Εργογραφία: |
Έχει γράψει:
Συλλέκτης αποκομμάτων, διηγήματα (Γνώση 1986).
Ο βαλσαμωμένος γάτος, νουβέλα (Γνώση 1988 – Πόλις 2001). Μεταφράστηκε στα ισπανικά και βουλγαρικά.
Ελληνικό Σταυρόλεξο, μυθιστόρημα (Πόλις 2000).
Το ρολόι της σκιάς, μυθιστόρημα (Πόλις 2004).
Έχει μεταφράσει:
Από τα αγγλικά:
Τζούλιαν Μπαρνς, Πριν εκείνη με γνωρίσει, Η Ιστορία του κόσμου σε 10½ κεφάλαια, Ένα κάποιο τέλος, Τα τρία επίπεδα της ζωής, Ο αχός της εποχής (Μεταίχμιο).
Ντον ΝτεΛίλλο, Οι χρόνοι του σώματος, Κοσμόπολις (Εστία).
Άντριου Ο’ Χάγκαν, Οι Πατέρες μας (Πόλις).
Γκράχαμ Σουίφτ, Στο φως της μέρας, Αύριο, Μακάρι να ήσουν εδώ, Φτιάχνοντας έναν ελέφαντα (Εστία).
Ρίτσαρντ Φορντ, Καναδάς (Πατάκης), Ημέρα Ανεξαρτησίας (Πατάκης)
Άρθουρ Φίλιπς, Βελούδινοι επαναστάτες (Μοντέρνοι Καιροί).
Άντριου Μίλερ, Οι αγνοί (Μεταίχμιο).
Λίλι Τακ, Ζήσαμε την ευτυχία (Κέδρος)
Τζάστιν Τόρρες, Εμείς τα θηρία (Πατάκης)
Σαλμάν Ρούσντι, Ο Λούκα και η φωτιά της ζωής (Ψυχογιός)
Ντένις Λεχέιν, Ένα μίλι δρόμος στο σεληνόφωτο (Κέδρος)
Πήτερ Τζέιμς, Όχι αρκετά νεκρός (Μοντέρνοι Καιροί).
Από τα γαλλικά:
Μοντεσκιέ, Εκτιμήσεις για τα αίτια του μεγαλείου και της παρακμής των Ρωμαίων (Πόλις).
Κλοντ Σιμόν, Η Πρόσκληση, Η Ακακία, Το Τραμ (Εστία).
Μαρτέν Βενκλέρ, Η ασθένεια του Σαξ (Μεταίχμιο).
Φρανσουά Σαλβέν, Αποχαιρετισμός στο Κόμμα (Πόλις).
Μπενουά Ντυτέρτρ, Υπηρεσία εξυπηρέτησης πελατών, Η Ανυπότακτη (Εστία).
Ζαν-Πιερ Ολ, Ποιος σκότωσε τον Έντουιν Ντρουντ (Εστία).
Ζαν-Μαρί Λακλαβετίν, Η πρώτη αράδα (Πόλις).
Ολιβιέ Αντάμ, Χωρίς προστασία (Πάπυρος).
Ανρί Τρουαγιά, Τσέχωφ, Γκόρκι, βιογραφίες (Libro).
Φρανσουά ντε Κλοζέ, Μη λέτε στο Θεό τι να κάνει, βιογραφία του Α. Αϊνστάιν (Εστία).
Εβελύν Μπλοχ-Ντανό, Η κυρία Προυστ, βιογραφία (Εστία).
Αγκάτα Τουσίνσκα, Βιέρα Γκραν, βιογραφία (Εκδόσεις Καπόν).
|
Κείμενο αποσπάσματος: |
[...]
"Νομίζω ότι μέχρι τώρα ασχοληθήκαμε πολύ με την ιστορία των κινήσεων, ενώ δεν ασχοληθήκαμε αρκετά με την ιστορία των αντιστάσεων", λέει ο Ερνέστ Λαμπρούς. "Η αντίσταση που προβάλλουν οι κατεστημένες νοοτροπίες είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες της αργής ιστορίας".
[...]
