ΣΕΡΕΦΑΣ, ΣΑΚΗΣ


ΣΕΡΕΦΑΣ, ΣΑΚΗΣ

Ο Σάκης Σερέφας γεννήθηκε το 1960 στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει.

Σπούδασε Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Το 2000 έγινε δεκτός από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης ως υπότροφος του Ιδρύματος Fulbright, όπου παρακολούθησε έναν κύκλο σεμιναρίων του Τμήματος Κλασικών Σπουδών σχετικών με τη νεοελληνική Γλώσσα,
Ιστορία και Λογοτεχνία. Εργάζεται στη Mέση Eκπαίδευση.

Έχει θητεύσει ως επιστημονικός ερευνητής στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, στο Τμήμα Γλώσσας και Λογοτεχνίας, και στην Περιφερειακή Διεύθυνση Α/θμιας και Β/θμιας Εκπαίδευσης Κεντρικής Μακεδονίας ως υπεύθυνος του Γραφείου για τη Φιλαναγνωσία.

Έχει εκδόσει περισσότερα από 70 βιβλία (ποίηση, πεζογραφία, μελέτες) ενώ έχουν ανέβει 25 θεατρικά έργα του στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. 

 Πληροφορίες: 
Όνομα:  ΣΑΚΗΣ
Επίθετο:  ΣΕΡΕΦΑΣ
Εργογραφία: 

Ποίηση


Κήτη, Αθήνα, Πατάκης 2021.
164 (Ποίηματα 1983-2013), Αθήνα, «Νεφέλη», 2019.
Γιάννης Μαρία Χένριξ. Αθήνα, «Ίκαρος», 2013.
Πρώτα πέθανε η κότα. Αθήνα, «Κέδρος», 2007.
Μπορεί και νευρικό. Αθήνα, «Κέδρος», 2003.
Τρεις γάτες δρόμος. Αθήνα, «Κέδρος», 2000.
Απ’ το τίποτα. Αθήνα, «Κέδρος», 1994.
Με την ψυχή στο στόμα. Αθήνα, «Ρόπτρον», 1990.
Αυτή που γλεντάει στο φως. Θεσσαλονίκη, «Διαγώνιος», 1985.
Λεζάντα για μια φωτογραφία. Θεσσαλονίκη, «Διαγώνιος», 1983
.

Πεζογραφία


Άνθρωπος Μαρίκα (Από τη Σμύρνη στην Κοκκινιά), εκδ. Μεταίχμιο 2022.
Καλτσοδέτα και Μπέκετ (πεζά κείμενα: Σάκης Σερέφας, φωτογραφίες: Άρις Γεωργίου), University Studio Press 2018.
`Εξω χιονίζει, εκδ. «Πόλις», Αθήνα 2016.
Ο Θεός αυτοπροσώπως: μυθιστόρημα. Αθήνα, εκδ. «Μεταίχμιο», 2012.
Θα σε πάρει ο δρόμος: διηγήματα. Αθήνα, «Κέδρος», 2009.
Μαμ: νουβέλα. Αθήνα, «Κέδρος», 2008.
Θα γίνω ντιζέζ: νουβέλα. Αθήνα, «Μεταίχμιο», 2006.
Το μάταιο με θέα: διηγήματα. Αθήνα, «Κέδρος», 2004.
Αποστολή στη Γη: νουβέλα. Αθήνα, «Μεταίχμιο», 2003.
Οδοντοτεχνίτης νεότατος: διηγήματα. Αθήνα, «Κέδρος», 2001.
Το σπίτι υποδέχεται: διηγήματα. Αθήνα, «Κέδρος», 1996.
 

Πεζογραφία για νέους και παιδιά

Γκολέο. Μεταίχμιο, 2017.
Έχω νεύρα! Μεταίχμιο, 2016.
Μήπως είμαι βλάκας; Αθήνα, εκδ. «Μεταίχμιο», 2014.
Δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω, εκδ. Μεταίχμιο, 2013.
Πρώτη φορά στο σούπερ μάρκετ. Αθήνα, «Πατάκης», 2012.
Μια τρύπα στο νερό. Αθήνα, «Μεταίχμιο», 2012.
Πωλούνται σκιές. Αθήνα, «Πατάκης», 2011.
Εκδρομή στην κουζίνα: Η ντομάτα. Αθήνα, «Μελάνι», 2010.
Εκδρομή στην κουζίνα: Το αβγό. Αθήνα, «Μελάνι», 2010.
Εκδρομή στην κουζίνα: Η μπανάνα. Αθήνα, «Μελάνι», 2010.
Ένας δεινόσαυρος στο μπαλκόνι μου: νουβέλα. Αθήνα, «Πατάκης», 2008.
Μισό κιλό πλανήτης: νουβέλα. Αθήνα, «Κέδρος», 2004.

 

Εκδόσεις θεατρικών έργων


Μπόλικη Ψυχή , Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών Α.Π.Θ., 2019.
Ο κύριος Σμιθ ανοίγει την πόρτα. Αθήνα, «Κάπα», 2019.
Άπαντα τα θεατρικά τ. Α' , Αιγόκερως 2018.
Άπαντα τα θεατρικά τ. Β' , Αιγόκερως 2018.
Άπαντα τα θεατρικά τ. Γ' , Αιγόκερως 2018.
Τι λες κι εσύ, Μπάμπη; (στον συλλογικό τόμο Τα κείμενα των Φιλίππων- Θεατρικά έργα και κείμενα που γράφτηκαν για το Φεστιβάλ Φιλίππων και παρουσιάστηκαν την περίοδο 2009-2014). Κάπα Εκδοτική, 2015.
Έναν φιδέ κι ακίνητος!. Έκδοση του Θεάτρου Τέχνης Κάρολου Κουν, 2014.
Δράκοι (στον συλλογικό τόμο Αναγνώσεις 2011). Αιγόκερως, 2011.
Ένας δεινόσαυρος στο μπαλκόνι μου. Αθήνα, «Πατάκης», 2010.
Αποστολή στον πλανήτη Γη. Αθήνα, «Κέδρος», 2010.
Θα Σε Πάρει ο Δρόμος, Κέδρος, 2009.
Σεμινάριο βλακείας. Αθήνα, «Κέδρος», 2008.
Λιωμένο βούτυρο. Αθήνα, «Κέδρος», 2008.
Μαμ: μονόπρακτο σε 7 σκηνές. Αθήνα, «Κέδρος», 2006.
 

Βιβλία για τη Θεσσαλονίκη


Οδοιπορικό Θεσσαλονίκης, εκδ. Μεταίχμιο, 2021.
«Δεν υπήρξαν ήρωες εδώ...» Λογοτεχνικά κείμενα και μαρτυρίες. Θεσσαλονίκη, εκδ. «University Studio Press», 2015.
Εδώ: τόποι βίας στη Θεσσαλονίκη (Με φωτογραφίες του Πάρι Πετρίδη),
Αθήνα, εκδ. «Άγρα», 2012
Η Θεσσαλονίκη του Excelsior: πενήντα στάσεις στην πόλη.Θεσσαλονίκη, «Excelsior», 2010
Θεσσαλονίκη: Μια πόλη στη λογοτεχνία. Αθήνα, εκδ. «Μεταίχμιο», 2006. [Ανθολόγηση, πρόλογος και επιμέλεια] Ημερολόγιο 2007: Ξένοι στη Θεσσαλονίκη του Μεγάλου Πολέμου 1915- 1918. Αθήνα, «Μεταίχμιο», 2006. [Ανθολόγηση, επιμέλεια και μετάφραση]
Θεσσαλονίκη σε πρώτο πρόσωπο (Με φωτογραφίες από το αρχείο του Χάρη Γιακουμή.) Αθήνα, «Toubis», 2005. [Πεζογράφημα και φωτογραφικό λεύκωμα]
Όλυμπος Νάουσα: 21 Ιουνίου 1994. Αθήνα, «Άγρα», 2003. [Λεύκωμα
και συμμετοχή με πεζογράφημα]
Η Θεσσαλονίκη των ξένων, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Παρατηρητής, 2003
Ημερολόγιο 2003: Η Θεσσαλονίκη των Ξένων. Θεσσαλονίκη, «Παρατηρητής», 2002.
Η Θεσσαλονίκη στα ποιήματα 1900-1999. Θεσσαλονίκη, «Παρατηρητής», 2000. [Ανθολόγηση - βιβλιογραφική καταγραφή]
Πτώματα και φαντάσματα στη Θεσσαλονίκη του Εμφυλίου. Αθήνα, «Κέδρος», 1998. [Μελέτη]
Αλλόγλωσσα ποιήματα για τη Θεσσαλονίκη. Αθήνα, «Κέδρος», 1997.
[Μετάφραση - ανθολόγηση - σχολιασμός]
Τρία ποιήματα του Φράνσις Κινγκ με τη Θεσσαλονίκη του ' 50, Θεσσαλονίκη, ανάτυπο από το περιοδικό Εντευκτήριο, τχ. 34, Άνοιξη 1996
Η Θεσσαλονίκη στη δεκαετία του ' 60, Θεσσαλονίκη, Έκδοση των Εκπαιδευτηρίων "Κοραής", 1994 [Επιμέλεια]
Το παλίμψηστο προαύλιο της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη, «Βάνιας», 1994. [Μελέτη]
Φιλμογραφία της Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη, «Εντευκτήριο», 1992. [Μελέτη]
Η Θεσσαλονίκη εξ αποστάσεως. Θεσσαλονίκη, «Εντευκτήριο», 1991.
[Ανθολόγηση και μετάφραση]
Η πλατεία Ελευθερίας στα 1916 - 1917 ,Θεσσαλονίκη, ανάτυπο από το περιοδικό Εντευκτήριο, τχ. 11, Ιούνιος 1990.


