Ο συγγραφέας σε περιβάλλον κρίσης


03/10/15

Η Εταιρεία Συγγραφέων και το Megaron Plus διοργάνωσαν στο Μέγαρο Μουσικής συζήτηση με θέμα «Ο συγγραφέας σε περιβάλλον κρίσης».  

Σε μια  εποχή ολικής κρίσης ποιος είναι ο ρόλος του συγγραφέα; Επηρεάζεται ή όχι το έργο του από την κρίση; Ποιες είναι οι προϋποθέσεις μέσα στις οποίες δημιουργείται το λογοτεχνικό έργο;    

Σε αυτά και άλλα ερωτήματα, διακεκριμένοι Έλληνες και ξένοι συγγραφείς και πανεπιστημιακοί, μέλη της Εταιρείας Συγγραφέων, κλήθηκαν να δώσουν τις δικές τους απαντήσεις.

 

Στη συζήτηση, συμμετείχαν οι:|

Xανς Αντενάιερ, ομότιμος καθηγητής βυζαντινής και νεοελληνικής φιλολογίας στα Πανεπιστήμια Κολωνίας και Αμβούργου
Αλέξης Ζήρας, κριτικός λογοτεχνίας, πρώην Πρόεδρος της Εταιρείας Συγγραφέων
Γιάννης Κιουρτσάκης, συγγραφέας - δοκιμιογράφος
Τζίνα Πολίτη, ομότιμη καθηγήτρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης- συγγραφέας
Βιντσέντζο Ρότολο, ομότιμος καθηγητής νεοελληνικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Παλέρμο, Πρόεδρος Σικελικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών

Συντονίστρια: Έλενα Χουζούρη, συγγραφέας - δημοσιογράφος    

Δείτε το video πατώντας εδώ 

 

Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΣΕ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΡΙΣΗΣ

 

T A   K E I M E N A 

Χανς Αϊντενάιερ

Για τα θέματα και τα ερωτήματα που μας απασχολούν απόψε έχει δώσει προ πολλού την απάντησή του ο Bertolt Brecht με ένα από τα ποιήματά του των Ελεγειών του Svedeborg.

               In den finsteren Zeiten
               Wird da gesungen werden?
               Ja, da wird gesungen werden
               Von den finsteren Zeiten.

               Σε καιρούς σκοτεινούς
               Θα τραγουδάμε και τότε;
               Ναι, θα τραγουδάμε και τότε
               Για τους καιρούς τους σκοτεινούς.

Και συμπληρώνουμε με τα λόγια του Μανόλη Αναγνωστάκη:

               Το θέμα είναι τώρα τι λες.
               Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε
               Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ
               Μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας.
               Το θέμα είναι τώρα τι λες!

 

Πρώτο κι αποφασιστικό:

Δεν θα ψάλλουμε μοιρολόγια, δεν θα βγάλουμε επικήδειους λόγους, γιατί δεν γνωρίζουμε ποιον θάβουμε, ποιον να θάψουμε, μα ούτε ποιος πέθανε, κι αν αυτός που τον θάβουμε θα άξιζε τα δάκρυά μας.

Μας φτάνει που τα ψέλνουν αρκετοί άλλοι. Θα κοιτάξουμε μπροστά, όχι πίσω.

Όλοι μας ξέρουμε τι μας έκαναν οι παλιοί πολιτικοί, δικοί μας και ξένοι. Όλοι μας ξέρουμε πώς δουλεύει ένας καπιταλισμός που τον ονομάζουμε ακραίο, παρόλο που ακόμη δεν φτάσαμε στον πάτο, για να μάθουμε πόσο πιο ακραίος μπορεί να αποδειχθεί ακόμα. Όλοι μας ξέρουμε τι έχουμε κάνει κι εμείς οι ίδιοι στον εαυτό μας, ακούγοντας  τους γλυκυτάτους πειρασμούς των Σειρήνων περί μιας – υπερβολικής – κατανάλωσης σε μια κοινωνία της αφθονίας, μαζί με τη σχετική διαφήμιση που μας βεβαίωνε, πως δεν πρέπει να πληρώσουμε τώρα, αλλά κάποτε ή και ποτέ.

Όλοι μας δεν ξέρουμε πως, αν αποφασίσουμε να τους στείλουμε όλους (ποιους όλους δηλαδή;) στο φεγγάρι, ποιος θα απομείνει σε τούτη τη γη; Ακούμε  πως τότε θα είμαστε τουλάχιστον και επιτέλους ελεύθεροι ως ουδέτεροι. Ουδέτεροι κι ανεξάρτητοι από τράπεζες, χρέη, από μίζες κι ανάλογα;

Όλοι μας ξέρουμε πως οι προδότες του έθνους με τις μίζες και τα υπέρογκα ποσά στις τσέπες τους έφυγαν για να τα καταθέσουν στο εξωτερικό. Στην καλύτερη περίπτωση θα επιστρέψουν στην Ελλαδίτσα τους που την «λατρεύουν», εφόσον οι εναπομείναντες την κράτησαν στη ζωή, έστω και με άδειες τσέπες.

Όλοι μας ξέρουμε πως δωροδοκίες αξίζουν μόνον αν πέσουν πολλά χρήματα, όπως π.χ. από τη βιομηχανία εξοπλισμού ή για το χτίσιμο αυτοκινητόδρομων κτλ.

Όλοι μας ξέρουμε ότι η εξόρυξη χρυσού ή η εκμετάλλευση των ήδη υπαρχουσών πετρελαιοπηγών εξασφαλίζει, πρώτα πρώτα και κυρίως, τα οφέλη και τα κέρδη των αλλοδαπών επιχειρήσεων που διοχετεύονται από το διεθνές κεφάλαιο.

Όλοι μας ξέρουμε ότι τα ενδεχομένως άφθονα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου στη Μεσόγειο όχι μόνο δεν μπορούμε να τα εκμεταλλευτούμε εμείς οι ίδιοι λόγω έλλειψης κεφαλαίου, αλλά και αν τα εκμεταλλευτούν ξένες εταιρείες που διαθέτουν κεφάλαια, όχι μόνο θα πάνε τα κέρδη κατά το μεγαλύτερο μέρος στα δικά τους ταμεία, ενώ εμείς θα υποστούμε και όλους τους κινδύνους από την καταστροφή του φυσικού μας περιβάλλοντος.

Όλοι μας ξέρουμε πως οι άλλοι φυσικοί θησαυροί της Ελλάδας, όπως ο ήλιος και ο άνεμος, που θα εξασφάλιζαν με τα φωτοβολταϊκά συστήματα και τις ανεμογεννήτριες όχι μόνον τον εφοδιασμό ενέργειας για την Ελλάδα, αλλά θα ήταν κι ένα γενναίο  εξαγώγιμο προϊόν, δεν γίνονται επαρκώς αντικείμενο εκμετάλλευσης, επειδή δεν προβλέπονται γι’ αυτό αξιόλογες προμήθειες, κοινώς μίζες. Πρώτες πρωτοβουλίες  προοδευτικών δημάρχων στον τομέα αυτόν, συνάντησαν τρομερές δυσκολίες, επειδή το κράτος, αντί να τους επιδοτήσει, τους επέβαλε 40% φόρο!!!

Όλα αυτά, και άλλα πολλά, τα ξέρουμε όλοι μας, τα ξέρουμε καλά. Αλλά πώς αντιδρούμε;

Άρα η συγκεκριμένη ερώτηση που προκύπτει ειδικά για τούς συγγραφείς, τι μπορούν, τι μπορούμε να κάνουμε, θα μπορούσε να απαντηθεί, κατά ένα μέρος τουλάχιστον με ένα παράδειγμα δράσης, που ανήκει στις δυνατότητες ενός συλλογικού και τόσο σημαντικού οργάνου όπως είναι η Εταιρεία Συγγραφέων, στην οποία οφείλεται και η αποψινή διοργάνωση και την οποία ευχαριστώ από καρδιάς για την πρωτοβουλία.

Επειδή δηλαδή απέχω πολύ από το να κάνω συγκεκριμένες προτάσεις σε ανθρώπους, όπως εσάς, οι οποίοι έχετε καλλίτερες ιδέες και πιο πρακτικές λύσεις από μένα, θα περιοριστώ να κινήσω το ενδιαφέρον σας για μια πρωτοβουλία μιας ομάδας Γερμανών συγγραφέων, την οποία μερικοί από σας γνωρίζουν από πρώτο χέρι, εφόσον μάλιστα την έχουν προσυπογράψει: „Αμύνεσθαι περί Δημοκρατίας στους καιρούς της άκρατης ψηφοποίησης που διανύουμε“, ήταν το σύνθημα του μανιφέστου που κυκλοφόρησε παγκοσμίως κατά την ημέρα της Δημοκρατίας, στις 10 Δεκεμβρίου 2013, και δημοσιεύτηκε σε πάνω από 30 εφημερίδες διεθνούς κύρους. Ετούτοι οι Writers against Mass Surveillance, θα μπορούσαν ίσως  να μας δώσουν μιαν άποψη για τον ρόλο του συγγραφέα σε περιβάλλον κρίσης, όπως αυτή που μας ήρθε κατακέφαλα και μας βρήκε απροετοίμαστους. Διαβάζω λίγες μόνο φράσεις από το μανιφέστο αυτό:

Ένας από τους στυλοβάτες της Δημοκρατίας είναι η ακεραιότητα του ατόμου. Αλλά η αξιοπρέπεια του ανθρώπου είναι υπεράνω των σωματικών του ορίων. Όλοι οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα να παραμένουν ελεύθεροι και χωρίς επιτήρηση στις σκέψεις τους και στους ιδιωτικούς τους χώρους, στα γράμματά τους και στις συνομιλίες τους.

Το υπαρξιακό αυτό δικαίωμα έχει εντωμεταξύ καταπατηθεί κι εκμηδενιστεί ολοκληρωτικά, επειδή διάφορα κράτη και συγκροτήματα επιχειρήσεων καταχρώνται αγρίως τις τεχνολογικές προόδους με σκοπό την επιτήρηση.

Ένας άνθρωπος υπό επιτήρηση δεν είναι ποτέ ελεύθερος. Και μια κοινωνία που επιτηρείται διαρκώς δεν είναι πια Δημοκρατία. Γι’ αυτό τα βασικά μας δημοκρατικά δικαιώματα πρέπει να επικρατήσουν τόσο στην ιδεατή όσο και στην ρεαλιστική μας ζωή.

Η συγγραφέας Γιούλη Τσε και η ομάδα της αναρωτιούνται στην ουσία και μετά από τις αποκαλύψεις του Edward Snowden, πώς θα είναι αυτός ο κόσμος, όταν οι τωρινές κρίσεις θα έχουν ξεπεραστεί. Τι υπερασπιζόμαστε τελικά; Και τι κάνουμε εμείς, όταν οι πολιτικοί μας  δεν είναι σε θέση ούτε καν να πιστοποιήσουν αυτά τα υπαρξιακά προβλήματα, ή, κι αν ακόμη νομίζουν πως τα έχουν πιστοποιήσει, δεν είναι σε θέση να λάβουν κατάλληλα μέτρα;

Η Γιούλη Τσε και η ομάδα της  αποτελούν ένα ζωντανό παράδειγμα για μια προσπάθεια να εμποδιστεί η επικράτηση ανεπανόρθωτων κακών, όπως η κατάργηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η επίθεση κατά των βασικών προϋποθέσων της Δημοκρατίας. Αν εξασφαλισθεί αθρόα συμμετοχή θα επιδιώξουν να επιτευχθεί η κατασκευή ενός προμαχώνα ή ο καθορισμός συνόρων, μιας κόκκινης γραμμής δηλαδή, που με κανένα τρόπο δεν επιτρέπεται να καταπατηθεί.

Έχουμε ασφαλώς εύκολα κατανοήσει και μάλιστα από καιρό  ότι τα δήθεν συστήματα ασφαλείας των Ηνωμένων Πολιτειών δεν είναι παρά μια πρόφαση, ώστε να μπορούν να μάθουν όχι πόσο συμπαθούμε και συμπράττουμε με τους τρομοκράτες, αλλά για να συνθέτουν κάθε φορά το προφίλ ενός καταναλωτή αγαθών σε συνάρτηση με τις προσωπικές  του αγοραστικές συνήθειες, ο οποίος με την ανάλογη διαφήμιση να προσανατολίζεται προς την αγορά ορισμένων προϊόντων, ανεξάρτητα από το αν τα χρειάζεται ή όχι.

