ΚΙΟΥΡΤΣΑΚΗΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ


ΚΙΟΥΡΤΣΑΚΗΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ

Νομικά και μεταπτυχιακές σπουδές Δημοσίου Δικαίου στο Παρίσι.
Δικηγόρος

Διατέλεσε μέλος του ΔΣ της Εταιρείας Συγγραφέων.

 Πληροφορίες: 
Όνομα:  ΓΙΑΝΝΗΣ
Επίθετο:  ΚΙΟΥΡΤΣΑΚΗΣ
Εργογραφία: 

Δοκίμια

Ελληνισμός και Δύση στον στοχασμό του Σεφέρη, Κέδρος 1979, Β΄έκδ. 1995, ISBN 960-04-1052-6
Προφορική παράδοση και ομαδική δημιουργία -Το παράδειγμα του Καραγκιόζη, Κέδρος 1983, Β΄έκδ. 1996, ISBN 960-04-1074-7
Καρναβάλι και Καραγκιόζης, οι ρίζες και οι μεταμορφώσεις του λαϊκού γέλιου, Κέδρος 1985, β΄έκδοση 1995 ISBN 960-04-1053-4
Το πρόβλημα της παράδοσης, Στιγμή 1989, Β' έκδ. Νεφέλη 2003 ISBN 960-211-661-7
Η τρελή σοφία ή τα ανίερα ιερά, Δοκίμιο για το καρναβάλι και τη γλώσσα του, Νεφέλη, 2003 ISBN 960-211-667-6

Το ζητούμενο του ανθρώπου, εκδ. Πατάκη, 2011, ΙΣΒΝ 978-960-16-4268-0

Ο νεοελληνικός διχασμός και το μυστήριο  της τέχνης . Ξαναβλέποντας δυο ταινίες του Λάκη Παπαστάθη, εκδ. Πατάκη , 2014, ΙΣΒΝ 978-960-16-5471-3

Γυρεύοντας στην εξορία την πατρίδα σου, εκδ. Πατάκη, 2015,  ΙΣΒΝ 978-960-16-6103-2

La Grèce : toujours et aujourd’hui, Éditions La Bibliothèque, Paris, (2016), ISBN 9782909688787

Ο Παπαδιαμάντης, η Ελλάδα και ο κόσμος μας. Διάλογος  φιλίας με τον Λάκη Προγκίδη, εκδ. Πατάκη 2018, ΙΣΒΝ 978-960-16-7779-8

Ένα αστόπαιδο στο σχολειό του Καραγκιόζη, εκδ. Πατάκη 2019, ISBN 9789601684697


Πεζογραφία

Σαν μυθιστόρημα, Κέδρος 1995, ISBN 960-04-1026-7, set 960-04-1025-9 Β΄και Γ' έκδ. 1995, Δ΄έκδ. 1996, Ε΄ εκδ. 1998, ΣΤ' έκδ. 2000, Ζ΄ έκδ. 2010

Εμείς οι  Άλλοι, Κέδρος 2000, (β' έκδοση 2000), 381 σελ. ISBN 960-04-1731-8 set 960-04-1025-9,  Γ΄έκδ. 2010

Το βιβλίο του έργου και του χρόνου, Κέδρος 2007,  ΙΣΒΝ 978-960-04-3566-5

¨Ένας  χωρικός στη Νέα Υόρκη (ταξιδιωτικό αφήγημα), Ίνδικτος 2009, ΙΣΒΝ 978-960-518-369-1

Μεταφράσεις

Ζ. Αμπυρζέ, Το Λογικό και το Πάθος. Στοχασμοί για τα όρια της γνώσης, εκδ. Ράππα 1987
Ζ. Αμπυρζέ, Το μέλι και το κώνειο. Στοχασμοί για την επιστήμη, την κοινωνία και την ηθική, εκδ. Ράππα 1990, ISBN 960-04-0369-4
Φρ. Ζακόμπ, Σμιλεύοντας το εσώτερο άγαλμα, εκδ. Ράππα 1991, ISBN 960-04-0464-Χ
Τ. Τοντόροφ, Κριτική της κριτικής: ΄Ενα μυθιστόρημα μαθητείας, εκδ. Πόλις 1994, ISBN 960-7478-05-3
Μ. Μπαχτίν, Έπος και Μυθιστόρημα, έκδ. Πόλις 1995, ISBN 960-7478-18-5
Ζαν Ντανιέλ, Ταξίδι στα όρια του έθνους, εκδ. Πόλις 1996, ISBN 960-7478-24-Χ
Λάκης Προγκίδης, Η κατάκτηση του μυθιστορήματος. Από τον Παπαδιαμάντη στον Βοκκάκιο, Βιβλιοπωλείο της Εστίας 1998, ISBN 960-05-0809-7
Φρανσουά Ρικάρ, Το τελευταίο απόγευμα της Ανιές. Δοκίμιο για το έργο του Μίλαν Κούντερα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 2005,  ΙΣΒΝ 960-05-1208-6


