NEWSTEAD ABBEY
Tι κάνω εδώ σ’ αυτό το σπίτι, με το μυαλό μου να συσπάται, να με τυραννά, όπως με μεταφέρει από τη μια στιγμή στην άλλη.
Σαλόνια βυθισμένα στον εαυτό τους, με πόρτες θυμωμένες σαν αυστηρές νταντάδες ,επικριτικές, ήδη, νομίζουν, μονάχος μου που τριγυρνώ, δεμένος με τα γάντια πυγμαχίας, πως βγήκε πια το πρόωρο φάντασμα του πύργου.
Μοιάζει λιγάκι, το γέρικο αβαείο της ζωής, που μ’ έσπρωξε μέχρι εδώ σαν να περίμενα διαρκώς, σε διαδρόμους ,ν’ αναρωτιέμαι, πότε επιτέλους θα οδηγηθώ, πότε θα ανοίξει και για μένα, να με υποδεχθεί, τα διαμερίσματά της.
Βαρέθηκα να κρύβομαι στα δέντρα αυτού του δάσους, του άλλοτε ακμαίου και πυκνού, τώρα άγρια ξυλεμένου, που μπουμπουνίζει με τους θρύλους του τα τζάκια και απ’ το παράθυρο να βλέπω στα κλεφτά ενώ τη συνοδεύουνε οι χωρικοί, στον τάφο, το σούρουπο να διακρίνω τις σκιές και να αναλώνομαι, μετά, σε υποθέσεις.
Να φύγει από τα μάτια μου κι αυτός ο καλλιτεχνημένος μουσαμάς, που φόρτωσαν επάνω του όλη την εφιαλτική γαλήνη, επίμονα στερεωμένος μπρος μου, με τα αιματοβαμμένα βέλη και τα γενναία, βέβαια, σπαθιά των ιπποτών.
Να φύγει από πάνω μου κι η μπόχα, που πότισε υπόγεια και σπίτι, μυρωδιά, από τα κατορθώματα των ένδοξων μορφών της οικογένειας, ασώτων, ναυαγών και δολοφόνων.
Μετά κι εγώ να φύγω. Με περιμένουν ιστορίες που αγάπησα μικρός, τα μέρη που με ξέρουν από τότε, δεμένα όλ’ αυτά τα χρόνια στο μυαλό, θα παίξω εκεί στους δρόμους της Ανατολής το τελευταίο μου χαρτί, ξοδεύοντας, μες τη ζωή, τη φαντασία.
(Από τη συλλογή Πρωί στο φρύδι )
XVII
Ξυπνάω τελευταία πιο νωρίς
κλείνω τις πόρτες απαλά να μην τρομάζεις
και με τ’ αυτιά ξεκούραστα κι άγραφα ακόμα
κάθομαι λίγο στο παράθυρο
μπροστά στην πρωινή overture
και στους μικρούς απείθαρχους σολίστες.
Δεν ξέρω πως συμβαίνει μερικές φορές
για κάποια δευτερόλεπτα ν’ αναρωτιέμαι
αν είσαι συ που σπέρνεις λίγο θόρυβο
και πας στην τουαλέτα
ή το ριπίδισμα, όπως μαζεύουν τα φτερά
μετά από κάθε πέταγμα τα περιστέρια.
Μόνο η πόρτα του ψυγείου λύνει το αίνιγμα
όπως ακούγεται σαν μπότα από γκρανκάσα του ’60
όταν υπαίθριες ορχήστρες κάπου εδώ
σήκωναν ως την πίστα αδέξιους χορευτές
που με φιλόδοξες φιγούρες του τανγκό
τύλιγαν σιωπηλά το σάβανο
μιας ματωμένης μνήμης.
(Από τη συλλογή Πρωί στο φρύδι)
ΙΙΙ
Nα υποθέσω πως θα ήταν Κυριακή
και ότι πέρασες , τυχαία, απ’ το σπίτι.
Μπότες, το δίκοχο
σε αναρρίχηση μια ανάσα πανικού
για τον υδράργυρο της ώρας που γλιστρούσε.