Άρα έχουμε γίνει όργανα χειραγώγησης και δεν είμαστε σε θέση να συλλάβουμε αυτόν που μας χειραγωγεί. Ή, για να εκφραστούμε με τα λόγια του δημάρχου του Παλέρμο, Leoluca Orlando: «Όταν τα χρήματα γίνονται ο ανώτατος θεός, τότε δεν υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσα σε ένα αγρόκτημα της Μαφίας στο Corleone και σε ένα κομψό σαλόνι στο Düsseldorf».

Η πρωτοβουλία αυτή των συγγραφέων οδήγησε στο ότι ούτε η γερμανική ομοσπονδιακή βουλή ούτε η γερμανική κυβέρνηση δέχτηκαν να θεωρήσουν το θέμα της παρακολούθησης λήξαν, παρά τα καθησυχαστικά σχόλια του Προέδρου Ομπάμα, με αποτέλεσμα  να μην συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις για μια συμφωνία ελεύθερης διακίνησης του εμπορίου μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών  και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Μπορώ να φανταστώ κάλλιστα μια ανάλογη πρωτοβουλία των Ελλήνων συγγραφέων με ένα ανάλογο μανιφέστο για το τι ζητάμε, ώστε να σωθεί ο λαός και το έθνος. Να ορίσουν δηλαδή αυτήν την κόκκινη γραμμή, ώστε να πούμε: Στοπ. Ως εδώ και μη παρέκει. Ένα τέτοιο μανιφέστο θα είχε την αμέριστη συμπαράσταση και αλληλεγγύη της Γερμανικής Εταιρείας Συγγραφέων από τον Günter Grass ως τον Günter Wallraff, αλλά και πολλών γερμανικών πόλεων και πανεπιστημίων που έχουν κλείσει συμφωνίες αδελφοποίησης με ελληνικές πόλεις και πανεπιστήμια.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα μιας ευρωπαϊκής αλληλεγγύης με την Ελλάδα θα αποδειχτεί πόσα κοινά σημεία υπάρχουν και πού θα αναζητήσουμε και θα βρούμε τους πραγματικούς μας φίλους. Αυτό που κατά τη γνώμη μου χρειάζεται ο τόπος είναι μια ενίσχυση της συνείδησης πως γύρω μας δεν υπάρχουν μόνον εχθροί, οι οποίοι φταίνε εξ άλλου κατά μεγάλο μέρος για την κρίση, αλλά και άνθρωποι, πραγματικοί φιλέλληνες, που είναι έτοιμοι να δώσουν το παρών με σύνθημα: «Για την Ελλάδα, ρε ... !»

Ποιος άλλος από τους ποιητές και πεζογράφους μας είναι σε θέση να προσφέρει λίγα ψίχουλα ελπίδας που θα φωτίσουν τον ορίζοντα της σημερινής καταχνιάς;

Για να πούμε στους Βαρβάρους που κατέφθασαν και δρουν ανάμεσά μας: ΄Οχι, «οι άνθρωποι αυτοί δεν ήσαν μία κάποια λύσις!»

 

Αλέξης Ζἠρας

 

Το μυθιστόρημα μπροστά σε μια (ακόμα) κρίση της αναπαραστατικής του δυνατότητας

Η κρίση της αναπαράστασης στο μυθιστόρημα των τελευταίων ετών εμφανίζεται ασφαλώς εκτός από κρίση που αφορά στην τεχνική του, στη γλώσσα και στο γούστο του, δηλαδή κρίση αισθητική, και ως κρίση για τις αξίες που εγκιβωτίζει και, κατά συνέπεια, κρίση στη σχέση κειμένου και αναγνώστη, κάτι που επενεργεί στην αξιολόγησή του ως προϊόντος πολιτισμικού, όπως και στον τρόπο υποδοχής του. Ακόμα και στο αν συντρέχουν εντέλει λόγοι ουσιώδους ύπαρξής του ή όχι, αν ανταποκρίνεται δηλαδή ως είδος που μεταλλάσσεται μεν ως προς τα θέματά του, προσαρμόζοντας αναλόγως τον ορίζοντά του στις προσδοκίες του κοινού ή των κοινών που αποκτά κατά καιρούς, ωστόσο όχι ως είδος ανοιχτό, με άλλα λόγια φιλόξενο σαν αρχετυπική "εκκλησία" που ανέχεται στους κόλπους της σχίσματα και αιρέσεις. Η διαπίστωση αυτή δεν είναι βέβαια καινούργια, ήδη από τι 1920 μια σειρά μυθιστοριογράφων, όπως οι Χέρμαν Μπροχ,  και `Αλφρεντ Νταίμπλιν , θεωρούσαν ότι το είδος, ακόμα και στη μοντερνιστική του εκδοχή, είχε εξαντλήσει τα περιθώριά του ' παραταύτα επειδή ανέκαθεν η μεγάλη αφήγηση "πήγαινε με τα νερά" των προσδοκιών της μέσης, συντηρητικής πλειοψηφίας, παρακολουθήσαμε στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα μια θριαμβευτική επιστροφή στις πιο συμπαγείς μορφές μυθοπλασίας, οι οποίες πάντως βρίσκονταν ολοένα και περισσότερο σε μια κατάσταση μη αντιστοιχίας με την εντεινόμενη ρευστότητα σε όλο το φάσμα των πολιτικών και των κοινωνικών πρακτικών. Η μεγάλη συζήτηση που άνοιξε πριν από μια εικοσαετία και πλέον παγκοσμίως, είναι μια συζήτηση που κατευθύνεται, όπως γράφει ο Τζ.Μ.Κούτσι στο βιβλίο του Ημερολόγιο μιας κακής χρονιάς όχι στα επιφαινόμενα της φανερής πλέον δυσανεξίας του δυτικού πολιτισμού αλλά στις "ιερές" απαρχές του που τις δεχόμαστε εκ των προτέρων ως άβατο, χωρίς πολλές φορές να τις καταλαβαίνουμε. Είναι μια συζήτηση για την κρίση από την οποία ως συνήθως εμείς σε αυτή τη χώρα απουσιάσαμε παταγωδώς όταν άρχιζε να αναπτύσσεται, περί άλλων τυρβάζοντες, και που τώρα μας απασχολεί απλώς γιατί μας εξώθησε προς τα εκεί βίαια η αρνητική οικονομική συγκυρία. Αλλά και αυτή ως ομοίωμα ουσιαστικής συζήτησης, μάλλον ως διακύβευμα βραχυχρόνιο πάνω στην ασκούμενη ή ευαγγελιζόμενη πολιτική των κομμάτων-όχι ως κριτική και αυτοκριτική της καταστροφικής λογικής που συνεχίζει πάντοτε να διέπει τη σκέψη μας! Μα, ακόμα και έτσι, είναι αδύνατο ή αστείο το να προσπαθούμε να απομονώσουμε το πεδίο της λογοτεχνικής αναπαράστασης, μυθιστορηματικής ή άλλης, από το ευρύ κοινωνικό πεδίο το οποίο γενετικά την παράγει, παράγοντας άλλωστε με τις αντιφάσεις του κι αυτή την ίδια την κρίση. `Οπως επίσης είναι αστείο το να συνεχίζουμε να θεωρούμε, παραποιώντας την προβληματική του μοντερνισμού, ότι το σχετικά αυτόνομο φαινόμενο της δημιουργίας της τέχνης λειτουργεί ερήμην του γύρω κόσμου και, εννοείται, της εκάστοτε υπαρκτικής του κρίσης. Στο βαθμό βέβαια που αυτή είναι συνειδητή στην ολότητά της και όχι τεμαχισμένη και διαχωρισμένη τεχνητά σε φαινόμενα του δημόσιου και του προσωπικού βίου. 

      ΙΙ 

Αναφερόμαστε επιμερισμένα στο μυθιστόρημα, διότι από όλα τα λογοτεχνικά είδη, λόγω της δημοφιλίας του,είναι το πλέον από αυτά αντιπροσωπευτικό ως προς την προβολή του απεικάσματος του κοινωνικού πεδίου, σύμφωνα με τον Αλαίν Τουραίν στο πρώιμο αλλά βασικό έργο του La production de la societe. Επομένως, και το πλέον αντιπροσωπευτικό του απεικάσματος, μέσω της δημιουργικής φαντασίας, για τις ρήξεις, τις μεταβολές της γλώσσας και της μορφής, κι ακόμα τις αλλαγές δομής τις οποίες υφίσταται και προς τις οποίες προσανατολίζεται το περιβάλλον ενός συγγραφέα ή ενός αναγνώστη. Κρίσεις, όπως αυτή που, έστω και καθυστερημένα, μας απασχολεί και ενδημικά κατά τα τελευταία χρόνια, δεν είναι σπάνιες μέσα στην ιστορία του 20ού αιώνα. Καμμία πάντως δεν υπήρξε αυτόνομη, περιορισμένη στην επικράτεια της τέχνης και στα εργαλεία της. Συχνά διαβάζω ή ακούω ότι η εμπέδωση της βαθιάς και πολλαπλής κρίσης την οποία ζούμε θα μπορούσε να ήταν ικανοποιητικότερη αν ήταν ανεβασμένο το πολιτισμικό επίπεδο του λαού, αν η ποσόστωση των αναγνωστών των βιβλίων ήταν υψηλότερη, αν η λογοτεχνία και η τέχνη είχαν οργανική σχέση με την παιδεία. Για να πω την αλήθεια, δεν είμαι και πολύ βέβαιος για όλες αυτές τις ψευδο-ουμανιστικές υποθέσεις. Αντίθετα, μιλώντας γενικά, ολοένα και περισσότερο πιστεύω ότι μια κοινωνία, σε περιόδους κρίσης ή σε περιόδους ύφεσης, είναι συνεχώς σε αναζήτηση εκείνης της μορφής αναπαράστασης που της λείπει. Αν της έλειπε η αναπαράσταση της προσωπικής ανάγνωσης της πραγματικότητας που προσφέρει η τέχνη, αυτήν θα αναζητούσε ώστε να μεταμορφώσει σ΄ένα άλλο πεδίο αυτό που επιθυμεί ή αυτό που την πληγώνει. 

