωμάτων, που το τύλιγε το θάμβος. Δε μπορούσε να διακρίνει καθαρά, γιατί η υγρασία από τους ατμούς ήταν διάχυτη σ' όλο το χώρο. Από τα ανοίγματα του τρούλου έμπαιναν στρογγυλές δέσμες φωτός, που βυθίζονταν στα νερά. Χοντρές σταγόνες κρέμονταν από τους τοίχους, τα σίδερα και την οροφή. Έσταζαν στις πλάκες ή έπεφταν επάνω στα γυμνά σώματα, που βιάστηκαν να ξαπλώσουν στα μάρμαρα. Τα δύο αγόρια τραβήχτηκαν στην άκρη κι αφέθηκαν να κοιτάζουν έκθαμβα την ασβεστωμένη οροφή, κάθιδρη από τον ατμό που πύκνωνε εκεί. Δεν ήξεραν πού έπρεπε να σταθούν, τι να κοιτάξουν και τι ν' αγγίξουν. Μια στάλα, που ζυγιαζόταν ώρα ψηλά, γέμισε χορταστικά, αποκόπηκε από το στήριγμά της κι έπεσε στο μέτωπο του Μωχάμετ. Μια νέα γυναίκα του σπιτιού τον τράβηξε και τον ξάπλωσε κοντά της. Το μάρμαρο ήταν καυτό. Βρέθηκε ανάμεσα σε δύο άσπρα σώματα, τόσο διαφορετικά από το δικό του. Το θέαμα θα ήταν σίγουρα αστείο. Τον πλημμύρισε η θέρμη τους. Έκλεισε τα μάτια κι επικαλέστηκε διαφορετικές παραστάσεις. Πυρωμένα ποτάμια στα έγκατα της γης και νερά ζεστά των πετρωμάτων. Ένα παρόμοιο ποτάμι ένοιωσε να κοχλάζει μέσα του ζητώντας να εκραγεί. Θυμήθηκε πως κάποτε είχε ξαπλώσει στα χόρτα με την ’ννα δίπλα του. Την είχε παρακινήσει να βάλει το χέρι της ανάμεσα στα πόδια του. Εκείνη το κράτησε εκεί και δεν το τράβηξε.
Του φάνηκε πως σάλεψε το χέρι της γυναίκας που ήταν δίπλα του, ακούμπησε την κοιλιά του και άρχισε να κατεβαίνει χαμηλά. Ντράπηκε και βιάστηκε να γυρίσει μπρούμυτα. Ο ιδρώτας του έτρεχε από τις μασχάλες, το λαιμό και τις βλεφαρίδες του.
Οι κουβέντες των γυναικών είχαν γίνει βαριές. ’κουγε την ανάσα και έβλεπε τις νωχελικές κινήσεις των χεριών τους. Προσπαθούσαν να διώξουν τις σταγόνες από πάνω τους, χάιδευε η μία την άλλη αναφωνώντας θαυμαστικά, έγλυφαν τις ρόγες τους και χαμογελούσαν παραδομένες.
Ξαφνικά, σαν κάποιος να έδωσε παράγγελμα, σηκώθηκαν. Με προσεκτικά βήματα που τα συνόδευαν λεπτές κραυγές και γέλια, μπήκαν στο μάρμαρο της γούρνας και βυθίστηκαν στο νερό. Βούλιαζαν, επέπλεαν, γυρνούσαν ανάσκελα και τα στήθη τους προεξείχαν από την ταραγμένη επιφάνεια.
Ο Μωχάμετ τράβηξε τον Αλή σε ένα λειασμένο βαθούλωμα του μάρμαρου, κι από 'κει τις άκουγαν που τιτίβιζαν. Παρατηρούσαν το κράμα της παχύρρευστης ομορφιάς που αργοσάλευε, σαν μέσα σε μικρή θάλασσα. Διπλωμένα κορμιά με ευτραφείς γοφούς, και άλλα νεώτερα με γεμάτα στήθη κι αρμονική λάξευση. Κι ακόμη, εκείνα που βιάζονταν να σχηματισθούν καθώς οι ρόγες τους δεν πρόλαβαν να ξεχωρίσουν αρκετά, και το ξανθό χνούδι δεν έφτανε να σκεπάσει την ηβική χώρα. Ντρέπονταν τα μικρά κορίτσια και ένωναν τις παλάμες τους για να προστατευθούν.
