ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ, ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ Χ.


ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ, ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ Χ.

Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών Αθηνών
Λογιστής και Οικονομικός διαχειριστής επιχειρήσεων.

 Πληροφορίες: 
Όνομα:  ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ Χ.
Επίθετο:  ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ
Εργογραφία: 

ΠΟΙΗΣΗ

1962 Έγκλειστοι, Καβάλα
1965 Χωροστάθμηση, Καβάλα
1971 Τα κύματα και οι φωνές, Θεσσαλονίκη
1975 Το δόντι της πέτρας, Θεσσαλονίκη
1980 Συνοπτική διαδικασία, Θεσσαλονίκη
1984 Έσχατη υπόσχεση (1958-1978), "Παρατηρητής", Θεσσαλονίκη
1989 Πάροδος Μοναστηρίου, "Στιγμή", Αθήνα
1993 Σημειώσεις για ποιήματα που δε γράφτηκαν, "Χειρόγραφα", Θεσσαλονίκη
1996 Έσχατη υπόσχεση (1958-1992), "Νεφέλη", Αθήνα
2002 Ονείρων κοινοκτημοσύνη, "Νεφέλη", Αθήνα
2016 Έσχατη υπόσχεση (ποιήματα  1958-2010 ), Ένεκεν, Θεσσαλονίκη

ΠΕΖΑ

1980 Ο χώρος της Ιωάννας και ο χρόνος του Ιωάννη (πεζό κείμενο), Εγνατία, Θεσσαλονίκη 1985, Στιγμή, Αθήνα 1998, Νεφέλη, ISBN: 960-211-421-5
1992 Σταθερή απώλεια (διηγήματα), Καστανιώτης 2001, "Νεφέλη", Αθήνα ISBN: 960-211-544-0
1997 Σπαράγματα (Νουβέλα), Νεφέλη, ISBN: 960-211-336-7
2003 Διέφυγε το μοιραίον (διηγήματα), Νεφέλη
2006 Καταδολίευση (μυθιστόρημα), Κέδρος
2011 Τα σύννεφα ταξιδεύουν τη νύχτα (διηγήματα), Νεφέλη
2014 Συντυχία (νουβέλα), Ένεκεν, Θεσσαλονίκη

 

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΕΖΑ

2009 Κείμενα μικράς πνοής, Κέδρος


Διεύθυνση: 

Μητροπολίτου Χρυσάνθου 22,
551 32 Καλαμαριά, Θεσσαλονίκη


Έτος γέννησης:  1935
Τόπος γέννησης:  Καβάλα
Τίτλος αποσπάσματος:  ΚΕΙΜΕΝΑ
Κείμενο αποσπάσματος: 

ΓΑΝΤΖΟΣ

Του κάρφωσαν το γάντζο στην καρδιά
και τον τραβούσαν.

Έσερνε μαζί του
ένα τοπίο κατάφυτο από αναμνήσεις
ερείπια από γυναίκες να κλαίνε,
να εκλιπαρούν.


Με τη γλώσσα σφιγμένη στα δόντια.

Οι άλλοι διεκδικούσαν το σώμα,
στο διάβολο η ψυχή,
το σώμα είναι ιδιοκτησία τους,
του ξήλωσαν την καρδιά
και τα μάτια.


Δεν αρνήθηκε τίποτε,
καμιά κατάφαση,
γιατί κάθε πράξη ή πιθανή χειρονομία τους
δικαίωνε την αγάπη του,
μεγάλωνε την οπτική του προσμέτρηση,
γύμνωνε το ανυπέρβλητο μεγαλείο των τιποτένιων.

Από τη συλλογή Τα κύματα και οι φωνές 1971
Και τώρα από το βιβλίο Έσχατη υπόσχεση 1996, Νεφέλη, Αθήνα



Η ΨΥΧΗ ΜΑΣ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΩΝ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΩΝ

Η ψυχή μας
καρφωμένο τομάρι στην τάβλα.