Διεύθυνση: 

Προαιρεσίου 7,
116 36 Αθήνα


Έτος γέννησης:  1941
Τόπος γέννησης:  Αθήνα
Τίτλος αποσπάσματος:  Σαν Μυθιστόρημα
Κείμενο αποσπάσματος: 

ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ

ΝΑ ΠΕΙΣ ΤΑ ΙΔΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΜΕ ΑΛΛΟΝ ΤΡΟΠΟ: όχι για να επαναλάβεις τον εαυτό σου, αλλά ακριβώς για να πεις το άλλο - το άλλο που φωλιάζει μέσα στο ίδιο, αφού τίποτε δεν επαναλαμβάνεται ποτέ απαράλλακτα, αφού το καθετί σε τούτη τη ζωή είναι ανεξάντλητο.
Να μιλήσεις με άλλον τρόπο: όχι για να πρωτοτυπήσεις, αλλά ακριβώς για να πεις σωστότερα, για να πλησιάσεις από πιο κοντά το ίδιο - το μοναδικό πράγμα που πολεμάς να πεις από τότε που γράφεις, από τότε που υπάρχεις, ξέροντας πώς δεν θα μπορέσεις ποτέ να το πεις ολόκληρο: εσένα μέσα στον κόσμο - αυτόν τον κόσμο μέσα σου.