       ΙΙΙ

Ποιά ειναι η αναπαράσταση της πραγματικότητας που μπορεί να προσφέρει σήμερα στην ελληνική κοινωνία, έστω στην κοινωνία των αναγνωστών του, το ελλαδικό μυθιστόρημα;  Πώς είναι δυνατόν να απευθυνθεί το ελλαδικό μυθιστόρημα σε μια κοινωνία σε κρίση, όταν αυτό το ίδιο δεν έχει συναίσθηση της κρίσης; `Οταν, θέλω να πω, δεν έχει ενσωματώσει όχι στη θεματική αλλά στη δομή της σύνθεσής του το διακύβευμα της δικής του κρίσης, της ανάγκης να αλλάξει, να πάψει να είναι αδρανές ως νόημα και μορφή και, εντέλει, να μην είναι το ίδιο; Κατά μία έννοια, η  διάκριση μεταξύ επινόησης και αφήγησης από τη στιγμή που τέθηκε ως πρόβλημα στην Ποιητική του Αριστοτέλη δεν έπαψε να ανανεώνει τα όπλα της διαμάχης για το τι σημαίνει "αληθινό" και για το πώς ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται το πιο αμφίσημο των πραγμάτων που λέγεται πραγματικότητα. Γι' αυτό θα παραξενέψει ίσως πολλούς αν έρθω να υποστηρίξω τώρα ότι από όλα τα είδη της τέχνης, συμπεριλαμβανομένων των άλλων αφηγηματικών, το σημερινό ελλαδικό μυθιστόρημα είναι το πιο καθυστερημένο, το πιο αναχρονιστικό, το πιο προσδεδεμένο σε μια απλουστευτική αντίληψη της μίμησης είδος, πάλι μιλώντας με γενικούς όρους, όχι για επιμέρους έργα που ενδεχομένως αποκλίνουν αλλά είναι περιθωριακά. Είναι το πιο τετριμμένο και συμβατικό ως προς τις δυνατότητές του να συλλάβει και να αναπαράξει τις διαθέσεις αλλαγής (όσο υπάρχουν αυτές και σε ποιό βαθμό) που έχει υποτίθεται σχηματίσει η κρίση ταυτότητας της κοινωνίας. Ο αναχρονισμός του μυθιστορήματος των τελευταίων ετών, το ότι αισθητικά, γλωσσικά, μορφολογικά, υπολείπεται της πεζογραφίας της γενιάς του 30, της τριλογίας τωνΑκυβέρνητων Πολιτειών του Στρατή Τσίρκα, των μυθιστορημάτων του Αλέξανδρου Κοτζιά, του Νίκου Μπακόλα, της Τατιάνας Μιλλιέξ, του Νίκου Καχτίτση, του Τηλέμαχου Αλαβέρα, του Νίκου Κάσδαγλη, του Ρένου Αποστολίδη, έγκειται κατά τη γνώμη μου στο ότι με την υποκριτική του επιλογή να γίνει πληβειακό, αποσκοπώντας στην απορρόφηση ενός ευκαιριακού κοινού, πρόσφερε και προσφέρει τη μίμηση μιας "πραγματικότητας" που δεν αναγνωρίζεται πλέον. Είναι μια "πραγματικότητα" στον αέρα, ανύπαρκτη, μια "πραγματικότητας" εκτός τόπου και χρόνου, όσο κι αν αυτή περιγράφεται με εκνευριστική φλυαρία σε 500 ή 600 σελίδες σε κάποιο τόπο και σε  κάποια υποτίθεται εποχή. Μια "πραγματικότητα" που μάλλον ο εικαζόμενος φωτογραφικός ρεαλισμός της αναπαραγωγής της έχει προέλθει από και έχει μεταβληθεί σε ιδεοληψία, έχοντας αφήσει να αποστεωθεί τρομερά το σκέλος της επινόησής της, σε σημείο ώστε πλέον επινόηση και περιγραφή να ταυτίζονται. Και πώς αλλιώς, εφ΄όσον η βασικότερη αιτία αυτής της ισοπεδωτικής ταύτισης επινόησης και περιγραφής βρίσκεται στο ότι η πλειονότητα των μυθιστορημάτων δεν αφορά καν αναπαραστάσεις του πραγματικού, όσο εκούσιες ή μη αναπαραστάσεις του μέσα από το παραμορφωτικό πρίσμα της μιντιακής εικόνας; Αν λοιπόν προσθέτει αυτό το "ανυποψίαστο" μυθιστόρημα την κρίση ως φαινόμενο, άξιο περιγραφής, την προσθέτει απλώς ως επιφαινόμενο και παροδικό θέμα στο κομπολόι των ελκυστικών θεμάτων του. Χωρίς ταυτόχρονα, όπως ήδη αναφέραμε, να την αναγνωρίζει ως ολόδική του ριψοκίνδυνη κατάσταση. Ως διακύβευμα. Ως κρίση της κρίσης του, γιατί μέσα από την κρίση της ταυτότητάς του και μόνο μπορεί να επιζήσει.

       ΙV

Αναγνώστες, όπως και συγγραφείς, υπάρχουν λογιών λογιών.  Ανάμεσά τους όμως πάντοτε εμφανίζεται μια μεθόριος, ένα όριο που όσο και αν ενίοτε είναι αχνό και συγκεχυμένο, κάνοντας τον αναγνώστη να νιώθει συγγραφέας ή το αντίστροφο, εξακολουθεί να υπάρχει: πάνω σ' αυτό το όριο νομίζω ότι διακυβεύεται ή κρίνεται η έννοια της αναπαράστασης του πραγματικού, η μυθιστορηματική αλήθεια. Το ποιά είναι η μυθιστορηματική αλήθεια μας ενδιαφέρει αναμφισβήτητα, και μάλιστα μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα σε εποχές τέτοιες, σε χρονικά σημεία όπου οι διασαλεύσεις των αξιών και των αρχών ωριμάζουν και γίνονται ανοιχτά πεδία κρίσεων. `Ενα διεισδυτικό μάτι, ασφαλώς διεισδυτικότερό μου, θα μπορούσε πάντως να διακρίνει ότι οι αναγνώστες των μυθιστορημάτων ολοένα και πιο πολύ έχουν αρχίσει και δυσφορούν απέναντι στις δομές αναπαράστασης της "αλήθειας" ή του "πραγματικού" τις οποίες εγκαθιστούν τα τελευταία χρόνια οι συγγραφείς των μεγάλων συνθέσεων. Υπάρχει μια διάχυτη απογοήτευση, μια διαπίστωση της άγονης επανάληψης, της φτώχειας στην επινόηση, της εμμονής στην οριζόντια περιγραφή, της ευκαιριακής πρόσδεσης σε θέματα του συρμού, της εξαντλητικής πολυλογίας. Η κρίση, όσο κι αν μοιάζει κάτι τέτοιο να είναι μηχανιστικό, όξυνε τον ορίζοντα προσδοκιών του αναγνώστη, έτσι ώστε αυτός ο κατά τον Κάρολο Μπωντλαίρ "παρόμοιος αδελφός" να μη συντάσσεται τόσο εύκολα όσο άλλοτε με τη "δοκιμασμένη" από έτοιμες συνταγές υποκριτική της μυθοπλασίας. Με συνέπεια να αισθάνεται αποξενωμένος, όχι μόνο ως ανώνυμο μέλος της ευρείας συντεχνίας που ζει και δημιουργεί στο λογοτεχνικό πεδίο, όπως την ορίζει ο Πωλ Ρικέρ, αλλά πλέον και ως μέλος μιας μικρής ή μεγάλης κοινωνίας, απορρυθμισμένης ήδη από την κρίση των θεσμών και των ως χθες ακόμα σταθερών αρχών που θέσπιζαν και στήριζαν το πλέγμα των "δημοκρατικών" συμβάσεων. Πλέον, αυτό το απείκασμα της κοινωνίας που δεν πιστεύει στον εαυτό της φτάνει στο σημείο να μην το αναγνωρίζει ο αναγνώστης στον καθρέφτη τής, με συμβατικά μέσα, μυθιστορηματικής αναπαράστασης, ή της επιτήδειας αναχρονιστικής φυγής της. Η δυσφορία του εμφανίζεται ως συναισθηματική αντίδραση, η οποία όμως σ΄ένα δεύτερο επίπεδο συνειδητής επεξεργασίας της, αποκαλύπτει την αποξένωση ή την ανοικείωσή του!  

      V

H σπουδή αυτή άρχισε να γράφεται ως προσπάθεια δημιουργίας μιας επάλληλης, συνδυαστικής μελέτης για την κρίση, κρίση του κόσμου και κρίση της μυθιστορηματικής αναπαράστασής του, καθώς προχωρούσε όμως ψαύοντας, χωρίς να διεκδικεί αριστεία συστηματικότητας, θα έλεγα ότι φιλοδοξεί να μείνει οργανωμένη πάνω σ΄αυτό ακριβώς το μεταίχμιο στο οποίο αναφέρθηκα προηγουμένως. Με άλλα λόγια, στο να σχολιάσει, να στοχαστεί και, παρά την πίεση των γεγονότων, ίσως να προλάβει να αναστοχαστεί πάνω στο ολικό φαινόμενο της κρίσης, η οποία δεν μπορεί παρά να επηρεάζει με τρόπο αμφίσημο και αμφίστομο το πεδίο της μυθιστορηματικής δημιουργίας. Ακόμα και εκείνης της δημιουργίας που είναι οχυρωμένη πίσω από την πιο αριστοκρατική αυτοαναφορικότητα, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι ο ορίζοντας τής υποκειμενικής πραγματικότητας αποφεύγει τον συγχρωτισμό του με τον ορίζοντα της εποχής. Η κρίση αυτή, το λέμε για πολλοστή ίσως φορά, αφορά ως προς το μυθιστόρημα την ίδια στιγμή τους τόπους και τους τρόπους του, καθώς το γεγονός μιας ρήξης που επιδρά και στο λογοτεχνικό πεδίο νομίζω ότι θα παρέμενε άγονο και ανεπαρκές αν προσχωρούσε (και η γνώμη μου είναι ότι προσχωρεί, δείχνοντας έτσι το ημιτελές της) σε μια ρεαλιστική συνθήκη που έρχεται από τα παλιά, δηλαδή αβαθή και οριζόντια. Μια ρεαλιστική συνθήκη που η αυταπάτη της υποτιθέμενης διαύγειας και ευκολίας της δεν επιτρέπει στην ίδια την μυθιστορηματική αναπαράσταση να δείξει την πολυπλοκότητα και τη συνθετότητα των επιπτώσεων της κρίσης στη συνείδηση του συγγραφέα. αν δεχτούμε ότι κρίση της αναπαράστασης εκείνης, της περιορισμένης στην ανάδειξη του ρήγματος ανάμεσα στο γούστο του συγγραφέα και στο άλλο του αναγνώστη, είναι κρίση καταφανώς ευρύτερη που απλώνεται και εκ των πραγμάτων συνοδεύει τον τρόπο της υποκειμενικής αναπαράστασης  της πραγματικότητας στον κόσμο του μυθιστορήματος. Ρωτώντας, με τη ρητορική ελαφρότητα που ευκολύνει σε τέτοιες περιπτώσεις, αν παρόμοια ζητήματα πρόλαβαν να απασχολήσουν τη μεγιστοποιημένη κατά τα τελευταία χρόνια και παρά την οικονομική και πολιτισμική κρίση μυθιστορηματική παραγωγή, θα απαντούσα το ίδιο ρητορικά πως: όχι!  `Οσες φορές έτυχε να βρεθώ σε δημόσιες συζητήσεις όπου συμμετείχαν, λόγω της δημοφιλίας τους, και μυθιστοριογράφοι, είτε η κρίση παρουσιαζόταν σαν ένα κακό όνειρο που ήρθε απροειδοποίητα από τη χώρα του "ποτέ ποτέ", απέναντι στο οποίο το μυθιστόρημα δεν μπορεί να κάνει τίποτε, πέρα από το να το μεταβάλλει σε θέμα του, είτε σαν μια κατάσταση δυσοίωνη για την αντιμετώπιση της οποίας από τη μεριά της λογοτεχνίας μόνο μια απάντηση μπορεί να δοθεί: να γράφονται ωραία κείμενα! `Αραγε, όμως,τι σημαίνει ωραίο σε μια εποχή κρίσης;

 

Γιάννης Kιουρτσάκης

Θα μιλήσω πολύ προσωπικά – άρα ίσως αιρετικά – γιατί πιστεύω πως μόνο μια φωνή βγαλμένη από τα μύχια του εαυτού μπορεί να γεννήσει αληθινό διάλογο με τον άλλον, ώστε να θεμελιώσει ίσως κάποτε αυτό που τόσο μας λείπει: έναν κοινό λόγο.

Mας ρωτούν αν το έργο του συγγραφέα επηρεάζεται από την κρίση. Όχι μόνο επηρεάζεται· κλονίζεται, καθώς το βίωμα της κρίσης καθιστά καταλυτικά τα ερωτήματα που θέτει καθημερινά στον εαυτό του: «Σε ποιον κόσμο γράφω και για ποιους; Πόσοι μπορούν να με ακούσουν; Aυτά που γράφω έχουν νόημα για το συλλογικό σώμα;». Oι απαντήσεις δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές. Aν, ωστόσο, ο συγγραφέας επιμένει να γράφει, τότε το χρέος που, συνειδητά ή ασύνειδα, έχει αναλάβει στο βαθμό που το γραπτό του – ποίημα, μυθιστόρημα, δοκίμιο – δεν είναι ένα δωρεάν παιχνίδι, αλλά ένα άνοιγμα στον άλλον άνθρωπο, γίνεται στον καιρό της δοκιμασίας πιο βαρύ. Eννοώ την εσωτερική του ανάγκη να ισορροπήσει τη δίκαιη αγανάκτηση για την προσβολή της ανθρωπιάς (εκεί δεν καταλήγει η κρίση;) όχι με την ψευδεπίγραφη αισιοδοξία των κυβερνώντων, αλλά με την τραγική ελπίδα την οποία μόνο η εμπιστοσύνη στην ανθρώπινη δημιουργία, ακόμα και σε συνθήκες βαρβαρότητας, μπορεί να μας χαρίσει.