Μεγαλώσαμε όπως το δέντρο απλώνει σταθερά τους
κύκλους του,
ενώ οι εμπρηστές το απειλούνε,
ταξιδέψαμε ακίνητοι
και οι ρίζες μας πέσανε
σε καθαρές φλέβες, σε σάπια νερά,
ο κεραυνός πολλές φορές μας διάλεξε για καταφύγιο·


δεν αρνηθήκαμε την ψυχή μας
γιατί ο πόνος δεν είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος,
γιατί η αγάπη δεν είναι το έσχατο όριο.


Η ψυχή μας
τομάρι στην τάβλα,
με καρφιά και γάντζους,
κάθε μέρα
στα χέρια των κερδοσκόπων.


Από τη συλλογή Τα κύματα και οι φωνές 1971
Και τώρα από το βιβλίο Έσχατη υπόσχεση 1996, Νεφέλη, Αθήνα



Η ΑΠΟΡΡΙΨΗ

ΑΝΟΙΞΑ ΤΗΝ ΜΠΑΛΚΟΝΟΠΟΡΤΑ. ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΣΤΗ μέση του ουρανού. Ένα άσπρο φως γύμνωνε. Η πόλη γλιστρούσε μέσα σε πάγο. Πνοή ανέμου δεν υπήρχε στα πεύκα που λούφαζαν σκοτεινά στον κήπο. Η ζέστη φοβερή. Μακρινές φωνές μόνο από τη θάλασσα. Ξάπλωσα στο κρεβάτι. Βαθιά στη νύχτα ακούστηκε το ρολόι του ’γιου Παύλου να χτυπά.
Πέρασα το βράδυ στον θερινό κινηματογράφο Ροδόπη. Κάπνιζα ξαπλωμένος στην πάνινη πολυθρόνα, παρακολουθώντας ένα γαλλικό φιλμ. Σχεδόν αδιάφορο. Μόνο η ηθοποιός που υποδυόταν την ηρωίδα είχε μια σπάνια ακτινοβολία. Τα γυμνά της μέλη μετάδιναν μια θέρμη που διαπερνούσε όλη την ταινία. Αυτά δυνάμωναν με τις μεγάλες ικανότητες του φωτογράφου. Ο μύθος ασήμαντος. Η κοπέλα, πρώην χορεύτρια, βρίσκεται σε άσυλο ψυχοπαθών. Βλέπει ένα όνειρο για μια θάλασσα θερμή. Δραπετεύει και φτάνει με οτοστόπ στη θάλασσα. Σε ερημική ακρογιαλιά. Εκεί συναντά ένα νέο, κι αυτός έχει φτάσει κυνηγημένος μετά από μιαν αποτυχημένη ληστεία. Ακολουθούν μέρες ερωτικού πάθους. Τέλος, η κοπέλα οδηγείται σε αποτυχημένη προσπάθεια αυτοκτονίας. Ο νέος την διασώζει, αλλά πνίγεται και το σώμα του εξαφανίζεται στην άγρια θάλασσα. Η νέα επιστρέφει στο άσυλο. Κι όλα είναι σαν να μην υπήρξαν. Φαντασίωση. Έτσι της λένε. Όμως η Ζαν-Μαρί, καθώς κοιτά το πρόσωπό της στον καθρέφτη, βλέπει, για πρώτη φορά, μια λεπτή χρυσή αλυσίδα στο λαιμό της. Εμείς οι θεατές ξέρουμε πως την είχε περάσει εκεί στο λαιμό, ενώ αυτή κοιμόταν, την τελευταία νύχτα ο νέος.
Παρακολουθώντας λοιπόν αυτό το φιλμ και βυθισμένος στη γοητεία της Ζαν-Μαρί, κάθισε δίπλα μου η Ρόη. Την κοιτούσα. Εκείνη παρακολουθούσε την εξέλιξη στην οθόνη. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από την τελευταία μας συνάντηση. Τραβηγμένα στο πρόσωπο τα χαρακτηριστικά τώρα. Ίσως περισσότερο μελαχρινή. Τα μαλλιά όπως παλιά δεμένα πίσω. Μεγάλη, χοντρή πλεξούδα. Κάποιες χρονιές συμμαθητές στο γυμνάσιο. Κοπέλα με ζωντάνια μεγάλη. Είχε ζεστή φωνή με σπάνια για την εποχή άρθρωση λόγου. Από οικογένεια καπνεργατών. ’φησε τότε το σχολείο. Έφυγε μ'ένα φαντάρο. Μουσικός αυτός, πέρασε τη θητεία του στον τοπικό ραδιοσταθμό του στρατού. Έφυγε να γίνει ηθοποιός. Μετά από χρόνια είδα δυο φιλμ όπου είχε πάρει μέρος με τ'όνομα Ρόη Ροδή. Κακός κινηματογράφος. Μιαν άλλη φορά. Πέρασε απ'την πόλη μας μ'ένα φιλόδοξο θίασο νέων.
Ανέβασαν για δυο μέρες το έργο του Ο'Κέιζι Το αλέτρι και τα άστρα. Παρακολουθώντας το έργο : " Ίσως η Ρόη με κάποια φροντίδα, με κάποια πειθαρχία, να γίνει ηθοποιός. Έχει μια θέληση που διαρρέει ", έγραψά τότε στην εφημερίδα Πρωινός Ταχυδρόμος. Εξαίροντας την προσπάθεια των νέων ηθοποιών, σημείωνα πως ήταν φυσικό το βάρος του έργου να ήταν δυσανάλογο για τις τρυφερές τους πλάτες. Χάθηκαν τα ίχνη της μετά. Κάποτε άκουσα πως θέλησε ν'αυτοκτονήσει. Έμεινε σε άσυλο για ένα διάστημα. Φήμες χωρίς επιβεβαίωση, όπως συμβαίνει στην επαρχία. Πέρασαν χρόνια και την ξέχασα.


