ΠΑΠΠΑΣ ΤΑΣΟΣ


ΠΑΠΠΑΣ ΤΑΣΟΣ

Ο ποιητής και επιμελητής εκδόσεων Τάσος Παππάς γεννήθηκε στην Ελευσίνα το 1921 και πέθανε στην Αθήνα το 1999 (ή, σύμφωνα με άλλες πηγές, το 2001).

Το 1943 ίδρυσε από κοινού με τον Άρη Βενέτη το βραχύβιο περιοδικό Τέχνη και Ζωή.

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής έλαβε μέρος στην Αντίσταση από τις τάξεις του ΕΑΜ. Στον Εμφύλιο διώχθηκε και εκτοπίστηκε για τη δράση του, και μέχρι το 1960 άσκησε διάφορα επαγγέλματα για να μπορέσει να επιζήσει.
Από το 1961 μέχρι το 1973 εργάστηκε ως επιμελητής ύλης στον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη, στην εφημερίδα Τα Νέα και στο περιοδικό Θέατρο, ενώ παράλληλα έκανε θεατρικές παραγωγές για την κρατική ραδιοφωνία.

«Η γνωστότερη συλλογή που κυκλοφόρησε ήταν τα Τραγούδια του Παθανάρες το 1948. Κατά τη δημοσίευση αυτής της συλλογής, ο ποιητής ανακοίνωσε πως επρόκειτο για τα τραγούδια ενός Μεξικανού ποιητή, του Παθανάρες και ότι ο ίδιος απλώς τα μετέφρασε στη γλώσσα μας. Αν και τα ποιήματα αρχικά έγιναν δεκτά με ενθουσιασμό από τη φιλολογική κοινότητα, στη συνέχεια και όταν αποκαλύφθηκε η απάτη, ο ποιητής αγνοήθηκε πλέον από τους κριτικούς, με αποτέλεσμα να παραμείνει παραγνωρισμένος» (σημείωμα της Σοφίας Κολοτούρου από το Ποιήν).

 Πληροφορίες: 
Όνομα:  ΤΑΣΟΣ
Επίθετο:  ΠΑΠΠΑΣ
Εργογραφία: 

Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1937, δημοσιεύοντας ποιήματα στην εφημερίδα Νέα Κόρινθος.
Ακολούθησαν οι συλλογές:

Νικητήρια, 1940,

Φώτα μέσα στη θύελλα, 1946

Τα τραγούδια του Παθανάρες, Μαυρίδης 1948

Μεσημβρινός, 1960

Στη σκιά του Αιγόκερω, 1976

 

Κείμενά του δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά όπως τα: Νεοελληνική Λογοτεχνία, Νεοελληνικά Γράμματα, Ο Αιώνας μας, Νέα Εστία, Νεοελληνικός Λόγος κ.ά.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία


Βαρίκας Βάσος, Κριτική για τη συλλογή «Τα τραγούδια του Παθανάρες», Τα Νέα 7/1/1949.
Βαρίκας Βάσος, Κριτική για τη συλλογή «Μεσημβρινός», Το Βήμα, 30/10/1960.
Καραντώνης Ανδρέας, «Τάσου Παππά: Μεσημβρινός», Νέα Εστία 69, ετ.ΛΕ΄, 15/6/196, αρ. 815, σ. 838 (τώρα και στον τόμο Ποιητικά, σ. 339. Αθήνα, Νικόδημος, 1977).
Στεργιόπουλος Κώστας, «Τάσος Παππάς», Η ανανεωμένη παράδοση, σ. 528-533, Σοκόλης 1980 (στη σειρά Η ελληνική ποίηση, Ανθολογία - Γραμματολογία).

(Πηγές: Βιβλιονέτ, poiein.gr)

 

Συμμετοχή σε συλλογικά έργα

 

Ανθολογία της ελληνικής ποίησης (20ός αιώνας), Κότινος 2009


Έτος γέννησης:  1921-1999
Τόπος γέννησης:  Ελευσἰνα
Τίτλος αποσπάσματος:  Από «ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΑΝΑΡΕΣ»
Κείμενο αποσπάσματος: 

ΕΝΑΣ ΚΑΒΑΛΑΡΗΣ ΑΠ ΤΗ ΔΥΣΗ

Τρεις σκηνές στημένες όπως - όπως
στην κορφή του ανέμου, ένα κακό
πέρασμα και γύρω αυτός ο τόπος
σάμπως παραμύθι εφιαλτικό

Δυο πιστόλια εβγήκανε στο λόττο
τρεις λαχνοί και μέσα ο τυχερός.
Λείπει ο Τέξ. Τι τύχη! Με το πρώτο
βόλι τους σωριάστηκε νεκρός.