Δοκίμια, μελέτες, μεταφράσεις


Του νερού γραφές και εικόνες (επιλογή κειμένων: Σάκης Σερέφας), Θεσσαλονίκη, έκδοση: Εκπαιδευτικός Οργανισμός Παπιώτη, 2006
Άγνοια, βρικόλακας, γιες: 24 λήμματα για την παγκοσμιοποίηση της λογοτεχνίας. Αθήνα, «Άγρα», 2004.
Τρία δευτερόλεπτα. Θεσσαλονίκη, εκδ. «Παρατηρητής», 2003.
Εγνατία Οδός λόγου χάριν: διηγήματα δέκα Ελλήνων πεζογράφων. Θεσσαλονίκη, Εγνατία Οδός Α.Ε., 2003. [Επιμέλεια]
Νέας Υόρκης το ανάγνωσμα (ανθολογία αμερικανικών ποιημάτων), Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Παρατηρητής 2002
" Σε ξένη γλώσσα η λύπη μας..." Αγγλόφωνα ποιήματα για τον Καβάφη, Δίγλωσση ανθολογία (Μετάφραση-Εισαγωγή: Σάκης Σερέφας) Εκδόσεις Μπιλιέτο, Παιανία 2000
Tέσσερα παραμύθια από την Πορτογαλία (απόδοση από τα πορτογαλικά: Σάκης Σερέφας), Το Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου,τχ.25, Απρίλιος-Ιούνιος 2000, Παιανία
Αλητεία Χαλκιδικής: περιηγητικές λέξεις και πόζες επί διακόσια χρόνια
1793-1993. Αθήνα, «Κέδρος», 1998
 

Συμμετοχή σε συλλογικά έργα


«Όχι άλλα φαρμακεία!» (διήγημα, στον συλλογικό τόμο Press-21
Διηγήματα για την Επανάσταση και τη δημοσιογραφία, Μορφωτικό Ίδρυμα Ένωσης Συντακτών Μακεδονίας-Θράκης, εκδ. Επίκεντρο 2021).
«“Ακόμα κι ο πόλεμος είναι άσχημος στη Θεσσαλονίκη...”: Η Θεσσαλονίκη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου στην ποίηση των ξένων» (στον συλλογικό δίγλωσσο τόμο «Η Στρατιά της Ανατολής στη Θεσσαλονίκη, 1915-1918: η πόλη και οι αναπαραστάσεις της-The Allied Army of the Orient in Thessaloniki, 1915-1918: the city and its representations» όπου δημοσιεύονται οι εισηγήσεις που έγιναν στην ομώνυμη διημερίδα που πραγματοποιήθηκε στο Μουσείο Βυζαντινού
Πολιτισμού στη Θεσσαλονίκη στις 28 και 29.9.2018. Έκδοση Μουσείου
Βυζαντινού Πολιτισμού, 2020.
«Ασκήσεις Έρωτος» (στο Έρως Καλός - 21+21 δημιουργοί για τον Έρωτα, επιμέλεια: Μάνος Στεφανίδης, εκδ. University Studio Press 2020)
«1912-1922» (στο Θεσσαλονίκη, μια πόλη ανθρώπων-Φωτογραφίες του 20ου αιώνα, επιμέλεια: επιμέλεια: Ευδοξία Ράδη και Ηρακλής Παπαϊωάννου, Πολιτιστική Εταιρεία Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος, εκδ. University Studio Press 2017).
«Να πάψω να περνάω από την Καμάρα;» ( στο Μια φωτογραφία Μια ιστορία, Ημερολόγιο 2017, εκδ. Μεταίχμιο 2016).
«Ο πίνακας και το μέλι», «Η τρίτη θέση» (στο e-book Η Δημιουργική Γραφή στο σχολείο (οδηγός εκπαιδευτικού), σχεδιασμός-επιμέλεια: Σοφία Νικολαΐδου, εκδόσεις Μεταίχμιο 2015, το οποίο εκδόθηκε και σε τόμο τον Σεπτέμβριο του 2016 από τις εκδόσεις Μεταίχμιο) .
Γράμμα σ' ένα παιδί για τη φιλαναγνωσία: οκτώ συγγραφείς απευθύνουν μια σύντομη επιστολή στο παιδί που έχουν στην καρδιά τους για να του εμπνεύσουν την αγάπη για την ανάγνωση και τα βιβλία. Αθήνα, Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, 2012.
Το ελληνικό φανταστικό διήγημα. Αθήνα, «Αίολος», 2012. Σινέ Θεσσαλονίκη (Ιστορίες από την πόλη και τον κινηματογράφο), [συλλογικός τόμος], επιμέλεια: Α. Μυλωνάκη, Γ. Γκροσδάνης, συμμετοχή του Σάκη Σερέφα με το κείμενο: «Η Θεσσαλονίκη στο σινεμά» (σ.σ. 165-172), University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2012.
Ο κύκλος του βιβλίου: Ο συγγραφέας, ο επιμελητής-τυπογράφος, ο εκδότης, ο κριτικός, ο αναγνώστης: επιστημονικό συμπόσιο, 3 και 4 Απριλίου 2009. Αθήνα, Σχολή Μωραΐτη. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 2011.
Ενδοσκεληδόν: ανθολογία έργων της ελληνικής λογοτεχνίας με ήρωες μοτοσυκλέτες και μοτοσυκλετιστές. Θεσσαλονίκη, «Ζήτρος», 2008. Όλυμπος Νάουσα: 21 Ιουνίου 1994. Αθήνα, «Άγρα», 2003. (Λεύκωμα -
συμμετοχή με πεζογράφημα)
Η Αμερικανική ποίηση στην Ελλάδα (American poetry in Greece), [πρακτικά επιστημονικής ημερίδας], επιμέλεια: Τατιανή Γ. Ραπατζίκου, συμμετοχή του Σάκη Σερέφα με την ανακοίνωση: «Τραβάμε μπρος γέρο Ουίτμαν...» “Επιφάνειες” αμερικανών ποιητών σε ποιήματα Ελλήνων, έκδοση: Ελληνική Εταιρεία Αμερικανικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη, 2006.
Εγνατία Οδός Λόγου Χάριν, (διηγήματα 10 Ελλήνων πεζογράφων). Εικονογράφηση: Τάκης Τσεντεμαΐδης. Θεσσαλονίκη, Έκδοση Εγνατία Οδός Α. Ε. 2003 [συμμετοχή με διήγημα].
Μια blue jean πασχαλιά. Το κακό το πράγμα. Διπλοβρασιά. Η ζημιά. Λουλούδι από τον Παράδεισο. Αθήνα, «Μεταίχμιο», 2002.
Κινηματογραφημένη Θεσσαλονίκη, [συλλογικός τόμος], επιμέλεια: Π. Δεληολάνης, συμμετοχή του Σάκη Σερέφα με το κείμενο: «Η Θεσσαλονίκη ποιανού;», έκδοση: Οργανισμός Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης «Θεσσαλονίκη ’97», Θεσσαλονίκη 1998.
 

Επιμέλειες


Του νερού γραφές και εικόνες, (επιλογή κειμένων: Σάκης Σερέφας), Θεσσαλονίκη, Έκδοση:Εκπαιδευτικός Οργανισμός Παπιώτη, 2006.
Εγνατία Οδός Λόγου Χάριν, (διηγήματα 10 Ελλήνων πεζογράφων). Εικονογράφηση: Τάκης Τσεντεμαΐδης. Θεσσαλονίκη, Έκδοση Εγνατία Οδός Α. Ε. 2003.
 

Μεταφρασμένα βιβλία του Σάκη Σερέφα


Thessalonique a la premiere personne.. Editions Kallimages, traduction: Danaé Verlet, Paris 2005.
Thessaloniki in foreign eyes. Paratiritis Publications, Thessaloniki, 2003.


ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΣΑΚΗ ΣΕΡΕΦΑ ΣΕ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΕΣ ΑΝΘΟΛΟΓΙΕΣ ΚΑΙ ΕΝΤΥΠΑ

 

Ποίηση
 

One Zero One / 101 Greek Poet (selected and translated by Yannis
Goumas – Ένα Μηδέν Ένα / 101 Έλληνες Ποιητές. Οδός Πανός, Αθήνα
2013.

Acqua del Canto (Antologia di poesia italo-greca). A cura di Alberto Cappi
e Crescenzio Sangilio. Commune di Mantova-Archivio della Poesia’900.
Mantova 2011.

“Fermenti” (αφιέρωμα: “La poesia greca oggi-la generazione dell’80”,
επιμέλεια: Crescenzio Sangilio). Romma 2007.

Fern von der dicht besiedelten Sprache (Griechische Lyric der Gegenwart, Bd. 2) (πρόλογος-επιμέλεια: Dadi Sideri-Speck, δίγλωσσο). Εκδ. Romiosini, Κολωνία 2006.

La Voce Ghe Ci Parla (Antologia di poesia europea contemporanea). A cura di Alberto Cappi. Commune di Mantova-Archivio della Poesia’900. Mantova 2005.

A Century of Greek Poetry (1900-2000). Bilingual Edition. (Selected and edited by Peter Bien, Peter Constantine, Edmund Keeley, Karen Van Dyck). Cosmos Publishing Co., Inc. and The Hellenic Literature Society, New Jersey 2004.

“Hebenon” (Rivista internazionale di letteratura). Torino 2004.

Greec Writers Today-An Athology (vol. I). Edited and with a foreword by David Connolly. Hellenic Authors Society (Εταιρεία Συγγραφέων). Αθήνα 2003.

“Il Foglio Clandestino di Poeti e Narratori”. Milano 2002.

“The Macedonian P.E.N. Review-Balkan Literatures”. Skopje 2001.

“Visions International”. Fredericksburg, Virginia USA, 1999.
 

Πεζογραφία
 

Sechzehn kleine griechische Verbrechen-Δεκαέξι μικρά ελληνικά εγκλήματα (διηγήματα), επιμέλεια Sophia Georgallidis. Εκδ. Romiosini, Κολωνία 2009.

Wort und Spiele (Sport und Literatur im Griechenland der Neuzeit)-Eine
Anthologie.
(Επιμέλεια: Niki Eideneier). Εκδ. Romiosini, Κολωνία 2004.

Ausflug mit Freundinnem (Eine Anthologie zeitgenössischer griechischer
Erzählungen).
(Πρόλογος-επιμέλεια: Sophia Georgallidis, δίγλωσσο).
Εκδ. Romiosini, Κολωνία 2002.
 

Θέατρο
 

Auteurs dramatiques grecs d’ aujour’hui (Miroirs tragiques, fables modernes). Les Cahiers de la Maison Antoine Vitez. Editions Theatrales, 2014.

Θεατρικά έργα του Σάκη Σερέφα CONFESS/ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΘΕΙΤΕ, 2022 Απρίλιος, συμμετοχή στην περφόρμανς “Confess/Εξομολογηθείτε” με το μονόπρακτο “Δεν
δύναμαι”, σκηνοθεσία Όλγα Ποζέλη, θεατρικός χώρος “1927 Artplace”, Αθήνα.
ΧΕΡΙΑ, 2021 Σεπτέμβριος, σκηνοθεσία-ερμηνεία Δημήτρης Πιατάς, Διεθνές Φεστιβάλ Αναλόγιο 2021 (Διεθνής διαγωνισμός: 200 χρόνια
Επανάσταση; Ξαναγράφοντας τους αρχαίους μύθους σήμερα), Μουσείο Ιστορίας Πανεπιστημίου Αθηνών. Το έργο τιμήθηκε με το “Βραβείο ΜΝΗΜΗ ΚΑΠΟΥΤ, 2021, Θέατρο Αλκμήνη, Αθήνα, σκηνοθεσία: Όλγα Ποζέλη.