Ο Φιλίπ Αριές γράφει: "Πιστεύω ότι οι μεγάλες αλλαγές που καθορίζουν τις νοοτροπίες, τις συμπεριφορές απέναντι στη ζωή και το θάνατο, εξαρτώνται από δυνάμεις πιο μυστικές, κίνητρα που βρίσκονται κρυμμένα στα όρια του βιολογικού και πολιτισμικού πεδίου, δηλαδή στο συλλογικό ασυνείδητο".
[...]
Ένα μεγάλο πρόσφατο εγχείρημα προσπαθεί [...] να δώσει βάρος στην κατηγορία της ιδιωτικής ζωής που προσεγγίζει ό,τι κατά το παρελθόν αποκαλούνταν ιστορία των πολιτισμών ή των ηθών.
[...]
Ο Ζιμλπέρ Ντιράν λέει: "Πιστεύω, όπως και ο Νίτσε, ότι ένας πολιτισμός αποτελεί προϊόν διασταύρωσης μύθων. (...) Ως επί το πλείστον, συνειδητοποιούμε ότι οι ιδεολογίες είναι εκείνες που καθοδηγούν τον κόσμο παρά τα θετικά γεγονότα".
[...]
Η ιστορία του φαντασιακού, νέα πνοή στην ιστορία των νοοτροπιών, δημιουργεί στον ιστορικό νέες φιλοδοξίες: να προσαρτήσει τις λογοτεχνικές και εικονογραφικές πηγές. "Θα βρεθεί έτσι πραγματικά, επιτέλους, μια αυθεντική διέξοδος της ιστορίας στον κόσμο της τέχνης και της λογοτεχνίας", λέει ο Ζακ Λε Γκοφ.
[...]
Σύμφωνα με τον Ζωρζ Ντιμπί, η νοοτροπία έχει τη δική της χρονική διάσταση, την οποία διαιρεί, κατά το μοντέλο του Μπροντέλ, σε τρεις ρυθμούς: πρώτα στο γρήγορο ρυθμό των συγκινήσεων της στιγμής, της συγκυρίας· κατόπιν, στο χρόνο των συμπεριφορών και των πεποιθήσεων που αποτελούν κτήμα μιας περιορισμένης κοινωνικής ομάδας. τέλος, σ' ένα ρυθμό πιο αργό, όπου ανήκουν όσα συστήματα νοοτροπίας προβάλλουν μεγαλύτερες αντιστάσεις στις μεταβολές (...). Για να προωθήσει την ιστορία των νοοτροπιών ο Ντιμπί ήταν υποχρεωμένος να μετατοπίσει το βλέμμα του ιστορικού από την αφήγηση παρωχημένων γεγονότων (...) προς τη μελέτη των αναπαραστάσεων μιας εποχής για τον ίδιο της τον εαυτό, για την ιστορία της μέσα στην υποκειμενικότητά της.
(από το βιβλίο του Φρανσουά Ντος Η Ιστορία σε ψίχουλα)
Δευτέρα, 2 Μάιου - ώρα 23.55
Καθόταν στο μικρό γραφείο. Διάβαζε και σημείωνε. Είχε βγάλει το ρολόι του και το είχε ακουμπήσει ανάμεσα σε δύο στοίβες βιβλία. Κάθε φορά, πριν αρχίσει να "δουλεύει", έκανε το ίδιο. Όσο το φορούσε, το μάτι του πήγαινε κάθε λίγο στον καρπό του αριστερού χεριού - συνήθεια της μέρας και της εφημερίδας. Τώρα, τη νύχτα, ο μάρτυρας του χρόνου εξοστρακιζόταν σε μια γωνιά, αχρείαστος και ανεπιθύμητος. Γιατί τη νύχτα ο χρόνος κυλούσε στο ρυθμό της επιθυμίας, έξω από τον κύκλο των δεικτών, και πυκνόρρευστος στάλαζε στις ρίζες της μνήμης. Και η μνήμη η ατομική, ζωσμένη το βάρος παλιών λέξεων, πάλευε να καταδυθεί μέχρι το βυθό της μνήμης της συλλογικής κι εκεί να απλωθεί, να βρει τόπο για να ριζώσει γερά, έτσι που να μην την ξεσέρνουν οι άνεμοι του παρόντος. Μα τα ονόματα των τόπων, των προσώπων, των ιδεών και των παθημάτων που έφερνε στην επιφάνεια κάθε γύρισμα σελίδας έμοιαζαν με ξερά και άοσμα λουλούδια που, χρόνια πατικωμένα ανάμεσα στα φύλλα χοντρού βιβλίου, διαλύονταν στο πρώτο άγγιγμα, αφήνοντας μόνο ένα αχνάρι από στεγνές φλέβες.
