Εργογραφία: |
Ποίηση
Ανακτορία, Ίκαρος 1977
Ανασκαφή, Ίκαρος 1984
Μια νύχτα του Ερμαφρόδιτου, Ίκαρος 1989
Βυσσινιές στο σκοτάδι, Ίκαρος 1991
’Ανθη του νερού, Ίκαρος 1994
Μιχαήλ, Ακρίτας, 1996, ISBN 960-328-063-1
Κοιτάζοντας δάση, Μεταίχμιο 2002, ISBN 960-375-411-0
Μεταφράσεις
Τζέφρεϋ Κάρσον, 49 Σχόλια στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, Ύψιλον 1983
Κλωντ Μόςς, Η Αρχαϊκή Ελλάδα, Μ.Ι.Ε.Τ, Αθήνα, 1988
Ρακίνας, Φαίδρα, Ίκαρος, Αθήνα 1990
Γκυ ντε Μωπασσάν, Ο Οξαποδός και άλλες ιστορίες τρόμου και τρέλας, Ίκαρος 1992 ISBN 960-7233-01-8
Ρακίνας, Ανδρομάχη, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών 1994
Ανθολογήσεις
Μυτιλήνη: Μια πόλη στη λογοτεχνία, Μεταίχμιο 2004, ISBN : 960375577X
|
Κείμενο αποσπάσματος: |
Ήταν η ώρα του βραδιού κι ερήμωσαν οι δρόμοι
(καθώς κατέβαιναν με δύναμη τα σιδερένια τα ρολά)
και σπάραζε ο ήλιος και μάτωσαν τα σύννεφα
κι όλο και μαύριζε ο δρυμός - η πολιτεία -
και τότε βρέθηκα τυχαία
μπροστά σε μια μεγάλη εκκλησία
η πόρτα χάσκοντας ακόμη ανοιγμένη,
το στόμιο το σκοτεινό
που λες και με καλούσε.
Ανέβηκα τα μαρμαρένια τα σκαλιά
και χώθηκα στην τρύπα
- ίδια σπηλιά σκαμμένη μες το βράχο -
ένα πελώριο κενό μια σφαιρική μαυρίλα
όπου τρεμίζανε βαθιά των καντηλιών οι σπίθες
και στον ορίζοντα πολλά μαζί φεγγάρια
μέσα σε ομίχλη ν' ανατέλλουνε οι φεγγίτες·
κι άπειροι άγιοι ζωγραφιστοί
κι απέναντι ψηλά μια άβυσσος - η Πλατυτέρα.
Κι όπως προχώρησα καρφώνοντας ένα κερί στο μανουάλι
άκουσα πίσω μου να ψιθυρίζουν δύο φωνές,
η εκκλησάρισσα και μια γριά,
που δεν τις είχα καθώς έμπαινα παρατηρήσει
όμως το ένιωθα πως ετοιμάζονταν κι αυτές να κλείσουν
βιαζόντουσαν κι αδημονούσαν να τελεστεί
μηχανικά το φίλημα, η τυπική γονυκλισία
κι η τελευταία προς τη μεριά του ιερού,
που δε διέκρινα, ματιά
(σαν τι περίμενα θριαμβικό ν' αναδυθεί
από τα μαύρα βάθη;)
βγήκα και στάθηκα να ιδώ
- κάτι με κράταγε - το κλείσιμο του Μαγαζιού
από τις δυο γυναίκες.
Επάνω στο πεζούλι αφήσανε τους μπόγους
και τις κυρτές σβηστές λαμπάδες
Κι ύστερα σύραν και έσπρωξαν τη θύρα τη βαριά·
μα καθώς πήγαινε το ξύλινο θυρόφυλλο τ' άλλο να βρει
έσκυψε η μια (η εκκλησάρισσα θαρρώ)
κι απ' τ' άνοιγμα που έμενε
γέρνοντας κι άλλο έσκουξε με τσιριχτή φωνή:
"Είναι κανείς εδώ;"
και πιο πνιχτά, πιο χαμηλά: "Θα κλείσω!"
Ακούστηκε να σπάζει σ' αμέτρητες κραυγές
μες στο απέραντο σκοτάδι να κομματιάζεται η φωνή
και να σωριάζεται φρικτά θρυψαλλιασμένη·
"Είναι κανείς εδώ;" - λες κι ότι κάποιος έμελλε
σίγουρα εκεί θαμμένος να κλειστεί
λες και το άδειο, το απόλυτο κενό,
ήταν εκείνο ακριβώς που έπειθε
πώς κάποιος μέσα εκεί σίγουρα θα υπήρχε.
|