Ενοχλήθηκε από το επίμονο κοίταγμά μου. Γύρισε, μου έριξε μιαν αυστηρή ματιά. Στο πρόσωπο κάτι θαμπό σαν στάχτη έπεφτε. Δε με γνώρισε.
" Είσαι η Ρόη Ροδή ;"
Κάτι σαν οργή φάνηκε.
" Δεν είμαι κανείς, άφησέ με".
" Καλά, είμαι ο Φ., δε με γνωρίζεις;"
Κοίταξε δύσπιστα στην αρχή κι ύστερα με αναγνώρισε. Χάρηκε.
" Ξέρεις, μου κολλάνε διάφοροι τύποι".
Γρήγορα η ταινία τελείωσε. Περπατούσαμε στην παραλία. Η ζέστη βαριά. Πρότεινα να καθίσουμε σ'ένα υπαίθριο καφενείο. Αρνήθηκε. Λίγο παρακάτω ακουμπήσαμε σ'ένα παγκάκι. Την ρώτησα αν θυμόταν το σημείωμα που είχα γράψει.
" Εκείνος ο Ο'Κέιζι που μας έπεφτε βαρύς στις πλάτες", είπε και γέλασε, " μα βέβαια".
Μιλούσε βαριά, κάπως αργά, λες κι έψαχνε τις λέξεις. Ρωτούσε για πρόσωπα και πράγματα. ’κουγε σιωπηλή. Καπνίζαμε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο.
"Σ'ενδιαφέρει ακόμη το γράψιμο;" ρώτησε.
" Ναι, το γράψιμο για το θέατρο".
" Αχ, αυτό το θέατρο", και χτύπησε τα χέρια, "τι απάτη!"
Πήρε βαθιά αναπνοή.
" Εσύ δεν ξέρεις τι θάνατος είναι το θέατρο κι όλα σου γυαλίζουν. Αχ, τι ζούγκλα!"
" Ναι, όταν πας ξυπόλητος στ' αγκάθια".
Κάπνιζε χωρίς ν'αντιδρά.
Πέρασε κάποιος που μου φάνηκε γνωστός. Κοιτούσε επίμονα. Το φεγγάρι υψωνόταν πάνω απ' το κάστρο. Σκορπούσαν οι σκιές. Είπα για να σπάσω τη σιωπή:
" Γράφω μικρά μονόπρακτα. Δεν μπορώ να γράψω μεγάλο έργο. Πρόβλημα οι διάλογοι. Καθώς προχωράει, το κείμενο βαλτώνει. Δεν κρατάει την πρώτη λάμψη. Δε θέλω ευρήματα για να προωθώ το διάλογο. Έτσι γράφω μικρά μονόπρακτα. Κάτι ακαριαία κείμενα. Αρχίζουν, κορώνουν και τελειώνουν πριν βαλτώσουν".
" Όπως τα περιγράφεις, έχουν ενδιαφέρον. Πρέπει όμως να τα δοκιμάσεις στο μεγάλο αμόνι".
" Στο μεγάλο αμόνι".
Γελάσαμε. Καθίσαμε άνετα στο παγκάκι. Από τη θάλασσα ούτε πνοή. ’ναψα πάλι τσιγάρο. Η Ρόη με κλειστά μάτια σαν κάτι να την απορροφούσε. Κάποιοι που ψάρευαν στην άκρη του μόλου κουβέντιαζαν μεγαλόφωνα.
" Θέλεις", είπα, "να πάμε σπίτι; Θα σου διαβάσω μερικά μονόπρακτα. Γραμμένα πρόσφατα".
Δε μίλησε. Δε κουνήθηκε. Κάπνιζε.
" Ξέρεις, έχουν μια μακρινή, μορφικά, συγγένεια με κείμενα του Μπέκετ. Έτσι είναι η γραφή, γυμνή. Ιδεολογικά βρίσκονται μακριά από τον Μπέκετ. Έχουν μια θερμοκρασία που τα πλησιάζει στα μικρά διηγήματα του Σάρογιαν".
Πέταξε το τσιγάρο, γύρισε καταπρόσωπο.
" Νομίζεις έτσι, μ'αυτά τα φτηνά κόλπα, θα με γαμήσεις", είπε εξαγριωμένη και σε έξαλλη κατάσταση, " νομίζεις επειδή γράφεις αυτές τις σάλτσες με Μπέκετ και Σάρογιαν, νομίζεις πως είναι το κατάλληλο δόλωμα για το μουνί μου ;"
Πετάχτηκε όρθια, σήκωσε τη φούστα της, ήταν γυμνή.
" Αυτό το μουνί δεν πιάνεται με παρόμοια δολώματα".
Μου έδειχνε με το χέρι ανάμεσα στα σκέλια.
Έφυγε.
Έμεινα σε πλήρη σύγχυση. Μούσκεμα στον ιδρώτα και καθώς κάπνιζα, ανατρίχιαζα από ένα ρίγος. Πέρασε ώρα. Σηκώθηκα και τράβηξα για το σπίτι.