Να προσμετρήσω, ακόμα και το κέρδος
απ’ τη ριπή αιφνιδιασμού
σαν διακόπτης άναψε τ’ αυτιά με πυρωμένο αίμα
κι’ ύστερα δροσερά μαστίγια υδρατμών
ραντίσανε τα μάγουλα στον καταρράκτη.
Λαπούες, οι παλάμες τους, σάλιο από νεροφίδες
η διψασμένη γλώσσα του νερού, βαριά
να λούζεται στης γούρνας της τον πάτο.
Σπρώξατε λίγο τα κεφάλια στη σπηλιά
κι είπατε, αργότερα, να μπούμε και σε μια φωτογραφία
μια κι ήσουν εύκαιρος κι εσύ
με το κεφάλι σου, ακόμα, στη στολή
κι όχι στο πιάτο.
(Από τη συλλογή Πρωί στο φρύδι)
ΠΡΕΣΠΕΣ
Κάτι σε πιάνει εδώ, η ερημιά, μικρές στιγμές που φεύγουν ψάρια στο νερό και κολυμπούν σε τρία κράτη, ένα τοπίο που μαζεύεται σαν κόμπος
με το ζωνάρι των βουνών να σφίγγει γύρω-γύρω και μόνο αφύλαχτες διαβάσεις αισθημάτων ξέρουνε πώς να το υπερβούν. Βουνά και λίμνες
που πλέει πάνω τους το φως κρυμμένων ήλιων.
Κοιτάζεις μα έχει ξεθυμάνει η ματιά, ακούς και μια σκιά σε εμποδίζει κυλάς απλώς και φτάνεις, σαν βαγονέτο που αλλάζει σκηνικό, το πρόσω-
πό σου. Γεμάτο υπολείμματα και υπόλοιπα το μέρος και μια μεταφυσική σιωπή, πάχνη που πέφτει στοργικά στα πεταμένα κόκαλα της μνήμης.
Ποιος να συνθέσει τώρα εδώ την ιστορία και πώς να συνεννοηθούνε οι νεκροί, αυτοί που βούλιαξαν στο έλος μιας αγάπης, που πυρπολήθη-
καν κι έγιναν στάχτη οι στοχασμοί, ή όσοι χάθηκαν απλώς σαν βάρκες που γλιστράνε στα νερά αυτής της έσχατης γαλήνης. Χυμένοι στην α-
πόσταση του χρόνου, κομμάτια απ’ το πανόραμα που φτάνει ως εδώ κομμάτια και τα μυστικά τους.
(Από τη συλλογή Ντοκυμανταίρ)
ΝΤΟΚΥΜΑΝΤΑΙΡ
Γύρω στο ’10. Μα δεν βρισκόμαστε ακόμη πουθενά. Μια σπιθαμή από το χώμα μόνο, πλημμυρισμένοι τόποι, χωριά που ξεχαστήκανε στους βάλτους.. Ο χώρος μ’ ένα πλήθος εκδοχές, βουνά να αιωρούνται μες στο χάρτη, περιφερόμενες αγέλες πληθυσμοί, νερό να γίνονται στο ίδιο αυλάκι και σκοτεινοί φυγάδες κουβαλούν εδώ κι εκεί το ποδοβολητό τους με τα κεφάλια τους χωμένα πρόχειρα μπροστά από κάποιον αναμνηστικό φακό.
Οι γλώσσες που πηδήσαν μέσα μας με την αναπνοή, φωνές θρυμματισμένες αποκόμματα, ψάχνουνε να συγκολληθούν στις άκρες κάπου των χαρακτηριστικών, στις άκρες μιας εξαντλημένης εξορίας, ενώ χτυπάει η καρδιά μας όπως το κύμα κάτω απ’ την κάμαρα του Αγίου Ναούμ και υψώνονται τα μάτια μας στη λίμνη, μεταφορείς ενός τοπίου που δεν υπάρχει, παλινωδοί μιας νοσταλγίας που ξεγλιστράει σαν πέστροφα και μας τραβάει προς το βυθό. Καθηλωμένοι ανάμεσα στους κύκνους κολλάμε ύστερα πάνω στα κιάλια, μήπως λυγίσει η απόσταση και διακρίνουμε στο βάθος την παιδική μας ηλικία.
|