Ο Φίλιππος Δρακονταειδής για τον Θερβάντες
Ο Αγέλαστος Ιππότης της Ελεεινής Μορφής
Αν κάθε έργο είναι δημιούργημα της εποχής του, αυτός ο κανόνας επιβεβαιώνεται, αλλά και αναιρείται, στις περιπτώσεις των αριστουργημάτων της τέχνης. Η επιβεβαίωση προέρχεται από το περιβάλλον μέσα στο οποίο κινείται το έργο, που δεν είναι άλλο από το περιβάλλον εντός του οποίου ζει και παράγει ο άνθρωπος της τέχνης. Η αναίρεση του κανόνα οφείλεται στη μακροβιότητα του έργου, που, σαν φυσική εξαίρεση, το φέρνει από τον ένα αιώνα στον άλλο, ως απόδειξη μιας συνέχειας, η οποία θεμελιώνει την ψευδαίσθηση –αυτή την ηρεμία- της αθανασίας: το έργο απαλλάσσεται του χρόνου και του τόπου του.
Σήμερα, σαν να μην αμφισβητείται διόλου η παρακμή του ευρωπαϊκού πολιτισμού, μια πλούσια βιβλιογραφία ερμηνεύει την εξέλιξή του και ορίζει τους σταθμούς του, με αφορμή νέες προσεγγίσεις, που προκύπτουν από διεπιστημονικές μελέτες, όσο και από προωθημένες έρευνες, υποστηριζόμενες συχνά από τεχνολογικές εφαρμογές, οι οποίες διευκολύνουν την επαφή με πηγές από κάθε ιστορική περίοδο. Σε αυτό το πλαίσιο, εμφανίζεται η ευκαιρία να δει κανείς τα πράγματα με άλλη ματιά, πέρα ίσως από τα παραδεδεγμένα.[1]
Ο Δον Κιχώτης, ο Ιππότης της Ελεεινής Μορφής, ο Αγέλαστος, είναι έργο του καιρού του, περιλαμβάνεται στα κορυφαία έργα της Λογοτεχνίας, βρίσκεται πρώτο στον «κανόνα» του ευρωπαϊκού πολιτισμού, έχει μελετηθεί και αναλυθεί σε όλες του τις διαστάσεις και λεπτομέρειες, παραμένει ωστόσο μια απορία γέννησης και επιβίωσης, που διαπερνάει τη σύγχρονη σκέψη, η οποία εμπιστεύεται νέα συμπεράσματα για την Ισπανία και για τον Θερβάντες (1547-1616). Να τα βασικά:
1. Η Ισπανία του δεύτερου μισού του 16ου αιώνα, υπό την απόλυτη μοναρχία του Φίλιππου Β’, ο οποίος χαρακτηρίζεται «Σώφρων», είναι μια αυτοκρατορία όπου ο ήλιος δεν δύει, αλλά δεν ελέγχεται: οι τυχοδιώκτες κατακτητές του Νέου Κόσμου έχουν απέλθει, η γενοκτονία των ντόπιων πληθυσμών έχει ολοκληρωθεί, η μητρόπολη δεν επενδύει στις κτήσεις της, ενώ δεν παύει να τις λεηλατεί, η γραφειοκρατία των κτήσεών της δεν σέβεται στις τοπικές συνθήκες προσκολλημένη στην «ισπανικότητά» της, την οποία επιδεικνύει με απίστευτα εγκλήματα, οι άλλες δυνάμεις της Ευρώπης (Γαλλία, Κάτω Χώρες, Αγγλία) δημιουργούν τους δικούς τους θυλάκους και διαύλους σε όλα τα μήκη και πλάτη της αυτοκρατορίας, κερδίζοντας έτσι εδάφη, κυρίως όμως επωφελούμενες της ανάπτυξης του εμπορίου, συσσωρεύοντας περισσεύματα πλούτου, που κατευθύνονται –εκτός του πλουτισμού- σε δομές οργάνωσης και ενίσχυσης μιας τάξης των πόλεων, η οποία, με τρόπο οργανωμένο και με ελεγχόμενες επισφάλειες, αναπτύσσει υπηρεσίες, όχι για την εξυπηρέτηση του μονάρχη, αλλά για το όφελος του κράτους.