Ο θερμός πίδακας νερού στην προσγείωσή του, από τον κρουνό στο σβέρκο των αγοριών, τους ηρεμούσε. Αισθάνονταν να τους λούζουν φίλτρα μαγικά, ικανά να τους προσδώσουν θεϊκές δυνάμεις.
Απροειδοποίητα ο Μωχάμετ σκέφτηκε πως, αν επιθυμούσε να δραπετεύσει και να βρεθεί στη σκοτεινή τέχνη της πλεκτάνης, θα μπορούσε να φανταστεί τη γούρνα κόκκινη. Να αναβλύζει το ζεστό αίμα κάποιου άρχοντα, από αιφνίδια χτυπήματα. Ένα μαχαίρι να βρίσκει σιωπηλά το στόχο του και να πνίγεται εύκολα η κραυγή του φονικού.
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την ανδροκτονία, γιατί η ίδια δούλα τον τράβηξε από το νερό και τον ανάγκασε να καθίσει δίπλα σε μια γούρνα, σμιλεμένη σε σχήμα αχιβάδας. ’ρχισε να τον λούζει, πείθοντάς τον να αφεθεί στην εμπειρία των χεριών της. Περνούσε το σαπούνι σε όλο του το σώμα, κοντοστεκόταν επιλεκτικά, και τον κοίταζε στα μάτια. Διέκρινε στο άνοιγμα των χειλιών του την προσμονή και με απαλές κινήσεις επιτάχυνε τον ερεθισμό. Τα γυμνά πόδια της άνοιγαν και έκλειναν στον ίδιο ρυθμό, και ο Μωχάμετ άκουγε τον παφλασμό που προκαλούσε ο ιδρώτας τους. Σύντομα, στη χούφτα της γυναίκας έσταξε ένα πηχτό, λευκό υγρό.
Η ελευθέρωση έφερε τη χαύνωση. Ο Μωχάμετ έκλεισε τα μάτια, μάζεψε τη γλώσσα του και κρέμασε τα χέρια κάτω. Ήταν τέτοια η ανακούφιση που το απαλό μακεδονίτικο φως, έτσι όπως τόξευε στο νερό από τα πλαϊνά παράθυρα, σίγουρα θα φώτιζε το πιο χαλαρό χαμόγελο που είχε καιρό πολύ να ανθίσει επάνω στο πρόσωπο του αγοριού.
Δεν πρόλαβε να χορτάσει την απόλαυση γιατί, την επόμενη στιγμή, ένοιωσε να διατρέχει το άψυχο κορμί του κάτι τραχύ που τον έγδερνε. Έντρομος είδε την θεραπαινίδα να κρατάει ένα σφουγγάρι από ψίχα κολοκυθιού και να τον τρίβει με τρόπο, εκ διαμέτρου αντίθετο από την αβρότητα που του είχε προσφέρει πριν από λίγο, λες και ζητούσε να της επιστραφεί η προσφορά. Επιχείρησε ν' αποσπασθεί από τα χέρια που τον κρατούσαν γερά αιχμάλωτο. Η γυναίκα, στην προσπάθειά της να διώξει κάθε μορφή ακαθαρσίας, απέβαλε όλα τα νεκρά κύτταρα του αγοριού, και μέρος από τα ζωντανά.
*
Οι γυναίκες μάζεψαν τα μαλλιά τους, τυλίχτηκαν στα μπουρνούζια και πέρασαν στην αίθουσα με τους στρωμένους καναπέδες. Το μικρό δωμάτιο γέμισε ζωή. Ξάπλωσαν επάνω στη δροσιά, να ανακουφιστούν. Χτένιζε, με τις ώρες, η μία τα μαλλιά της άλλης, έχριζαν τα πρόσωπά τους με αλοιφές και έσταζαν αρώματα. Μασούσαν χιώτικη μαστίχα και δέχονταν την προσφορά φρέσκων χυμών, λαχταριστών μεζέδων, τρίγωνων κομματιών από πίτες που έσταζαν βούτυρο και γλυκισμάτων ποτισμένων στο σιρόπι. Μέσα από τις γεύσεις αισθάνονταν πλούσιες κι ευτυχισμένες. Ο τόπος όλος είχε γεμίσει φωνές και αναστεναγμούς ευχαριστίας.
Ο Μωχάμετ τις άκουγε και έγλειφε από τα δάχτυλά τους τη γλύκα των κερασμάτων.
|