ΤΟ ΔΙΚΩΛΟΝ
Κυριακή, 21 Δεκεμβρίου 1986
ΑΝΗΦΟΡΙΖΟΝΤΑΣ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ ΠΡΩΙ στο βουνό της Εκάλης, συλλογιζόμουν τα βιβλία που έγραψα και το βιβλίο που θέλω να γράψω - που ήθελα, θαρρώ, πάντα να γράψω - χωρίς να του έχω ακόμα δώσει τη ζωή. Γιατί αυτό που κάνουμε είναι πάντα σχεδόν άλλο πράγμα από εκείνο που θέλουμε να κάνουμε - και το πέρασμα του χρόνου μου το έμαθε καλά: ενώ από παιδί γύρεψα να γράψω μυθιστορήματα, ποιήματα, ημερολόγιο, δεν έχω ολοκληρώσει έως σήμερα, στα σαράντα πέντε μου χρόνια, παρά λιγοστές μελέτες που, όσο κι αν σημαδεύονται από τη προσωπική μου περιπέτεια, απέχουν οπωσδήποτε πολύ από τα σχέδια της νιότης μου. Σκεφτόμουν τους άκαρπους αγώνες μου και τις ακυρωμένες μου προσπάθειες. τις χιλιάδες μουντζουρωμένες σελίδες που έχω σκίσει ή καταχωνιάσει σε κάποιο συρτάρι. τη δυσκολία μου να εκφραστώ. τον απίστευτο κάποτε χρόνο που μου χρειάζεται για να πλάσω μία μικρή φράση. Σκεφτόμουν τα χρόνια που έφυγαν και τη ζωή μου που περνάει, χωρίς ν' αφήνει καθαρά το δικό της χνάρι σε τούτα τα χαρτιά όπου επιμένω να τη σπαταλάω.
Ήταν ένα διάφανο, ολόφωτο πρωί και βάδιζα κάτω από τα ίδια πεύκα, στα ίδια μονοπάτια όπου βάδιζα παιδί με τους γονιούς μου τις χειμωνιάτικες Κυριακές, όταν έκανε λιακάδα. Ίδιες δυνατές μυρωδιές από τα σκίνα, τις πευκοβελόνες, το νοτισμένο χώμα. Ίδιο πεντακάθαρο φως του Δεκεμβρίου, φως δοξαστικό και συνάμα τρυφερό, ανείπωτα οικείο. Απέναντι, η Πάρνηθα, τόσο κοντινή, καινούργια όπως τότε - όπως την πρώτη αυγή του κόσμου...
Κι έξαφνα, το αδιαπέραστο δίχτυ ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν σκίστηκε για μένα. Αισθάνθηκα ότι αυτό το φως είχε λιώσει μονομιάς το ύφασμα του χρόνου, είχε τρυπήσει κάθε ορίζονται κι έφερνε πάλι μπρος στα μάτια μου την αλλοτινή ζωή μου. ότι όλα τα περασμένα είχαν γίνει ετούτη η στιγμή και οι γονιοί μου - οι πεθαμένοι από χρόνια - βρίσκονταν πάλι εδώ, δίπλα μου, μέσα μου: αόρατοι κι όμως αφάνταστα παρόντες σ' αυτές τις μυρωδιές, σ' αυτό το φως, σ' αυτό το άσπιλο γαλάζιο που το σώμα μου ρουφούσε με όλη τη δύναμη της μνήμης του. ’κουσα το αίμα τους στις φλέβες μου και, αχώριστα, το αίμα του Χάρη - του αδερφού μου που χάθηκε στα είκοσι έξι του χρόνια. Ναι, ένιωσα αυτόν τον άλλο σφυγμό να χτυπάει στον σφυγμό μου και τον νεκρό μου αδερφό να ανασταίνεται στο αίμα μου, όμοια όπως ένιωθα το φως του ουρανού να εισρέει μέσα στη σκοτεινάδα του κορμιού μου και να το πλημμυρίζει. Κι ήταν σαν να αντίκριζα από μέσα τον εαυτό μου - αυτόν τον άγνωστο που ονομάζω "εγώ".
"Γιατί εγώ είμαι ο Χάρης": η φράση αυτή άστραψε στο μυαλό μου, σαν για να κρυσταλλώσει ένα πλήθος σκέψεις που με κυνηγούν από παλιά - όχι δίχως σχέση με το αγέννητο βιβλίο μου. Ήμασταν άνθρωποι του ίδιου καιρού και του ίδιου τόπου, της ίδιας οικογένειας - ήμασταν αδέρφια: δυο πλάσματα ομοούσια, μολονότι εκείνος με περνούσε οχτώ χρόνια, οχτώ χρόνια που μας φαίνονταν άβυσσος σαν ήμασταν παιδιά. Τις ομοιότητές μας τις διακρίναμε άλλωστε όλο πιο καθαρά όσο μεγαλώναμε: ήμασταν και οι δυο τρομερά χαϊδεμένοι - κυρίως από έναν ηλικιωμένο και "μητρικό" πατέρα, που είχε επενδύσει στα δυο παιδιά του όλη τη δύναμή του για αγάπη και όλη τη ζωή που του απέμενε. έτσι, δυσκολευτήκαμε πολύ να βγούμε από το κουκούλι της δικής του προστασίας. Κι όταν, επιτέλους, κάπως το κατορθώσαμε, πληγωθήκαμε και οι δυο βαριά από την επαφή μας με τον έξω κόσμο. Και τώρα πια, ύστερα από τόσα χρόνια, έχω συχνά την αίσθηση πως, αν η μοίρα μας υπήρξε διαφορετική, ήταν μόνο στην επιφάνεια: στο επίπεδο που το λέμε τύχη και που τόσες φορές αποφασίζει χωρίς καμιά αιτία για τη ζωή και για τον θάνατο και για τόσα άλλα.
