ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ ΜΕΝΗΣ


ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ ΜΕΝΗΣ

Σπουδές γυμνασιακές. Εργάστηκε σε ναυτιλιακές και ασφαλιστικές εταιρείες ως το 1981.

Διατέλεσε μέλος του Δ.Σ. της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και της Κρατικής Ορχήστρας Ελληνικής Μουσικής του Στ. Ξαρχάκου.

 Πληροφορίες: 
Όνομα:  ΜΕΝΗΣ
Επίθετο:  ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ
Εργογραφία: 

Πεζογραφία

1962, Τα μηχανάκια, ΦΕΞΗΣ - 1970, ΚΕΔΡΟΣ, 12η έκδοση 1999, 20ή χιλιάδα
1967, Το αρμένισμα, ΕΣΤΙΑ - 1981, ΚΕΔΡΟΣ, 7η έκδοση 1999, 11η χιλιάδα
1972, Τα καημένα, ΚΕΔΡΟΣ, 8η έκδοση 1996, 15η χιλιάδα
1975, Βιοτεχνία Υαλικών, ΚΕΔΡΟΣ, 17η έκδοση 2000, 24η χιλιάδα
1978, Η κυρία Κούλα, ΚΕΔΡΟΣ, 15η έκδοση 2000, 24η χιλιάδα
1979, Το κουρείο, ΚΕΔΡΟΣ, 9η έκδοση 1999, 18η χιλιάδα
1981, Σεραφείμ και Χερουβείμ, ΚΕΔΡΟΣ, 6η έκδοση 1985, 14η χιλιάδα
1982, Ο ωραίος Λοχαγός, ΚΕΔΡΟΣ, 12η έκδοση 2000, 28η χιλιάδα
1986, Η φανέλα με το εννιά, ΚΕΔΡΟΣ, 14η έκδοση 2000, 55η χιλιάδα
1989, Πλανόδιος Σαλπιγκτής, ΚΕΔΡΟΣ, 2η έκδοση 1989, 13η χιλιάδα
1993, Η συμμορία της ’ρπας, ΚΕΔΡΟΣ, 4η έκδοση 1999, 13η χιλιάδα
1994, Θυμάμαι τη Μαρία, ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ, 3η έκδοση 1998
1996, Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω, ΚΕΔΡΟΣ, 18η έκδοση 2000, 34η χιλιάδα
1999, Η μέρα για τα γραπτά κι η νύχτα για το σώμα, ΚΕΔΡΟΣ, 4η έκδοση 1999, 8η χιλιάδα
2001, Δυο φορές Έλληνας, ΚΕΔΡΟΣ, 18η έκδοση 2002, 36η χιλιάδα
2003, Νώε, ΚΕΔΡΟΣ, 12η χιλιάδα
(2013) Θάνατος στο Βαλπαραΐζο, Εκδόσεις Πατάκη
(2014) Ο θησαυρός του χρόνου, Εκδόσεις Πατάκη

 

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ

 


1961, Hesse, Ντέμιαν
1969, McCullers, Η μπαλλάντα του λυπημένου καφενείου
1970, Faulkner, Καθώς ψυχορραγώ
1972, Carroll, Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων
1977, Büchner, Λεντς
1980, Melville, Μπάρτλεμπυ, ο γραφιάς κι άλλες ιστορίες
1995, Hemingway, Οι φονιάδες
1995, Poe, Στη δίνη του Μάελστρομ
1996, Fitzgerald, Το πλουσιόπαιδο


Έτος γέννησης:  1931-2014
Τόπος γέννησης:  Αθήνα
Τίτλος αποσπάσματος:  Βιοτεχνία Υαλικών
Κείμενο αποσπάσματος: 