Δίπλα στους κροτάφους μου σαν αίμα
η φωνή του επάγωσε η ζεστή
κι αν νεκρός δεν έλεγε απ’ το βλέμμα
το κρυστάλλινό του να σβηστεί.

Ένας καβαλάρης απ’ τη δύση
έρχεται καλπάζοντας, κι ως μια
φλόγα, που απ’ το γέρμα έχει πηδήσει
καταχτάει της πάμπας την ερμιά

Κι έτσι χτυπημένος από πίσω
με του ήλιου τα βέλη τ’ αργυρά
κάτω απ’ της παλάμης του το γείσο
χώριζε απ’ τον ήλιο καθαρά…

Τρεις σκηνές στημένες όπως –όπως
σε μια απόσταση όλες στη σειρά
άδειασαν την πλήξη τους κι ο τόπος
γιόμισε προαισθήματα πικρά…

Θα σταθεί στη δεύτερη; Παγώνει,
κρέμεται απ’ τα βλέφαρα η ψυχή
Θα σταθεί στη δεύτερη παγώνει
τούτη η σύγκρυα απαντοχή.

Πέρασε σαν διάνεμα του αγέρα,
μές στην αγωνία μας σκοτεινή
φρίκη ορμάει στη δεύτερη μα πέρα
κι απ’ την τρίτη εχάθηκε σκηνή.

Τον κατάπιε η πάμπα μα εδώ γύρω
στοίχειωσε ένας ίσκιος παγερός.
Δυο πιστόλια εβγήκανε στον κλήρο
Λείπει ο Τέξ, ποιος θα ναι ο τυχερός;

 

ΜΑΘΗΜΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ

Σγουρό εφηβαίο - μαρτυρική
της εφηβείας η φαντασία
γλιστράει παλάμη την Ασία
προς τη σγουρόμαλλη Αφρική

Βουνά και κόλποι, μιά λευκή
σελίδα ανοίγει η Γεωγραφία
στο δέρμα σου - εύγλωττα ψηφία
παίζουν μιά γλώσσα τροπική.

Κρέμεται η Υδρόγειος σαν παγώνι
στο μαυροπίνακα - παγώνει
γύρω σου ο κόσμος σαν παράσταση.

Κι εσύ τα χείλη αναπολείς
του Τσέ Γκεβάρα - ένα φιλί
πιό φλογερό απ’ την Επανάσταση!

 

ΝΤΟΛΟΡΕΣ

Στη φαντασία τους ασελγούνε οι κάκτοι
πέρα από τη φάρμα. Η νύχτα είναι σα μια
τρομαχτική και ωραία λιποθυμιά
κάτου απ’ του φεγγαριού τον καταρράχτη

Πώς να χωρέσεις κάλλιο μην ερχόσουν
σε τούτη την ελάχιστη στιγμή.
Κι έτσι κυνηγημένος, τρέμεις μη
Και τα φιλιά μου ακόμη σε προδώσουν!

Σαν το βαθύ χαμόγελό σου, κι όπως
χαράζει απ’ τους μαιάνδρους της σγουρής
γενειάδας σου απαράλλαχτα θαρρείς
οι κάκτοι ανθούν, κι ημέρωσε ο τόπος.

Τρεις μήνες αγωνίας, κι εσύ αφήκες
Να κοιμηθούν σε μόνη μια βραδιά:
Αν σου έχει λείψει η φλόγα απ’ την καρδιά
πάρ την απ’ τις ζυγές πιστολοθήκες

και χτύπα με. Περσότερο από χίλια
πέζος, σου αποτιμούν την κεφαλή…
Κάθε μια νέα σου δόξα αντιλαλεί
η έρημος σε διακόσια τόσα μίλια

Μια γη από πέτρα κίτρινη, κι αγκάθι
σε βύζαξε. Έρωτα μου. Είναι βαρύ
το χρέος σου σε μια γη φαρμακερή
που ανθούν οι κάκτοι αντάμα με τα πάθη!

«Κι αν μ’ αγαπάς παράφορα, με κάνεις
να πλήττω , όταν το ακούω τόσες φορές! »
Μα διάβολε, μικρή μου Ντολορές,
πως θα με πείσεις, δίχως…να πεθάνεις!»