2. Την ώρα που η Ευρώπη θεμελιώνει την προτεραιότητα του κράτους (raison d’état), με στήριγμα τη φορολόγηση για την στρατιωτική δύναμή του, η Ισπανία βουλιάζει στον μηρυκασμό της μοναρχίας, κάτω από τα φτερά της οποίας μεγαλύνεται η ακολασία της Αντιμεταρρύθμισης: είναι κιόλας «ο σκελετός ενός γίγαντα». Παράλληλα, σαν αντίδραση στην κατάρρευση, ο ασκητισμός των θρησκευτικών ταγμάτων εξισορροπείται με την υπερβολική πολυτέλεια των ανώτερων και αντιπαραγωγικών τάξεων, με τον άγονο πατριωτισμό, με την εύκολη βεβαιότητα ότι η ζωή είναι ένα όνειρο, μια σύντομη θεατρική παράσταση, ένα τριαντάφυλλο που χάνει τα πέταλά του από τη μια μέρα στην άλλη.
3. Ο Δον Κιχώτης –ο Αγέλαστος- είναι η σύνοψη του παραλογισμού εκείνης της εποχής, που έχει επαναληφθεί κατά κόρον στον ευρωπαϊκό πολιτισμό, ανίκανο να περιορίσει την εξολοθρευτική βαρβαρότητά του, διαρκώς μετανοούντα για τα εγκλήματά του, επί των οποίων όμως έχει χτίσει το μεγαλείο του. Συνισταμένη τέτοιων παραμέτρων είναι ο Δον Κιχώτης: προβολή μιας παράδοσης θάρρους, ανδρείας, κανόνων και ουτοπίας, πίστη στη διάκριση του καλού από το κακό, του σπουδαίου από το μηδαμινό, βεβαιότητα της αυτοθυσίας, με λίγα λόγια η παλαιά πλευρά του κόσμου, εντός του οποίου ζει ο Θερβάντες. Η άλλη πλευρά είναι ο Σάντσο –ο Κοιλαράς- η διαρκής υπενθύμιση της παρούσας πραγματικότητας, η απόδειξη της ανάγκης, η σκέψη της επιβίωσης και της διαρκούς αναζήτησης της ευκαιρίας προς απόδειξη της σημασίας της προσδοκίας, το όριο μετά το οποίο το άνομο και παράνομο ανθίζει. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο άκρες, εμφανίζονται πρόσωπα πολλά και διάφορα, κοντινά και μακρινά, σφεντόνες που ρίχνουν πότε τον Δον Κιχώτη, πότε τον Σάντσο, πότε και τους δύο σαν βλήματα προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση, πέτρες της σφεντόνας που στη χάση και στη φέξη χτυπούν κανένα πουλί, όταν δεν χάνονται στην σκιά ή στο φως της ανθρώπινης κατάστασης (με την έννοια της –κατά την Χάνα Άρεντ- vita activa).
4. Αυτά έχουν την κωμική, την αστεία, τη γελαστική, την καμποτίνικη, τη μπουφόνικη διάστασή τους, που απέχει ωστόσο πολύ από το γέλιο του Ραμπελαί: εκεί, ο κόσμος είναι εν τη γενέσει του, εκεί οι γίγαντες είναι άνθρωποι στη σκέψη και στις πράξεις, εκεί οι σύντροφοι των γιγάντων άνθρωποι είναι γίγαντες της ζωής, σοφοί πανούργοι, μυαλωμένοι επιστήμονες, ευθείες γραμμές από την αναζήτηση στην υλοποίηση της λογικής. Όλα είναι χαρά.
5. Τέτοια χαρά δεν υπάρχει στον Θερβάντες (σε κανένα έργο του, ούτε –βέβαια- στον Δον Κιχώτη). Το κωμικό στοιχείο, που διαπερνά την αφήγηση, αποτυπώνει παθήματα, μπαγαποντιές, ξυλοκοπήματα, συμπλοκές, δεν αφήνει όμως γεύση λύτρωσης: στο τέλος, ο Αγέλαστος θα πεθάνει. Θα λέγαμε πως, στάλα τη στάλα, ένα ίζημα μελαγχολίας μαζεύεται, επιβεβαιώνοντας πως η κάθαρση δεν είναι άλλο από μια λύση, η οποία έδειχνε πως θα ήταν άλλη.