Kαι σ’ αυτόν τον δρόμο η επικαιρότητα δεν μας φωτίζει· μας τυφλώνει. Mας ρωτούν αν το έργο μας πρέπει να είναι διαχρονικό και όχι επίκαιρο. Δεν νομίζω ότι εδώ χωρούν τα «πρέπει»: το σημαντικό έργο είναι διαχρονικό, ακριβώς επειδή ριζώνει στην εποχή του· κι αυτό αληθεύει πρώτα για τους πιο μεγάλους – από τον Όμηρο ώς τον Προυστ. Όμως εποχή δεν σημαίνει επικαιρότητα – αυτόν τον εφήμερο αφρό, όπως μας θυμίζει η λέξη «εφημερίδα». Σημαίνει το ανεξερεύνητο παρόν μας όπου φωλιάζουν οι ρίζες όσων μας συμβαίνουν, δηλαδή όλο το παρελθόν, και όλο το μέλλον που κυοφορείται στα σπλάχνα του. «Σύγχρονος, γράφει ο Agamben, είναι ο [...] ανεπίκαιρος γιατί χάρη στην απόσταση [...] είναι ικανός να συλλάβει τον καιρό του». Ή, καταπώς, έλεγε ο δάσκαλός μου, ο Mπαχτίν: «Ό,τι ανήκει μόνο στο παρόν πεθαίνει μαζί του».

Tο μάθαμε καλά τα τελευταία χρόνια στην Eλλάδα. Ξεφυλλίστε τον ελληνικό και διεθνή τύπο από το 2009 ώς σήμερα και δείτε πώς διαψεύστηκαν οι διαγνώσεις, οι εξαγγελίες, οι θεραπείες· πώς μια κάποια «ελληνική» κρίση έγινε κρίση του ευρώ· πώς το διεθνές οικονομικό διευθυντήριο πού μας διαφεντεύει πέρασε από τη συκοφάντηση της χώρας μας στη διακριτική αυτοκριτική, ασκώντας ωστόσο πάντα την ίδια εμβαλωματική και αδιέξοδη πολιτική. Kαι, στο μεταξύ, η εθνική μας οικονομία ρήμαζε, η πολιτική κατέρρεε, ο κοινωνικός ιστός διαλυόταν – αυτό κόστισε η υποτιθέμενη σωτηρία όχι της χώρας μας, αλλά, όπως το ομολογεί πια η κυρία Mέρκελ, του ευρώ, το μέλλον του οποίου παραμένει πάντως αβέβαιο. Kαι αναρωτιέμαι πώς να εμπιστευτώ μια τέτοια επικαιρότητα. Πώς να μην τα χάσω βλέποντας ότι κανείς Eυρωπαίος ηγέτης δεν συνειδητοποίησε από την αρχή πως, όταν το πιο αδύναμο μέλος μιας Ένωσης πάσχει, νοσεί η Ένωση; Aλήθεια, τι καταλάβαμε από αυτά που μας συνέβησαν; Tι κατάλαβαν οι τεχνοκράτες, οι καθεστωτικοί οικονομολόγοι, οι πολιτικοί που μας κυβερνούν; Φοβάμαι ελάχιστα, πέρα από την τέχνη να κερδίσουν χρόνο καλαφατίζοντας το καράβι όπου έχουμε μπαρκάρει και που μπάζει νερά από παντού. Πόσοι από τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης (δεν μιλώ για τους σοβαρούς αναλυτές) παραδέχτηκαν ότι το ευρώ χτίστηκε πάνω σε σαθρά θεμέλια με αποτέλεσμα να διευρύνει το χάσμα Bορρά-Nότου, αντί να συμβάλει στη σύγκλισή τους – διακηρυγμένο σκοπό της Eυρωπαϊκής Ένωσης; Ποιος από αυτούς φώτισε τα βαθύτερα ανθρωπολογικά αίτια της κρίσης; Ποιος τόλμησε, λόγου χάρη, να δείξει πως αν η περιβόητη ελληνική διαφθορά – βαριά ασφαλώς εθνική κληρονομιά – έφτασε στον παροξυσμό των τελευταίων είκοσι τριάντα χρόνων στην κορυφή της εξουσίας, ετούτο δεν ήταν παρά ένα ακόμα σημάδι αυτής της εποχής όπου οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ των δυτικών μεταδημοκρατιών μας παραδόθηκαν ψυχή τε και σώματι στη θεοποίηση του χρήματος (εκεί δεν οδηγούσε αναπόδραστα η κυριαρχία των χρηματοπιστωτικών αγορών;) προκαλώντας ένα πρωτοφανές τσουνάμι σκανδάλων σε κάθε χώρα.

Kι όμως εμείς οι Έλληνες διχαζόμαστε ή αυτομαστιγωνόμαστε· χαλνούμε παρέες και παλιές φιλίες· τα βάζουμε με τους πολιτικούς μας αντιπάλους, με τους κακούς ξένους, με τον εαυτό μας, σάμπως για να ξορκίσουμε το αδιέξοδο όπου όλοι έχουμε παγιδευτεί. Στην καλύτερη περίπτωση, καταθέτουμε τολμηρές μεταρρυθμιστικές προτάσεις που θα μένουν μετέωρες όσο η κοινωνία μας θα εξακολουθεί να είναι συγχυσμένη και κατακερματισμένη – προσέξτε πώς η σύγχυση και ο κατακερματισμός αναπαράγονται στο εσωτερικό κάθε παράταξης. Δεν αντιλέγω, κάτι πρέπει να κάνουμε, ή μάλλον πρέπει να κάνουμε πολλά για να σπάσει ο φαύλος κύκλος. Xρειαζόμαστε ριζική κάθαρση του πολιτικού συστήματος και της κρατικής μηχανής· χρειαζόμαστε εκσυγχρονισμό, αν αυτό δεν υπονοεί τυφλή υποταγή στα κελεύσματα μιας απάνθρωπης και ανίδεης τεχνοκρατίας, που μόνο νέα χαλάσματα υπόσχεται· χρειαζόμαστε κοινωνικούς αγώνες. Kαι όσοι παλεύουν καλόπιστα γι’ αυτά αξίζουν τον θαυμασμό μας γιατί παλεύουν με θηρία.

Όμως δεν βλέπω εκεί την ευθύνη του συγγραφέα ως συγγραφέα. O καιρός της πολιτικοϊδεολογικής στράτευσης, του περίφημου engagement των διανοουμένων έχει, θαρρώ, παρέλθει. Όχι τόσο επειδή τέλειωσαν οι «μεγάλες αφηγήσεις», καθώς λένε. Aλλά επειδή το τέλος τους αποκαλύπτει ένα άλλο, πιο βαθύ: το τέλος της γενικευμένης πίστης στη διαρκή πρόοδο της ανθρωπότητας που αποδεικνύεται κούφιο ιδεολόγημα μετά το Oλοκαύτωμα, τη Xιροσίμα ή τη Φουκουσίμα – την κάθε Φουκουσίμα. Kαι σ’ έναν τέτοιον κόσμο, ο συγγραφέας δεν νομιμοποιείται να διεκδικεί τον ρόλο του προφήτη ή του δασκάλου του γένους. Oφείλει να παραδεχτεί ότι δεν κατέχει λύσεις (ποιος τις κατέχει, όσο αυτές δεν ξεπηδούν από τα συλλογικά σώματα;). Oφείλει να είναι ταπεινός για να μείνει αληθινός.

Για δείτε, ωστόσο: αυτή η ταπεινότητα απελευθερώνει τη σκέψη του από την τυραννία της επικαιρότητας και τον κάνει παραδόξως πολύ πιο φιλόδοξο στην επιδίωξη του πιο ζωτικού του στόχου: να βοηθήσει τους άλλους να στοχαστούν κριτικά τον τόπο τους, την κοινωνία τους, τον κόσμο τους, την εποχή τους, τον ίδιο τους τον εαυτό, στον ορίζοντα του μεγάλου ιστορικού χρόνου· σήμερα περισσότερο από ποτέ η κρίση, εφόσον τούτη η κρίση δεν ξεκινάει βέβαια ούτε από την ελληνική μεταπολίτευση ούτε από το Mάαστριχτ.

Προσωπικά, όσα ζούμε τα τελευταία χρόνια με έχουν πείσει για κάτι που ψυχανεμιζόμουν από τη δεκαετία του ’60, περιπλανώμενος μεταξύ Eλλάδας και Eυρώπης και ζώντας όσα σημάδεψαν τη γενιά μου – από τη δικτατορία του ’67 και τον Mάη του ’68 ώς την κατάρρευση του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού και τον νεοφιλελεύθερο αποανθρωπισμό. Mια εμπειρία που έχω εξιστορήσει στη λογοτεχνική δουλειά μου (κι εδώ επιτρέψτε μου να πω παρεμπιπτόντως πως όσοι καταγγέλλουν τη δήθεν σιωπή των διανοουμένων, καλά θα έκαναν να διαβάσουν πρώτα τα βιβλία τους), και η οποία μπορεί να συμπυκνωθεί σε μιαν ιδέα: ότι τόσο η ιστορία της νεωτερικής Eυρώπης όσο κι εκείνη της νεότερης Eλλάδας, που εδώ και δύο αιώνες αγωνίζεται ασθμαίνοντας να «φτάσει» την Eυρώπη, είναι μια συνεχής αλυσίδα κρίσεων. Για τον απλό λόγο ότι η ίδια η ευρωπαϊκή νεωτερικότητα – που, από τη βιομηχανική επανάσταση και πέρα, μεταμορφώνει όλο και πιο ραγδαία την οικουμένη σε πλανητικό χωριό ή, πιο σωστά κατά τη γνώμη μου, σε μια παγκόσμια επαρχία δίχως πνευματική πρωτεύουσα – αυτή, λέω, η νεωτερικότητα είναι καθ’ εαυτήν μια διαρκής, δομική, καθολική κρίση, όπως το διαισθάνθηκαν καθαρά τα πιο διορατικά ευρωπαϊκά πνεύματα του 19ου αιώνα – από τον Mαρξ ώς τον Nίτσε και από το τον Mπωντλαίρ ώς τον Nτοστογιέφσκι. Kαι, είτε αυτό μας αρέσει είτε όχι, η ίδρυση του νεοελληνικού κράτους είναι ένα φαινόμενο κατ’ εξοχήν νεωτερικό. Σκεφτείτε: μια κοινωνία ανατολική, αρχαϊκή, αγροτική επιλέγει να ενταχθεί στη χορεία των λεγόμενων «πολιτισμένων» εθνών της αστικής, καπιταλιστικής, βιομηχανοποιούμενης Eυρώπης, με όλες τις αντιφατικές συνέπειες που έμελλε να έχει αυτό το παράτολμο και πρωτοποριακό εγχείρημα. Iδού ένα πείραμα που προανάγγελλε όλη τη μεταγενέστερη βαλκανική, ευρωπαϊκή και οικουμενική ιστορία: την ιστορία ενός πολιτισμού που η Eυρώπη δεν κουράστηκε να εξάγει και να παγκοσμιοποιεί, γεννώντας πολύ περισσότερα προβλήματα απ’ όσα μπορεί σήμερα να λύσει. Aναλογιστείτε απλώς την οικολογική κατάσταση του πλανήτη.

Ένα τέτοιο πρόβλημα είναι και η σημερινή εθνική μας κρίση, η οποία, όσο βαριά κι αν είναι η τοπική μας παθογένεια, δεν μπορεί να κατανοηθεί στοιχειωδώς έξω από την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια. H ελληνική κοινωνία έχει γίνει σήμερα ένα αλλόκοτο κράμα αρχαϊσμού, νεωτερικότητας – μιας νεωτερικότητας που δεν τη γνώρισε ποτέ από πρώτο χέρι – και, εξαιτίας αυτού ακριβώς του γεγονότος, μιας αβασάνιστα εισαγόμενης μετανεωτερικότητας, που έχει μεταλλάξει ραγδαία το παραδοσιακό συλλογικό μας ήθος. Kαι τούτη η μεταιχμιακή θέση τη φέρνει πάλι στην πρωτοπορία, καθώς πολλοί πια διαβλέπουν ότι το ελληνικό παρόν προιωνίζεται μιαν επερχόμενη ευρωπαϊκή δυστοπία. «H Eλλάδα στην καρδιά της Eυρώπης», είναι το θέμα λογοτεχνικού συμποσίου που θα γίνει στη Lagrasse της νοτιοδυτικής Γαλλίας τον Mάιο.