Αισθανόταν ξεκάθαρα πως τόσα γυρίσματα του ήλιου και της βροχής είχαν ξεπλύνει οριστικά το αίμα από τα τοπωνύμια της μνήμης που παρήλαυναν μπροστά του σελίδα τη σελίδα. ποτάμια λέξεων είχαν καλύψει με ιλύ τις άλλοτε απαστράπτουσες ρητορείες λαϊκών ηγετών, λαοπλάνων πολιτικών και ωμών στρατοκρατών, και στο σώμα της γλώσσας είχαν επουλωθεί οι ανοιχτές πληγές των λόγων ύστερα από τόσες επιστρώσεις νοήματος. Μήπως οι ήρωες και οι προδότες, που είχαν προλάβει να γεράσουν βλέποντας τα λόγια τους να θάλλουν περισσότερο από τις πράξεις, κατάφεραν να τα γλιτώσουν από το χυτήριο της γλώσσας; Τα τρομερά σύμβολα της οργής και της ελπίδας δεν είχαν γίνει με τον καιρό πανηγυριώτικα ξόανα που κραδαίνονταν από τρεμάμενα χέρια παλαιών πολεμιστών ή όλο και λιγότερων φανατικών επιγόνων σε επετειακές πορείες, μνημόσυνα και αραιές διαδηλώσεις; Του 'ρθε στο νου μια ολοσέλιδη φωτογραφία που είχε δει σε μια εφημερίδα κρεμασμένη στο περίπτερο της γειτονιάς του τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης: μια θάλασσα κόκκινες σημαίες. Τώρα πια κρύβονταν γρήγορα στον πάτο κιβωτίων μετά το πέρας της ετήσιας γιορτής που -ίσως επειδή λεγόταν φεστιβάλ - μόλις και μετά βίας κατόρθωνε να προσφέρει στους πιστούς το ασαφές περίγραμμα μιας προβολής του παρελθόντος στο παρόν κι όχι του παρόντος στο μέλλον. Και τούτα τα γραπτά για ποιον κρυφό παλμό μιλούσαν; Τι σχέση μπορούσαν να έχουν με τους μονότονα επαναλαμβανόμενους πανηγυρικούς της δημοτικής, μέσης, ανώτερης ή στρατιωτικής εκπαίδευσης;
Πίεζε το μυαλό του να γυρίσει όσο πιο πίσω γινόταν, να ζωντανέψει αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας, ν' αγγίξει συνειδητά την εποχή που πέρασε μέσα του σαν όνειρο. Το μόνο που του ερχόταν στο νου ήταν ο απόηχος σκόρπιων φράσεων -"ετελέσθη σήμερον το ετήσιον μνημόσυνον των σφαγιασθέντων (...)", "εφονεύθη εις την δασώδη περιοχήν του όρους (...) συνεπεία εκρήξεως παλαιάς νάρκης", "(...) τον αναζητεί η αδελφή του Ελένη"- που άκουγε από το ραδιόφωνο πριν γυρίσει τη βελόνα ψάχνοντας ανυπόμονα τον προγκρέσιβ ροκ ήχο της δικής του εποχής. Τίποτ' άλλο.
Κι όμως, αυτός που η συνειδητά δική του προοδευτική εποχή άρχιζε με αυτό που το είπαν Μεταπολίτευση. αυτός που ζούσε από τότε τη δική του εποχή υπερπηδώντας το ένα εμπόδιο και παίρνοντας αμέσως φόρα για το επόμενο (απολυτήριο λυκείου - εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο - εξετάσεις - πτυχίο - στρατός - απολυτήριο - πρόσληψη στην εφημερίδα), προσανατολισμένος σταθερά στο κυνήγι του αύριο. αυτός που και τώρα ζούσε μόνο μέσα στην βιασύνη της δικής του εποχής διαγράφοντας καθημερινά όσα μόλις χθες ακόμα ήταν παρόντα. αυτός ήταν που διάβαζε τώρα με μανία για κείνα που δεν του διηγήθηκε ποτέ κανένας.