6. Ο Ραμπελαί, γιατρός και ιερωμένος, υπό την προστασία ευγενών και πολιτικών προσωπικοτήτων, είναι ο ανυποψίαστος, ο πριν την Ανάγκη, ο κήρυκας της αρχής ότι «το γέλιο είναι γνώρισμα του ανθρώπου μόνο». Ο Θερβάντες, στραπατσαρισμένος στη ναυμαχία της Ναυπάκτου, αιχμάλωτος για χρόνια στη Μπαρμπαριά, συλλέκτης φόρων, κατηγορούμενος για οικονομικές ατασθαλίες, κατηγορούμενος για φόνο που έγινε κοντά στο σπίτι του, είναι ο υποψιασμένος: το γέλιο είναι οξύ, επειδή είναι προπέτασμα, πίσω από το οποίο δείχνει τα νύχια της η μελαγχολία. Στην πραγματικότητα, δεν είναι ο δημιουργός του Δον Κιχώτη. Ο Δον Κιχώτης έχει γεννήσει τον Θερβάντες: αυτή η συνάφεια εξηγεί ίσως την αξία του έργου. Το έργο είναι το πλεούμενο, ο συγγραφέας είναι το βαρκάκι που το πλεούμενο σέρνει πίσω του. Αυτή η «δουλεία» είναι κιόλας «μελαγχολία».
Ο Θερβάντες ζει ανάμεσα στον Μισέλ ντε Μονταίνι (1533-1592) και τον Ιησουΐτη κοσμοκαλόγερο και δοκιμιογράφο Μπαλτάσαρ Γκρασιάν (1601-1658). Ο Μονταίνι σφραγίζει τα Δοκίμιά του με την παρατήρηση ότι «στον ψηλότερο θρόνο του κόσμου, ο άνθρωπος κάθεται πάνω στον πισινό του». Ο Γκρασιάν, σε σύντομα, πυκνά κείμενα ορίζει τον Ήρωα, τον Πολιτικό, τον Καλοκαγαθό, προτείνοντας τρόπους διαφυγής, αλλά και ανωτερότητας. Είναι η περίοδος της Δυσκολίας. Και σε αυτή εγγράφεται ο Δον Κιχώτης. Μελαγχολική διαπίστωση!
[1] Βλ. Roger Osborne, Civilization, Allan Lane, 2006 και Richard Sennett, The Culture of the New Capitalism, Yale University Press, 2006.
Ο Δον Κιχώτης είναι εδώ!
Καθώς φαίνεται ότι ζούμε την ύστερη περίοδο του ευρωπαϊκού πολιτισμού, πληθαίνουν οι αποτιμήσεις των ιστορικών περιόδων του. Έτσι, εμφανίζονται «κανόνες» της λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής παραγωγής κατά τους λεγόμενους Νέους και Νεώτερους Χρόνους, δηλαδή από την πτώση της Κωνσταντινούπολης (1453) ως την κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου (1989). Σε όλους αυτούς τους «κανόνες», ο Δον Κιχώτης κατέχει την πρώτη ή μια από τις πρώτες θέσεις. Προς επιβεβαίωση της αντικειμενικότητας αυτής της αξιολόγησης, έγκυρες εφημερίδες και περιοδικά έχουν ζητήσει από τους αναγνώστες του να υποβάλλουν τον δικό τους «κανόνα». Έκπληξη φαίνεται πως αποτελεί το γεγονός ότι και σε τέτοιους καταλόγους, ο Δον Κιχώτης βρίσκεται στις πρώτες θέσεις.