Ι. Το Γκάζι

Σάββατο βράδυ, η Μπέμπα Ταντή κατηφόριζε την Πειραιώς φορτωμένη τιμολόγια και αποδείξεις. Ένιωθε άκεφη και κουρασμένη. θα προτιμούσε να τριγύριζε με τα χέρια ελεύθερα σαν άντρας. Από τότε που κληρονόμησε το μαγαζί του πατέρα της κι αποφάσισε να πάρει σύζυγο και συνεταίρο, έχασε το βάδισμα του νέου κοριτσιού, το στήθος της είχε μεγαλώσει, τα μαλλιά της θαμπώσει.
Το μαγαζί, η μικρή βιοτεχνία υαλικών, στεγαζόταν στο ισόγειο ενός δίπατου σπιτιού, στη συμβολή Πειραιώς και Ιεράς Οδού, εκεί όπου παλιότερα ήταν η λαχαναγορά και τώρα ο δήμος είχε φυτέψει ένα παρκάκι. Ακριβώς απέναντι, κάπου τριάντα στρέμματα τοιχισμένα, βρισκόταν το Γκάζι. Μέσα από τους λέβητες και τις καμινάδες οι ατμοί ανέβαιναν τυλίγοντας το τετράγωνο σε ομίχλη, και το συρματόπλεγμα, γύρω, θύμιζε Κατοχή. Από τότε μάλιστα που στην πύλη φύλαγε βάρδια με τους πολίτες κι ένας φαντάρος, της φαινόταν πως από ώρα σε ώρα ένα κύμα βίας θα ξεσπούσε στην πόλη. Τάχυνε το βήμα της και χωνόταν στο μαγαζί.
Τα ρολά μισόκλειστα, αναγκάζοταν να σκύψει για να περάσει. Κάτω από τη σύναξη των πολυελαίων η Μπέμπα Ταντή αντίκριζε τον άντρα της καθισμένο σ' ένα γραφείο από φορμάικα, το πρόσωπο σκυμμένο στους λογαριασμούς, τα πόδια μαζεμένα κάτω από την καρέκλα. Τους κροτάφους φώτιζαν ασημένιες τούφες και ανάμεσα τρεμόπαιζαν κάτι άρρωστες φλεβίτσες. ’φηνε την τσάντα της παράμερα και καθόταν κοντά του. Μιλούσαν για τις τελευταίες παραγγελίες, τοποθετούσαν κατά ημερομηνία τα γραμμάτια, έκλειναν ταμείο. Έπειτα κατέβαζαν τα ρολά και με βήμα αργό ξεκινούσαν για το σπίτι. Κατοικούσαν λίγα τετράγωνα παρακάτω. Τραβούσαν μεσ' από τα στενά του Ρούφ, σταματώντας η Μπέμπα να ισιώσει την κάλτσα της, ο Βλάσης ν' αγοράσει τσιγάρα.
Φτασμένοι σπίτι, ο Βλάσης βούλιαζε στην πολυθρόνα, η Μπέμπα ξυπολιόταν και, μ' ένα άνοιγμα του φερμουάρ, άφηνε τη φούστα της να κυλήσει μπρος στον καθρέφτη. Η πρώτη γνωριμία στους διαδρόμους της Σχολής, ο Βλάσης τρέχοντας στη γραμματεία να διεκπεραιώσει κάποιες διατυπώσεις του πτυχίου, η Μπέμπα δευτεροετής με τις μικρές φροντίδες των υπογραφών. Έσμιγαν στα ζαχαροπλαστεία της οδού Σίνα, παρέα με συμφοιτητές της που συνδικαλίζονταν, οργάνωναν απεργίες και προβαίναν σε διαβήματα. Οι λέξεις φασίστας, δολοφόνος, χαφιές έπεφταν σαν πιστολιές. Αργότερα, Κυριακές στην Κόρινθο, του έφερνε αλλαξιές εσώρουχα, γλυκά, βιβλία κοινωνιολογίας τυλιγμένα σ' εφημερίδες της δεξιάς. Περνούσε τα δέματα μπροστά απ' τους σκοπούς προκλητικά, κι εκείνοι την έγδυναν με το μάτι. Φορούσε φορέματα ανοιχτά στο στήθος, την ίδια πάντα άσπρη κορδέλα στα μαλλιά, χτενισμένα πίσω, να φανερώνουν ένα μέτωπο λευκό κι ανάλαφρα προτεταμένο. Έπειτα ήρθε ο καιρός της απόσπασης· τα σαββατόβραδα κλεισμένα σε κάμαρες επαρχιακών ξενοδοχείων, τα τζάμια φραγμένα μ' εφημερίδες, το ίσο πάντα φόρεμα παρατημένο στην άκρη του δωματίου δίπλα σ' ένα ζευγάρι άρβυλα ξεχαρβαλωμένα.
Όση ώρα η Μπέμπα άλλαζε φόρεμα, αφήνοντας τα μαύρα της μαλλιά ξέπλεκα μες στον καθρέφτη, ο Βλάσης άλλαζε κανάλι στην τηλεόραση, σταθμεύοντας στις ειδήσεις. Ήταν αυτές, κάθε βράδυ, κομμένες και ραμμένες στα ίδια μέτρα, και μόνο αραιά και που το βλέμμα του ζωήρευε όταν άκουγε για κάποιο πραξικόπημα, μολονότι κι αυτά, τον τελευταίο καιρό, είχαν καταντήσει κοινός τόπος. Με κινήσεις αργές φορούσε τα βραδινά της, φώναζε τον Βλάση να της κλείσει το φερμουάρ, εκείνος έπαιρνε τα κλειδιά του σπιτιού, εκείνη του αυτοκινήτου, έμπαιναν στη μικρή Σκόντα κι η Μπέμπα καθόταν στο τιμόνι.
