ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΟΥ ΕΛΙΑΝΑ


ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΟΥ ΕΛΙΑΝΑ

Βιογραφικό: Η Ελιάνα Χουρμουζιάδου γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Προσλήφθηκε από την Εθνική Τράπεζα το 1984, ενώ παράλληλα σπούδαζε Γαλλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στο διάστημα 1991-2018 εργάστηκε στο Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας, κυρίως ως επιμελήτρια εκδόσεων. Από το 1989 έχουν κυκλοφορήσει πέντε μυθιστορήματά της και ένα παιδικό βιβλίο. Η Ιδιαιτέρα (Κέδρος, 1998) τιμήθηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού Διαβάζω. Διηγήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες και έχουν δημοσιευτεί στον τύπο.

 Πληροφορίες: 
Όνομα:  ΕΛΙΑΝΑ
Επίθετο:  ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΟΥ
Εργογραφία: 

Μυθιστορήματα:

Η γειτονιά των καλών κλεφτών, Κέδρος 1989

Η ιδιαιτέρα, Κέδρος 1998. Έχει μεταφραστεί στα βουλγαρικά.

Απώλεια Σοφίας, Μίνωας 2004, 2014

Δεύτερη γυναίκα, Κέδρος 2005

Μακάρι να ήσουν εδώ, Κέδρος 2011

Μια τελευταία επιστολή αγάπης, Πατάκης 2022


 

Παιδικό παραμύθι:

Μια ιστορία από τα σύννεφα, Κέδρος 2003


Διεύθυνση: 

Τενέδου 59,
113 61 Αθήνα


Έτος γέννησης:  1965
Τόπος γέννησης:  Αθήνα
Τίτλος αποσπάσματος:  Από το μυθιστόρημα Η ιδιαιτέρα και από το μυθιστόρημα Μια τελευταία επιστολή αγάπης
Κείμενο αποσπάσματος: 

 Από το μυθιστόρημα Η ιδιαιτέρα

 

Η μείωση του προσωπικού δεν έχει επηρεάσει το τμήμα μας. Ο Θεόδωρος ανέκαθεν είχε τρεις ιδιαιτέρες, εν αντιθέσει προς τον αδελφό του που τα βολεύει με μία. Ίσως αυτό δικαιολογείται από το γεγονός ότι έχει αναπτύξει περισσότερες και απαιτητικότερες δημόσιες σχέσεις. Ίσως είναι απλώς μεγαλομανής. Προσωπικά θα στοιχημάτιζα στο δεύτερο. Κάποτε μου εκμυστηρεύθηκε ότι κρυφό του όνειρο ήταν να γίνει πολιτικός, αλλά το εγκατέλειψε επειδή ήξερε ότι κανείς δεν θα εμπιστευόταν υπουργείο στα χέρια των Κόντηδων. Ούτε και ο ίδιος θα έμενε ευχαριστημένος μόνο με μια έδρα στη Βουλή, το λιγότερο που θα απαιτούσε θα ήταν ένα χαρτοφυλάκιο. Έτσι ενέδωσε στην παράδοση και στις επιχειρήσεις της οικογένειας. Στο γραφείο επικοινωνεί μόνο μαζί μου κι εγώ προωθώ και μοιράζω τις εντολές του στις άλλες. Χρειάζεται σκληρή δουλειά αλλά και τύχη για να το πετύχει κανείς αυτό, να γίνει δηλαδή απαραίτητος σε κάποιον που θεωρεί ότι μπορεί να αλλάζει συνεργάτες σαν τα εξαρτήματα του αυτοκινήτου του, με ένα τηλεφώνημα. Τώρα πια ξέρω, και το ξέρει κι εκείνος, ότι χωρίς εμένα η απόδοση αυτού του αυτοκινήτου θα πέσει στο μηδέν. Η Νάντια, που είχε προσπαθήσει προτού εμφανιστώ εγώ να καταλάβει τη θέση, τα έκανε θάλασσα. Δεν άφησα την ευκαιρία να πάει χαμένη. Πρέπει πάντα να είσαι έτοιμος να αρπάξεις τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται. Είναι κι αυτό εξίσου σημαντικό με τη σκληρή δουλειά και την τύχη. Με έφεραν από το λογιστήριο για να τη βοηθήσω, επειδή τους είπα ότι ξέρω να γράφω σε κομπιούτερ. Παρά τη συνδρομή μου, εκείνη εξακολούθησε να κάνει λάθη: έγγραφα χάνονταν ή κατέληγαν σε άλλους παραλήπτες, οι εκκρεμότητες συσσωρεύονταν, και γενικά στο γραφείο βασίλευε το χάος. Επειδή είχα καταλάβει πως εκείνη ένιωθε πιο χαμένη από μένα, δεν άργησα να γίνω ο από μηχανής θεός που διόρθωνε τις γκάφες της. Κρατούσα αντίγραφα από όλα τα έγγραφα που έφευγαν από εμάς, φρόντιζα να σιγουρέψω τη διακίνησή τους, ύστερα παρουσίαζα στον Θεόδωρο τα κατορθώματά μου – γιατί αν δεν το έκανα μόνη μου, κανείς δεν θα έμπαινε σε τόσο κόπο για χάρη μου. Η Νάντια έπεφτε αργά αλλά σταθερά σε δυσμένεια. Απορούσα μάλιστα γιατί δεν την έδιωχναν, τότε ακόμα δεν ήξερα για τον άντρα της, τον μεγαλογιατρό. Εκείνη ορκιζόταν ότι θα με κάνει χαλκομανία, όμως πολύ γρήγορα απέκτησα τόσον όγκο εδώ μέσα που στο τέλος την ανάγκασα να συγκρατήσει τη συναδελφική μανία της. Έτσι είναι, μόλις βλέπεις την πόρτα να μισανοίγει έστω και μια χαραμάδα, πρέπει να προλαβαίνεις, να βάζεις το πόδι στο άνοιγμα προτού ξανακλείσει. Είναι ζήτημα ταχύτητας, οι πόρτες της ευκαιρίας δεν ανοίγουν όλη την ώρα. Εγώ πάντως δεν σκόπευα να μείνω για πάντα σε ένα γραφείο του πρώτου ορόφου, διεκπεραιώνοντας αποδείξεις μισθοδοσίας. Είχα τα προσόντα, ανακάλυψα και τις διόδους προς τα πάνω. Έβγαλα νύχια για να σκαρφαλώσω και δόντια για να αποθαρρύνω τους ανταγωνιστές. Για όλα τα πράγματα υπάρχει μια μέθοδος, διαφορετικά και τα πιο απλά σχέδια καταρρέουν.