 

ΚΟΥΚΑΡΑΤΣΕΑ

Μαύρο χιόνι η νύχτα κατεβαίνει
στο αίμα μου, ποιος άναψε εδώ χάμου
μια φωτιά, που τρώει και δε χορταίνει
καίει, μα δε ζεσταίνει την καρδιά μου!

Τα μαλλιά της ρίχτε να φουντώσει
τούτη η φλόγα, ρίχτε τα φιλιά της
να ψηθούν στη θράκα, έχω παγώσει
ν’ αγκαλιάζω μόνο τ’ όνομά της!

Το φεγγάρι σέρνει σα μαγνήτης,
Τα νερά της λίμνης, κι από πάνου
Τα βουνά σαν ήχοι ενός τυμπάνου,
Πέφτουν στην υδάτινη ψυχή της.

Έννοια σου, τρελή Κουκαρατσέα,
κι ένα ωραίο μονόπετρο από πάγο
κι αίμα, αυτή τη νύχτα σου φυλάγω
και θα σου πηγαίνει τόσο ωραία!

Με μια βλεφαρίδα έχουνε δέσει
φεγγαριού το μάτι του, - φαντάσου
με τι νοσταλγία θα το φορέσει
στο μικρό της δάχτυλο η καρδιά σου!

Κι έτσι αργά, ποτίζοντας τα φύλλα,
Κι ως τη ρίζα πέφτοντας σα στάλα
μέλι απ’ το λεπίδι, τα μεγάλα
βάθη θα σου ανοίξει της Τζουαλίλα.

Στάζει απ’ το μαχαίρι μου ένας τόσο
ήπιος ύπνος, παίζει στα νερά του
το φεγγάρι , δείχνοντας ως κάτου
το βυθό που πάω να σ’ ανταμώσω!

 

ΠΑΙΓΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΕΤΑΛΟΥ

Παίζει τ’ αλογάκι μου με τα πέταλά του
Και χορεύουν στο αίμα του τα βουνά κι οι τόποι
Πάνω σ’ ένα πέταλο, κι άλογα κι ανθρώποι
Τη ζωή μας παίζουμε εδώ κάτου.

Διασκεδάζουν ώρες τα παιδιά
ρίχνοντας το πέταλο – ούτε λέξη
για το σύντροφό μας που ‘χε παίξει
κι έχασε την ίδια του καρδιά.

Μέσα σε μια μέθη ερωτική
μάτωσε ο Κεντάκυ τ’ όνομά του.
Το παιγνίδι ετούτο του θανάτου
σ’ όλους μας πρωτάρχισε από κεί.

Κι έτσι με μιάν άπιστη καρδιά
Κάτω απ’ το σπιρούνι και την τρέλα
του όρθια απά στου αλόγου του τη σέλλα
βγήκε έξω από το νόμο μια βραδιά.

Παίζει το αλογάκι μου με τα πέταλά του
και κοπάδια αλλόφρονα φεύγουν γύρω οι τόποι.
Πίσω από ένα πέταλο, κι άλογα κι ανθρώποι
Κυνηγούμε το άστρο μας δω κάτου.

Της Σελήνης γύρω ο πυρετός
Καβαλάρη κι άλογο εμεθούσε
κι όμοια η Πολιτεία τον κυνηγούσε
όπως τ’ άλογό του ο κουρνιαχτός.

Τον ξεχάσαν κιόλας τα παιδιά
ρίχνοντας το πέταλο – μονάχο
τον αφήκαν κάτου από ένα βράχο
μ’ ένα γύπα επάνω στην καρδιά.

Πάνω από το γέλιο ενός νεκρού
πέρνα τ’ άλογό σου, έτσι μοιραία
κάποτε θα σμίξει όλη η παρέα
στα φαράγγια εκεί του φεγγαριού.

Παίζει τ’ αλογάκι μου ορθό και τα πέταλά του
σκάνε απά στου φεγγαριού το ασημένιο φρύδι.
Μ’ ένα μισοφέγγαρο τούτο το παιγνίδι
Παίζει ο Παθανάρες στα βουνά του…


Διακρίσεις: 

Το 1961 τιμήθηκε με το έπαθλο Κ. Χατζηπατέρα της Ομάδας των Δώδεκα για το βιβλίο του Μεσημβρινός.