" Νύχτα σκοτεινή. Ένας αγέρας. Χτυπούσε το κλαδί του πεύκου στα παντζούρια. ’νοιξα τα μάτια. Ένα πλοίο έξω από το λιμάνι ούρλιαζε. Κάτω απ'την πόρτα του διπλανού δωματίου ένα φως. Σηκώθηκα. ’νοιξα την πόρτα. Φυσούσε. Το φως στην οροφή αναμμένο. Πάνω στο κρεβάτι ξαπλωμένη η μητέρα. Ένα άσπρο σεντόνι. Γύρισε και με κοίταξε μ'ένα βλέμμα. Μ'ένα βλέμμα βαθύ σαν δίνη. Πλησιάζοντας στο κρεβάτι έκλεισε αργά τα μάτια. Το χέρι της έξω από τα σεντόνια φωσφόριζε. Έμοιαζε με τις παλιές της φωτογραφίες πριν παντρευτεί. Πήγα να της χαϊδέψω το μέτωπο. Από μάρμαρο ήταν στιλπνό το κεφάλι. Σαν σώμα έκαιγε θερμοπομπού η πέτρα. Ένα πλοίο ούρλιαζε πάλι".
Ξύπνησα από ένα φοβερό θόρυβο. Μια γάτα ούρλιαζε με τσιριχτή φωνή. Έδειχνε θυμό και αγωνία. Σκούπισα τον ιδρώτα του προσώπου μου. Οι φωνές από το παλιό πλυσταριό του κήπου. Πρέπει να είχε πέσει κάποιος ξεχασμένος κουβάς. Σίγουρα η γάτα κυνηγούσε ποντίκια. Αυτά περνούσαν από το σωλήνα του υπονόμου στο τζάκι του πλυσταριού. ’λλες φορές ανέβαιναν στο ταβάνι, όπου άκουγα τις νύχτες να θορυβούν, για να φάνε τα υπολείμματα από τα κυνήγια που έκαναν οι κουκουβάγιες. Αυτές κούρνιαζαν στην παλιά οροφή. Περνούσαν μέσ' από τις τρύπες. Είχαν σαπίσει τα σανίδια που κρατούσαν στις άκρες των τοίχων τα κεραμίδια. Κάποτε τις νύχτες δίναν σκληρές μάχες οι κουκουβάγιες. Ανέβαιναν οι αρουραίοι και τρώγαν τα μικρά πουλιά μέχρι να γίνουν κι αυτοί με τη σειρά τους τροφή για τα μεγάλα πουλιά. Γινόταν τέτοιος θόρυβος, που κάποιες νύχτες δεν μπορούσα να κλείσω μάτι.
Σηκώθηκα, βγήκα στον κήπο. Κατέβηκα τις σκάλες της αυλής, πέρασα κάτω από τα πεύκα και πλησίασα στο ξέφωτο μπροστά στην πόρτα του πλυσταριού. Εκεί ένας θάμνος από δεντρολίβανο ευωδίαζε. Προσπάθησα να δω. Οι θόρυβοι σταμάτησαν. Μια ησυχία χαμήλωνε τους ήχους μέσα στο άσπρο φως. Τότε την είδα να στέκεται στις σκάλες του κήπου που οδηγούσαν στο πίσω μέρος του σπιτιού. Ακίνητη στο φως του φεγγαριού.
"Ρόη;"
Κατέβηκε και στάθηκε στο πλατύσκαλο. Το πρόσωπο άσπρο σαν κιμωλία. Βαμμένο. Ακούστηκε η φωνή της βαθιά, βαριά, τελετουργική :