Ύστερα από ενάμιση και πλέον μήνα εντατικής δουλειάς, στη διάρκεια του οποίου γυρίζοντας από την εφημερίδα βυθιζόταν αμέσως στα βιβλία, έτρωγε κρατώντας ανοιχτό στο πλάι ένα βιβλίο, απαντούσε μονολεκτικά στις ερωτήσεις της Χριστίνας χωρίς να σηκώσει τα μάτια από το βιβλίο και όταν δεν τον έπαιρνε ο ύπνος πάνω στο βιβλίο, πήγαινε στο κρεβάτι όσο πιο αργά άντεχε. ύστερα από έξι Σαββατοκύριακα ερμητικού εγκλεισμού στο σπίτι, σαράντα τρεις μέρες ερωτικής αποχής και τριακόσιες και πλέον σελίδες σημειώσεων, οι αληθοφανείς προφάσεις του πρώτου καιρού -"απλή περιέργεια", "επαγγελματικό ενδιαφέρον", "απαραίτητη σκευή δημοσιογράφου που στοχεύει στο πολιτικό ρεπορτάζ" - είχαν καταρρεύσει σαν χάρτινος πύργος και απέμενε μέσα του η αβεβαιότητα του κενού και η βεβαιότητα της πλήρωσής του μέσα από αυτή τη δίχως προφανή λόγο προσπάθεια. Το καλογυμνασμένο άλογο κούρσας ετοιμαζόταν για την υπερπήδηση του υψηλότερου εμποδίου που είχε παρουσιαστεί μέχρι τώρα μπροστά του γιατί αυτό βρισκόταν πίσω του.
Το μακρινό γάβγισμα ενός σκύλου μέσα στη νύχτα τον έκανε να σηκώσει το βλέμμα από τα χαρτιά. Το φως της κρεβατοκάμαρας δεν αντιφέγγιζε πια στο διάδρομο. Η Χριστίνα κοιμόταν μακριά.
Ο υπόγειος των Αθηνών
Κατά τη διάρκεια των εργασιών διάνοιξης των σηράγγων και στοών για την κατασκευή του μητροπολιτικού σιδηροδρόμου της πρωτεύουσας, παρατηρήθηκε ότι η πολύωρη απασχόληση κάτω από το έδαφος είχε κάποιες ανησυχητικές επιπτώσεις στην υγεία -ευτυχώς μόνο- τριών εργαζομένων. Είτε επειδή τα περιστατικά ήταν σποραδικά, είτε επειδή τα συμπτώματα δεν περέπεμπαν σε καμία γνωστή στην επιστήμη ασθένεια -ψυχική ή σωματική- ανθρώπων που εργάζονται κάτω από τέτοιες ιδιάζουσες συνθήκες, το θέμα δεν "πέρασε", όπως λέμε, στα ΜΜΕ. (Εμένα, το μυαλό μου πάει βέβαια και στους πολιτικούς λόγους: αυτούς, δηλαδή, που συνδυάζουν το μέγεθος του έργου με το μέγεθος του φόβου και το τελευταίο με το μέγεθος του μόνου κόστους που ενδιαφέρει κάθε κυβέρνηση - μπορεί όμως και να υπερβάλλω.) Όπως κι αν έχει το ζήτημα, το γεγονός είναι πως στις μέρες μας ό,τι δεν βγει στην τηλεόραση ή δεν γραφεί στον τύπο δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο, ας πούμε, καταχωνιασμένο σε μια ολιγοσέλιδη αναφορά του νεαρού εργασιοψυχολόγου της κατασκευάστριας εταιρείας προς την επιβλέπουσα κρατική αρχή.
Ένα φωτοαντίγραφο της λυμφατικής αυτής "ύπαρξης" έφτασε στα χέρια μου χάρη στην άδολη φιλία που με συνδέει με έναν άνθρωπο ο οποίος είναι σε θέση να πληροφορείται γεγονότα που οι περισσότεροι των ενδιαφερομένων επιθυμούν να παραμένουν εσαεί -ή, έστω, για σαράντα χρόνια- απόρρητα, εκτιμά την ενασχόλησή μου με καταστάσεις που ξεφεύγουν απ' ό,τι θεωρείται εξηγήσιμο στην καθημερινή μας συμπεριφορά, και εμπιστεύεται (κακώς) την εχεμύθειά μου.