Η αλήθεια είναι ότι υπό το πνεύμα μιας «αλεξανδρινής βιβλιοθήκης», ο Δον Κιχώτης δεν μπορεί να λείψει από τέτοια παρακαταθήκη. Έχοντας την άνεση να κοιτάζουμε πέντε τουλάχιστον αιώνες πίσω, μπορούμε να διακρίνουμε πως ο ευρωπαϊκός πολιτισμός έχει διακριτούς γεννήτορες. Στη λογοτεχνία, αυτοί δεν είναι άλλοι από τον Δάντη, που στα όρια μεταξύ Μεσαίωνα και Αναγέννησης κατέθεσε το όραμα ενός κόσμου ικανού να οδεύσει από την Κόλαση στον Παράδεισο, τον Ραμπελέ που απέδωσε τη λατρεία και την έκρηξη της ζωής με κολοφώνα το γέλιο, τον Τσώσερ και τον Βοκκάκιο που έφεραν αυτό το παιχνίδι στην περιοχή της αξίας του σώματος και της απόλαυσης, όπου η φυσικότητα της «αμαρτίας» ανάγεται σε αξεπέραστο και καλόδεχτο αμάρτημα της «φύσης».
Αυτή είναι μάλλον η πρώτη περίοδος του ευρωπαϊκού πνεύματος, περίοδος της αισιοδοξίας, της βεβαιότητας ότι τα πράγματα είναι καλύτερα όταν, εγκαταλείποντας την υπερβατικότητα και τη μεταφυσική, την αναζήτηση μιας βασανιστικής αγιοσύνης, τη φενάκη του ιπποτικού ηρωισμού, ο άνθρωπος αφήνεται στην καθημερινότητά του, που δεν καταδυναστεύεται από αυθεντίες και σχολαστικισμούς. Συνέπεια αυτής της αντίληψης υπήρξαν οι διαμαρτυρίες του Λούθηρου, που εντάσσονται στον Ανθρωπισμό και τη Μεταρρύθμιση, όπου η ιατρική, η κοσμογραφία, η αστρονομία, η φυσική μεταβάλλονται σε επιστήμες, σε διαρκή αναζήτηση δια της έρευνας και του πειράματος, της μελέτης και της συναγωγής πρακτικών συμπερασμάτων, εγκαταλείποντας τις συχνά παράλογες προσεγγίσεις του Μεσαίωνα με σφραγίδα το κύρος του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη.
Είναι φυσικό ότι αυτές οι καινοτομίες μετέτρεψαν τη σταθερότητα της Γης, που ως τότε ήταν το κέντρο του Σύμπαντος, σε μιαν έντονη αστάθεια, απέναντι στην οποία υψώθηκε η αντίδραση της εξουσίας και της θρησκείας, γνωστή ως Αντιμεταρρύθμιση. Το συγκριτικό πλεονέκτημα της Αντιμεταρρύθμισης ήταν η συγκροτημένη αντεπίθεση προς υποστήριξη των δογμάτων, με εμπροσθοφυλακή τα μοναστικά τάγματα και την Ιερά Εξέταση, υποστηριζόμενα από τις παπικές εντολές. Η συνθήκη του Τρέντο μπορεί να διήρκεσε μερικές δεκαετίες, στο τέλος όμως έψαλε τον θάνατο της Μεταρρύθμισης. Μετά την πρώτη περίοδο της αισιοδοξίας (1450-1530), μετά τη δεύτερη περίοδο της Μεταρρύθμισης (1500-1570), η τρίτη περίοδος, αυτή της Αντιμεταρρύθμισης (1550-1600), που συμπίπτει με τη στερέωση του ευρωπαϊκού πολιτισμού, είχε οδηγήσει σε αυτό που θα ήταν η συνέχειά του: αγώνας μονάδων ή μικρών ομάδων κατά οργανωμένων συνόλων. Από την πτώση της Κωνσταντινούπολης ως την αυγή του 17ου αιώνα, δηλαδή σε εκατόν πενήντα χρόνια, η ανατροπή που είχε ευαγγελιστεί η Αναγέννηση είχε μεταμορφωθεί σε συντηρητισμό, επιβεβαιώνοντας για πρώτη φορά στην ιστορία της Ευρώπης πως η επανάσταση καταλήγει να ωφελεί και να ενισχύει την τάξη, εναντίον της οποίας είχε στραφεί.