Βάραθρο ανοίγει από χιλιάδες χρόνια
και σε τούτο το βάραθρο να πέσω
ζητώ, καθώς στη μήτρα μέσα ο σπόρος.
Κι όσο αν αργήσει, θα 'ρτει μιαν ημέρα
που με σπασμούς και πάλι θα τη φέρει
στο φως η γη, ακέραιη την ψυχή μου.


Είχε σηκωμένα τα χέρια, στο πρόσωπο μια έξαρση. Χειροκρότησα. Έκανε βαθιά υπόκλιση και κατέβηκε τις σκάλες. Πλησίασε.


" Να λοιπόν που η Σίβυλλα ήρθε ν'ακούσει τα μονόπρακτά σου"
" Ξέχασέ τα".
" Ήταν ελεεινή η συμπεριφορά μου".
" Δεν είναι θέμα συμπεριφοράς. Είναι μια απελπισία".
Έβαλε τα χέρια της στους ώμους μου, με φίλησε. Τραβήχτηκα, δεν ένιωθα κανέναν ενθουσιασμό.
Περπατήσαμε κάτω από τα πεύκα. Κοντά στο πηγάδι καθίσαμε.
" Ο Σικελιανός", είπε, "είναι μεγαλόπνοος, μου αρέσει, ο λόγος του μου αρέσει, είναι έξω από τα μίζερα καθημερινά, η Σίβυλλα ήταν η τελευταία μου προσπάθεια στο θέατρο, καλά καλά δεν προλάβαμε ν'αρχίσουμε τις πρόβες κι όλα ναυάγησαν, όπως εξάλλου και τόσα άλλα".
Πέρασε μεγάλο διάστημα σιωπής. Της έδωσα τσιγάρο. Δεν έκανα καμία προσπάθεια για κουβέντα. ’φησα όλες τις επιλογές στην Ρόη.
" Είναι τόσο όμορφη αυτή η νύχτα, που μοιάζει να είναι η τελευταία της γης", είπε, " κι όμως έχω ένα γέλιο μέσα στο μυαλό μου. Κάπου παίζεται ένα άσχημο παιχνίδι. Μια αισχρή κωμωδία. Κάτι που δεν έχει νόημα. Και τότε, όταν σκέφτομαι το τέλος, γελάω. Αχ, γελάω και δεν μπορώ να σταματήσω. Γελάω και τότε με κλείνουν στο άσυλο. Όμως εγώ γελώντας ξέρω. Τα σκατά και τα αστέρια τα μακρινά είναι από την ίδια ύλη. Ξέρω την παγερή σιωπή. Γελάω".
Ένα πέτρινο χαμόγελο ανθούσε στο πρόσωπό της. Όμως έμεινε εκεί. Δεν άκουσα τον φοβερό ήχο. Σκούπισε τα μάτια της κι όλο το πρόσωπο.
" Δεν υποφέρεται", είπε. Σηκώθηκε. " Θα σε ξαναδώ πριν φύγω".
Με φίλησε κάπως αμήχανα. Πέρασε με γρήγορο βήμα το μικρό μονοπάτι. Βγήκε από τη σιδερένια πόρτα.