VIRAL-THESS, 2021 Μάιος, διαδικτυακή προβολή βιντεοσκοπημένης παράστασης, θεατρική ομάδα Μικρός Βορράς, σκηνοθεσία Τάσος Ράτζος. Οκτώβριος, Δημοτικό Θέατρο Καλαμαριάς “Μελίνα Μερκούρη”.
ΨΥΧΗ ΜΠΟΛΙΚΗ, 2019, Οικία Τέλλογλου, σκηνοθεσία: Γλυκερία Καλαΐτζή.
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΣΜΙΘ ΑΝΟΙΓΕΙ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ, 2019, Θέατρο Γκλόρια Μικρό,
σκηνοθεσία: Μαρία Αιγινίτου.
ΕΞΩ ΧΙΟΝΙΖΕΙ, 2017, Θέατρο Επί Κολωνώ, σκηνοθεσία: Μαρία Αιγινίτου. ΕΓΙΝΕ Η ΣΠΙΘΑ ΠΥΡΚΑΓΙΑ, 2017 (Συγγραφή των θεατρικών κειμένων για την εκδήλωση-πολυθέαμα “ Έγινε η Σπίθα Πυρκαγιά” που οργάνωσε η Parallaxi στη Θεσσαλονίκη στις 23.9.2017, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για τα 52α Δημήτρια, με αφορμή τη συμπλήρωση εκατό χρόνων από τη Μεγάλη Πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης τον Αύγουστο του 1917.) Σκηνοθεσία: Κορίνα Βασιλειάδου και Χάρης Πεχλιβανίδης. Χώρος: Υπαίθριοι χώροι της πόλης.
ΑΙΣΩΠΟΥ ΚΟΜΙΞ 2, 2015, Πολυχώρος Ενώ (Θεσσαλονίκη), θεατρική ομάδα Μικρός Βορράς, σκηνοθεσία Τάσος Ράτζος.
ΖΗΤΩ Η ΑΜΦΙΒΟΛΗ ΖΩΗ!, 2014, θέατρο Φαργκάνη (Θεσσαλονίκη), σκηνοθεσία: Αχιλλέας Ψαλτόπουλος.
ΙΑΠΩΝΙΑ, 2014, Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών-Ίδρυμα Ωνάση (4ο Φεστιβάλ Εφηβικού Θεάτρου), σκηνοθεσία: Σοφία Βγενοπούλου.
ΕΝΑΝ ΦΙΔΕ ΚΙ ΑΚΙΝΗΤΟΣ!, 2014, Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν,σκηνοθεσία: Νίκος Χατζόπουλος.
ΣΚΑΡΛΕΤ, 2013, Θέατρο «Πήγασος», Κατερίνη, σκηνοθεσία: Χάρης Αμανατίδης, μονόπρακτο στην παράσταση «Ασκήσεις Πατριδογνωσίας».
ΕΝΑΣ ΔΕΙΝΟΣΑΥΡΟΣ ΣΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΜΟΥ, 2012, Θέατρο «Αυλαία», σκηνοθεσία: Σοφία Καρακάντζα (Το έργο εντάχθηκε στα Εκπαιδευτικά
Προγράμματα του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος για την περίοδο 2013-2014 ως θεατροπαιδαγωγική δράση για τα σχολεία της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.)
ΔΡΑΚΟΙ 2011, Εθνικό Θέατρο, «Αναγνώσεις»,σκηνοθετική επιμέλεια: Σταύρος Τσακίρης.
ΕΡΙΝΥΑ ΜΕ ΤΑΝΑΛΙΑ, 2011, Θέατρο «Συνεργείο», σκηνοθεσία: Άρις Τρουπάκης, μονόπρακτο στην παράσταση «Έξοδος».
ΖΩΕΣ ΓΙΑ ΦΑΓΩΜΑ, 2010, Μπιστρό του ξενοδοχείου Excelsior (Θεσσαλονίκη), δώδεκα μονόπρακτα, σκηνοθεσία: Ελένη Δημοπούλου.
15 ΛΕΠΤΑ, 2010, θέατρο Χώρα, Αθήνα (στο πλαίσιο του 24 Hours Theatre, σε πρώτη μορφή), σκηνοθεσία Τάκης Τζαμαριάς.
ΤΙ ΛΕΣ ΚΙ ΕΣΥ ΜΠΑΜΠΗ;, 2010, ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Σερρών, Φεστιβάλ Φιλίππων-Καβάλας, σκηνοθεσία Θοδωρής Γκόνης, Δημοτικό Θέατρο Σερρών “Αστέρια”.
ΘΑ ΣΕ ΠΑΡΕΙ Ο ΔΡΟΜΟΣ, 2010, Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης», σκηνοθεσία Έρση Βασιλικιώτη.
ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΟΝ ΠΛΑΝΗΤΗ ΓΗ, 2010, Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, Πειραματική Σκηνή, σκηνοθεσία Ανέστης Αζάς.
ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΗ, 2009, Εθνικό Θέατρο, «Αναγνώσεις», σκηνοθετική επιμέλεια ΆρηςΤρουπάκης.
ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΒΛΑΚΕΙΑΣ,2008,ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κέρκυρας και Εταιρεία Θεάτρου «Commedia», Ιόνιος Βουλή, σκηνοθεσία Κατερίνα Πολυχρονοπούλου.
ΛΙΩΜΕΝΟ ΒΟΥΤΥΡΟ, 2008, Εθνικό Θέατρο, Νέα Σκηνή, σκηνοθεσία Σίμος Κακάλας.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ, 2007, Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης», σκηνοθεσία Κορίνα Χαρίτου.
ΜΑΜ, 2006,, Θέατρο Αμόρε, σκηνοθεσία Ελένη Μποζά.
 

Κινηματογράφος-Ραδιόφωνο-Τηλεόραση


ΕΝΑ. Ταινία μικρού μήκους, σε σκηνοθεσία της Στέλλας Σερέφογλου, βασισμένη σε διήγημα του Σάκη Σερέφα από τη συλλογή διηγημάτων του Θα σε πάρει ο δρόμος. Πήρε μέρος στο 25ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας» (21.9.2019).
Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ. Τηλεοπτική σειρά πεντάλεπτων σκηνοθετημένων ποιημάτων που αναφέρονται στη Θεσσαλονίκη. Παραγωγή ΕΡΤ3, 2013, σκηνοθεσία: Γιώργος Κεραμιδιώτης. Συμμετοχή του Σάκη Σερέφα ως επιστημονικού συνεργάτη.
ΡΟΥΛΕΜΑΝ. Ταινία μεγάλου μήκους, παραγωγή ΕΡΤ3, 2004, σενάριο: Σάκης Σερέφας, σκηνοθεσία: Πάνος Καρκανεβάτος. Συμμετοχή της ταινίας στο «film market» του Φεστιβάλ Καννών τον Μάιο του 2005.
ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΕΙΝΕΣ. Εβδομαδιαία ωριαία ραδιοφωνική εκπομπή λόγου στον σταθμό 9,58 FM της ΕΡΤ 3, 2003-2004. Κείμενα: Σάκης Σερέφας.


Διεύθυνση: 

Γρ. Αυξεντίου 10, 55437 Άγιος Παύλος, Θεσσαλονίκη


Έτος γέννησης:  1960
Τόπος γέννησης:  Θεσσαλονίκη
Τίτλος αποσπάσματος:  ΚΕΙΜΕΝΑ
Κείμενο αποσπάσματος: 
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΥΠΟΔΕΧΕΤΑΙ, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1996
 
Απόσπασμα από το διήγημα

"Τελικά, μπούτι ήταν"

 

 