Αλήθεια, ο Χάρης, αυτό το τρελό αγόρι που τόσο διψούσε για ζωή, θα είχε άραγε δώσει ο ίδιος τέλος στη ζωή του εκείνο το βράδυ του Γενάρη στις Βρυξέλλες, αν όσα έζησε και σκέφτηκε εκείνες τις λίγες μέρες ή εκείνες τις λίγες ώρες είχαν ξετυλιχτεί ελάχιστα διαφορετικά: αν δεν είχε νιώσει έτσι το αδιέξοδο του έρωτά του. αν ήξερε πως αύριο κιόλας θα έβρισκε δουλειά. αν κάποιος από μας είχε βρεθεί κοντά του εκείνη τη στιγμή; Κι αν είχε σωθεί εκείνο το βράδυ, θα ξαναδοκίμαζε μετά; Ποιος το ξέρει. Και τι να πω για τη δική μου δυσκολία - την αδυναμία ίσως - να βρω τη θέση μου σ' αυτόν τον τόπο και σ' αυτόν τον κόσμο, σε τούτη τη ζωή; Τι να πω για την κατάθλιψη και την αφασία που με αφανίζουν κάθε τόσο - αυτή τη σκιά του θανάτου που περνάει περιοδικά πάνω από τη ζωή μου; "Ο Γιαννάκης βαδίζει στα δικά μου ίχνη", έγραφε στον πατέρα μας ο Χάρης, το πρώτο χρόνο των σπουδών του στο Βέλγιο. Τον εκλιπαρούσε να με αναθρέψει αυστηρότερα... Βέβαια, φαινομενικά, τα πράγματα δεν του έδωσαν και τόσο δίκιο: πέρασαν κιόλας περισσότερα από είκοσι έξι χρόνια - περισσότερα απ' όλη τη ζωή του! - που ο Χάρης βρίσκεται κάτω από το χώμα, ενώ εγώ αναπνέω πάντα το αγέρι του βουνού και βλέπω το φως του ήλιου. Όμως, όλα τούτα έχουν άραγε κάποιο νόημα; Κι έπειτα ποιος ξέρει τι μου επιφυλάσσει ακόμα η ζωή; Ποιος μπορεί να μου πει πως θα πεθάνω;
Αλλά η παράξενη φράση όπου συμπυκνώθηκε η σκέψη μου είχε σίγουρα και άλλες ρίζες. Το συλλογίστηκα, καθώς κοντοστάθηκα στην ανηφόρα και θυμήθηκα φευγαλέα μιαν άλλη στιγμή - ήμουν δεν ήμουν είκοσι χρονών: την πρώτη φορά που ξαναβρέθηκα στην Ελλάδα ύστερα από δυο χρόνια ξενιτιάς, ενάμιση χρόνο μετά τον χαμό του Χάρη. Καλοκαίρι του 1961 στις Σπέτσες - και, καθώς κολυμπούσα ξανά σ' εκείνην τη θάλασσα, καθώς ανέβαινα ξανά σ' εκείνο το βουνό και μύριζα τα πεύκα και άκουγα το θρόισμα του ανέμου μέσα στα βελόνια τους, αισθανόμουν ότι τα πάντα σ' αυτόν τον γνώριμο μικρόκοσμο, όπου βυθιζόμουν με αγαλλίαση μαζί και οδύνη, ήταν κατοικημένα από τον Χάρη. Είχα την εντύπωση πως τώρα δα θ' αντίκριζα μπρος μου τη μορφή του, θ' άκουγα τη φωνή του, το ποδοβολητό του αλόγου του να σιμώνει. Θυμόμουν τα τελευταία καλοκαίρια της δεκαετίας του '40, τα πρώτα καλοκαίρια της δεκαετίας του '50, τότε που ερχόμασταν εδώ οικογενειακώς για τις διακοπές, εκείνο το καλοκαίρι που ο Χάρης είχε αγοράσει το δικό του άλογο κι αλώνιζε μ' αυτό όλο το νησί. Και αφηνόμουν στην ψευδαίσθηση πως όλα αυτά γίνονταν τώρα δα ή θα μπορούσανε να ξαναγίνουν, ότι ο αδερφός μου ήταν πάντα εκεί, μαζί με τους φίλους της παρέας του, που οι φωνές τους έφταναν εκείνη τη στιγμή στ' αυτιά μου από τον δρόμο ή την ακροθαλασσιά. Όμως ο Χάρης δεν θα φαινόταν πια ποτέ μπροστά μου και το 'ξερα καλά. Αυτή η βασανιστική απουσία-παρουσία δεν μ' άφηνε να ηρεμήσω. Έτσι φυτεύτηκε στο μυαλό μου η ιδέα πως όσα είχε ζήσει, στοχαστεί, ονειρευτεί εκείνος είχα τώρα αποστολή και χρέος να τα ολοκληρώσω εγώ, γράφοντας γι' αυτά ένα βιβλίο και πρώτα-πρώτα, γιατί κανένας άλλος δεν σκεφτόταν, δεν υπήρχε ίσως να το κάνει. Ναι, εγώ ήμουν ο Χάρης ή, πιο σωστά, ο Χάρης ήταν, ήμουν τώρα εγώ, αφού μόνο εγώ μπορούσα τώρα να δώσω ένα σχήμα στα όνειρα του, ένα σώμα στην ψυχή του που δεν είχε άλλον τρόπο να ξαναζήσει. Η σκέψη εκείνη με τυράννησε κάμποσον καιρό. Κι έπειτα, τα χρόνια πέρασαν, τα γραφτά μου πήραν άλλους δρόμους και το αόριστο εκείνο σχέδιο έμεινε απραγματοποίητο, όπως και τόσα άλλα.