Ακολουθούσαν το ίδιο δρομολόγιο, Αγίου Κωνσταντίνου, Σταδίου, Φιλελλήνων, Συγγρού, για να καταλήξουν στο ίδιο πάντα κεντράκι με τις μαρίδες. Καθόνταν στ' ορισμένο τραπέζι, έπαιρναν στην αρχή μεζέεμφιαλωμένο κρασί Δεμέστιχα, κι άρχιζαν τις ατέρμονες συζητήσεις. Ποτέ απευθείας οι δύο τους, μα πάντα διασταυρωμένοι μεσ' από τις κουβέντες της παρέας.
Τα μέλη της παρέας ήσαν ο Βάσος Ραχούτης κι ο Σπύρος Μαλακατές, που τους περίμεναν φτασμένοι πρώτοι στο ραντεβού. Ήσαν κι οι δύο σαρανταπεντάρηδες, κατά τι μεγαλύτεροι από τον Βλάση. Ο Βάσος παχύς, ασθματικός, με μάτια τριγυρισμένα από σκάμματα και χείλη γραμμένα σαν κοριτσιού. Είχε τελειώσει μια σχολή τεχνικών επαγγελμάτων και είχε καταλήξει ιατρικός επισκέπτης σε φαρμακευτική εταιρεία. Μιλούσε αδιάκοπα για φάρμακα και ήταν σωστή αυθεντία στα χάπια για τα νεύρα. Ο Σπύρος ψηλός, στεγνός, με άσαρκα χείλη, είχε μια τάση να κουτσαίνει από τ' αριστερό πόδι. Είχε ταξιδέψει στην Αμερική, ανακατευτεί με αλογοτροφεία, κάνει κι ένα διάστημα στην Κορέα με το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα, για να καταλήξει στην Ελλάδα ανέστιος και πένης. Τα μπάλωνε τώρα με δουλειές του ποδαριού.
Βάσος και Σπύρος ήσαν και οι δύο εργένηδες, κατοικούσαν στη Νέα Σμύρνη, στον ίδιο όροφο πολυκατοικίας, σε διαμερίσματα του ενός δωματίου, αντικριστά. Τους δυο φίλους συντηρούσε το ζεύγος Ταντή, αναθέτοντάς τους δουλειές πλασιέ σ' επαρχιακές πόλεις. Περιόδευαν για λογαριασμό της βιοτεχνίας στην Πάτρα, στο Βόλο και στη Θεσσαλονίκη, σέρνοντας τις ξεπατωμένες βαλίτσες τους δεμένες με σπάγκο. Ταξίδευαν πάντα με νυχτερινό τρένο, καθισμένοι σε κουπέ, ο ένας απέναντι στον άλλο, ο Σπύρος καπνίζοντας σέρτικα, ο Βάσος Σαντέ.
Η γνωριμία των δύο φίλων με τους Ταντήδες χρονολογείται από τότε που βρέθηκαν όλοι μαζί να παραθερίζουν στη Νέα Μάκρη - πάνε μερικά χρόνια. Τις πολύ ζεστές μέρες, τις ώρες της μεσημβρινής ανάπαυσης, μπορούσες να τους δεις να τριγυρνάνε στην παραλία. ο Βάσος μ' ένα μαύρο μαγιό λαστέξ ξεχειλωμένο, ο Σπύρος ν' ακολουθεί ελάχιστα βήματα πιο πίσω, σκυφτός, μέσα σε άσπρο μπουρνούζι. Προχωρούσαν μέσα στην άχνη της μεσημεριανής ησυχίας, μετρώντας τα βήματα αμίλητοι, βουτώντας πότε πότε, δειλά σαν κοπέλες, τα πόδια τους στο νερό. Τα βράδια, στις βεράντες του ξενοδοχείου, κάπνιζαν κάτι φτηνά πουράκια των περιπτέρων, ντυμένοι μέσα σε άσπρα κουκουλάρικα που πλέανε στα σώματά τους. Έμεναν με τα μάτια καρφωμένα στους Ταντήδες, καραδοκώντας για ένα βλέμμα τους, αρπάζοντας την καλησπέρα τους όπως οι πεινασμένοι την μπουκιά. Τις μέρες εκείνες η Μπέμπα φορούσε ένα κίτρινο φόρεμα με νταντελένιο γιακά, κρατούσε και μια βεντάλια από ξύλο αρωματικό, δώρο κάποιου μακρινού συγγενή της που ταξίδευε με τα καράβια. Τα μάτια της χάνονταν και ξαναφαίνονταν πίσω απ' αυτήν, μεγάλα και θολά, σαν φώτα στην ομίχλη. Με τις ψάθινες πολυθρόνες τους ν' αγγίζονται, οι δύο φίλοι κρατούσαν ως και την αναπνοή τους.


Διακρίσεις: 

Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (1975).
Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (1997).
Βραβείο Blue Book στην Παγκόσμια Έκθεση Βιβλίου στην Φρανκφούρτη (2001).
Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (2002) για το βιβλίο του Δυο φορές Έλληνας.
Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του (2008).

Στο όνομά του η Εταιρεία Συγγραφέων θέσπισε το βραβείο «Μένης Κουμανταρέας» για πρωτοεμφανιζόμενο μυθιστοριογράφο.