Aλλά τι ζητούν αυτά απο τον συγγραφέα και, ειδικά, τον Έλληνα συγγραφέα (εννοείται ότι μιλάω πάντα προσωπικά); Tου ζητούν, αν θέλει ειλικρινά να συμβάλει στη συλλογική αυτογνωσία και να αναστοχαστεί (αυτο)κριτικά παρόν και παρελθόν, να αποφύγει την τόσο συνηθισμένη σήμερα και στείρα αυτοενοχοποίηση και να καταλάβει πρώτα πρώτα ο ίδιος τούτο: ότι δεν είμαστε ούτε χειρότεροι ούτε καλύτεροι από τους άλλους Eυρωπαίους, αλλά απλώς διαφορετικοί. Nα δείξει ότι αν αυτή η διαφορά ορθώνει πράγματι εμπόδια στην ομαλή πορεία μας, μας χαρίζει επίσης εκπληκτικές δυνατότητες που χαραμίζονται, όχι πάντα από δικό μας φταίξιμο, αν κρατήσουμε στον νου τις συνθήκες ημιαποικιακής εξάρτησης μέσα στις οποίες αναδύθηκε και διαμορφώθηκε η νεοελληνική κοινωνία. Kαι να μεταγγίσει στο κοινό του την πίστη του πως όσα κατορθώσαμε ως Nεοέλληνες και ως ιδιόρρυθμοι Eυρωπαίοι, τα κατορθώσαμε μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, αλλά και ενάντια σ’ αυτές: σ’ αυτή τη συγκεκριμένη ιστορία, με τις διαψεύσεις και τις καταρρεύσεις της, που δεν γίνεται να ξαναγραφτεί. Συλλογιστείτε μόνο τον δρόμο που έκανε η λογοτεχνία μας από τους ρομαντικούς καθαρολόγους ώς τον Pοΐδη, τον Bιζυηνό, τον Παπαδιαμάντη, τον Σικελιανό, τον Kαβάφη, τον Σεφέρη, τον Eλύτη, όλη τη γενιά του ’30, τους μεταπολεμικούς ποιητές και πεζογράφους: όλους όσοι μας επιτρέπουν να αναβαπτιστούμε στις παμπάλαιες πηγές της γλώσσας μας και να τις αναζωογονήσουμε στο παρόν. Aυτή η πνευματική πρόοδος – η μόνη, ίσως, που δικαιώνει την ύπαρξή μας στον σύγχρονο κόσμο – μας βοηθάει, πιστεύω, σήμερα να ανακαλύψουμε από την αρχή την Eλλάδα: όχι εκείνην που μας δίδαξε πρώτη η Eυρώπη, αλλά αυτήν που κουβαλάμε μέσα μας. Όμως και αυτή η πρόοδος θα μπορούσε να συντελεστεί χωρίς την Aνεξαρτησία – πάει να πει, χωρίς την Eυρώπη; Δεν νομίζω. Θα το ξαναπώ: σ’ αυτό το κακοτάξιδο καράβι έχουμε μπαρκάρει όλοι.

Συλλογίζομαι πως μόνο αν τα συνειδητοποιήσουμε όλα αυτά, θα μπορέσουμε να μιλήσουμε ως Eυρωπαίοι στους Eυρωπαίους – τους λίγους, φοβάμαι, Eυρωπαίους που έχουν μείνει στην Eυρώπη. Nα τους βοηθήσουμε να καταλάβουν πιο καλά αυτό που μας έμαθε κατάσαρκα η πρόσφατη ελληνική εμπειρία: την άβυσσο που χωρίζει την Eυρώπη την οποία θέλησαν να οικοδομήσουν οι ιδρυτές της από τη σημερινή γραφειοκρατική μηχανή που θυσιάζει ανθρώπους και λαούς στο βωμό μιας όλο και πιο προβληματικής οικονομικής μεγέθυνσης που έχει χάσει το νόημά της. Nα τους θυμίσουμε τον λόγο που αποδίδεται στον Jean Monnet πως, αν ήταν να ξαναρχίσει το ευρωπαϊκό πείραμα, θα ξεκινούσε από τον πολιτισμό. Aλλά καταλαβαίνουμε τι επιτάσσει αυτό, αν δεν πρόκειται για μιαν ακόμα ρητορική διακήρυξη; Oύτε λίγο ούτε πολύ, μιαν ανθρωπολογική επανάσταση που θα άλλαζε ριζικά τον τρόπο της ζωής μας. Γιατί πολιτισμός σημαίνει πρώτα νοηματοδότηση της κοινής ζωής· κι αυτή ακριβώς απουσιάζει οδυνηρά από τη σημερινή Eυρώπη. Oυτοπία; Xωρίς άλλο. Όμως προς τα εκεί χρειάζεται να πορευτεί η γεωπολιτικά περιθωριοποιημένη ευρωπαϊκή μας επαρχία, αν φιλοδοξεί να έχει κάποια πνευματική ακτινοβολία στον αυριανό κόσμο. Ποιος ξέρει; Ίσως μόνο η πολιτισμική δημιουργία έχει σήμερα τη δύναμη να ξαναγεννήσει την πολιτική – θέλω να πω τη συλλογική ικανότητα να ιδρύσουμε πόλιν. Γιατί, όπως λέει ένα σύνθημα που αναρτήθηκε πρόσφατα στο Διαδίκτυο: «Tα ναυάγια φτιάχνουν τις πυξίδες».

                    

 

Τζίνα Πολίτη

1. Αρχίζω παραθέτοντας από δύο αγγλικά μυθιστορήματα του 18ου  αιώνα: στο πρώτο, συναντάμε την ακόλουθη αποστροφή: «Ω εσείς φτωχοί γραφιάδες που γράφετε για να τρώτε!»[1] Στο  δεύτερο συναντάμε την εξής διαπίστωση:  «για κάθε συγγραφέα που πετυχαίνει, εκατό άλλοι αποτυγχάνουν. Δεν μπορούν  να ζήσουν από το επάγγελμά τους. Είναι λοιπόν  αδιάφορο το πόσο γρήγορα πεθαίνει το έργο τους, αρκεί να μπορούν αυτοί οι ίδιοι να ζήσουν».[2]

Τα παραθέματα αυτά  οδηγούν στη σκέψη πως είναι αδύνατον να μιλήσουμε για τον συγγραφέα «σε περιβάλλον κρίσης» χωρίς να λάβουμε υπόψη μας τις υλικές συνθήκες παραγωγής και κατανάλωσης του έργου του. Κι από την άποψη αυτή,  θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι ο «συγγραφέας»,ο οποίος δεν διέθετε ίδιους  πόρους, λειτουργούσε ανέκαθεν σε «συνθήκες   κρίσης». Σε προηγούμενους αιώνες,  οι συνθήκες  λογοτεχνικής γραφής αλλά και παραγωγής του έργου εξαρτιόταν από κάποιο Πάτρωνα, η δε  κατανάλωση  από μια λίγο πολύ γνωστή κοινότητα αναγνωστών. Εξ  ου και οι κολακευτικές αφιερώσεις στον Πάτρωνα στο περικείμενο του βιβλίου, στο δε εσωτερικό του κειμένου  οι κολακευτικές αποστροφές του αφηγητή προς  στους αναγνώστες του.

Αργότερα, με την άνοδο της  αστικής τάξης,  όταν άρχισε να λειτουργεί η  εκδοτική «αγορά»  και η «εμπορευματοποίηση»  του ελεύθερου χρόνου, η απόσταση ανάμεσα στο συγγραφέα και τους αναγνώστες  του άρχισε να διευρύνεται. Νέες συνθήκες  καθόριζαν τώρα την υλική παραγωγή και κατανάλωση του έργου:    οι εκδότες που επέλεγαν το συγγραφέα και το έργο, οι βιβλιοπώλες που το διαφήμιζαν, καθώς και  η νεόκοπη εμφάνιση  της δημοσιογραφικής κριτικής  στον τότε  ημερήσιο και περιοδικό  τύπο, η οποία διαμόρφωνε  την «κοινή γνώμη» και επηρέαζε τις πωλήσεις.   Οι νέες αυτές συνθήκες, που συνδέονταν άμεσα  με την  αγορά, διαμόρφωναν σε μεγάλο βαθμό   και τον ορίζοντα των λογοτεχνικών προσδοκιών του  ευρύτερου  αναγνωστικού  κοινού. Ας αναφέρω εδώ και  την ασυστολή  πειρατεία του έργου τους, πριν καθιερωθεί το copyright (1707), το οποίο και σπάνια  τους προστάτευε!

Οι «επαναστάσεις» στην παραγωγή και την εμπορευματική προώθηση του λογοτεχνικού προϊόντος, συνδέονται, όπως ξέρουμε,  με ευρύτερες οικονομικές και εργασιακές αλλαγές. Αξίζει να αναφέρουμε εδώ τα όσα παραθέτει ο Μαρξ το 1866 για τις συνθήκες της υλικής παραγωγής του συγγραφικού προϊόντος, βασιζόμενος  στις επίσημες  αναφορές κρατικών επιτροπών : «Η υπερβολική εργασία των ενηλίκων και ανηλίκων σε διάφορα τυπογραφεία...του Λονδίνου εξασφάλισε σε αυτή την εργασία το όνομα «σφαγεία». Η ίδια υπερβολική εργασία γίνεται και στη βιβλιοδεσία όπου τα θύματα σφαγής είναι ιδίως γυναίκες, κορίτσια και παιδιά. Δουλεύουν 14,  15  και 16 ώρες συνέχεια ... με δύο ώρες μονάχα ανάπαυσης για το  φαγητό και τον ύπνο!»[3].

Αλλά και οι ίδιοι οι φτωχοί  συγγραφείς τελούσαν σε καθεστώς «δουλείας»! Έτσι,  όπως διαβάζουμε στο εξαίρετο μυθιστόρημα του George Gissing New Grub Street (1891) -  δρόμος  όπου οι εκδότες είχαν τις επιχειρήσεις τους, δεν ήταν  μόνο οι εξευτελιστικές αμοιβές που λάβαιναν οι συγγραφείς. Ήταν  και το γεγονός ότι οι νέες συνθήκες παραγωγής και κατανάλωσης  δεν άφηναν ανεπηρέαστη ακόμα  και τη μορφή και ποιότητα του έργου τους: τα μυθιστορήματα έπρεπε αναγκαστικά να αποτελούνται από τρεις ογκώδεις τόμους, και να ικανοποιούν  το γούστο της μαζικής κουλτούρας.

Στο μυθιστόρημα  αυτό του Gissing, βλέπουμε επίσης τη λειτουργία αυτού που  ο Pierre Bourdieu ονομάζει το «μικρόκοσμο του λογοτεχνικού πεδίου». Το πεδίο αυτό, επισημαίνει ο Bourdieu, είναι  ένας σχετικά αυτόνομος χώρος που δημιουργείται από μια ομάδα δρώντων, έργων και  φαινομένων  που συνιστούν τη λογοτεχνική πράξη. Είναι ένας χώρος οι δομές του οποίου ορίζονται από το σύστημα δυνάμεων που ενεργούν εντός του στη βάση  της αντιπαλότητας και του ανταγωνισμού. Στο σημείο αυτό, υπεισέρχεται και η  σχέση του κοινωνικού μικρόκοσμου του λογοτεχνικού πεδίου με τις δυνάμεις παραγωγής.[4]

Κι ας έρθουμε στο σήμερα, και δεν αναφέρομαι στην Ελλάδα όπου η εκδοτική βιομηχανία, ευτυχώς, δεν έχει ακόμα  «εκσυγχρονιστεί»! Τεράστιοι, απρόσωποι εκδοτικοί οίκοι έχουν δημιουργηθεί  όπου ο συγγραφέας δεν έχει πλέον καμιά προσωπική πρόσβαση  σε αυτούς παρά μόνο μέσω μιας  νέας κατηγορίας εργαζομένων των «μεσαζόντων» ( agents)∙ λίστες  των «ευπόλητων» βιβλίων (best sellers), οι οποίες δεν αντανακλούν  αναγκαστικά την ποιότητα του έργου αλλά συνηθέστερα τη χειραγώγηση του «γούστου», δημοσιεύονται στον τύπο, ενώ η σειρά κατάταξης μεταβάλλεται καθημερινά, δημιουργώντας έτσι στη συνείδηση των αναγνωστών  την αίσθηση του εφήμερου και της «θνησιμότητας» των έργων∙ η καθιέρωση του θεσμού των ετήσιων βραβείων  και το γεγονός ότι στην Αγγλία, π.χ.,  πριν την τελική κρίση των επιτροπών, τα κείμενα  μετατρέπονται σε κερδοσκοπικά  αντικείμενα αφού τα «φαβορί» παίζονται σε εταιρείες στοιχημάτων!