Αλλά η ιδέα δεν έσβησε ποτέ μέσα μου εντελώς. Ξύπνησε και πάλι πρόπερσι, καθώς ξαναδιάβαζα τα γράμματα του Χάρη που σώθηκαν στα χαρτιά μου: αυτήν την εκ βαθέων εξομολόγηση προς εμάς, την οικογένειά του, όπου αγωνιζόταν, σχεδόν καθημερινά, να βάλει όλον του τον εαυτό και να γεμίσει έτσι το χάσμα που είχε ανοίξει η ξενιτιά. Ξανάβρισκα εδώ τον κόσμο μέσα στον οποίο είχα κι εγώ γεννηθεί και μεγαλώσει: το σπίτι, τους γονιούς μας, τους συγγενείς και την Αθήνα, μαζί με αμέτρητα περιστατικά εκείνης της εποχής - τα πιο πολλά από καιρό λησμονημένα. Και μου φαινόταν πως ο Χάρης γύριζε από τη χώρα του θανάτου για ν' αναστήσει και να μου χαρίσει ένα θαμμένο μέρος της δικής μου ύπαρξης. Να λοιπόν που εκείνος ήμουν εγώ και γι' αυτόν το λόγο: πως δοκιμάζοντας να ξαναδώ το πρόσωπό του, διέκρινα καλύτερα και το δικό μου πρόσωπο και πώς, αν κατάφερνα να σώσω κάτι από εκείνον, θα έσωζα συγχρόνως κάτι από μένα, από τον δικό μου χαμένο χρόνο. Και γιατί άραγε, αν όχι ακριβώς γι' αυτό, έγραψα κάποια βιβλία; Γιατί γράφω τώρα τούτες τις γραμμές;
Ωστόσο, ενώ συνέχιζα να ανεβαίνω το βουναλάκι, άρχισα να συναισθάνομαι ότι αν όλες αυτές οι σκέψεις και οι αναμνήσεις ξεσηκώθηκαν ξάφνου μέσα μου ετούτο το πρωί, αν ήρθαν όλες να συναντηθούν στη φράση που σημείωσα, αν αυτή η φράση σχηματίστηκε στο νου μου, το πράγμα δεν έγινε ξεκάρφωτα. Η άμεση αφετηρία τους δεν βρισκόταν μόνο σ' αυτό το φως που έμοιαζε να καταργεί χώρο και χρόνο, αλλά και σε μιαν αίσθηση που δοκίμασα μόλις την περασμένη νύχτα: σ' ένα από εκείνα τα όνειρα του ξύπνου που τόσο συχνά μπερδεύονται με τα όνειρα του ύπνου. Αλήθεια, πως δεν το θυμήθηκα νωρίτερα; Χτες βράδυ, λίγο προτού κοιμηθώ, στριφογύριζε πάλι στο μυαλό μου η εικόνα του Δίκωλου: του προσώπου με το διπλό σώμα, στο λαϊκό θέατρο του παλιού ποντιακού καρναβαλιού του Δωδεκάμερου, το οποίο κουβαλάει μόνιμα στη ράχη του το σώμα του νεκρού αδερφού του. Αναμετρούσα άλλη μια φορά την αποφασιστική σημασία που πήρε στη σκέψη μου αυτή η φιγούρα όταν έγραφα το Καρναβάλι και Καραγκιόζης (μαζί, βέβαια, με την πρωταρχική διαίσθηση του ρώσου στοχαστή Μιχαήλ Μπαχτίν, που πρώτος αυτός μίλησε για το "δισωματικό σώμα" στο καρναβάλι και μου έδωσε την ιδέα του βιβλίου μου). Λογάριαζα πόσες απόψεις και αναπτύξεις αυτής της μελέτης - η ίδια η ουσία της - σχηματίστηκαν και ωρίμασαν γύρω από αυτόν τον πυρήνα. Και τότε - κόντευα πια να αποκοιμηθώ - σκέφτηκα τον Χάρη. Κατάλαβα αιφνίδια πώς, αν δεν κουβαλούσα μες μου τον θάνατο του αδερφού μου, αν δεν ήμουν κατά κάποιον τρόπο εγώ ο ίδιος ένα Δίκωλον, δεν θα είχα ποτέ μιλήσει έτσι για το καρναβάλι, δεν θα είχα ποτέ γράψει αυτό το βιβλίο, του οποίου όλα τα άλλα - όσα έγραψα και όσα θέλω να γράψω - δεν είναι, το αισθάνομαι, παρά μία προετοιμασία ή μια προέκταση, μια παραλλαγή, μια άλλη εκδοχή. Και συλλογίστηκα πόσο αληθινός είναι ο λόγος ότι, κατά βάθος, δεν γράφουμε σε όλη τη ζωή μας παρά ένα μοναδικό βιβλίο. Ήταν, νομίζω, η τελευταία σκέψη που πρόλαβα να κάνω.
Έτσι λοιπόν: οι στοχασμοί που αρθρώνουμε στο φως της μέρας συνεχίζουν τις αλλόκοτες ιδέες που ψελλίζουμε μέσα στη σκοτεινιά της νύχτας. Οι μελέτες μας ξεκινούν από τα όνειρά μας και τα προεκτείνουν οι θεωρίες μας πηγάζουν από τα βιώματά μας - είναι ένας άλλος τρόπος να πούμε τη ζωή μας και συνάμα ένα φως που ρίχνουμε πάνω στη ζωή μας. Όπως τα πλάσματα της φαντασίας αντλούν τη μορφή τους από τη σάρκα και το αίμα της ανθρώπινης εμπειρίας μας και συνάμα δίνουν σ' αυτήν την εμπειρία μια μορφή.

