ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ ΓΙΩΡΓΗΣ


ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ ΓΙΩΡΓΗΣ

Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών

Εργάστηκε ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση.

 Πληροφορίες: 
Όνομα:  ΓΙΩΡΓΗΣ
Επίθετο:  ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ
Εργογραφία: 

Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1952 με ένα διήγημά του στο αθηναϊκό περιοδικό "Πνευματική ζωή".


Έχει παρουσιάσει τις ποιητικές συλλογές "Μονόλογοι" (1967), "Το σώμα της σιωπής" (1970), "Τρίγλυφο" (1976), "Ταριχευτήριο πουλιών" (1978), "Χώροι αναπνοής" (1988), "’Ανθρωποι και σκιές" (1995), "Στ' ακρωτήρια της ύπαρξης" (2003), Σπασμένα αγάλματα και Πικροβότανα", Γαβριηλίδης 2005, και "Τα Ποιήματα. 1967-2007. Ανέκδοτα - Αθησαύριστα". τόμος Β΄ Γαβριηλίδης 2013.

Άλλα βιβλία του είναι: Η μελέτη "Η Κρήτη στο λογοτεχνικό έργο του Πρεβελάκη" (1968), το ταξιδιωτικό "Οδοιπορικό των Σφακιών" (1980), "Ένα κρανίο καρφωμένο στο κιγκλίδωμα" (1999), συλλογή με 32 μικρά πεζά, που κινούνται μεταξύ παράλογου και εφιαλτικού και το εκτενές πεζογράφημα "Όταν το πέλμα μας εταίριαζε με το χώμα" (2000), που αναφέρεται στα παιδικά του χρόνια κατά τον πόλεμο και την κατοχή, καθώς και το μυθιστόρημα "Ο εθελοντής", Κίχλη 2008.

Ποιήματά του έχουν μεταφρασθεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ολλανδικά, ρωσικά, πολωνικά, ρουμανικά και ισπανικά.


Έτος γέννησης:  1933-2008
Τόπος γέννησης:  Χανιά
Τίτλος αποσπάσματος:  Ένα κρανίο καρφωμένο στο κιγκλίδωμα
Κείμενο αποσπάσματος: 

ΤΡΙΟ ΓΙΑ ΒΙΟΛΙ, ΚΛΑΡΙΝΕΤΤΟ ΚΑΙ ΠΙΑΝΟ

Μ' ένα γνέψιμο του βιολιστή το τρίο άρχισε να παίζει. Στην αρχή αργά, απαλά, κι όσο πήγαινε πιο ορμητικά, με περισσότερο πάθος. Δεν είχανε περάσει τρία λεπτά και παρατήρησα πως τα δάχτυλα τού πιανίστα, εκεί που χτυπούσε με δύναμη τα πλήχτρα, κόνταιναν, σα να 'χανε φαγωθεί ώς την πρώτη τους άρθρωση. Κοίταξα εκείνον που 'παιζε το κλαρινέττο. Από το στόμιο του οργάνου του έβγαινε κάτι σαν ανθρώπινη γλώσσα, που κουνιό-τανε μάλιστα ελαφρά πάνω-κάτω. Το δοξάρι του βιολιστή εξάλλου, καθώς πηγαινοερχότανε γρήγορα πάνω στις χορδές, ακράγγιζε κατά διαστήματα το λαιμό του. Ήδη ο λευκός γιακάς τού ποκαμίσου του είχε κοκκινίσει και το αίμα κατέβαινε ώς την άκρη του βιολιού, εκεί που ακουμπούσε το πηγούνι του.
Ξανακοίταξα ανήσυχος τον πιανίστα. Τα δάχτυλά του είχαν χαθεί ολότελα κι έπαιζε, το ίδιο ορμητικά πάντα, με τα κότσια τού μετακάρπιου. Από το στόμιο του κλαρινέττου κρεμότανε μια γλώσσα κοντά μισό μέτρο μάκρος. Όσο για το βιολιστή, το πο-κάμισό του μπροστά, το μισό βιολί και το χέρι που κρατούσε το δοξάρι είχαν κοκκινίσει από το αίμα.
Το κοινό δε φαινότανε να 'βλεπε τίποτα απ' όλα τούτα. Παρακολουθούσε ακίνητο και σιωπηλό, σα να παρευρισκότανε σε μια συνηθισμένη μουσική εκδήλωση. Μου 'ρχότανε να πεταχτώ από το κάθισμά μου και να φωνάξω "βοήθεια!", όμως έμενα κι εγώ καθισμένος σαν τους άλλους κι έβλεπα πιο πολύ παρά άκουγα όσα συμβαίνανε μπροστά μου. Ο πιανίστας όλο κι έσκυβε περισσότερο, καθώς τα μπράτσα του κόνταιναν όσο πήγαινε και πιο πολύ. Από το κλαρινέττο έβγαιναν τώρα κάτι σάρκινες μάζες που 'μοιαζαν να 'ναι τα πνευμόνια τού μουσικού, ενώ ο βιολιστής συνέχιζε, με το ίδιο πάθος, να πριονίζει το λαιμό του.
Όταν τέλειωσε, κάποτε, το κομμάτι, ο κόσμος άρχισε να χειροκροτεί όπως πάντα - ούτε πιο θερμά, ούτε πιο ψυχρά. Οι μουσικοί υποκλίθηκαν τρεις φορές. Του πιανίστα έλειπαν τα χέρια ώς τους αγκώνες. Ο παίχτης τού κλαρινέτου ήταν κατάχλομος, με σωριασμένα μπροστά του τα μισά σπλάχνα του. Το κεφάλι τού βιολιστή έγερνε αριστερά, λόγω του μισοκομμένου λαιμού του. Το κοινό συνέχιζε να χειροκροτεί.


Διακρίσεις: 

Τιμήθηκε το 1977 με το Βραβείο Καζαντζάκη
και το 1981 με το Κρατικό Βραβείο για το Οδοιπορικό των Σφακιών.