Αν σε αυτά προσθέσει κανείς και την τρομακτική, οικονομική κρίση, θα διαπιστώσει ότι  εντείνει τον ανταγωνισμό, εξοντώνει τους βιβλιοπώλες και  τις μικρές εκδοτικές επιχειρήσεις και επηρεάζει όχι μόνο την έκδοση ή μη ενός λογοτεχνικού έργου, αλλά και τη μορφή και  το περιεχόμενό του! Μέσα σε  αυτές τις δύσκολες, αγοραίες συνθήκες  παραγωγής και κατανάλωσης, βρίσκεται παγιδευμένος σήμερα ο μοναχικός συγγραφέας!

 

2. Ας έρθουμε, όμως τώρα  στο δεύτερο θέμα μας, που αφορά τη μοναχικότητα   του συγγραφέα, πριν το έργο του  εμπλακεί στις υλικές συνθήκες  παραγωγής του. Τι  επιπτώσεις  μπορεί να έχει σε  αυτό η οικονομική κρίση; Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του, ο περουβιανός συγγραφέας Mario Vargas Liossa, υποστήριξε ότι τα «μεγάλα τραύματα» όπως η τρέχουσα  οικονομική κρίση, είναι πολύ «διεγερτικά» γιατί «κεντρίζουν» και «γονιμοποιούν» τη λογοτεχνία.  Προέβλεψε δε  την αρχή μιας «καλής εποχής» για τη λογοτεχνική δημιουργία![5] Επιτρέψτε μου να έχω ορισμένες  αμφιβολίες. Γιατί, κατά την ταπεινή μου γνώμη,   τα «μεγάλα τραύματα», όπως οι πόλεμοι και  οι οικονομικές και  κοινωνικές καταστροφές παίρνουν πολύ χρόνο πριν  ωριμάσουν, πριν βρουν την αντίστοιχη  έκφραση και μορφή  σε αυτό που ονομάζουμε  μεγάλη  λογοτεχνία. Αποτυπώσεις του «συρμού», επιδερμικές, περιγραφικές αναπαραστάσεις  της «κρίσης», στερεότυπα χαρακτήρων, πλοκής  και προβλέψιμων, μελοδραματικών  συμβάντων  μπορεί να παράγονται και να μοσχοπουλούν! Αλλά ως έκφραση και ως δομή με κανένα τρόπο δεν  αντιστοιχούν στο βάθος και το πολύμορφο κοινωνικό  φαινόμενο της κρίσης.

 

3. Κι εδώ, επιστρέφει  το θεωρητικό  ερώτημα που απασχόλησε τον μεγάλο Αμερικανό κριτικό της λογοτεχνίας  Edmund Wilson, ο οποίος, το 1932, δημοσίευσε μια σειρά  από βινιέτες με  τίτλο: Οι Αμερικανικοί Σπασμοί: τα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κατάρρευσης (The American Jitters: the years of the great slump). Οι βινιέτες  αυτές αποτυπώνουν τις συνθήκες της ανεργίας, της πείνας, των αυτοκτονιών, των χαμένων καταθέσεων, την εξαθλίωση των αστέγων, τις εξεγέρσεις  και την αστυνομική βία, και μαζί, το απρόσωπο σύστημα των τραπεζών, των ανώνυμων εταιριών, του χρηματιστηρίου, δυνάμεις η ευθύνη των οποίων δεν εντοπίζεται πουθενά, παρά έμμεσα στην ιδεολογική «ηθικοποίηση» της κρίσης, την  οποία  το Σύστημα αποδίδει στην οκνηρία και την καταναλωτική έξη των πολιτών, καλλιεργώντας έτσι το αίσθημα της συλλογικής ενοχής και ευθύνης!  Αν δεν ήταν η απόσταση  του χρόνου, θα νόμιζε  κανείς πως ο Wilson περιγράφει την πραγματικότητα που  ζούμε σήμερα!

Αναστοχαζόμενος την ανέμελη εποχή της επιβεβλημένης  ξέφρενης κατανάλωσης  των «Gay Twenties», που βρήκε την τέλεια έκφραση  στο μυθιστόρημα του Scott Fitzgerald  Ο Μεγάλος Gatsby( 1925), ο Wilson αναρωτήθηκε αν μπορούν πλέον οι συγγραφείς να ασχολούνται με τους λογοτεχνικούς  «πειραματισμούς» του  όψιμου μοντερνισμού, όταν εκατομμύρια ανθρώπων αντιμετώπιζαν την εξαθλίωση και το έθνος ήταν στο χείλος της καταστροφής.

Το  θεωρητικό  αυτό ερώτημα,  μαζί  με τη διαμάχη μεταξύ του Georg Lucacs και του Bertold  Breht, σχετικά με το αν η  ιδεολογία του Μοντερνισμού και της φορμαλιστικής πρωτοπορίας, σε αντίθεση με εκείνη του κριτικού ρεαλισμού, υπηρετεί, σε τελευταία ανάλυση, το σύστημα του Καπιταλισμού, καθώς  και εκείνη ανάμεσα στον  J.P. Sartre και τον Roland Barthes, σχετικά με το  αν το «κείμενο της ανάγνωσης» (texte lisible)  ή το «κείμενο της γραφής» (texte scriptible) είναι εκείνο που απελευθερώνει και επαναστατικοποιεί την κριτική συνείδηση του αναγνώστη,  επανέρχεται   στην εποχή μας.

 Τι πρέπει  λοιπόν να κάνουν οι συγγραφείς; Να αναστήσουν παλαιότερες μορφές της τέχνης τους; Το Ρεαλισμό, το Νατουραλισμό, την Ηθογραφία και τη  «Στρατευμένη» λογοτεχνία; Να διαγράψουν  την κληρονομιά του «Μοντερνισμού» και τους  μεταμοντέρνους «πειραματισμούς» ως μορφές έκφρασης η δομή των οποίων κρίνεται  εξ ορισμού ανίκανη να διαχειριστεί το  τεράστιο, ανθρωπιστικό  πρόβλημα  της οικονομικής και όχι μόνο  κρίσης;

Επιτρέψτε μου να δηλώσω πως θεωρώ  ότι   ο προβληματισμός αυτός είναι έωλος και  εκ των προτέρων καταδικασμένος. Γιατί, κανείς δεν  κατέχει  την θεωρητική ή τη θεσμική «εξουσία» ώστε  να υποδείξει  στους συγγραφείς (οι οποίοι με κανένα τρόπο δεν συνιστούν ένα ομοιογενές  σώμα)  ποιο είναι το  κοινωνικό καθήκον τους  και πως πρέπει να γράφουν! Αυτή  είναι μια θέση η οποία  όχι μόνο  έρχεται σε αντίθεση, αλλά συμβάλει  στην ακύρωση  της μελλοντικής  διάστασης του   ιστορικού χρόνου.

Ζούμε σε μια εποχή όπου οι Κυρίαρχες Δυνάμεις επιστρέφουν την κοινωνία πίσω στις βάναυσες  εργασιακές, κοινωνικές και πολιτισμικές μορφές σχέσεων του19ου αιώνα, με στόχο να διαγράψουν όλα όσα κατέκτησαν με τους αγώνες τους οι λαοί της Ευρώπης. Ας μην συμβάλουμε λοιπόν, άθελά μας, ώστε να επιστρέψει και η λογοτεχνία στο καθεστώς μιας ακόμα άθλιας μίμησης του παρελθόντος! Η μεγάλη Λογοτεχνία, ως μορφή συμβολικής αντίστασης στις κατεστημένες καταστάσεις, τα στερεότυπα και τις κοινότοπες μορφές, συναισθανόμενη τα σημεία των καιρών, χάραζε  πάντοτε νέους δρόμους έκφρασης. Αυτό, και όχι το χρηματιστηριακό, ήταν και είναι το μεγάλο, ανεκτίμητο συμβολικό κεφάλαιο της Ευρώπης. Το οποίο, αν δεν καταστρέφεται, συστηματικά υποβιβάζεται σήμερα από τις οικονομικές και «πνευματικές» ελίτ. Ας το προστατέψουμε. «Συγγραφείς όλης της Ευρώπης, ενωθείτε!»

 

[1] Εdward  Kimber, The youthful adventures 0f David Leare, London, 1757
[2] Richard Griffith,Triumverate, London, 1764
[3] Τάκης Μαστρογιαννόπουλος, Η Ανοδος και Πτώση των Εργατικών Διεθνών, Τόπος 2013, σσ. 367-8
[4] Οι κανόνες της τέχνης: Γένεση και Δομή του Λογοτεχνικού Πεδίου. Μετ. Έφη Γιαννοπούλου, Πατάκης 2006
[5] Latin American Herald Tribune, Feb. 15, 2014

 

Vincenzo Rotolo

Ευχαριστώ θερμότατα την Εταιρεία Συγγραφέων για την τιμητική πρόσκληση να συμμετάσχω στη σημερινή συνάντηση που πραγματοποιείται σ’αυτό το μεγαλοπρεπές τέμενος των Μουσών. Το ότι γίνεται μια τέτοια εκδήλωση μέσα στην παρούσα οικονομική δίνη που ταλανίζει την Ευρώπη είναι ένδειξη της ιδιαίτερης ευαισθησίας που είχαν ανέκαθεν οι Έλληνες προς τις πολιτισμικές αξίες.Όσοι καταπιάνονται με τα γράμματα, την παιδεία, τον πολιτισμό, δηλαδή με πράγματα που τα αφεντικά των χρηματιστηριακών υποθέσεων τα θεωρούν περιττή πολυτέλεια, δίνουν την εντύπωση ν’αεροβατούν παιδαριωδώς μέσα σε μια κοινωνία όπου δεσπόζει ο πιο αμείλικτος κυνισμός. Άλλωστε “αεροβάτη” φώναζαν τον αιώνιο έφηβο Ελύτη[1], ενώ πολλά χρόνια πίσω, ακόμα και τον σεβάσμιο Σωκράτη ο Αριστοφάνης τον παρίστανε, έστω και για κωμικούς σκοπούς, ν’αεροβατεί μέσα από μια “κρεμάθρα”[ii]. Πάλι καλά που οι Έλληνες, σύμφωνα  με τον Αιγύπτιο ιερέα, έχουν το ευτύχημα να είναι “ἀεὶ παῖδες”[iii], δηλαδή να φτειάνουν όνειρα και ποίηση, που είναι το ωραιότερο αντίδοτο στους σκληρούς νόμους της παγκοσμιοποίησης και της αγοράς. Θα μου επιτρέψετε να επικαλεστώ, ευθύς εξαρχής, τη  μαρτυρία δυο συμπατριωτών μου.

Ο πρώτος είναι ο οικονομολόγος Mario Monti που, στην πρώτη φάση της πρόσφατης αμφισβητούμενης πολιτικής του εμπειρίας, κατόρθωσε οπωσδήποτε να συγκρατήσει στο χείλος του γκρεμού μια ετοιμόρροπη Ιταλία. Ο Monti, λοιπόν, προκειμένου ν’αντικρούσει τη γνώμη συναδέλφων του οικονομολόγων που διαλαλούσαν πως η παιδεία δεν παράγει χρήμα, αποφάνθηκε κατηγορηματικά: «Και όμως δεν ζει κανείς μόνο από την οικονομία».