Δευτέρα, 11 Ιουνίου 1990 ξημέρωμα. Σκύρος
[...] Όμως, τι γυρεύω να κάνω; Το βιβλίο μου για τον Χάρη, το βιβλίο που εγώ μπορούσα να γράψω για τον Χάρη, δεν βρίσκεται άραγε πίσω μου, δεν είναι άραγε ακριβώς το Καρναβάλι..., το αφιερωμένο - όχι βέβαια τυχαία - στη δική του πρώτα μνήμη; Μιλώντας εκεί, με τον τρόπο της μελέτης, για κάποια πράγματα έξω από μένα, δεν μιλούσα άραγε συγχρόνως για τον Χάρη και για μένα; Και το βιβλίο που λαχταράω να γράψω, που άρχισα ίσως να το γράφω μ' αυτή την ήδη παλιά εγγραφή του Δεκεμβρίου - πέρασαν από τότε σχεδόν τέσσερα χρόνια - για να το αφήσω πάλι, άραγε τι θα είναι; Απομνημόνευμα; Αυτοβιογραφικό αφήγημα; Ή μήπως ένα μυθιστορηματικό δοκίμιο; Κάτι σαν μυθιστόρημα - ή πάλι ένα είδος μελέτης; Και άραγε θα γραφτεί ποτέ; Γιατί λοιπόν δεν αποφασίζω να το βάλω μπρος όλα αυτά τα χρόνια - μόνο κρατάω σημειώσεις και καταγράφω σκέψεις σ' αυτό το ημερολόγιο; Γιατί αντιστέκομαι στην ιδέα να γράψω αυθόρμητα για τη ζωή μου και μοιάζω πάντα να ψάχνω ένα άλλο θέμα που όλο μου ξεφεύγει;
Δεν ξέρω. Ξέρω μονάχα πως για να κρατήσω μέσα μου ζωντανές τις παλιές μελέτες μου - τώρα που εκείνες έχουν τελειώσει και κείτονται τυπωμένες στο άψυχο χαρτί - έχω ανάγκη να τις "ξαναγράψω" με άλλον τρόπο. να τους δώσω μια νέα πνοή, βγαλμένη - από πού αλλού; - από τη ζωή μου. που θα πει, να ξανασκεφτώ με τη σημερινή μου πείρα όλα όσα έγραψα, όλα όσα έζησα. Κι αυτό δεν θα το πετύχω αληθινά, παρά μονάχα γράφοντας ένα άλλο βιβλίο (ή, ίσως συνεχίζοντας το ίδιο μοναδικό και πάντα ατελείωτο βιβλίο), όπου θα αναζητώ πρώτα τον εαυτό μου: το ίδιο που είμαι, μέσα στο άλλο που δεν πάω να ανακαλύπτω μέσα μου, που δεν παύω να γίνομαι κάθε μέρα.
Ναι, όσο περνούν τα χρόνια, το νιώθω όλο πιο καθαρά: για να πω κάτι καινούργιο για το Δίκωλον, πρέπει τώρα να διηγηθώ την ιστορία μου, την ιστορία του Χάρη. Για να κοιτάξω πιο βαθιά τον κόσμο και να μιλήσω πιο σωστά γι' αυτόν και για τ' αμέτρητα πράγματά του, πρέπει πρώτα να κοιτάξω μέσα μου: να μιλήσω για μένα μέσα στον κόσμο - γι' αυτόν τον κόσμο μέσα μου.