 

Από το μυθιστόρημα Μια τελευταία επιστολή αγάπης

Κείμενο αποσπάσματος:

Η σελίδα είχε γυρίσει, όμως η οδός Διδότου δεν είχε αλλάξει καθόλου. Το απέναντι μαγαζάκι γενικού εμπορίου –όπως είχε βαφτίσει το ψιλικατζίδικο ο Τάκης στην καθωσπρέπει γλώσσα του–, το καθαριστήριο, τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, τα σκονισμένα δέντρα, όλο το σκηνικό ήταν στη θέση του κάτω από το καθαρό ανοιξιάτικο φως εκείνου του απογεύματος. Κάποτε είχα σκεφτεί ότι θα έπρεπε να μετακομίσω πιο κοντά στα ανίψια μου για οικονομία χρόνου. Ήταν μόνο μια ιδέα, φυσικά. Χαιρόμουν που δεν το είχα κάνει. Είχα βολευτεί πια στη Διδότου, κι ας έμενα στο νοίκι. Δεν ήθελα να μετακινήσω ξανά τα υπάρχοντά μου, ούτε να είμαι στα πέριξ του πατρικού μου. Όταν άνοιξα την πόρτα, το διαμέρισμα με υποδέχτηκε σκοτεινό και δροσερό, με την υγρασία του κλειστού χώρου που δεν έχει κατοικηθεί για καιρό και μια απροσδιόριστη μυρωδιά από χαρτί και μανταρίνια. Είχα αφήσει μανταρινόφλουδες στον σκουπιδοτενεκέ της κουζίνας, άπλυτα στο πλυντήριο. Το μπολ και το φλιτζάνι του πρωινού μου ήταν όμως πλυμένα και στεγνά δίπλα στον νεροχύτη, το κρεβάτι μου στρωμένο με πάπλωμα, αν και βιαστικά. Κάτι χειμωνιάτικα ρούχα, πουλόβερ και παντελόνι, είχαν μείνει πεταμένα σε μια καρέκλα. Τα πάντα έμοιαζαν με απολιθώματα μιας μακρινής προϊστορίας.