Με ξύπνησε ο άγριος ήχος του τηλεφώνου. Πετάχτηκα στο διάδρομο. Τηλεφώνημα τέτοια ώρα μόνο κάτι πολύ δυσάρεστο μπορούσε να σημαίνει.
" Έλα γρήγορα να με πάρεις, κινδυνεύω, είμαι στο σπίτι του Ρ., στο Παλιό, φοβάμαι".
Αναγνώρισα τη φωνή της Ρόης. Δεν πρόλαβα ν'αντιδράσω, έκλεισε το τηλέφωνο. Ακούμπησα στον τοίχο. Μια τάξη προσπάθησα να βάλω στο μυαλό μου. Τι σημαίνει, κινδυνεύει; Στο σπίτι του Ρ. Πώς; Ο Ρ., καπνέμπορος με ποικίλες διασυνδέσεις. Γνωστός για το πολυτελές κότερό του. Γνωστός για όργια που οργάνωνε εκεί για να περιποιηθεί τους ξένους του. Η οικογένειά του έμενε μόνιμα στην Ελβετία και ο ίδιος είχε τα συμφέροντά του ση Γερμανία.
Τηλεφώνησα να μου στείλουν ένα ταξί στο σπίτι. Ο οδηγός ήταν κάπως γνωστός. Παλιά δούλευε στους Εγγλέζους, μετά δούλευε το κλειστό φορτηγό της Αμερικανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών και τώρα ταξί. Ήταν μούτρο κι έπρεπε να τον έχω με το μέρος μου. Με ρώτησε αν υπάρχει βρομοδουλειά. Τον καθησύχασα. Με συμβούλεψε να μείνω μακριά από το σπίτι του Ρ.
" Μη χώνεσαι στα πόδια του", είπε, κι ύστερα από λίγο: " Τις ξέρω αυτές τις πουτάνες, κάνουν κουτουράδες και μπλέκουν άσχημα, αλλά εσένα δε σε καταλαβαίνω".
Δε μίλησα. Με τον οδηγό δε θα είχα προβλήματα. Τι γίνεται με την Ρόη; Σε τι κατάσταση βρίσκεται; Το εγχείρημα δε φαινόταν εύκολο. Δεν ήξερα πώς να προσπελάσω το σπίτι. Ποιους είχα να αντιμετωπίσω. Περισσότερο μ'ενοχλούσε η όλη υπόθεση. Είχα ένα αίσθημα, όπως όταν σ'εκμεταλλεύονται κι εσύ το ξέρεις, αλλά το δέχεσαι χωρίς συζήτηση. Φτάσαμε. Είπα στον οδηγό να περιμένει. Το σπίτι ήταν κάτω απ' το δρόμο προς την πλευρά της θάλασσας. Πλησίασα τα σιδερένια κάγκελα της πόρτας του κήπου, είδα στο βάθος το σπίτι. Φωτισμένα παράθυρα. Παρατήρησα πως η βεράντα της εισόδου ήταν πιο κοντά στον ανατολικό τοίχο. Προχώρησα στο σημείο του τοίχου από όπου έβλεπα καθαρά τώρα τη φωτισμένη βεράντα. Έριξα πέτρα για να δω αν υπάρχει σκυλί. Ακούστηκε το γάβγισμα ενός σκυλιού από την άλλη πλευρά του σπιτιού. Έριξα άλλη μια πέτρα στη βεράντα. Ανέβηκα στον τοίχο. Περίμενα. Σε λίγο φάνηκε η Ρόη στη μεγάλη τζαμόπορτα. Την φώναξα. Το σκυλί γάβγιζε πάντα από την ίδια πλευρά. Είδα