Ο δεύτερος είναι ο πανεπιστημιακός καθηγητής Nuccio Ordine, συγγραφέας ενός βιβλίου με τον προκλητικό οξύμωρο τίτλο Η χρησιμότητα του άχρηστου[iv], που γνωρίζει τελευταία μεγάλη επιτυχία στην Ιταλία και στη Γαλλία, όπου ο Ordine διδάσκει. Η κοινή γνώμη θεωρούσε πάντα τις θεωρητικές επιστήμες ικανές μεν ν’ακονίσουν τον νουν, αλλά με αρνητικές ή μηδαμινές επιπτώσεις στον πρακτικό βίο. Ποιός δεν θυμάται την πικρή διαπίστωση του Πετράρχη για την κοινή αξιολόγηση της φιλοσοφίας;[v] Αξιολόγηση που, όχι συμτωματικά την αναφέρει ο Ordine[vi] για να ανατρέψει αυτή τη διαδεδομένη προκατάληψη, αποδείχνοντας, με πλουσιότατη τεκμηρίωση, πόσο, από την αρχαιότητα έως σήμερα, τα γράμματα και οι τέχνες στάθηκαν απαραίτητη προϋπόθεση για την πραγματική πρόοδο του πολιτισμού. Από την άφθονη επιχειρηματολογία του θα αναφέρω μόνο μια περικοπή που σχετίζεται με την Ελλάδα[vii] «... Μια Ευρώπη χωρίς την Ελλάδα θα ήταν αδιανόητη, γιατί οι δυτικές επιστήμες έχουν τις μακρινές τους ρίζες στη γλώσσα και στον πολιτισμό της Ελλάδας. Είναι δυνατόν, τα χρέη που εκκρεμούν απέναντι σε τράπεζες και σε δημοσιονομικούς οργανισμούς να έχουν τη δύναμη να σβήσουν μονομιάς τα πολύ σπουδαιότερα χρέη που εμείς έχουμε συνάψει κατά τη διάρκεια των αιώνων απέναντι σ’εκείνους που μας έχουν προσφέρει ως δώρο μια έξοχη καλλιτεχνική, λογοτεχνική, μουσική, φιλοσοφική, επιστημονική, αρχιτεκτονική περιουσία;».

Για μια σωστή ιστορική τοποθέτηση του προβλήματος των σχέσεων της λογοτεχνίας με την αγορά και την εξουσία, πιστεύω ακριβώς ότι επιβάλλεται ν’ ανατρέξουμε στους πάντα γόνιμους κόλπους των αρχαίων πηγών.

Από νωρίς οι εκπρόσωποι της ελληνικής διανόησης, συναισθανόμενοι τους κινδύνους της εξάπλωσης ενός πρόστυχου εμπορικού πνεύματος, επικρίνουν αυστηρά την αναζήτηση του κέρδους. Ήδη ο Ησίοδος κρούει τον κώδωνα κινδύνου μπροστά στη δελεαστική φενάκη του κέρδους που εξαπατά «νόον ἀνθρώπων»[viii]. Ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη βάζει στο στόμα του Κρέοντα ένα απόφθεγμα, που αποτελεί καταδίκη του κέρδους, έστω και μετριασμένη από το ελαφρυντικό της πάντα επιρρεπούς στην ελπίδα ανθρώπινης φύσης: «ὑπ’ ἐλπίδων / ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν»[ix]. Ο ίδιος, αλλού[x], προσδιορίζει τα όρια του θεμιτού κέρδους: «ζημίαν λαβεῖν ἄμεινον ἐστὶ ἢ κέρδος κακόν». Αντιθέτως, ο άγριος Πολύφημος του Ευριπίδη ηθικολογεί άτοπα όταν αποφαίνεται, με κωμικό στόμφο: «ὁ πλούτος, ἀνθρωπίσκε, τοῖς σοφοῖς θεός»[xi]. Σε σοβαρότερο επίπεδο μπορούμε να θυμίσουμε την περίφημη μαρτυρία του Δημοσθένη:«Δεῖ δὴ χρημάτων, καὶ ἄνευ τούτων οὐδέν ἐστι γενέσθαι τῶν δεόντων»[xii].

Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι στην αρχαία Ελλάδα οι πνευματικοί άνθρωποι απονέμουν στη διανοητική δραστηριότητα την υπεροχή έναντι της επιδίωξης υλικών αγαθών. Εκείνος, όμως, που με περισσότερη δύναμη ανακηρύσσει αυτή την ανωτερώτητα είναι ο Πίνδαρος που προβάλλει, μάλιστα, και την υπεύθυνη επαγγελματική διεκδίκηση της καλλιτεχνικής προσφοράς.

Στη δεύτερη ωδή των Ισθμίων ο Πίνδαρος απευθύνεται στον Ακραγαντίνο Θρασύβουλο, γιό του εκλιπόντος Ξενοκράτους, νικητή στον αγώνα του άρματος το 476. Οι πρώτοι 12 στίχοι της ωδής, που αποτελούν το προοίμιο, παρουσιάζουν ερμηνευτικές δυσκολίες, που είχαν προβληματίσει ήδη τους αρχαίους σχολιαστές, καθώς αυτή η αινιγματώδης περικοπή απομακρύνεται από τη συνηθισμένη λειτουργικότητα των πινδαρικών προοιμίων. Πραγματικά, ο ποιητής αντιπαραθέτει στα τωρινά τα αλλοτινά έθιμα που ρύθμιζαν τις σχέσεις ανάμεσα στους ποιητές και τους εντολοδότες τους, και παρατηρεί πως παλαιότερα, όσοι είχαν αξιωθεί να επιβιβαστούν στο άρμα των Μουσών, δεν είχαν άλλη έννοια παρά να κατευθύνουν άμεσα το προϊόν της ποιητικής τους έμπνευσης στους νέους προικισμένους με κάλλος και χάρη. Και προσθέτει ότι η Μούσα, τότε, «οὐ φιλοκερδὴς ἦν, οὐδ’ἐργάτις [δηλαδή, μισθωτή]». Επομένως, τα ποιήματα δεν ήταν αντικείμενο εμπορικών συναλλαγών ενώ τώρα η ίδια η Μούσα διατάζει πιστή υπακοή στο ρητό «χρήματα, χρήματ’ ἀνήρ»[xiii]. Οι αρχαίοι σχολιαστές που, εκτός από την καταπληκτική τους γραμματική και λεξικολογική πολυμάθεια, είχαν και μια εξέχουσα κλίση προς τη φιλοπερίεργη ανίχνευση των πραγματικών ή ενδεχομένων υπαινιγμών, προσπάθησαν να συνδέσουν τις υποτιθέμενες νύξεις, που οι στίχοι αυτοί υπαινίσσονται, με την επικαιρότητα της εποχής του Πινδάρου, προτείνοντας μια πρωτότυπη, αλλά λίαν ρηχή ερμηνεία. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, μ΄αυτά τα λόγια ο Πίνδαρος ήθελε να εκφράσει την πικρία του για το πενιχρό προσφερόμενο μισθό και προσπαθούσε να παζαρέψει για να πετύχει μια αμοιβή στο ύψος της τέχνης του[xiv].

Πάλι ο Πίνδαρος, σε άλλο χωρίο, και συγκεκριμένα στην πέμπτη ωδή των Νεμέων, προβαίνει σε μια σημαντική διάκριση ανάμεσα στη γλυπτική και την ποίηση. Λέει, λοιπόν, ο ποιητής, απευθυνόμενος στο προσωποποιημένο ποίημά του με την υψικόρυφη γλώσσα του – προφανώς αδικημένη από την πεζή μου απόδοση – :«Εγώ δεν είμαι ένας ανδριανταποιός που φτειάνει αγάλματα τα οποία στέκονται ακίνητα πάνω στη βάση τους ενώ εσύ, γλυκό μου ποίημα, ανεβαίνεις σε πλοίο, μεγάλο ή μικρό, για να αναγγείλεις τη νίκη του παγκρατιαστή Πυθέα»[xv]. Και αυτή τη φορά το αρχαίο σχόλιο κατασκευάζει την εικασία ότι πρόκειται πάλι για μια χρηματική απαίτηση του Πινδάρου τόσο υπερβολική που οι συγγενείς του Αιγινήτη Πυθέα αρχικά ήθελαν ν’αθετήσουν την παραγγελία στον Πίνδαρο καταφεύγοντας στο φτηνότερο είδος της γλυπτικής τέχνης. Τελικά, όμως, η ποίηση αποδείχθηκε ισχυρότερη από τις χρηματικές αξίες της αγοράς και ο Πίνδαρος βρήκε την ευκαιρία για να τονίσει την υπεροχή της ποίησης. Όπως και νά ’ναι τα πράγματα, η διάκριση του Πινδάρου παραμένει οξυδερκής και καίρια για την εποχή του, καθώς τονίζει τη δυνατότητα ταχείας διάδοσης του ποιητικού λόγου: ο ίδιος, άλλωστε είχε χαρακτηρίσει αλλού[xvi] τους στίχους του ως «ὠκέα βέλη».

Από τη λατινική παράδοση θα θυμίσω μονάχα δυο στίχους του Οβίδιου, που περιέχουν ένα γνωμικό-προάγγελο της θέσης του Ordine: «δεν υπάρχει τίποτα χρησιμότερο από τις τέχνες εκείνες που δεν έχουν καμιά χρησιμότητα»[xvii].

Η αξιοποίηση της πνευματικής περιουσίας, για την οποία έδωσα μερικά παραδείγματα από την αρχαιότητα, έχει και τη συνέχεια της στο χώρο του Ελληνισμού, έστω και με άλλες μορφές. Όποιος παρακολουθεί αντικειμενικά την ιστορία των ιδεών στην Ελλάδα, διαπιστώνει ότι σταθερό γνώρισμα της διανόησης ήταν ν’αναζητεί καταφύγιο, και μάλιστα σε στιγμές αντιξοοτήτων, στην παρηγοριά υψηλών ιδανικών, κάτω από τα οποία να συσπειρώνεται ο Ελληνισμός. Ένα απ’ αυτά τα ιδανικά είναι η παιδεία. Κατά τούς βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους η έννοια της παιδείας περιστρεφόταν κυρίως γύρω από το ζήτημα της εθνότητας, ταυτισμένης με την αρχαία καταγωγή, και από τη ρομαντική ιδέα ν’ανασταθεί και πάλι εκείνη η μοναδική πολιτισμική φάση. Αργότερα, με το ξύπνημα του νεοελληνικού Διαφωτισμού, αυτή η αναπόληση του παρελθόντος παίρνει μια ρωμαλέα νεωτεριστική κατεύθυνση με την υιοθέτηση των σύγχρονων θεωριών για την εξάπλωση της παιδείας. Η βιβλική προτροπή “δράξασθε παιδείας”[xviii] γίνεται σύνθημα που το διακηρύσσει κατά κόρον ο εγκυρότερος εκπρόσωπος του νεοελληνικού Διαφωτισμού Αδαμάντιος Κοραής.

Ο Κοραής είχε ζήσει στο πρόσωπό του την αντίθεση ανάμεσα στις πνευματικές αξιώσεις και τις εμπορικές απαιτήσεις. Ο πατέρας του τον είχε στείλει από τη Σμύρνη στο Άμστερνταμ για να ασχοληθεί με το εμπόριο, αλλά εκείνος προτιμούσε τα γράμματα, τις βιβλιοθήκες, τη μουσική, με μεγάλο σκάνδαλο του απλοϊκού και ηθικολόγου συνεταίρου του Πέτρου Σταμάτη που, στην αλληλογραφία του, αποδοκιμάζει αυτές τις αδυναμίες του Κοραή, εγγράφοντας μάλιστα στην ίδια κατηγορία των «ματαιοτήτων και ηδονών», όπως τις χαρακτηρίζει, τις πνευματικές απολαύσεις και τα αισθηματικά ολισθήματα: «Πότε στην όμερα πάει, πότε στη αγαπητικής του», για να καταλήξει στο συμπέρασμα: «Ο σιορ Διαμαντής είναι καλός δια φιλόσοφος, και όχι δια πραματευτής», «δια νεγότζιο δεν είναι»[xix].