Άνοιξα παράθυρα και μπαλκονόπορτες, ίδρωσα να σηκώσω τα ρολά μόνο με το αριστερό χέρι μου. Έπειτα τηλεφώνησα στην Ευγενία: «Θα στείλω αύριο ένα ταξί να πάρει τα πράγματά μου» της ανακοίνωσα, «τα έχω μαζέψει, ίσως μπορείς να τα κατεβάσεις μέχρι την είσοδο». Ασφαλώς μπορούσε. Απλώς –είπε–, όταν το μάθαινε ο Στράτος, θα γινόταν έξω φρενών. «Θα τον ενημερώσω εγώ» τη διαβεβαίωσα. Μόλις κλείσαμε όμως το τηλέφωνο, έβαλα να ακούσω τον Θάνατο και την κόρη του Σούμπερτ, που άρεσε στον Τάκη. Μπορούσα πια να ξαπλώσω στον καναπέ μου. Σ’ εκείνη την παλιά πραγματικότητα που δεν επρόκειτο να ξαναγυρίσει, καθόμασταν μαζί εκεί και συζητούσαμε μέχρι τα μεσάνυχτα. Τότε σηκωνόταν απρόθυμα για να επιστρέψει στο Ψυχικό. Η περιοχή όπου έμενα, τόσο κοντά στα Εξάρχεια, δεν του άρεσε. Ούτε κι εγώ συνήθιζα να κατηφορίζω προς την πλατεία. Πάντα προς την άλλη πλευρά πήγαινα, αλλά ήξερα ότι ο Τάκης δεν ανησυχούσε μόνο για την πιθανότητα να έρθει αντιμέτωπος με επεισόδια. Η πολυκατοικία μου στέγαζε τρία γραφεία δικηγόρων και ένα συμβολαιογραφείο. γραφεία συναδέλφων του. Ωστόσο μου ανέφερε πολύ σπάνια τους φόβους του, σχεδόν ποτέ. Επίσης δεν έδειχνε να τον ενοχλεί ο μινιμαλισμός του σπιτιού μου και η φτήνια του ΙΚΕΑ – και άλλων παρόμοιων καταστημάτων που η συμβία του δεν θα καταδεχόταν ούτε το κατώφλι τους να περάσει.

Τέλος πάντων. Είχα τη βεβαιότητα ότι θα έμενε μέσα μου ζωντανός για πάντα – όσο κρατάει το «για πάντα» μιας ανθρώπινης ζωής. Ο ήλιος έδυσε, το σπίτι σκοτείνιασε. Δεν είχα ανάψει φώτα, κι έτσι είδα τη γοητευτική και επικίνδυνη πλευρά της νοσταλγίας, και γενικά των όμορφων συναισθημάτων, να εισβάλλει από το ανοιχτό παράθυρο. Μαζί της ερχόταν και η πίστη ότι μπορείς να βαλσαμώσεις το παρελθόν, ή τουλάχιστον εκείνο το κομμάτι του παρελθόντος που σε ενδιαφέρει να κρατήσεις στην τωρινή σου ζωή. Νομίζεις ότι η επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση ή σε μια άλλη παραπλήσια είναι εφικτή. Όμως ο δρόμος προς τα πίσω έχει σβηστεί από όλους τους χάρτες. Σε προειδοποιεί για αυτό η μυρωδιά της κλεισούρας που φεύγει τόσο δύσκολα και που σου θυμίζει ότι το παρελθόν θα σαπίσει αν το φυλάξεις για καιρό. Το παρελθόν θα σαπίσει μέσα σου. Ακόμη και ο μυθιστορηματικός ήρωας του Τάκη απευθύνεται σ’ εκείνη την κοπέλα, την Τέα, για να μην ξεχάσει, αλλά και για να ξεφορτωθεί την ανάμνησή της. Δεν μπορούσα όμως να τον μιμηθώ. Τώρα ήμουν σίγουρη ότι είχα τον Τάκη αποκλειστικά δικό μου, επειδή δεν υπήρχε πουθενά. Αυτό ακριβώς που με ανακούφιζε με έκανε συγχρόνως να σκέφτομαι το αύριο σαν ένα σκοτεινό τούνελ στο οποίο έπρεπε να μπω αλλά φοβόμουν.


Διακρίσεις: 

Βραβείο Μυθιστορήματος περιοδικού Διαβάζω για το μυθιστόρημα Η ιδιαιτέρα


E-mail:  eliana4805@gmail.com