Η Ερμού ήταν τότε δρόμος εμπορικός και πάντοτε ηλιόλουστος―έτσι μ' αρέσει να τη θυμάμαι. ’νθρωποι, ζώα, μηχανές, γραμμώνονταν σαν ζέμπρες από τις σκοτεινές λωρίδες που άφηναν πάνω τους οι παχύσκιες ακακίες. Γαλάζιος ουρανός σε υποδέχονταν όταν αναδυόσουν απ' το υγρό υπόγειο του Φωκά με τα φθαρμένα σανίδια, τους μεγάλους ξύλινους πάγκους και τις στερημένες πωλήτριες. Ένα γλυκό ανεμάκι σε τύλιγε αγαπητικά μόλις ξεπρόβαλλες απ' τις ορεχτικές στοές της Μοδιάνο ―γαρίδες, ορνίθια, λαγοί, τουρσιά και παστουρμάδες σε είχανε μόλις αναστατώσει μερακλή μου. Μια τσιγγανοζητιάνα εδώ, ένας χωρικός φτωχοντυμένος ―όπως σε χωρικό ταιριάζει― πιο κει να πουλά αντίδια και βλήτα μέσα σε κοφίνια, αδέσποτοι σκύλαροι να παίρνουν από πίσω τα καρότσια που ξεφορτώνουν κρέατα απ' τις νταλίκες, το έρωμα απ'τα χαρμάνια των καφέδων να ξεχύνεται στην είσοδο του Μπράβο, το καναρινί Χιουντάι του κρεατέμπορα κάθετο στο πεζοδρόμιο, όλα έμοιαζαν με εκδρομή μέσα στην πόλη όταν επέστρεφες στο σπίτι σου, αν λίγο πριν είχες βολτάρει στην Ερμού. Ώσπου, μια Παρασκευή μεσημέρι, Μάη μήνα, την είδα.
Σκοτεινοί τύποι με συνθηματικές καρφίτσες στο πέτο τους ανταλλάσσουν χυδαίες ματιές. Παρ' όλη την αιθρία ―είναι βράδυ μαλακό, μαγιάτικο― περίεργα όντα περιφέρονται με μαύρες ομπρέλες. Από γύρω, έξαλλα πλήθη δεν αισθάνονται τη βουβή απειλή ―ή την αισθάνονται; Το λοστάρι σημαδεύει κρανίο και κρανίο τσακίζει, σπινιάρει το τρίκυκλο και το ρουφά η Ιστορία. Η καλή μου στεκόταν στο σημείο όπου εξοντώθηκε ο Λαμπράκης, ακριβώς πλάι στο αναμνηστικό γλυπτό.
"Έι, γειά σου!" τη χαιρετώ με άνεση, θαρρείς κι από γεννησιμιού μου επρόβαρα τούτη την απλή, μα πάντα κρίσιμη, πρώτη κουβέντα.
"Γειά σας!" μου επιστρέφει τον χαιρετισμό. Πριν σχολιάσω τον πληθυντικό, περνώ αμέσως στην περιγραφή της ζωγραφιάς μου. Πιστεύετε στη μοίρα; Σας λέει τίποτα η λέξη 'πεπρωμένο'; Βρίσκετε, μήπως, αφερέγγυα την έννοια της 'σύμπτωσης'; Πάντως εγώ πιστεύω και στα τρία―τι άλλο μπορώ να κάνω για να μη βλαφτεί ο νους μου, αφού αυτό το ίδιο πλάσμα συνάντησε κι ο Μωπασάν στη γέφυρα της Κονκόρντ, μόνο που εκείνη ήταν ψηλή, μελαχρινή και μακρυμάλλα, ενώ η δική μου το ακριβώς αντίθετο. Να πως μου την περιέγραψε: "Ήταν μελαχρινή, με μαύρα γυαλιστερά μαλλιά, που έπεφταν μπροστά στο μέτωπό της, και με φρύδια σμιχτά, που ενώνανε τα δυο μάτια της κάτω από το φαρδύ τους τόξο. Το αμυδρό χνούδι πάνω από τα χείλη της σ' έκανε να ονειρεύεσαι, να φαντάζεσαι...όπως φαντάζεσαι δάση μυστηριώδη κι αγαπημένα, βλέποντας ένα μπουκέτο με λουλούδια πάνω σ' ένα τραπέζι. Οι γοφοί της ήταν καταστρόγγυλοι, το γεμάτο στήθος της προκαλούσε και δινόταν σαν πειρασμός". Τι άλλο; Α, ναι! Ήταν βαριά ιδρωμένη―να πλύνω τις μασχάλες της, τα πλύματα να πίνω.
"Τι κάνεις εδώ;" ρώτησα για να κερδίσω χρόνο, αφού μπροστά στα μάτια μου συνέβαινε το γεγονός, στο φως της ημέρας. Έχετε ακούει αηδόνι να νιαουρίζει; αετό να βελάζει; μήπως είδατε ποτέ σας τριανταφυλλιά να καρπίζει σταφύλια; Αν ναι, τότε θα εννοήσετε το παράδοξον του πράγματος και την κατάπληξή μου. Ντυνένη μ' ένα ελάχιστο τσίτι―φόρεμα πορτοκαλί με άσπρα ανθάκια και τιράντες (δηλαδή τι περιμένατε; Αρμάνι να φοράει στην Ερμού;)―με τα κοντά ξανθά μαλλιά της σε καρέ να θριαμβεύουνε στον ήλιο φρεσκολουσμένα και το ανεπαίσθητο χνουδάκι σε μπράτσα, σε μπούστο και σε ώμους σαν φωτοστέφανο αναγεννησιακό, κρατούσε στην αγκάλη της κάμποσα τεύχη από μιαν αναρχοσυνδικαλιστική εφημερίδα, αυτό που στα χρόνια μου αποκαλούσαν "της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς", νομίζω μαοϊκών τάσεων, αν το επίθετο σάς λέει κάτι, κι απευθυνόταν το χρυσό μου βουβά στους προλετάριους. Στη φάμπρικα του πόθου μου οι μηχανές δούλευαν ασταμάτητα, ψήλωσε ο νους μου απότομα: βρισκόμουν αντιμέτωπος με τη μοίρα μου στη μέση ενός εμπορικού πεζοδρομίου κάπου στη Μεσόγειο.
"Η ξαδέλφη μου κι ο φίλος της με πείσαν να το κάνω" εξηγήθηκε αμέσως―μάλλον η απορία ξεχείλιζε από μέσα μου. "Εσείς πως είστε;" ρώτησε κι εξαγριώθηκα τάχα.
"Μίλα μου στον ενικό γιατί θα σε μαλώσω" βρυχήθηκα μελιστάλαχτα, ενώ από μέσα μου χοροπηδούσα ο αζάπης, αφού πληθυντικός σε τέτοιες περιπτώσεις σημαίνει: είσαι μεγαλύτερός μου, είσαι ο πατέρας, ο φίλος κι ο εραστής που αναζητούσα, δίδαξέ μου τα μυστικά του πόθου, πολύπειρε μεσόγειε―κι άλλα παρόμοια.
"Ξέρεις"συντονίστηκε αμέσως ο θησαυρός μου "με την ξαδ'ελφη μου παρατηρούμε το σπίτι σου από το μπαλκόνι και μας αρέσει πολύ".
"Ε, τότε, δεν γίνεται, πρέπει να έρθεις να το δεις κι από μέσα" απάγγειλα αμέσως, δοξολογώντας τον πανάγαθο που δεν με ξαπόστειλε ως έμβρυο σε καμιά βρετανική επαρχιούπολη, ας πούμε Λίβερπουλ, Νότιγχαμ, Μάντζεστερ (ευλογημένο φούτμπολ, πόσα μου έμαθες), όπου στην αντίστοιχη Ερμού τους ―σιγά να μην έχουν―μια τέτοια φράση, κάτω από τον κρυόκωλο ουρανό που τους σκέπει, μπορεί να σημαίνει "εσύ και η ξαδέλφη σου" ενώ εδώ, όπου-η-Ερμού-είανι-ελληνική-,το δεύτερο ενικό μου πρόσωπο ήχησε κρυστάλλινο και αποφασιστικό μια για πάντα.
"Να έρθω" απάντησε απλά και σωριάστηκα λιπόθυμος στο πεζοδρόμιο―παραλίγο δηλαδή.
"Λοιπόν, σήμερα είναι Παρασκευή, θα σε περιμένω τη Δευτέρα το βράδυ στις οχτώμισι" της πρότεινα με ακρίβεια λογιστή. Γιατί Δευτέρα; Έτσι, για να'χω κάτι να ονειρεύομαι. Αμ'πώς!
Αποχειρετιστήκαμε με ανεπαίσθητα αγγίγματα, κι αμέσως ξαμολήθηκα για τις τροφές. Σαλιγκάρια με βούτυρο, σκόρδο και βασιλικό απ' τον Κοσμά στη Βασιλέως Ηρακλείου. Γραβιέρα Κρήτης, πέστροφα καπνιστή του Π¨ορτο Λάγος και μουρταδέλα Νάπολης από τη Βλάστη στην πλατεία Ναυαρίνου. Λημνιώτικο κρασί απ' το ποτοποιείο Η Ραψάνη στην Καμάρα. Χύμα σαντιγί απ' τον Χαιώτη στην Εγνατία. Φράουλες απ' τον κυρ Θανάση, τον μανάβη της γειτονιάς μου.
Ξημέρωσε Δευτέρα και βράδιασε γρήγορα―θα είχα κι άλλα να σας πω για το ενδιάμεσο (να, για την κόρη του κυρ Θανάση του μανάβη, τι έξοχα ματοτσίνορα!)―όμως πρέπει κάτι να μου ρίξαν στον ορό, νιώθω μια νάρκη γκυκιά να με μουδιάζει, ό,που απόμεινε σώμα για να μουδιάσει.
Εννέα παρά είκοσι ακριβώς μου χτύπησε το κουδούνι. Εννέα παρά είκοσι ακριβώς πάτησα το κουμπί και της άνοιξα. Πορτοκαλί τζιν, λευκά Ολ Σταρ, λευκό μακό εφαρμοστό, μαλλιά που μοσχομύριζαν Τιμοτέι αμύγδαλο―απειρόκαλλο πλάσμα καλωσήρθες.
"Τι θα πιεις;" τη ρώτησα μόλις πέρασε το πρώτο ενάμισι θεσπέσιο λεπτό. "Υπάρχει ουίσκι, κρασί ―που λέω να το πιούμε αργότερα― και βότκα". Κράτησα την αναπνοή μου μέχρι ν' απαντήσει. Θεέ μου, κάνε την να είναι του ποτού!
"Ξέρεις, δεν πίνω, έχω και τις εξετάσεις στη Σχολή αυτές τις μέρες, μήπως υπάρχει κάνας χυμός;".
Μου'ρθε να πω κάτι τούρκικο, μα κρατήθηκα χαμογελώντας γλυκά. "Βεβαίως, αχλάδι".
Βγάζω τον Λάιφ απ' το ψυγείο, τη Στολίσναγια απ' την κατάψυξη, παγάκια άφθονα, και της γυρνώ την πλάτη μαλακά. "Πως πέρασες αυτές τις μέρες;" τάχα ρωτώ, και χύνω δυο μεζούρες βότκα στο ποτήρι της, έπειτα πάγο, άφθονο χυμό, και τα ταρακουνώ να σμίξουν γερά. Κάτι μου έλεγε στο μεταξύ για τα μαθήματά της, κι εγώ ―πολύχρονος φοιτητής στο παρελθόν―απαντούσα όλο κατανόηση. Κάθισα δίπλα της στον καναπέ κι η βραδιά πήρε τον δρόμο της.
Πέρασαν χρόνια από τότε. Βρισκόμουν σε ηλικία που μπορούσα να μιλώ για ώρες, σήμερα όμως, το βλέπετε, είμαι ένα ρετάλι. Και τι δεν είπαμε! Αυτή τη βραδιά ήθελα α' την αρχή να σας περιγράψω, όμως ορφάνεψα πια από λέξεις. Πάντως, πριν φύγετε, ακούστε τουλάχιστον αυτά τα λίγα, μα τόσο κρίσιμα:
"Να που είδες το σπίτι μου από μέσα" της λέω. "Τι μάντευες από το παράθυρό σου πως υπάρχει;". "Έβλεπα" μου απαντά "τον καθρέφτη αντίκρυ στο κρεβάτι σου". "Και τι άλλο;" ρωτώ λαχανιασμένος. "Τη βιβλιοθήκη και το πικάπ". "Μόνο αυτά;" της κάνω περιπαιχτικά. "Στο παραθυράκι, πλάι στο γραφείο σου, σα να πήρε το μάτι μου, κάτι κινούνταν στα σκοτεινά" συμπληρωνει λοξοκοιτώντας με. Πάγωσα! Κινούνταν μόνο τα μάτια, τα Σάμσουγκ και κάτι μέλη μου. "Εσλυ τι λες πως ήταν;" τη ρωτώ. "Δεν ξλερω να σου πω" μου απαντά, "να, ήσουν εσύ". "Εγώ είμαι τεράστιος" λέω πνιχτά "τι από μένα;". Όσοι χειριστήκατε διόπτρες για παρόμοιους σκοπούς νιώθετε τώρα την αγωνία μου. Δεν θα' χα μούτρα να ξαναβγώ στη γειτονιά. "Δεν είμαι σίγουρη, δεν έβλεπα καλά" απαντά η μικρή Βαγγελιώ, "πάντως, κάτι από σένα ήταν". "Να σε κεράσει άλλον ένα χυμό η κρεατόμαζα;" προτείνω τάχα θιγμένος, μήπως και ξεχαστεί. "Μου' βαλες και βότκα προηγουμένως, έτσι;" με ρωτά φιλύποπτα. "Να νοστιμέψει λίγο το ζουμί που ζήτησες" δικαιολογούμαι. "Τι είναι αυτό;". "Δις ιζ ε κομπολόι", πάω να κάνω χιούμορ. "Δεν ξέρω να το παίζω" λέει αθώα. "Αμέσως να σου δείξω", και πρόθυμα της βάζω το παιγνιώδες όργανο στα χέρια. Πλέκω τα δάχτυλά μου στα δικά της, τάχα να της διδάξω την τεχνική ―πανίσχυρες αρτηρίεςμου, τένοντες και μύες, σταθήκατε στο ύψος σας― κρατάει κάνα δίλεπτο η πράξη, ώσπου "Εγώ στη θέση σου, αν ήθελα κάτι, θα το ζητούσα" μου δηλώνει βλέποντάς με θολωμένο. Καταπίνω τρεις φορές το σάλιο μου, μετράω γρήγορα μέχρι το δέκα και "Να σε φιλήσω θέλω" τολμώ να πω, τα μάτια μας σπιθίζουν αστραπιαία και φιλιόμαστε. ’νθρωπος άνθρωπο φιλεί, κι εγώ τη Βαγγελιώ μου τη μικρή. Μετά τη δεύτερη φορά, όπου η ηδονίτσα επαναλήφθηκε, σηκώνεται να φύγει. "Η ξαδέλφη μου δίνει εξετάσει αύριο το πρωί και πρέπει να τη βοηθήσω στο διάβασμα". "Η ξαδέλφη σου όταν μεγαλώσει θα γίνει πάμπλουτη και θα σε αποκηρύξει" προφητεύω, "γι' αυτό μείνε, είναι αχάριστη". Γέλασε η οπτασία μου και μ' αποχαιρέτησε.
Απόμεινε το ποτήρι της στο γυάλινο τραπέζι. Είχε τρία δάχτυλα υπόλοιπο αχλάδι-βότκα. Υποθέστε πως είμαι παράφρων, νευρωτικός, φροϋδικό μυρμήγκι, μα δεν το πέταξα στον νεροχύτη. Φύλαξα το ποτήρι της στο ψυγείο, και κάθε βράδυ, πριν κοιμηθώ, το έβγαζα, το γύρναγα απ' τη μεριά που είχε πιει (το αποτύπωμα των χειλιών διατηρείται άριστα στο ψυγείο―μάθετέ το) και μούσκευα τη γλώσσα μου ψέλνοντας κάτι δικά μου λόγια, που υποτίθεται πως κάνουν τους ανθρώπους να με ορέγονται όταν το θέλω ―μη με κοιτάτε έτσι. Αποτέλεσμα μηδέν. Μονάχα ένα ―ισόβιο από τότε― ανατρίχιασμα στη γεύση του αχλαδιού. Έτρωγα κι έπινα μοναχός μια βδομάδα μέχρι ν' αδειάσει το ψυγείο. Και τα Σάμσουγκ κομμένα―ούτε στην κουρτίνα δεν πλησίαζα.
Αρχές Ιουλίου, βγαίνω νυχτιάτικα από το σπίτι για καμιά βόλτα προς το κέντρο. Να την μπροστά στην εξώπορτα, να φορτώνει σακίδια σ' ένα κόκκινο Φίατ, μαζί με την ξαδέλφη της και κάτι μηδαμινούς. Χαιρετιόμαστε συνεσταλμένα, με παίρνει παράμερα η ανελέητη, και λέει το τελευταίο που άκουσα από αυτήν: "Τελικά, μπούτι ήταν".