Ο συντάκτης της αναφοράς προσπαθεί, ως άρτιος επιστήμονας, να περιγράψει τα συμπτώματα αυτά (αν και το ύφος του, που δεν το χαρακτηρίζει η λιτότητα εκείνου των ιατρικών κειμένων -ακόμη κι όσων ανήκουν στον τομέα της ψυχολογίας- αποκαλύπτει μάλλον τη ροπή του προς μια πιο λογοτεχνίζουσα έκφραση) και σπεύδει (με τη βιασύνη που απορρέει από την ανομολόγητη, πλην θεμιτή, βλέψη της μελλοντικής καταξίωσης) να τα χαρακτηρίσει με τον καινοφανή όρο "Παρελθοντολογικό Σύνδρομο", σε μια προσπάθεια να υποδείξει μια οδό ερμηνείας (ή να αποκλείσει άλλες). Αντιγράφω, λοιπόν, κι εγώ εδώ μερικά αποσπάσματά της με την ελπίδα ότι ενδιαφέρουν όσους από τους συμπολίτες μας εξακολουθούν να δίνουν σημασία σε ό,τι βρίσκεται κάτω από την υπερτροφική επιφάνεια:
" ... Και οι τρεις παρουσίασαν αιφνιδίως κρίσεις έντονης αδυναμίας συγκέντρωσης της προσοχής η οποία διήρκεσε από ένα τέταρτο της ώρας (περίπτωση Α.Σ.) ώς και δύο ώρες (περίπτωση Γ.Χ.), με κύριο χαρακτηριστικό το απλανές βλέμμα ανθρώπου που μόλις αφυπνίστηκε από μεσημεριανό ύπνο και προς στιγμήν έχει απωλέσει την αίσθηση του χρόνου και ενίοτε του τόπου. Στην περίπτωση του εργοδηγού Κ.Π., επειδή το σύμπτωμα δεν υποχωρούσε επί δύο ημέρες, εισηγήθηκα τη χορήγηση πενθήμερης αναρρωτικής αδείας, μετά την πάροδο της οποίας ο ασθενής επανήλθε ακμαίος στην εργασία του. Απώλεια μνήμης ή συμπτώματα άγχους δεν διαγνώστηκαν και οι τιμές των γενικών εξετάσεων που ακολούθησαν αποδείχθηκαν φυσιολογικές. (...)
" Οι κρίσεις αυτές συνοδεύονταν από παραλλαγές του ίδιου οράματος, το οποίο δεν αρνήθηκαν μεν να περιγράψουν, αλλά, όταν το έκαναν, ήταν εξαιρετικά φειδωλοί στις λεπτομέρειες. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι, καθ' όλη τη διάρκεια της αφήγησης, οι ασθενείς, παρά την ασυνήθιστη εμπειρία που περιέγραφαν, διατηρούσαν το ύφος και την ηρεμία ανθρώπων που είναι πεπεισμένοι τόσο για τη φύση του βιώματός τους, όσο και για το ιδιαίτερο βάρος της αδιαμφισβήτητης αλήθειας του. (...)
" ’παντες ανέφεραν την ύπαρξη στα έγκατα του ορύγματος, δέκα περίπου μέτρα κάτω από την επιφάνεια, κάποιας υπόγειας διόδου η οποία οδηγεί σ' ένα δαίδαλο δρόμων, αντίστοιχο των υπαρχόντων στην επιφάνεια του εδάφους. Η περιγραφή και των τριών συμπίπτει στο ότι οι δρόμοι αυτοί έφεραν ονομασίες που μπορούν εύκολα να συσχετισθούν με την πρόσφατη Ιστορία του τόπου, όπως: Βρετανικού Παράγοντα, Εθνικής Στάσης, Αμερικανικού Δακτύλου, Αλληλοσπαραγμού, Βαρυτάτου Τιμήματος κ.α, χαραγμένες (σμιλεμένες ήταν η λέξη που χρησιμοποίησε ο ένας) πάνω σε απομεινάρια τοίχων πίσω από τα οποία δεν θυμούνται να υπήρχαν ερείπια σπιτιών ή άλλων κτισμάτων. Ένα διάχυτο υποκίτρινο φως άγνωστης προέλευσης και ακαθόριστης πηγής διαχεόταν παντού κάνοντας τα ονόματα να φωσφορίζουν αμυδρά, λες και στις βαθιές αυλακιές των γραμμάτων "φώλιαζαν πυγολαμπίδες" (λόγια του Κ.Π.). Παντού επικρατούσε άκρα σιωπή και η χλιαρή ατμόσφαιρα δεν ανέδινε μυρωδιά χώματος, υγρασίας ή μούχλας.