ΤΟ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΞΩ
ΤΟ ΕΙΔΩΛΟ ΤΟΥ ΜΠΟΥΦΕ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΤΖΑΜΙ της μικρής, καθημερινής τραπεζαρίας ερχόταν να ενωθεί τα χειμωνιάτικα απογεύματα, σαν έπαιρνε να βραδιάζει, με τα μεγάλα φοινικόδεντρα του διπλανού κήπου, που άπλωναν στο σύθαμπο τα σκοτεινά κλωνιά τους και γύρευαν, λες, ν' αγκαλιάσουν το παλαιικό εκείνο έπιπλο και όλο το δωμάτιο. Ήταν μια εικόνα που με σαγήνευε μαζί και με τρόμαζε, αυτός ο μπουφές που γινόταν έξαφνα διπλός, σαν να 'βγαινε έξω χωρίς να φεύγει από τη θέση του, κι έμοιαζε να αιωρείται στο κενό, ενώ καθρέφτιζε με τη σειρά του, πάνω στο δικό του τζάμι, και το παράθυρο με το δικό του είδωλο και τις σκιές από τα φοινικόδεντρα και τον κρεμασμένο απ' το ταβάνι γλόμπο του ηλεκτρικού, που μόλις είχε ανάψει και πολλαπλασιαζόταν τώρα απεριόριστα σ' ένα αδιάκοπο πήγαιν' έλα ανάμεσα στις δυο γυάλινες επιφάνειες. Έτσι ο γνώριμος, κλειστός, προστατευτικός χώρος της τραπεζαρίας προβαλλόταν στον απροσδιόριστο, ανεξερεύνητο, χαώδη χώρο του κήπου. Κι εκείνος πάλι εισχωρούσε, σκοτεινός και απειλητικός, μέσα στο μικρό δωμάτιο, τυλίγοντας τα πάντα με την αινιγματική του παρουσία, εμφυσώντας σε κάθε αντικείμενο την πνοή του μεγάλου κόσμου. Το μέσα έσμιγε με το έξω σε μια συνεύρεση μυστική που την ένιωθα γεμάτη μύριες δυνατότητες, μύριες υποσχέσεις, αλλά και μύριους κινδύνους. Εικόνα πρωταρχική και ανεξίτηλη στη μνήμη, που με συντροφεύει όπου κι αν βρεθώ.[...]

ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ
[...] Πατρίδα σου είναι τούτο το βιβλίο: η πραγμάτωση του αδύνατου νόστου.
Για να ξαναζήσεις την παιδική σου ηλικία, δεν έχεις άλλον τρόπο παρά να την καθρεφτίσεις σε τούτο το χαρτί, σε τούτο το βιβλίο που το γράφεις με τις σημερινές αισθήσεις σου και τη σημερινή σου γνώση, με τη εμπειρία της ηλικίας και τον αγώνα να κατακτήσεις την ωριμότητα, με όλα όσα έχεις μαζέψει ως τώρα στη ζωή σου. Καλύτερα: σε τούτο το βιβλίο πρέπει ν' αντικαθρεφτιστούν αμοιβαία ο παιδικός σου εγωκεντρισμός και η υπέρβαση του εγώ, το άνοιγμα στον άλλον που χαρακτηρίζει ίσως την ωριμότητα. Το ρίζωμα του εγώ μέσα σε όλα τα πράγματα που σου επέτρεπε να βρεις παντού μια πατρίδα και η απόσταση απ' όλα τα πράγματα και από το εγώ που σε προετοιμάζει να αποχαιρετήσεις τον κόσμο και να χαθείς πάλι στην απεραντοσύνη του.
Τώρα λοιπόν το καταλαβαίνεις: για να ξανάβρεις τον πρώτο εαυτό σου, πρέπει να απαρνηθείς τον πρώτο εαυτό σου. να ανοιχτείς στον κόσμο, όχι για να τον κατακτήσεις, αλλά για να το αφήσεις να σε πλημμυρίσει με τη δική του ομορφιά - και να πεις αυτή την ομορφιά.
Για να ξανάβρεις εκείνη την αιωνιότητα, πρέπει να απαρνηθείς την αιωνιότητα και να περάσεις από τον χρόνο. Και για να ξανάβρεις εκείνη την αθανασία, πρέπει να περάσεις από την παραδοχή του θανάτου.
Για να βρεις την πατρίδα σου, πρέπει να ταξιδέψεις σε άλλους τόπους, που σου δείχνουν καλύτερα ποιος είναι ο τόπος σου. όπως στα παιδικά σου χρόνια ο κήπος έξω από το σπίτι, η γειτονιά γύρω από τον κήπο, η πόλη πέρα από τη γειτονιά κι ακόμα παραπέρα ο κόσμος, που σου φανερωνόταν κάθε μέρα πιο μεγάλος, σ' έκαναν, όσο τους εξερευνούσες, να γνωρίζεις πιο καλά και ν' αγαπάς περισσότερο το σπίτι σου.
Και για να βρεις τον εαυτό σου, πρέπει να βγεις από τον εαυτό σου και να περάσεις από τον άλλον.
Πατρίδα σου είναι η έξοδος από τον εαυτό σου, που σου επιτρέπει ν' αντικρίσεις τον εαυτό σου με το βλέμμα του άλλου. Το ταξίδι, που σου χαρίζει άλλα μάτια για να δεις τον τόπο σου. Ο χρόνος, που μεταμορφώνει συνεχώς τον άνθρωπο που ήσουν στον άνθρωπο που γίνεσαι. Τούτο το βιβλίο, όπου ταξιδεύεις μέσα στον χρόνο αναζητώντας τον εαυτό σου - όπου χαρίζεις τον εαυτό σου στον άλλον, για να καθρεφτίσει πάνω του τον δικό του εαυτό.
Πατρίδα σου είναι η περιπλάνηση, όπου βγαίνεις από τον εαυτό σου για να συναντήσεις το άλλο. όπου γίνεσαι άλλος για να βρεις τον εαυτό σου.
Μοναδική πατρίδα σου είναι ο έρωτας και ο θάνατος.


Διακρίσεις: 

Β΄ Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου (1986).

Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού Διαβάζω (1995).

Βραβείο Δοκιμίου του περιοδικού Διαβάζω (2010). (το αρνήθηκε εξαιτίας ψυχοφθόρων προστριβών μεταξύ υποψηφίων που ακύρωναν το νόημα της βράβευσης την ώρα όπου ο τόπος βυθιζόταν σε μια πρωτόγνωρη κρίση).

Βραβείο για την ακτινοβολία της γαλλικής γλώσσας και λογοτεχνίας από τη Γαλλική Ακαδημίας (2017).

Παράσημο του Ιππότη της Τάξεως Γραμμάτων και Τεχνών της Γαλλικής Δημοκρατίας (2017).