(Τέλος)


Πέντε διηγήματα από τη συλλογή ΟΔΟΝΤΟΤΕΧΝΙΤΗΣ ΝΕΟΤΑΤΟΣ (Ιστορίες με τον Χάρο), Κέδρος 2001.



HAPPY END

Mια μηχανότρατα που ξανοίγεται στο πέλαγος κακαρίζοντας. O καπετάνιος, δυο ναύτες και μια κοτούλα το πλήρωμα. Xρόνια τώρα. O καπετάνιος κρατά το τιμόνι και διατάζει, έτσι πρέπει. Oι ναύτες ρίχνουν τα δίχτυα, τα μαζεύουν, ξεσκαλώνουν τα ψάρια, τα βάζουν στα καφάσια και υπακούουν στις διαταγές, συνήθως. H κοτούλα γεννάει κάθε πρωί από ένα ωραίο αυγό, πάντοτε. O καπετάνιος μας σιχαίνεται πολύ τις κότες αυτού του κόσμου. Στους εφιάλτες του τα βράδια τις ονειρεύεται, όρθιες απειλές να μελετούν ακίνητες τα νυχοπόδαρά τους με τις ώρες, να χουχουλιάζουν φουσκωμένες μέσα στο πτέρωμά τους σαν υπόκωφες μαρκησίες. Kάθε αυγή κατεβαίνει στο αμπάρι, πηγαίνει στο κλουβί, φτύνει τον κόρφο του και το πτηνό, του παίρνει το αυγό, σταυρίζει με αυτό τον σκοτεινό αέρα, ανεβαίνει στην πλώρη, το σπάει στην καρίνα, το χύνει μεσοπέλαγα, χαζεύει τ' αφρόψαρα να βόσκουν μουρμουριστά τον κρόκο, και διατάζει ν' ανεβάσουνε τα δίχτυα. "N' αυγαταίνουνε τα πέλαγα, αμήν" ψιθυρίζει και τρίβει τα χέρια του με σκόνη πλυντηρίου μέχρι να γίνουνε νταούλια. Δεν έχει βάλει ποτέ στο στόμα του αυγό και συνηθίζει να ξερνάει πάνω στο αυγό εκείνου που θα τολμήσει να το φάει δίπλα του.
Eίναι πρωί και η τελετή του αυγού έχει λήξει. O καπετάνιος ξεπλένει από τα χέρια του τις σαπουνάδες με οινόπνευμα, και οι δυο ναύτες έχουν αρχίσει να μαζεύουν τα δίχτυα σιωπηλοί. Δεν ανήκει στον χαρακτήρα τους η σιωπή, για κοιτάξτε καλά, το βλέμμα τους ένα κοπάδι βίσωνες που σκάβουν με τις οπλές τους το χώμα απορροφώντας με τα ρουθούνια τους τις μύγες για ορεκτικό, έτσι και οι ναύτες μας είναι έτοιμοι να χυμήξουν πάνω στα λόγια, μα σκοπεύουν να το κάνουν άλλη φορά, αλλού. Tα δίχτυα εξαπλώνονται στο κατάστρωμα μετακομίζοντας από τα βάθη μιαν εγκόσμια λάμψη που θρυμματίστηκε σε έξαλλες ποσότητες. Aυτό σημαίνει, βγάλαμε μπόλικο πράμα σήμερα. Πάνω στο ξύλο κωλοχτυπιούνται σκορπίνες, αστακομάννες, σαργοί, ροφοί, φαγκρόπουλα, μπαρμπούνια, όλα τους ενδιαφέροντα, όλα τους φημισμένα, όλα καλά. Φυσικά, οι ράχες τους οφείλουν ν' αστράφτουν καταιγιστικά, τα βράγχιά τους πες ότι στραφτάλιζαν έναν ερυθρό πνιγμό στην νωπογραφία της αυγής, τα μάτια τους διαυγή σαν ζελατίνες βίου- μάστερ, διακρίνεις πίσω τους τη συσκευή που τα φορά. Φρεσκότατα ψάρια έχω, λέμε.
O κάπταιν τα βλέπει και σιχτιρίζει, για γούρι. Ξεχωρίζει με τη γαλότσα του μια ζαργάνα και κάνει νόημα στον ναύτη. Σκύβει εκείνος, λυγάει πρώτα το δεξί πόδι, μετά το αριστερό πόδι, τώρα τα γόνατα πατινάρουν στο λεπιασμένο ξύλο, απλώνει πρώτα το δεξί του χέρι, μετά το αριστερό του χέρι, τώρα τα δυο του χέρια βρίσκονται σε εφαπτόμενες τροχιές, ανοίγουν οι παλάμες αργά, πρώτα η δεξιά παλάμη, μετά η αριστερή παλάμη, τώρα μαγκώνουν γερά το μακρόσυρτο ψάρι, κλαπ, κλαπ, γιούπι, χειροκροτήματα κι επευφημίες σε κάποιον πλανήτη μακριά, για την επιτυχημένη κινησιολογία του συντρόφου. Σε λίγο, το ψάρι προσφέρεται στον κατεπάνω, μπανιαρισμένο και τρικατάληκτο. Kάθεται στην άκρη της πλώρης κι έχει ανάψει κιόλας το καμινέτο του. Tο σπορέλαιο στο τηγάνι τσιτσιρίζει, το ψάρι εμβαπτίζεται αλατισμένο, σε τρεις συνέχειες, κι όλα πια είναι θέμα χρόνου. O καπετάνιος σιγοπίνει το ούζο του και περιμένει. Περιμένει κι ατενίζει. Aτενίζει και τι βλέπει; Πέρα στο πέλαγος, επιπλέει ένα ωραίο εργοστάσιο αυτοκινήτων. Kαλοξυρισμένοι εργάτες με περιποιημένα νύχια και ντεκολτέ στολές εκτελούν ο καθένας την εργασία του, ευτυχισμένοι, χορτάτοι κι ευγνώμονες. Aσφαλώς, φτιάχνουν αυτοκίνητα. Tα τελειότερα αυτοκίνητα του κόσμου. Aυτοκίνητα που κινούνται με κότες. Σε διάφορα μοντέλα. ’λλο καίει την κότα στα τριάντα χιλιόμετρα, άλλο στα πενήντα, ανάλογα με τον κινητήρα. Σε όλες τις εθνικές οδούς ορθώνονται υπερσύγχρονα κοτέτσια. Σταματάς, παραγγέλνεις την κότα που χρειάζεσαι, σου την φέρνουν στο κλουβί, την κοιτάς στα μάτια με νόημα, εξετάζεις τα φτερά, εγκρίνεις, την τοποθετούν ζωντανή στο καρμπιρατέρ, πληρώνεις, φεύγεις. Kαθ' οδόν, μπορείς να απολαμβάνεις το θέαμα στο εσωτερικό του καρμπιρατέρ από μια μικρή οθόνη εντοιχισμένη στο ταμπλό. Tετρακάναλος ήχος, υψηλή ευκρίνεια, δυνατότητα για ζουμ και εγγραφή σε βίντεο. Όμως. Aναστενάζει σκοτισμένος. Όμως. Δεν έχει βρεθεί λύση για το θέμα του φωτισμού. Kαμιά λάμπα δεν αντέχει σε τέτοιες θερμοκρασίες καύσης. H φόρμουλα είναι μυστική, μόλις λύσει το μικροπρόβλημα θα την περάσει στα χαρτιά με όλες τις λεπτομέρειες, κι ύστερα θα την χαρίσει στον συνάνθρωπο, στο κράτος, στο έθνος, στον πλανήτη, στο σύμπαν, στον Θεό.
A, έτοιμο κιόλας το ψαράκι μας, μέγκλα μεζές. Tο πηρουνιάζει ορεχτικά μέσα απ' το τηγάνι, σταλάζει λεμόνι στο λαδόζουμο, κάνει παπάρα μισή φέτα ψωμί, την πασπαλίζει με ρίγανη, ρίχνει ούζο στο ποτήρι, ψάρι, ούζο, ξανά ψάρι, ξανά ούζο, ψωμί, ψάρι, ούζο, ψάρι, ψάρι, ψάρι ντε. Σφιχτό χιονάτο κρέας. Φωσφοριζέ πρασινωπό κόκαλο. Σε λάθος θέση. Στον λαιμό του. Bήχει, χώνει τα δάχτυλα βαθιά στο στόμα, βαρά μπουνίδια στο στήθος του, κάνει πριτς, ξαναβήχει, χώνει τα ξαναδάχτυλα βαθιά στο στόμα, βαρά μπουνίδια στο ξαναστήθος του, κάνει πριτς επίσης, τουμπάρει ανάσκελα στην κουπαστή, το καμινέτο τινάζεται πέφτει στη θάλασσα, μια σαρδέλα το προσπερνάει αξιοπρεπέστατη, ακούν τον σαματά οι ναύτες, βλέπουν το καμινέτο σε λάθος θέση, τρέχουν λεβέντικα το ανασύρουν με μιαν αποχή προτού καταποντισθεί, ο καπετάνιος ξάπλα κάτω τούς κλωτσάει στα καλάμια μουγκρίζοντας, μουγκρίζουν κι αυτοί και τον κλωτσούν απορημένοι, έχει ανοιχτό το στόμα και τους δείχνει με το δάχτυλο τη μύτη του, σκύβουν του προσφέρουν ένα μυξομάντηλο, τους φτύνει μες στο στόμα, σαν κάτι να εννοούν, βλέπουν τα άλλα ψαροκόκαλα παρατημένα στο τηγάνι, τώρα εννόησαν καλά, χώνουν κι οι δυο μαζί όλα τους τα δάχτυλα στον λαιμό του, μα τι να κάνουν δεκαπέντε μικρά πρασινωπά εξαρτήματα με γεύση ληγμένου εμετού, η ώρα περνά, σίγουρα κάποιος στην παρέα πεθαίνει, ξάφνου ο ένας ναύτης κάνει μπιπ κι αποχωρεί τρέχοντας, τα λεπτά κυλούν, όλοι κρατούν την ανάσα τους, ένας βέβαια το έχει παρακάνει, η άμμος στο καντήλι του σώνεται, το λαδάκι του στην κλεψύδρα σώνεται, ώσπου νάτος ο παλλήκαρος αναδύεται από τ' αμπάρι με την κότα αγκαλιά σαν τροπική ανθοδέσμη σε εγκαίνια συνοικιακού φαρμακείου, φανταχτερή κι απρόοπτη. Tην ακουμπά στο στήθος του καπετάνιου, που σβουρνιέται ζορισμένος με τον κώλο παραμάσχαλα, ο καπετάνιος την βλέπει, ο καπετάνιος την είδε καλά, attention please ! ο καπετάνιος του σκάφους ανακοινώνει στο προσφιλές πλήρωμα πως επιθυμεί να κλείσει για πάντα τα μάτια του ξεκινώντας από αυτήν ακριβώς την στιγμή , achtung! achtung! ο έτερος σωτήρας τού
κρατά με γήινη ρώμη το στόμα ανοιχτό, ενώ ο πρώτος σπρώχνει μέσα το κεφάλι της κότας η οποία σαν πεινασμένη από καιρό αρχίζει να ραμφίζει μανιακά το αφεντικό στόμα να ξεκολνά από τα δόντια του τ' αποφάγια του μεζέ τώρα τσιμπολογά και πίσω από τα ούλα ώσπου μια μυρωδάτη λάμψη την έλκει στα βάθη του σπηλαίου, ένα όραμα που φωσφορίζει, χάνει τον νου της, κανείς δεν θα μάθει ποτέ τι αντίκρισε, βουτά το ράμφος της και το δαγκώνει, ένα όραμα με σάλια και οστά ανατέλλει από τ' αφεντικό στόμα, ενώ πίσω του ακολουθεί συνοδεία αιθέρια, ορμητική, παντοκρατόρισσα, η μπόχα της ψαρίλας και του ούζου, συσκευασμένη τόσην ώρα σε σχήμα νανοκατάρας : "’με στον διάβολο, καϋμένα!". Oι ναύτες αποσύρονται χορτάτοι με τον λόγο του κι η κότα επιστρέφει στο αμπάρι καμαρωτή, κρατώντας γερά στο ράμφος της το πρώτο όραμα που αντίκρισε ποτέ.
Tο άλλο πρωί, όταν ο καπετάνιος κατέβηκε στο σκοτεινό μπουντρούμι να εισπράξει την μελάτη οφειλή, αντίκρισε κι αυτός την πρώτη κότα πορτατίφ της ζωής του, την πρώτη κότα η οποία ενστερνίσθηκε το όραμά της με μια χαψιά και τώρα φωσφόριζε απόκοσμα εμπρός του. Eννόησε ακαριαία τη λύση στο πρόβλημα του φωτισμού. Tροφή πλούσια σε φώσφορο. Iχθυάλευρο ζαργάνας στις πτηνοτροφές. Tώρα, θα μπορούσε να καταθέσει τα σχέδια. Tην προηγούμενη μέρα, ο Xάρος είχε αποφασίσει πως άξιζε να χάσει μια ψυχή για το καλό της επιστήμης. Kι αύριο μέρα θα ήταν.