" Κανένας δεν παρατήρησε ίχνη από αυτά που αφήνει στο πέρασμά της η ζωή -φυτική ή άλλη-, ενώ και στους τρεις δόθηκε η εντύπωση μιας έκτασης αχανούς. "Ήταν σαν όνειρο: βαθύ, καθησυχαστικό και απόκοσμο" είπε ο Α.Σ, ενώ ο Γ.Χ. έδωσε το χαρακτηρισμό "εκτός τόπου". Όταν ρωτήθηκαν, δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσουν ούτε τον ακριβή χρόνο της παραμονής τους εκεί, ούτε τις ψυχικές μεταπτώσεις τους κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής τους. Από τα λεγόμενά τους, πάντως, δημιουργήθηκε στον γράφοντα η εντύπωση ότι ένα λεπτό ισοδυναμούσε μ' έναν αιώνα κι ότι στον άχρονο χώρο οι ψυχικές διεργασίες ατονούν πλήρως. (...)
" Εξυπακούεται ότι από τους εκατοντάδες εργαζόμενους ουδείς άλλος παρατήρησε την ύπαρξη της διόδου, ούτε παραπονέθηκε για κάποια άλλη παρεμφερή διαταραχή. Και οι ίδιοι, εξάλλου, όταν τους ζητήθηκε να υποδείξουν το ακριβές σημείο από το οποίο πέρασαν στην υπόγεια πόλη, έκαναν κάποιες υποτυπώδεις προσπάθειες ανεύρεσής του, επιδεικνύοντας μάλλον αδιαφορία, σαν άνθρωποι που είναι υποχρεωμένοι από τις περιστάσεις να πράξουν κάτι για το θεαθήναι και μόνο, θεωρώντας μάταιη την απόπειρα μετάδοσης κάθε εμπειρίας. Ο Κ.Π. μάλιστα, τελειόφοιτος δημοτικού, ακούστηκε κατά την αυτοψία να ψιθυρίζει επανειλημμένως τη λαϊκή ρήση "τρέχα γύρευε τώρα.". (...)
" Θα μπορούσε κανείς να κατατάξει τα συμβάντα στην κατηγορία της ομαδικής αυθυποβολής ή της παράκρουσης αν α) δεν απείχαν χρονικά μεταξύ τους, β) δεν είχαν συμβεί σε διαφορετικά εργοτάξια, και γ) και οι τρεις τους δεν διατηρούσαν έκτοτε, μονίμως, ένα ελαφρό μειδίαμα στα χείλη".
Είναι προφανές ότι ο συντάκτης της αναφοράς δυσκολεύεται να τηρήσει την απόσταση που επιβάλλει το επάγγελμά του από τα όσα διηγούνται οι εκάστοτε παθόντες (ή μήπως μαθόντες;). Ίσως τον παρασύρει η προοπτική μιας ανακάλυψης? ίσως το νεαρόν της ηλικίας... Όπως και να έχει το πράγμα, εκεί που ξεπερνά κάθε επιστημονικά αποδεκτή εικοτολογία κατά την έκθεση παρόμοιων περιστατικών και την πρόγνωση της εξέλιξής τους, είναι όταν κλείνει το κείμενό του με τη δυσοίωνη και για τη δική του πια ψυχική κατάσταση παρατήρηση: "Αυτό που με ανησυχεί είναι τι θα συμβεί σε μεγαλύτερο βάθος".
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Η λέξη, τον Δεκέμβριο του 2001.)
|