Την εποχή του Αγώνα μπαίνει δυναμικά στο προσκήνιο η προβολή των ηθικών αξιών. Όχι μόνο οι διανοούμενοι, αλλά και οι μπαρουτοκαπνισμένοι οπλαρχηγοί είχαν βάλει ως μέσo και στόχο της ποθητής παλιγγενεσίας την επιστορφή στην παιδεία και την καλλιέργεια της χρηστότητας. Πολύ σωστά ο Γιάννης Κακριδής, μιλώντας για τον Μακρυγιάννη[xx], παρατηρούσε πως η ιδέα της αρετής δεσπόζει στα Απομνημονεύματά του. Το ίδιο ισχύει και για τους άλλους καπεταναίους. Περιττό να θυμίσω, από την πλευρά της διανόησης, το βάρος που έδιναν στην αρετή, και γενικά στις ηθικές αρχές, ο Κάλβος και ο Σολωμός. Για τον Κάλβο αρκεί η μνεία της επίκλησής του στη “θεά” Αρετή: «Ὦ ἀρετή! Πολύτιμος / θεά, σὺ ἠγάπας πάλαι / τὸν Κιθαιρώνα, σήμερον / τὴν γῆν μου μὴ παραιτήσης, / τὴν πατρικήν μου»[xxi].Ο Σολωμός, όπως είναι γνωστό, είχε σκεφτεί να τιτλοφορήσει “Το χρέος”, το ποίημα που πήρε τον οριστικό τίτλο Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι. Η λέξη “χρέος” απέκτησε τη σφραγίδα της αθανασίας από το αριστουργηματικό ποίημα του Καβάφη “Θερμοπύλες”. Επί του προκειμένου, είναι εντυπωσιακή η παρουσία της λέξης αυτής – και, φυσικά, και της έννοιας που η λέξη περικλείει – στην ελληνική ποίηση του εικοστού αιώνα. Και ας μην ξεχνούμε ότι, πάλι στον Σολωμό χρωστάμε εκείνη την υπέροχη φράση «Το Έθνος πρέπει να μάθη να θεωρή εθνικό, ό,τι είναι Αληθές»[xxii], που το ηθικό της ύψος προσλαμβάνει ακόμα περισσότερη υποβλητικότητα αν τη συγκρίνουμε με το γνωστό, αντίθετης σημασίας, ρητό “my country, right or wrong”.

Παρεμπιπτόντως αξίζει να τονιστεί πως όλοι οι μεγάλοι ποιητές της νεώτερης Ελλάδας είχαν πλήρη συνείδηση των υποχρεώσεών τους έναντι του λαού, ο οποίος, με τη σειρά του, έχει πάντα αναγνωρίσει τον κοινωνικό και εθνικό τους ρόλο ανταμείβοντάς τους με το σεβασμό του και τη στοργή του. Απ’ αυτή την άποψη εξηγείται το φαινόμενο, που δεν έχει το ταίρι του σε καμιά άλλη ευρωπαϊκή χώρα, των παλλαϊκών κινητοποιήσεων κατά τις κηδείες του Παλαμά και του Σεφέρη, παρά τις αυστηρές απαγορεύσεις των ξένων κατακτητών στην πρώτη περίπτωση, και των ντόπιων πραξικοπηματιών στη δεύτερη.

Θίξαμε έτσι γεγονότα που αναφέρονται σε πρόσφατη ιστορική περίοδο. Οι μεγαλύτεροι από μας έχουν ακόμα νωπές τις αναμνήσεις απ’ αυτό το κοντινό παρελθόν με τις ιδεολογικές ζυμώσεις του εικοστού αιώνα γύρω από τις σχέσεις της κουλτούρας με την πολιτική εξουσία. Τότε, στα ολοκληρωτικά καθεστώτα, εφαρμόστηκαν πρακτικές υλοποιήσεις αντιθετικών θεωριών που ήθελαν να θεμελιώσουν μια νέα τάξη αξιών. Όπως είναι φυσικό, η ανατροπή των παραδοσιακών κοινωνικοπολιτικών δομών είχε ανάγκη να έχει ως στήριγμα την υποταγή των φορέων της διανόησης στις πολιτικές εντολές. Στη φασιστική Ιταλία, φερ’ ειπείν, τη στιγμή που ο ανορθόδοξος κομμουνιστής στοχαστής Antonio Gramsci ωρίμαζε στις φυλακές, όπου έμελλε και να πεθάνει, την πρωτότυπη θεωρία του για το ρόλο του “οργανικού διανοούμενου”[xxiii], το καθεστώς, που είχε επιβληθεί οριστικά, επιχειρούσε μια στροφή τακτικής. Εγκαταλείποντας πια τη μαχητική στάση της πρώτης “επαναστατικής” φάσης, δηλαδή τις ομάδες κρούσεως, τις εξοντωτικές εκστρατείες, ή, στις ηπιότερες μορφές, το ξύλο και το ρετσινόλαδο, εναντίον των αντιφρονούντων, αποφάσισε να φορέσει το μανδύα του αστικού καθωσπρεπισμού για να προσελκύσει τον κόσμο της κουλτούρας και της παιδείας. Το εκπαιδευτικό σύστημα και η εκδοτική δράση υποτάχθηκαν στην καθεστωτική σκοπιμότητα. Ανάμεσα στα άλλα, έγινε αντικείμενο μελέτης και διδασκαλίας ο “μυστικισμός του φασισμού” (mistica fascista), ενώ, προς χρήση της στρατιωτικά οργανωμένης Νεολαίας, επινοήθηκαν πολλά προπαγανδιστικά προγράμματα πλαισιωμένα από πληθώρα γνωμικών και συνθημάτων, μεταξύ των οποίων ήταν και το ανεπανάληπτο εκείνο «libro e moschetto, fascista perfetto» (βιβλίο και ντουφέκι, φασίστας τέλειος).

Παραλείπω ως πολύ γνωστές τις ντιρεκτίβες για τους λογοτέχνες και καλλιτέχνες, βασισμένες στο δόγμα Ζντάνωφ, στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Και στη μια, και στην άλλη περίπτωση είναι φανερή η ανάγκη που έχει η πολιτική εξουσία να υποτάξει, και να εκμεταλλευτεί, τους εκπροσώπους της διανόησης.

Στη μεταπολεμική Ευρώπη η θέση, ο ρόλος, τα καθήκοντα των διανοουμένων έγιναν θέμα παθιασμένων συζητήσεων και ιδεολογικών συγκρούσεων. Όχι μόνο η λογοτεχνία, αλλά και οι εικαστικές τέχνες, ο κινηματογράφος, η μουσική έθεταν εκ διαμέτρου αντίθετα ερωτηματικά: έπρεπε η τέχνη να είναι αδέσμευτη ή στρατευμένη; Ήταν προτιμότερο ο συγγραφέας ν’ απομονώνεται στο δικό του “κήπο κεκλεισμένο”; ή – για να θυμηθούμε και τον Sartre – είχε υποχρέωση να “λερώσει τα χέρια του”, και ν’ανακατευθεί με τους πολιτικούς αγώνες;

Στις μέρες μας τα πράγματα παρουσιάζονται περισσότερο περίπλοκα και συγκεχυμένα. Κατ’αρχήν είναι πιο δύσκολο, τώρα, να εντοπίσεις τους πραγματικούς κινδύνους που επιβουλεύονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ελευθερία, καθώς έχει κάπως ξεθωριάσει η άλλοτε ευδιάκριτη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις αντιδραστικές και τις προοδευτικές παρατάξεις, ενώ έχει κάνει την εμφάνισή του, σε παγκόσμιο επίπεδο, ο παράγοντας αγορά. Αυτός ο καινούργιος και επικίνδυνος παράγοντας έχει κυριέψει ύπουλα, όχι μόνο την οικονομική, αλλά και την πολιτική σκηνή, παραλύοντας και τις πνευματικές δυνάμεις, ανήμπορες να προβάλουν μια αποτελεσματική αντίσταση. Η ραγδαία εξάπλωση των καταπιεστικών νόμων της παγκοσμιοποίησης έχει αλλάξει ριζικά τις συνθήκες ζωής του πολίτη, με αναπόφευκτες συνέπειες και στους συγγραφείς και καλλιτέχνες. Ο διανοούμενος μοιάζει να έχει περιθωριοποιηθεί και να μην βρίσκει ανταπόκριση σε μια κοινωνία δικαιολογημένα ανήσυχη, βαριά πληγωμένη από τα οικονομικά προβλήματα και από την έλλειψη πολιτικής προοπτικής. Μέσα σ’ αυτά τα ζοφερά πλαίσια, ο πειρασμός να υποκύψει κανείς στην πάντα δελεαστική επικούρεια παρακίνηση “λάθε βιώσας” γίνεται εντονότερος. Και όμως σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ, πέφτει στις πλάτες των συγγραφέων και των ανθρώπων των γραμμάτων η ευθύνη για ένα ρόλο που δεν μπορεί να περιορίζεται σε μια διακοσμητική και παρηγορητική παρουσία.

Τη στιγμή που η φυγή από τη συλλογική αλληλεγγύη και η εγωιστική αναδίπλωση στην ατομική αναζήτηση σανίδας σωτηρίας εμφανίζονται ως η μόνη εφικτή λύση, ο διανοούμενος οφείλει να είναι συνεπής με την αρχή του ηθικού του χρέους που, όπως είπαμε, κυριαρχούσε ανέκαθεν στη σκέψη και στα όνειρα των Ελλήνων, και που του επιβάλλει να γίνει η κριτική συνείδηση της κοινωνίας. Ακριβώς τώρα χρειάζεται απόλυτα ν’ ακουστεί παντού η φωνή του διανοούμενου: φωνή διαμαρτυρίας εναντίον της βάναυσης παντοδυναμίας της αγοράς, και αυστηρού κεντρίσματος προς τους φορείς της πολιτικής εξουσίας. Προπαντός, όσοι ασχολούνται με τα γράμματα, την τέχνη, την παιδεία έχουν καθήκον να καλλιεργήσουν, προς όφελος ιδίως των νέων, την ελπίδα ότι τα πράγματα μπορούν ν’ αλλάξουν, και πρέπει ν’ αλλάξουν: όσο ταχύτερα, τόσο το καλύτερο.

 

[i] Ελύτης, Ήλιος ο πρώτος, XVI, στ. 5 και 26.
[ii] Αριστοφ., Νεφ., στ. 218 και 225.
[iii] Πλάτ. Τίμ. 22 Β.
[iv] L’utilità dell’inutile. Manifesto, Milano 2013.
[v] Rime, VII, στ. 9-10: «Φτωχειά και γυμνή περιφέρεσαι, φιλοσοφία / - λέει ο όχλος κυνηγώντας το ευτελές κέρδος».
[vi] Ό.π., σελ. 44.
[vii] Ό.π., σελ. 10-11.
[viii] Ησίοδος, Ἔργα καί ἡμέραι, στ. 321.
[ix] Σοφ., Αντ., στ. 221-222.
[x] Σοφ., Απόσπ. 807.
[xi] Ευριπ.., Κύκλωψ, στ. 316.
[xii] Δημοσθ., Ὀλ., 1,20.
[xiii] Πίνδ. Ιθμ., 2, στ. 11. Με τα ίδια λόγια είχε εκφραστεί ο Αλκαίος, σ’ένα απόσπασμά του (360 L.-P.): «Χρήματ’ ἄνηρ» (με αιολικό βαρυτονισμό).
[xiv] Ειρήσθω εν παρόδω ότι πολλοί νεώτεροι φιλόλογοι, μεταξύ των οποίων κορυφαίοι ελληνιστές, όπως ο Wilamowitz, ο Bowra και άλλοι, έδωσαν συνέχεια στις εικασίες των αρχαίων σχολιαστών προτείνοντας και άλλες ερμηνείες.
[xv] Πίνδ., Νεμ. 5, στ. 1 επ.
[xvi] Πίνδ., Ολ. 2, στ. 84.
[xvii] Ovid., Epist. ex Ponto, I, 5, στ. 53-54: «… magis utile nil est / artibus his, quae nil utilitatis habent»: πρβ. Ordine, ό.π., σελ. 22.
[xviii] Ψαλμ. 2,12.
[xix] Κοραή Εκλεκτές σελίδες. Εισαγ. Ν. Α. Βέη, επιμ. και εκλογή Μ. Χ. Οικονόμου, «100 Αθάνατα έργα», αρ. 5., Αθήνα 1951, σελ. 17.
[xx] Ι. Θ. Κακριδή, Στρατηγός Μακρυγιάννης. Μια ελληνική καρδιά, Αθήνα 1972, ιδίως σελ. 21. επ.
[xxi] Ὠδαί, ΙΧ στρ. ιεˈ.
[xxii] Βλ. τα Προλεγόμενα του Πολυλά στην έκδοση των Ευρισκομένων (Διον. Σολωμού Άπαντα, τόμ. πρώτος. Ποιήματα, επιμ.-σημειώσεις Λ. Πολίτη, 19612), σελ. 39.
[xxiii] Βλ. σχετικά “Η διαμόρφωση των διανοουμένων του Antonio Gramsci, μετάφρ. Μαν. Φουρτούνη”, Επιθεώρ. Τέχνης, 143-144 (Νοέμβρ. - Δεκ. 1966), σελ. 356-365.