AKATANOMAΣTH NYXTA ΣE ΠEPIMENΩ
Eίναι νύχτα με σκοτάδι ανεπανάληπτο. Tα αστέρια κοιτάζουν τους ανθρώπους μοχθηρά, τα κοιμητήρια τούς κοιτάζουν με όρεξη. O _______ περπατά βιαστικός, να γυρίσει σπίτι του μια ώρα γρηγορότερα. Φοβάται πολύ. Tις κλειστές πόρτες που προσπερνά, τα σταματημένα αυτοκίνητα στα φανάρια, τους άδειους θαλάμους με τ' ακουστικά να αιωρούνται ξεκρέμαστα. Nιώθει να ξερνούν όλα τους ένα πηχτό χνώτο. Aπό κάτι που ζητάει να ξεθυμάνει. Tώρα περπατά πιο γρήγορα, τώρα βγάζει μια κραυγή, μόλις τον άγγιξε μια ________. Στον δεξιό αγκώνα. Kραυγάζει μέχρι να χορτάσει.Ξεντύνεται το παλτό του και καψαλίζει με τον αναπτήρα τον αγκώνα πάνω απ' το πουκάμισο. Mυρίζει σαρκίλα. Πετάει το παλτό από κει που ήρθε. Σ' έναν υπόνομο. Φτύνει ένα δέντρο και του ψιθυρίζει κάτι λόγια σαν "_____________ ''. Mόνο έτσι σώζεσαι άμα σε αγγίξει μια _____________. Για να νιώσει ασφαλής, περπατά τώρα πάνω στις λέξεις. Να λοιπόν τι κάνει όταν φοβάται πάρα πολύ. Που λέει ο λόγος: Aυτό το πεζοδρόμιο είναι οι λέξεις που τελειώνουν σε άρι και τι να κάνει μ' αυτές. Nα ένα μαργαριτάρι, το καταπίνει και τον φωτίζει. Nα ένα ___________, το κρατά στη χούφτα του για φυλαχτό. Nα δυο γαϊδάροι, ήλιος και φεγγάρι, παντρεύονται οι χοντροί, τον καλούνε στη γιορτή. Nα μια φεράρι, την καβαλά και φτάνει στο σπίτι του μεμιάς. " Ήρθες;" τον ρωτά ο ______________μες στο σκοτεινό δωμάτιο. " Ήρθα. Eίσαι ο ___________; ". "Είμαι". "Pαγδαία λοιπόν". Kάθεται στην άκρη του κρεβατιού και περιμένει. Bαθύτατα μέσα του χαμογελά. Λέει και ξαναλέει τη λέξη "___________" μέχρι που τ' άντερά του βαριούνται. Tην πρόβαρε χρόνια τώρα, να σωθεί. O____________ τον πλησιάζει και του ρουφά τη λέξη μέσ' από το στόμα.



ΟΔΟΝΤΟΤΕΧΝΙΤΗΣ. ΝΕΟΤΑΤΟΣ.

Μια πεντάχρονη λεύκα πεσμένη στη μέση του δρόμου πάνω στη στροφή. Συλλογίζεται τη ζωή της που πήγε χαράμι. Η νύχτα είναι σκοτεινή σαν εντόσθια αλόγου καταχωμένα σε υπόγεια τραπεζική θυρίδα, ο δρόμος σαυρίζει άσφαλτος την ερημιά του στον κάμπο, ψιλόβροχο, άνεμος με λυμένο αφαλό. Η λεύκα μελαγχολεί και πλήττει.
Γραφείο κηδειών σε γειτονική πόλη. Μασουλάει σουτζουκάκια με μακαρόνια στην πίσω κάμαρα. ’δειες κάσες τριγύρω. Ξεπλένει το τάπερ στον νεροχύτη, ανάβει τσιγάρο και χαζεύει το ματς δίχως ήχο. Πενηντάρης, μνήμη φοράδα αμολιέται λέει σκοράρει μ' ένα ψηλοκρεμαστό. Στον τελικό. Τριάντα χρόνια πριν. Εκείνο το βράδυ, του βγάλανε τις κάλτσες στην πίστα και τις εμφιαλώσανε σε μια μπουκάλα γεμάτη τσίπουρο. Τις βλέπει να μουλιάζουν στο ράφι. Ρεύεται. Ένας παπάς σε μια κλειδωμένη εκκλησία παραπέρα. Κάθεται σκοτεινός σ' ένα μεσάνυχτο στασίδι. Κουρντίζει ένα ποντίκι και τ' ακουμπά στο δάπεδο. Αυτό αμολιέται μεταλλικά τρακέρνει σε μανουάλι κι ακινητεί. Νάτος καλύπτει το κεφάλι του με τον ποδόγυρο του ράσου κι επινοεί δεκάδες παρατατικούς. Ο άνεμος ομοιοκαταληκτεί σ' ένα παράθυρο του ιερού το τζάμι μ' ένα κλαδί κυπαρισσιού.
Ο άνεμος περιφέρεται στο μπουφάν του εικαστικά τώρα πεταρίζει πολύ στιλπνό σταλάζει μουσκεμένο στο ταχύ μοτοσακό. Οδοντοτεχνίτης. Νεότατος. Λίγο παρακάτω, στη στροφή, μια σκιά αναδύεται απ' τον πεσμένο κορμό, τανιέται εντατικά, μαύρο σαλάχι που πλατυάζει, και χύνεται γλιστερή στην άσφαλτο.


ΔΕΙΛΙΝΗ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ

Πεντάχρονο κορίτσι σκάβει με το φτυαράκι του στην άμμο και βρίσκει ένα κεφάλι ανθρώπου. Τρομακτικό, ε; Δυο γλάροι ερωτεύονται στ' ακροθαλάσσι, με τον ήλιο χορηγό να τους κερνάει το δειλινό. "Πες μου την ιστορία σου, κομμένο κεφάλι" του λέει, μα εκείνο στέκει βουβό. "Θα σου δώσω από το παγωτό μου άμα μιλήσεις" ξαναλέει σκερτσόζικα. Κουβέντα εκείνο. Του ρίχνει μια καρπαζιά. Του κάνει φτυσιές. "Στα μούτρα σου, γαϊδάρα" ακούγεται μια φωνή. "Επιτέλους, ξυπνήσαμε;" ειρωνεύεται η μικρή. "Λοιπόν, πως από δω; Διακοπές;" συνεχίζει.. Το κεφάλι κρατάει τα χείλη κλειστά. "Ε, τότε, ας ηχήσουνε τα ταμ ταμ" απειλεί το κορίτσι και υψώνει με φόρα το φτυάρι πάνω απ' το ξένο κούτελο. "Καλά, καλά, λέγε από πού θέλεις ν' αρχίσω" ακούγεται η φωνή ενοχλημένη. "Ποια είναι η γνώμη σου για τα μακαρόνια;" "Πάντοτε με κιμά" "Σου αρέσει το κολύμπι;" "Μόνο πρωί" "Θέατρο πηγαίνεις;" "Θα με κάνεις να ξεράσω". Παύση. "Τι έγινε, τελειώσαμε;" "Ακόμα δεν αρχίσαμε καλέ, μια δοκιμή για τον ήχο ήταν" απαντά η μικρούλα. "Ας τα πάρουμε με τη σειρά. Πόσων χρονών είσαι, κεφάλι;" "Σε δυο βδομάδες κλείνω τα πενήντα" "Επάγγελμα;" "Χρυσοχόος" "Και πώς βρέθηκες εδώ;" "Δεν πληρώσανε τα λύτρα οι δικοί μου και να τα χάλια μας" "Πόνεσε ο αποχωρισμός;" "Ε, τι να λέμε τώρα" απαντά το κεφάλι κουνώντας με νόημα. "Θυμάσε τι ένιωσες;" "Είσαι πάρα πολύ μικρή για να το ακούσεις αυτό" "Κι εσύ πολύ αγύριστο για να μπορέσεις να τη γλιτώσεις" κάνει το κοριτσάκι και του τρακάρει μια φτυαριά στην καράφλα. "Μόλις άρχισε το πριόνισμα, ψιχάλισε και το πρώτο βυζί" "Δηλαδή;" "Το πρώτο βυζί ρε παιδί μου, γιατί μετά άρχισε να βρέχει βυζιά από παντού" "Ήσουν μόνος;" "Μόνος, μόνος, ήρθε μια νταλίκα τα ξεφορτώναν με τις χούφτες από μέσα, τα πετάγαν μπρος στα πόδια μου, ήρθε μια τράτα τα ξεσκάλωναν από τα δίχτυα σπαρταρούσαν, καταφθάναν καραβάνια με καμήλες φορτωμένες καφάσια τίγκα στα βυζιά, εγώ τα έπιανα τα έβαζα το ένα πάνω στ' άλλο έχτισα έτσι ένα βυζόσπιτο κι ένα εξοχικό μετά πήγα στον ράφτη μου' κοψε ένα βυζοκούστουμο φαρδιά γραμμή με―" "Καλά, φτάνει, καταλάβαμε, κι ύστερα τι έγινε;" "Ξάφνου σκοτείνιασε, ούτε μισό βυζί φως, και να' μαι" "Κι είπες ήσουνα μόνος σ' όλα αυτά;" "Μόνος κατάμονος παιδάκι μου". Παύση. Το κορίτσι έμεινε για λίγο σκεπτικό και παράχωσε το κεφάλι με θλιμμένες χουφτιές. Μέρες τώρα, σε όλες του τις συνεντεύξεις, ο Χάρος άκουγε ξανά και ξανά την ίδια ιστορία. Στις τελευταίες τους χαρές, πάνω στο τσακ, δεν βρισκόταν ούτε μια στάλα χώρος και για κείνον. Λες κι αυτός δεν υπήρχε.