Η Αντιμεταρρύθμιση είχε επιβληθεί, όταν ο Δον Κιχώτης κυκλοφόρησε το 1605. Την ώρα που ο κόσμος της Ευρώπης είχε επιστρέψει στην προτέρα αυτού κατάσταση της εμπέδωσης της τάξης, της πίστης και της μισαλλοδοξίας, ο Θερβάντες φέρνει στο φως την ηθική και το μεγαλείο της αποτυχίας. Δίνει ουσιαστικά την πλέον ανθρώπινη απάντηση στον σύγχρονό του Σέξπηρ, που βάζει τον ήρωά του Άμλετ να αναρωτιέται «να ζει κανείς ή να μη ζει; Ιδού το ερώτημα». Και το μεγαλείο του έργου του Θερβάντες βρίσκεται στην αναγνώριση ότι ο ευρωπαϊκός πολιτισμός δεν θα είναι παρά εξάρσεις δημιουργίας που θα καταπνίγονται από την καθεστηκυία τάξη και ότι ο άνθρωπος δεν είναι άνθρωπος παρά όταν εμπλέκεται στις εξάρσεις του, μαθαίνοντας στο πετσί του πως εξαιτίας των εξάρσεών του θα ηττηθεί στο τέλος, περιμένοντας όμως πως άλλος θα παραλάβει τη σκυτάλη. Ίσως επειδή η εποχή μας έχει χάσει την επαφή με αυτή την πραγματικότητα, αναγνωρίζει στον Δον Κιχώτη την αποκάλυψη τέτοιας ανθρώπινης διάστασης, τέτοιας αρετής. Με άλλα λόγια, ο Δον Κιχώτης εκφράζει το χαρακτηριστικό ενός κόσμου, που χωρίς την αποτυχία δεν έχει μέλλον.
Αν αυτό το χαρακτηριστικό ισχύει, τότε ο Δον Κιχώτης είναι απαραίτητος: αν δεν τον είχε γράψει ο Θερβάντες, κάποιος άλλος θα τον είχε γράψει. Εκείνο που καθιστά τον Δον Κιχώτη δημιούργημα του Θερβάντες και μόνο είναι ότι τα πρόσωπα του έργου είναι τρία: ο Δον Κιχώτης, ο Σάντσο Πάντσα και ο ίδιος ο Θερβάντες, που δεν εμφανίζεται απλώς ως ο αφηγητής, χρησιμοποιώντας το πρώτο πρόσωπο και κατευθύνοντας τον αναγνώστη, αλλά και ως εκείνος που ξέρει περί ποίου ο λόγος, αφού η ζωή του υπήρξε αρκούντως δονκιχωτική: έλαβε μέρος στη ναυμαχία της Ναυπάκτου όπου τραυματίστηκε, πιάστηκε από πειρατές και πέρασε πέντε χρόνια αιχμαλωσίας στο Αλγέρι, όπου προσπάθησε επανειλημμένα να δραπετεύσει, επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου δοκίμασε την τύχη του ως θεατρικός συγγραφέας, δεν πέτυχε σε αυτό τον τομέα (παρ’ όλο που έγραψε είκοσι ή τριάντα έργα), μετατράπηκε σε φοροεισπράκτορα για να καταλήξει στη φυλακή, δημοσίευσε το πρώτο μέρος του Δον Κιχώτη το 1605, δέκα χρόνια αργότερα το δεύτερο μέρο, στο μεταξύ όμως ένα άλλο «δεύτερο μέρος» είχε προηγηθεί, γραμμένο από κάποιον Αβεγιανέδα. Στο τέλος της ζωής του, ο συγγραφέας θα πέθαινε της πείνας αν δεν τύχαινε της προσοχής ενός μαικήνα αριστοκράτη. Πέθανε πάντως ενδεδυμένος το ράσο του μοναχού και ο τάφος του δεν έχει βρεθεί, παρά το ότι ο τόπος της ταφής του είναι γνωστός.
