(Από τη συλλογή: Ποια μέρα λείπει)
Το φιλί της ζωής
στον Βλαντιμίρ
Σε άφησα
να εκπνεύσεις
και έμεινα
με την αμφιβολία
πως θα μπορούσα
να σε είχα σώσει.
Γράμμα απ'την Παλαιστίνη
Yadon Haheyal
Ιερουσαλήμ, Aκυβέρνητη πολιτεία
Ήθελα από καιρό
να σου γράψω.
Αλλά δεν ερχόταν η κατάλληλη στιγμή
για να μ'ακούσεις.
Τώρα νομίζω πως το γράμμα μου
θα σε βρει
να κάθεσαι σ'εκείνο το τσιμεντένιο τοιχάκι,
δίπλα στη σκιά της ελιάς,
και ν'ακούς το μεσημέρι να πλησιάζει.
Πίστεψέ με, δεν ήξερα πως
οι διαχωριστικές γραμμές,
τα φανάρια
και τα σύμβολα
μπορούν να προαναγγείλουν
χωρισμούς και εποχές
χωρίς το αυτονόητο της επικοινωνίας.
Μου έχει λείψει
η λευκή φανέλα
και η πυτζάμα με τα ίδια σήματα.
Ένα πρωινό νομίζω μου είχες πει:
"Eσύ θα κοιμάσαι στην πλάτη μου
κι εγώ θα ταξιδεύω για χάρη σου".
Όλο τον κόσμο να κατακτήσουμε μαζί,
να φορέσουμε το φως της ανατολής
και να κρυφτούμε στον καπνό
και στα τσιγάρα
- όχι από αυτοκαταστροφή,
μονάχα από ανάγκη να καταλάβουμε.
Τώρα είναι αργά πια •
έσβησα το φως στην κουζίνα
και ο σκύλος ανασαίνει από ευχαρίστηση,
έχει συντροφιά απόψε τις ανάσες μας,
κι ας μας χωρίζει πάντα
μια Ιερουσαλήμ,
την ώρα που κανείς δεν μπορεί να καταλάβει
πώς τόσοι στρατιώτες πέφτουν καταπάνω μας.
(Σ'αγαπώ κι ας είναι τρέλα).
Από τη συλλογή: Ποιο γρήγορα απ'το φως
Oriental
Τα ανατολίτικα δοντάκια σου
και οι ψευτιές σου
με χαϊδεύουν στην πλάτη,
σαν βιετναμέζικο μαλακτικό άρωμα
στη Σαϊγκόν.
Από τη συλλογή: Τ'αστέρια πάνε στη σειρά
Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου
Όπως απλώνεται η Καλαμάτα
σου δείχνω το πιο λαμπερό μονοπάτι.
Στο μεταξύ ο πατέρας με περιμένει
ήσυχος και σκεπτικός
για να με παρηγορήσει.
"Δεν ήρθε ο επισκέπτης, μου λέει,
αλλά εσύ πάντα να θυμάσαι
την ξύλινη σκάλα που σ' ανέβαζα παιδί
και το διάτρητο φως του φθινοπώρου".
Μαζεύω τα πράγματά μου βιαστικά.
Πιέζομαι εδώ μέσα.
Οι τοίχοι έχουν μνήμη.
Η σιωπή είναι ηλεκτρισμένη.
Την ώρα που φεύγω
θέλω να σε φιλήσω.
Σταμάτα να κλαις.
Δεν μπορεί κάθε φορά που ονειρεύεσαι
να σου κλέβουν το παρτέρι,
να σου στερούν τη χαρά του γυρισμού.
Εντάξει, λες μέσα σου,
στο κάτω κάτω δε χρωστάω τίποτε σε κανέναν.
Στο μόνο που χρειάζεται ν' απολογηθώ
είναι στη μνήμη
και στην κυρία Πολυδούρη
καθώς ξεφύλλιζε τα χειρόγραφα του φθινοπώρου.
(Από τη συλλογή: Νυχθημερόν)
Ο χρόνος των ποιητών
Το σπίτι σιωπηλό
άλλοτε φωσφορίζει
με τ'ανοιχτά παράθυρα,
τον αέρα να πηγαινοέρχεται.
Το πρωινό ήρεμο,
δεν υπάρχει προκυμαία
μόνο λίγο θαλασσί
σε ζωγραφιά παιδική
στον τοίχο.
Ο τοίχος είναι όλη
η ιστορία:
πώς βρεθήκαμε
στους τέσσερις τοίχους
να μας περιστοιχίζουν
τα όνειρα, οι αναμνήσεις
που με ορμή προβάλλουν
ήδη στο παρόν.
|