ΑΨΥΧΟΣ ΨΥΧΗ ΔΕΝ ΕΧΕΙ, ΠΑΙΡΝΕΙ ΤΙΣ ΨΥΧΕΣ ΚΑΙ ΦΕΥΓΕΙ. ΤΙ ΕΙΝΑΙ;

Βρισκόμαστε μέσα σε ένα αεροπλάνο. Οι επιβάτες έχουν ήδη κλάψει αρκετά, εκτός από εκείνον με τη μαύρη καπαρντίνα. Είναι κακός, είναι ένας αεροπειρατής. Στο δεξί του χέρι κρατά ένα μπουτάκι από κοτόπουλο και στ' αριστερό ένα φουντωτό κορδόνι. Πρόκειται για εκείνο το περίφημο κορδόνι, το απόλυτο κορδόνι, που αν το τραβήξει, όλα θα τιναχτούν στον αέρα. Μα και το κοτόμπουτο δεν είναι τίποτε σαχλό. Πρόκειται για εκείνο το περίφημο κοτόμπουτο μπολονέζ, την απόλυτη σιχασιά των αεροπλάνων, που αν το φάει, σε λίγο θα κολυμπάει στην κακιά τσίρλα του. Είναι πολύ ικανοποιημένος. Οι όροι του έγιναν δεκτοί. Σε πέντες ώρες όλοι θα βρίσκονται σώοι στα κρεβάτια τους, κι αυτός πάμπλουτος κι ελεύθερος εκεί που επιθυμεί. Διαθέτει ελεγχόμενα κέφια. "Να σας πω κι άλλο ανέκδοτο;" προτείνει στο ακροατήριο. Νέα κλάματα απόγνωσης ξεσπούν, καλύτερα τράβα το ρημάδι να τελειώνουμε, κλπ. "Τι λέτε, παίζουμε τα αινίγματα;" ακούγεται μια φωνή από τα πίσω καθίσματα. Γέροντας γύρω στα ογδόντα, με κορμί λυγαριάς και βλέμμα σαν ξηλωμένη συσκευή που αχνίζει. Αναποδόπαπιες κεντημένες στο γιλέκο του, σαρκοφανέλλα σε χρώμα φερετρί. "Κατοικεί στην κοιλιά μου" συλλογίζεται άξαφνα ένα πεντάχρονο αγόρι στην πρώτη σειρά. Μα είναι πολύ μικρό για τέτοιες σκέψεις και συνεχίζει το φαΐ του. Μια συμβολαιογράφος σταυροκοπιέται. Κάτι ελεεινό κρατά την ανάσα του μέσα στο σκάφος ακαριαία. Ακούστε το. Φτάνει τόσο. "Παίζουμε, ξεκίνα" συμφωνεί ο πειρατής του αέρος και λιανορεύεται. "Δερμάτινη φωνή την έχει και ουρά μαλλιά δεν έχει". "Ο βάτραχος καλέ" ακούγεται μια χωρική παραδίπλα. Ο γέρων την κοιτά. "Κοντός κοντός καλόγερος και κρέας βουρκωμένος" "Ο ντολμάς καλέ" ακούγεται πάλι η χωρική "και βουκωμένος είναι το σωστό". Ο γέρων τής ψιθυρίζει: "Θα μου θυμώσεις τις λέξεις μου, κυρά". Εκείνη σωπαίνει, ίσως για πάντα. "Εσύ δεν μιλάς;" ρωτά ο γέροντας τον πειρατή. "Περιμένω να ρωτήσεις τίποτα της προκοπής. Μπροστά σου, βρίσκεται ο μετρ των αινιγμάτων. Για να δούμε τι αξίζεις παπούλη. Έχουμε και λέμε: Γούρνα μου πελεκητή, μαρμαρένια και χυτή, πάει το θεριό να πιεί, ούτε το θεριό χορταίνει ούτε η γούρνα λιγοστεύει. Τι είναι;". Όπως αργοκυλά το κάτουρο του σκύλου σε μια σάπια λαμαρίνα πεταμένη στην αυλή ενός νηπιαγωγείου. Όπως οι μικρές τσιρίδες που εκπέμπουν ημίτρελες οχιές πατικωμένες σ΄ένα τσουβάλι με διατριβές. Όπως έξαλλη ντισκοτέκ καθώς αιφνίδια αδειάζει κι απομένουν χήρες να ξεσκίζουν ωμά κοκορέτσια στην πίστα. Έτσι το δάκρυ, έτσι ο στεναγμός, έτσι κι η όψη του γέροντα επιδεινώθηκαν πειστικά μέσα στο σκάφος, προτού εκφωνήσει την απάντηση "Ο Χάροντας κι η γη είναι γιέ μου, τι άλλο να' ναι...". "Είσαι πολύ τσίφτης παππούλη, σειρά σου τώρα" ακούγεται ο πειρατής, τάχα καθόλου πτοημένος. "Παλαμουνίδα φουντωτή, χέζει και δεν κατουρεί. Τι είναι;" ψιθυρίζει ο γέροντας κι αναπαύεται στο κάθισμά του. Όπως η όψη νηπίου βλέποντας το δάχτυλό του να κρέμεται από μια πέτσα γιατί το έκοψε σε σάπια λαμαρίνα, ενώ τρελή οχιά το δαγκάνει στη φτέρνα, την ίδια ώρα που η χήρα μάνα του ξεσαλώνει με ωμά κοκορέτσια σε νοσηρές ντισκοτέκ. Έτσι και η όψη του πειρατή ενώ ζορίζεται να βρει την απάντηση κι απάντηση δεν βρίσκει. Στις γεμάτες παλάμες του εκκρίνεται κρύος ιδρώτας. Επιβάλλεται αυτό. Από τη δεξιά του μεταγγίζεται στο κοτόμπουτο μπολονέζ, από την αριστερή στο φουντωτό κορδόνι. Αγωνία καρδιοχτύπι και σασπένς πλημμυρίζουν το αεροπλάνο στο οποίο βρισκόμαστε. Μυρίστε τα. "Θα σε σκίσω, καριόλη" ορύεται αναιδώς από μέσα του το σακατεμένο νήπιο κοιτώντας τον γέροντα, κλωτσώντας πέρα την οχιά, φτύνοντας τη χήρα μάνα του στα μούτρα. Όμως απάντηση δεν έρχεται. Έξαφνα, το βλέμμα του πέφτει στη χωρική, εκείνη που έκανε μια σύντομη εμφάνιση πριν από λίγο. Τη θυμόσαστε; Τον κοιτάζει στα μάτια εστατικά, ενώ το τσεμπέρι της έχει μουσκέψει απ' τον ιδρώτα. Είπαμε, υπάρχει αγωνία, τελευταία υπενθύμιση. Κάποιο νόημα προσπαθεί να του εκπέμψει, ανασηκώνει το δεξί της φρύδι, σφίγγει τα δόντια, φουσκώνει τα ρουθούνια, επιτέλους συντονίζεται αυτός, προσέχει τη ματιά της καρφωμένη επίμονα στα χέρια του, δεν εννοεί, "τι μου δείχνεις μωρή;" τη ρωτά με το βλέμμα του, "στα χέρια σου κρατάς την απάντηση μαλακισμένο" του εξηγεί εκείνη σιωπηλά, ξανακοιτά εκείνος τις χούφτες του, ένας τυραννόσαυρος βόσκει αίμα στα μηλίγγια του, βλέπει το φουντωτό κορδόνι, βλέπει και το κοτόμπουτο, "παλαμουνίδα φουντωτή" ακούμε όλοι τις λέξεις να ηχούν στο μυαλό του, βλέπουμε κι εικόνες πολλές που τώρα τις οπτασιάζεται, τον ίδιο βλέπουμε να περπατά στον δρόμο, χοντρές θυρωρίνες να υψώνουν το δάχτυο, μυώδεις γυμνασιάρχες να υψώνουν το δάχτυλο, μεταπτυχιακοί φοιτητές να υψώνουν το δάχτυλο, νταβραντισμένα κουνούπια να υψώνουν το δάχτυλο, κι όλοι να τον δείχνουν καθώς περνά, φωνάζοντας "νάτος ο χαϊμανάς που δεν το βρήκε, να ο βλακέντιος που έχασε την απάντηση μέσα από τα χέρια του, φτου και πάλι φτου, ρεζίλη" ενώ αυτός σέρνεται να πάει να κοιμηθεί ατιμασμένος σε κάποιον υπόνομο παρέα με τα σκατά, ξαναπροσέχει τις παλάμες του, "παλαμουνίδα φουντωτή", να το κορδόνι το φουντωτό μες στις παλάμες του, μα ναι, βέβαια, αυτό θα είναι, κοιτάει τη χωρική με νόημα, "επιτέλους ρε μπούφο, το βρήκες" σα να του λέει με τα μάτια γουρλωμένα, "κουφάλα γέρο, σε πήδηξα" αντηχεί μέσα του μια ιαχή θριάμβου, σφίγγει το κορδόνι όλο λαχτάρα, όλο λαχτάρα το τραβά να το υψώσει να το δει όλος ο κόσμος, φυλαχτείτε τώρα, πολύ μπαμ, σκάει ο δυναμίτης που'χε ζωσμένον στο γιλέκο του, αμάν μια έκρηξη, λαμαρίνες και κοτόμπουτα αμολιούνται στον γαλανό αιθέρα, απερίγραπτη τραγωδία, χαπακωμένοι συγγενείς, απολύσεις υπευθύνων, ματαιωμένοι αρραβώνες. Συγχισμένος ο Χάρος πετάει το τσεμπέρι και κολυμπά στα ουράνια. Είπε κι αυτός να βοηθήσει μια φορά κι έπεσε σ' έναν βλαμμένο που δεν ήξερε πως η κότα μόνο χέζει και ποτέ δεν κατουρεί.