την Ρόη να σκύβει και να φοράει τα παπούτσια της που τα κρατούσε στο χέρι. Κατέβηκε τις σκάλες της βεράντας τρέχοντας. Την φώναξα. Ήρθε στον τοίχο. Την τράβηξα επάνω. Μπήκαμε στο ταξί. Η Ρόη ξάπλωσε λαχανιασμένη στη γωνία. Ο οδηγός την κοίταξε με νόημα χωρίς να σχολιάσει. Μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι, δε γύρισε ούτε μια φορά να με κοιτάξει.
Κάθισα στην κουζίνα. ’νοιξα μια μπίρα κι άναψα τσιγάρο. Η Ρόη βγήκε από το μπάνιο με μια πετσέτα στη μέση. Σταγόνες λάμπαν πάνω στο στήθος. Γέμισα ένα ποτήρι και της το πρόσφερα.
" Μου οφείλεις κάποια εξήγηση".
" Θέλω να φύγω".
Η φωνή βαριά, έψαχνε τις λέξεις σαν να ξεχνούσε, ανάβλυζαν από το στόμα σαν αίμα.
" Δεν είναι κατάλληλη η ώρα, όμως και πάλι μου χρωστάς μια εξήγηση".
" Δεν είναι εύκολο".
" Ας είναι, υπάρχουν και δυσάρεστα πράγματα".
’ναψε τσιγάρο, ακούμπησε στο τραπέζι.
" Ήρθα το περασμένο Σάββατο. Πέθανε η μητέρα μου. Μεγάλη στα χρόνια, άρρωστη και μόνη. Η κηδεία έγινε την Κυριακή. Όπως θα ξέρεις, ο πατέρας μου πέθανε φυματικός το '48. Αχ, τι τράβηξε η μάνα μου. Αν μπορέσω, αύριο θα φύγω. Βρήκα ένα γείτονα και πούλησα το σπίτι. Το ξέρεις, δεν άξιζε και τίποτε. Ξαναγυρνάω λοιπόν στο λαβύρινθο. Εδώ τι να κάνω. Εκεί τουλάχιστον παίζω ακόμη την Ρόη Ροδή, αυτό ανεβάζει τη βίζιτα. Τώρα ξέρεις".
" Δεν τα ξέρω όλα".
" Ναι, στο ξενοδοχείο Φοίνικες με διπλάρωσε ο μπάρμαν. Ήθελε να με κάνει πάσα. Αρνήθηκα. Έλεγα να φύγω όσο γινόταν πιο γρήγορα. Έλα όμως που πρίν από λίγο καιρό είχε παίξει στην τηλεόραση μια παλιά μου ταινία. Μου μίλησε για τον Ρ., που ξένοι φίλοι του θα θέλανε τη συντροφιά μιας σταρ. Σταρ να σου πετύχει! Βρέθηκα λοιπόν στο σπίτι του Ρ. Βρεθήκαμε εκεί τρεις κοπέλες. Τώρα ξέρεις, μετά τα γνωστά εγώ έμεινα παρέα με κάποιον Χέλμουτ. Ψηλός με μακρύ πρόσωπο και τεράστια χέρια. Μιλούσαμε γαλλικά. Καθώς προχωρούσε η ώρα, είχαν μαστουρώσει όλοι με τα τσιγαρλίκια. Σε μια στιγμή ο Χέλμουτ άρχισε να μου μιλάει για τα Ες-Ες και τα σεξουαλικά βασανιστήρια που έκανε στις γυναίκες που είχε στην εξουσία του. Γελούσε, απίθανες εμπειρίες μου έλεγε. Και για να μου δείξει την τέχνη του, έσβησε το τσιγάρο του, να, εδώ".