Μερικούς μήνες μετά το θάνατο του Θερβάντες πέθανε ο Σέξπηρ (σε ηλικία πενήντα δύο ετών και από άγνωστη αιτία). Πολλοί αρέσκονται να σημειώνουν πως ενώ η ζωή του Θερβάντες και ο ίδιος βρίσκονται μέσα στον Δον Κιχώτη, ο Σέξπηρ πέρασε ήρεμη ζωή, εισπράττοντας δικαιώματα από τα έργα του, αποφεύγοντας τις επαφές με τις αρχές, επιλέγοντας μιαν ανωνυμία, που του επέτρεπε να οικοδομεί τα τερατώδη ενός Μάκθεθ, διατηρώντας την ίδια στιγμή το δικαίωμα να διασκεδάζει με έναν Φάλσταφ. Αυτή η σύγκριση αποδίδει δύο όψεις της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας: εκείνη που ορμάται από τα του βίου και εκείνη που στοιχειοθετεί βίους. Ο Τόμας Μαν, που ανήκει στην πρώτη κατηγορία, λέγεται πως ταξιδεύοντας με το υπερωκειάνιο προς τη Νέα Υόρκη, είδε στον ύπνο του τον Δον Κιχώτη, ο οποίος είχε τα χαρακτηριστικά του Νίτσε-Ζαρατούστρα. Και ο Γουίλιαμ Φώκνερ, που ανήκει στη δεύτερη κατηγορία, έλεγε πως διάβαζε κάθε χρόνο τον Δον Κιχώτη, όπως άλλοι διαβάζουν τη Βίβλο. Με άλλα λόγια, είτε από εδώ, είτε από εκεί, ο Θερβάντες και –δια του Θερβάντες ο Δον Κιχώτης- δεν αποφεύγεται.
Περιττό να πούμε ποιες ερμηνείες δόθηκαν σε αυτό το έργο, ποια μυθολογία δημιούργησε, ποιους ενέπνευσε. Η βιβλιογραφία είναι απέραντη, οι απόψεις πάμπολλες και συχνότατα αντικρουόμενες. Να όμως μερικές που έχουν τύχει αποδοχής: ο Μιγέλ δε Ουναμούνο απέδειξε με τον τρόπο του πως ολάκερη η Ισπανία είναι δονκιχωτική, οι ψυχολόγοι και ψυχαναλυτές ανέλυσαν τον Δον Κιχώτη, τον Σάντσο, τη Δουλτσινέα και έκαναν λόγο για συμπλέγματα, φαλλικές αναζητήσεις, λογιών υπερβάσεις (sublimations), ο Μίνκους έγραψε το μπαλέτο Δον Κιχώτης, ο κινηματογράφος βρήκε διάφορους τρόπους να αποδώσει τα κύρια κεφάλαια του έργου, λογής μιούζικαλ και κόμικς έχουν ήρωα τον Ιππότη της Ελεεινής Μορφής. Ο Χάρολντ Μπλουμ, πατέρας του πρώτου «κανόνα» της παγκόσμιας λογοτεχνίας, υποστηρίζει πως ο Δον Κιχώτης βρίσκεται στα κορυφαία έργα της λογοτεχνίας του 19ου και 20ου αιώνα, είτε πρόκειται για τον καπετάνιο Άχαμπ στον Μόμπυ Ντικ του Χέρμαν Μέλβιλ, είτε για τον Κ. στα κείμενα του Κάφκα, είτε –παίρνω το θάρρος να προσθέσω- στον Τσέχοφ και στον Παπαδιαμάντη (π.χ. Βαρδιάνος στα Σπόρκα, Ρόδινα Ακρογιάλια), με την δονκιχωτική «ιπποτική» ματιά.
Είναι πιθανό ότι εκεί όπου μπορεί να εντοπίσει κανείς τα πρώτα δείγματα του περάσματος του ευρωπαϊκού πολιτισμού στην ύστερη φάση του, η ηθική της αποτυχίας συναντάει τον πρώτο εκφραστή της στον Δον Κιχώτη, επιβεβαιώνοντας τον Κάρολο Μαρξ, ο οποίος παρατήρησε πως η Ιστορία επαναλαμβάνεται ως κωμωδία, πράγμα που σημαίνει πως η πρώτη εμφάνισή της ήταν μια τραγωδία. Πράγματι: ο Δον Κιχώτης είναι τραγικός. Τραγικός υπήρξε και ο ευρωπαϊκός πολιτισμός ως την ύστερη φάση του. Κάθε ύστερη φάση είναι πεπεισμένη πως ο προ των πυλών θάνατος είναι μια τραγική τιμωρία. Οι επιγενόμενοι, αν υπάρξουν, θα δουν το κωμικό ενός γνωστού τέλους.