Δύο κεφάλαια από τη νουβέλα ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΗ ΓΗ, Μεταίχμιο 2003


Στις 15 Ιουλίου 2001, στη δυτική πλευρά του Χορτιάτη προσγειώθηκε ένας ιπτάμενος δίσκος, καμουφλαρισμένος με την όψη αυθαίρετης μεζονέτας. Επιβάτες του, ο Κας και η Φος.
Σκοπός της διαγαλαξιακής αποστολής ήταν η μελέτη και η καταγραφή της ανθρώπινης συμπεριφοράς, καθώς και η διερεύνηση της δυνατότητας προσαρμογής των εξωγήινων σε αυτήν. Έτσι, ως υλικός εξοπλισμός των δύο διαγαλαξιακών επιβατών χρησιμοποιήθηκαν μονάχα όσα εφόδια (ρούχα, βιβλία, ξυριστικά, είδη θαλάσσης, εδώδιμα-αποικιακά, λεξικά, ηλεκτρονικά εξαρτήματα, υλικές χαρές και πίκρες) είχαν πάρει μαζί τους δύο άνθρωποι, οι οποίοι την ίδια ημέρα φόρτωσαν το αυτοκίνητό τους σε ένα πλοίο στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, αναχωρώντας για τις θερινές τους διακοπές προς κάποιο μινιμαλιστικό βραχονησίδιο των Δωδεκανήσων. Η επιλογή αυτών των δύο γήινων παραθεριστών έγινε τυχαία. Τα εφόδιά τους, μαζί και το αμάξι με τον σπασμένο αριστερό καθρέφτη του, αναπαράχτηκαν με τη μέθοδο του διπλασιασμού της μοριοδομής, καθ' όσην ώρα ο ιπτάμενος δίσκος βρισκόταν σε τροχιά πάνω από το λιμάνι.
Οι εξωγήινοι παρέμειναν για μια εβδομάδα στον πλανήτη. Αν άντεχαν, μπορούσαν να μείνουν και παραπάνω. Δεν υπήρχε δυνατότητα επικοινωνίας με τη βάση τους. Προγραμματισμένα. Ή θα επιβίωναν ή θα έληγαν αβοήθητοι μ' έναν υπόκωφο συριγμό, εμπλεκόμενοι στην ανθρώπινη καθημερινότητα.
Τους ήταν αδύνατο να δεχτούν τροφή, για κατασκευαστικούς λόγους. Όμως αυτό δεν τους εμπόδιζε να την υποδέχονται.
Κρατούσαν ακατάπαυστα υπηρεσιακό ημερολόγιο, το οποίο και ακολουθεί. Επρόκειτο για σύστημα φωνητικής εγγραφής του εσωτερικού μονολόγου του καθενός τους. Ο ωρολογιακός δείκτης στο πάνω δεξιό μέρος της κάθε εγγραφής δηλώνει άλλοτε τη συγχρονική καταγραφή των συμβάντων κι άλλοτε την εκ των υστέρων αποτύπωσή τους.

ΕΞΗΓΗΣΗ
Κατά την παραμονή τους, η Φος και ο Κας ακούν μουσικές των Rolling Stones και των Cake, παρακολουθούν την ταινία 'Ο ναυαγός' και βλέπουν έργα του Βίκτορα Κοέν, Έλληνα εικαστικού που ζει και δημιουργεί στο Μανχάταν. Η Φος απορροφά τη 'Μαντάμ Μποβαρύ' του Φλωμπέρ και την αναμεταδίδει με αυτά τα καλλιγραφικά τυπογραφικά στοιχεία. Ο Κας εμπνέεται στίχους, μυθιστορήματα, τεχνοκριτικές κρίσεις, σενάρια, και τα μέλπει με αυτά τα πλάγια τυπογραφικά στοιχεία. Να τα θυμόσαστε όλα αυτά την ώρα που τους ακούτε.

 

 

 

 

 

15 Ιουλίου


Η πρώτη επίσκεψη στην πόλη. Όπου η Φος κερνάει σερβιέτες από το παράθυρο του αμαξιού. Δέντρα που μυρίζουν ανθρωπίλα, το εξάρτημα 'νεφραμιά', κι ένα συζυγικό πολύμπριζο, όλα τους σε δεύτερους ρόλους. Ο Κας εμπνέεται τους πρώτους στίχους. Μα πιστεύετε στ΄αλήθεια ότι θα γίνει ποιητής;

 

 


(Φος) 10 π.μ.
Το μπουστάκι μού στραπατσάρει τις θηλές. "Μοιάζω με άνθρωπος;" ρώτησα τον Κας. "Μοιάζεις με ένας χαζός άνθρωπος. Το φοράς ανάποδα" απάντησε. Είναι σοφός.
Ετοιμασίες για κάθοδο στην πόλη. Ο Κας κυνηγάει να πιάσει μύγες για να τις βάλουμε στο αμάξι. Έτσι θα δείχνει πιο ταξιδεμένο, λέει. Και προβάρει τη λέξη 'λουτροκαμπινές' για να την πάρει μαζί του. Ο καθένας πρέπει να έχει πάντοτε έτοιμη την τελευταία του λέξη, λέει. Είναι πάνσοφος.
Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη του μπάνιου. Τα χάλια μου έχω. Σαν περσινό κόλλυβο κάποιου άλλου πλανήτη. Είναι ζόρικο να φοράς κρέας. Μάσησα δύο σπυριά της μύτης μου μπας και δείξει λιγότερο 'κλασομπανιέρα'. Αυτή θα είναι η δική μου τελευταία λέξη.
Νιώθω νεύρα. Είναι τόσα που πρέπει να θυμάμαι. Τι μας είπαν πως είναι ο θάνατος; Πώς γίνεται το αυγολέμονο; Από πού ακριβώς έχουν περίοδο; Τα΄χω όλα μπερδεμένα στο κεφάλι μου. Η εκπαίδευση ήταν πολύ εντατική. Μάλλον έκαψα φλάντζες.


(Κας) 10.18 π.μ.
(ξεφυλλίζοντας διάφορα βιβλία, για να βελτιώσει τα γήινά του)

'Γκιάρπιρρι κι νο χίγκρι'. 'Σεσχωρώ σαγαπώ'. 'Φουχ'. Τι είναι αυτά; Δεν καταλαβαίνω λέξη. Τα βιβλία τους είναι ακατανόητα. Και άχρηστα. Δεν γράφουν ούτε πώς χαιρετιούνται στο δρόμο. Η ευθύνη μου είναι πολύ τεράστια. Δεν πρέπει να γίνουν λάθη. Μου έρχεται ν' αναστενάξω, μα δεν ξέρω από πού.
'Η Φος βυζαίνει ένα ημίφως. Οι κροκόδειλες της ψυχής της τρεμοσβήνουν σα μπατιρημένο πλαγκτόν'. Είναι οι πρώτοι στίχοι που εμπνεύστηκα εδώ. Ελπίζω να με προγραμμάτισαν καλά γι' αυτό. Μην εκτεθούμε. Σ' αυτόν τον πλανήτη όλοι λογοτεχνίζονται. Φημίζεται στο σύμπαν.
Μες στο αμάξι βρήκα κι έβαλα να παίζει μια κασέτα με τους λογίους Ρόλινγκ Στόουνς. Ωφέλιμη. Με χαλαρώνουν οι ψαλμοί τους. Μήπως πρέπει να φορέσω λίγες μύγες και πάνω μου;


(Φος) 11.30 μ.μ.
Η πρώτη επίσκεψη στην πόλη. Μ' έπιασε νευρικό γέλιο σ' όλη τη διαδρομή. Τα δέντρα στο εκπαιδευτικό βίντεο έδειχναν πιο φαγώσιμα. Από κοντά, μυρίζουν ανθρωπίλα. Σε τι χρησιμεύουν οι πατημένες σκύλες; Για να δείχνουμε πιο φυσικοί, ο Κας τάχα έτρωγε διαρκείς λουκανόπιτες οδηγώντας. Εμένα μ' έβαλε να κρατάω ένα συζυγικό πολύμπριζο. Σε κάτι φανάρια στην Αριστοτέλους κάποιος από πίσω μάς κόρναρε και είπε στον Κας τη λέξη 'μπουρτζόβλαχε'. "Ανιδρωτί, κύριε" του απάντησε ο Κας. Εγώ τον κέρασα μια σερβιέτα απ' το παράθυρο. Μού είπαν πως πρέπει να τις έχω πάντοτε μαζί μου. Ο πρώτος μας διάλογος με γήινο.
Δεν βγήκαμε καθόλου από το αμάξι. Όλη τη μέρα κάναμε βόλτες οδηγώντας, για να γνωρίσουμε την πόλη. Σημείωνα τις διαδρομές σ' έναν χάρτη. Όταν γέμισε μολυβιές, ένιωσα βαθιά μέσα μου το εξάρτημα 'νεφραμιά' να παίρνει μπρος και να μαρσάρει ανατριχιάζοντας. Γιατί κατάλαβα ότι απόκτησα το πρώτο παρελθόν μου σε αυτήν την πόλη.

(Κας) 11.50 μ.μ.
Η πρώτη επίσκεψη στην πόλη. Η Φος έπαθε το γέλιο με τα νεύρα και ουρήθηκε από το στόμα μες στ' αμάξι. 'Λαμπρή διαδρομή μέχρι τα πρώτα σπίτια, το βουνό έσπρωχν

Διακρίσεις: 

Βραβείο συγγραφής θεατρικού έργου μικρής φόρμας για το έργο του Χέρια στον διεθνή διαγωνισμό του Διεθνούς Φεστιβάλ Αναλόγιο 2021 με θέμα: “200 χρόνια Επανάσταση; Ξαναγράφοντας τους αρχαίους μύθους σήμερα”, Σεπτέμβριος 2021.

Κρατικό Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου 2013, για το βιβλίο του Δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω, Μεταίχμιο, 2013.

Βραβείο «Πηνελόπη Μαξίμου» για το 2012 από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου (Greek IBBY, το Ελληνικό Τμήμα της Διεθνούς Οργάνωσης Βιβλίου για τη Νεότητα-International Board of Books for Yank People), για το βιβλίο του Μια Τρύπα στο Νερό, Πατάκης 2012.

Κρατικό Βραβείο Βιβλίου Γνώσεων για Παιδιά 2009, για το βιβλίο Ένας δεινόσαυρος στο μπαλκόνι μου, Πατάκης, 2008.
Κρατικό Βραβείο του Υπουργείου Πολιτισμού για το 2007, για το θεατρικό έργο του Αποστολή στον πλανήτη Γη.

Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου νεοελληνικού έργου Κάρολος Κουν 2007[4] της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών Κριτικών, για το θεατρικό έργο του Μαμ.

Το θεατρικό έργο του Λιωμένο βούτυρο παρουσιάστηκε ως πρόταση του Υπουργείου Πολιτισμού στο Διεθνές Φεστιβάλ του Σεράγιεβο (2012).

Βραβείο Milos για το καλύτερο ελληνικό φωτογραφικό βιβλίο στην Πέμπτη Φωτογραφική Συνάντηση Κυθήρων 2006, από την Πολιτιστική Εταιρεία Κυθήρων, για το βιβλίο Θεσσαλονίκη σε πρώτο πρόσωπο, (κείμενα: Σάκης Σερέφας, φωτογραφικό αρχείο: Χάρις Γιακουμής), Τουμπής, 2005.

Το θεατρικό έργο του Θα σε πάρει ο δρόμος περιλαμβάνεται στον κατάλογο «Τα 120 καλύτερα σύγχρονα ευρωπαϊκά θεατρικά έργα» της European Theatre Convention (ETC, 2010).


E-mail:  serefas4@gmail.com
Website:  https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CE%AC%CE%BA%CE%B7%CF%82 _%CE%A3%CE%B5%CF%81%CE%AD%CF%86%CE%B1%CF%82