’νοιξε την πετσέτα και μου έδειξε ανάμεσα στους γλουτούς ένα μικρό έγκαυμα. Κοίταζα την Ρόη σιωπηλός.
" Τρόμαξα", είπε, " τα πράγματα παίρναν άγριο δρόμο. Τα ξέρω αυτά, έπρεπε να του δίνω. Μ' έπιασε πανικός. Δεν ήξερα από ποιόν να ζητήσω βοήθεια. Δεν ήθελα να σε μπλέξω, ντρεπόμουν κιόλας, τελικά σου τηλεφώνησα".
’ναψε τσιγάρο, σκούπισε με την πετσέτα το στήθος της.
" Είναι πια καιρός που δεν σκέφτομαι τίποτε. Ώρες ώρες με πιάνει μια τρέλα. Παίρνω το λεωφορείο ή το τρένο ή το πλοίο, κάνω δρομολόγια. Ζω με πεινασμένους άντρες. Αρχίζω την εξερεύνηση των αντρών. Κάποτε είναι σπουδαία διασκέδαση. Μπλέκω όμως άσχημα. Κάποιος λίγο έλειψε να με σφάξει. Αλλά, το ξέρεις, τους εξερευνητές κάποτε τους τρων τα λιοντάρια. Τι άλλο να πω. Σε ζάλισα. Σε μεταχειρίστηκα".
Έβρεξε τα χείλη της από το ποτήρι.
" Δε νομίζω να τελείωσες", είπα.
Σκούπισε με την πετσέτα το πρόσωπό της.
" Ξέρεις", είπε, " όταν είσαι νέος και διψάς τρομερά κι ο ήλιος της επαρχίας σε ψήνει κι έχεις κιόλας κάτι όνειρα περίεργα, τότε πίνεις ό,τι βρεις μπροστά σου, λάσπες και πετρέλαιο, ναι, ό,τι να 'ναι, ίσως έτσι καλμάρει λίγο η δίψα..."
Έβαλε την πετσέτα στο πρόσωπο.
"...αλλά μετά έχεις μόνιμα μιαν αηδία που δεν περνάει με τίποτε. Τελείωσα".
Ακούμπησε το πρόσωπο μαζί με την πετσέτα στο τραπέζι. Κάπου μέσα στη νύχτα το ρολόι του Αγίου Παύλου χτύπησε. Κοίταξα το ρολόι, πέντε και τέταρτο. Πίσω από τα δέντρα άρχισε να φωτίζει. Ανέβηκα πάνω, ταχτοποίησα το κρεβάτι.
" Ανέβα να ξαπλώσεις", φώναξα.
Ήρθε γυμνή, της έδειξα το κρεβάτι, ξάπλωσε.
" Δε θα ξαπλώσεις μαζί μου;"
Κούνησα αρνητικά το κεφάλι. Την σκέπασα με το άσπρο σεντόνι.
" Τουλάχιστον μείνε μέχρι να κοιμηθώ".
Μου κράτησε το χέρι. Γύρισε το κεφάλι στον τοίχο. Σε λίγο το χέρι της χαλάρωσε. Την άφησα να ταξιδεύει στα προσωπικά της αισθήματα. Κατέβηκα κάτω. Έψησα καφέ. Βγήκα και κάθισα στον κήπο, στο χαμηλό πέτρινο πεζούλι κοντά στο πηγάδι.

Από τη συλλογή διηγημάτων Σταθερή απώλεια (Νεφέλη 2001)


Διακρίσεις: 

Το 1998 έλαβε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για το βιβλίο του Σπαράγματα.

Το 2004 το βραβείο διηγήματος της Ακαδημίας Αθηνών (Ίδρυμα Πέτρου Χάρη) για το βιβλίο του Διέφυγε το μοιραίον.