Ομιλία Χανς Αϊντενάιερ κατά την παραλαβή του βραβείου Διδώ Σωτηρίου


Ομιλία Χανς Αϊντενάιερ κατά την παραλαβή του βραβείου Διδώ Σωτηρίου

Γραφή κι ανάγνωση στην ελληνική κουλτούρα (της) ακοής

Για να μπορέσει ένας αναγνώστης να διαβάσει ένα γραπτό ή τυπωμένο κείμενο χρειάζεται τα λεγόμενα αναγνωστικά βοηθήματα (Lesehilfen), συνήθως δηλαδή μια οπτική παύση στον χωρισμό των λέξεων, καθώς και τα διάφορα σημάδια της στίξης, όπως η τελεία, το κόμμα, η άνω ή διπλή τελεία και το ερωτηματικό στα πεζά κείμενα, στη δε ποίηση τη διακοπή των αράδων που δείχνει τη μετρική δομή. Αλλά όταν συνειδητοποιούμε ότι από τα γραπτά κείμενα της Αρχαιοελληνικής γραμματείας απουσιάζουν όλα αυτά τα απαραίτητα για την ανάγνωση βοηθήματα (τα αναγνωστικά), καταλαβαίνουμε ότι η καταγραφή των κειμένων αυτών έχει μόνον αξία αρχείου και δεν προσφέρεται για ανάγνωση. Επιπλέον τα κείμενα αυτά παραδίδουν σε γραπτή μορφή μόνον τον καθαρό και «κατά λέξιν» λόγο και δεν προσφέρουν καμία βοήθεια για την προφορική τους εκτέλεση – performance – ενώπιον ακροατών, εφόσον δεν σημειώνουν διακριτικά ως προς τα ανεβάσματα και τα κατεβάσματα του τόνου ούτε σχετικά με τις μακρόχρονες και βραχύχρονες συλλαβές, πράγμα που σημαίνει ότι από τα κείμενα αυτά απουσιάζει κάθε ίχνος της μουσικής επένδυσης που είναι και αυτή απαραίτητη συνοδός σε κάθε απαγγελία των κειμένων.

Το εντυπωσιακό ωστόσο και αξιοσημείωτο εδώ είναι ότι τούτες οι ελλείψεις ποτέ δεν αναγνωρίστηκαν ως ελλείψεις, που θα έπρεπε με κάποιο τρόπο να γίνει προσπάθεια να αναιρεθούν.

Από όλα αυτά συνάγουμε τελικά το συμπέρασμα ότι: Η γραφή είναι μεν ένα πολύτιμο εργαλείο με την ιδιαίτερη δυνατότητά της να συμβάλει στην αρχειοθέτηση κειμένων του ποιητικού και έρρυθμου πεζού λόγου, δεν μπορεί ωστόσο ποτέ να λειτουργήσει ως ανασταλτικό στοιχείο που θα αμφισβητήσει την προτεραιότητα της κουλτούρας της ακοής.

Τα κείμενα που μπήκαν λοιπόν στη διαδικασία της γραπτής τους αποτύπωσης δεν ενδείκνυνται ούτε έχουν προοριστεί ποτέ για μια σιωπηλή ανάγνωση, αλλά μπορούν να αναγιγνώσκονται μόνον από έναν αναγνώστη-ακροατή, αν απαγγέλλονται στη σωστή μορφή τραγουδιστά ή εμμελώς όπως προβλέπονταν από τον ποιητή ή συνθέτη πεζού λόγου. Με άλλα λόγια ό,τι διαβάζουμε σήμερα, τότε το άκουγαν.

Ο μεν αναγνώστης-τραγουδιστής κάνει τα λόγια να ηχούν, καθώς οδηγεί το προκαθορισμένο ύψος και τη διάρκεια του τόνου σε μια ορθή και έντεχνη ανάγνωση-απαγγελία. Ο δε αναγνώστης-ακροατής εκπαιδεύτηκε κάποτε, ώστε να είναι σε θέση όχι μόνο ακούγοντας να προσλαμβάνει τον ποιητικό ή έρρυθμο λόγο σωστά, αλλά και να εκφωνεί ο ίδιος τον λόγο αυτό με ένα είδος οικείας χρήσης. Αυτό αφορά όχι μόνο τους ομηρικούς εξάμετρους στην αιολο-ιωνική διάλεκτο, των οποίων η απαγγελία ανήκε στους ραψωδούς, αλλά και τη λυρική ποίηση των «ποιητών», καθώς και τα κείμενα των τραγωδιών και κωμωδιών, όταν εκφωνούνταν από επαγγελματίες ηθοποιούς, που απήγγελλαν με συνοδεία μουσικών οργάνων.

Και όποιος, ως κύριος του οίκου του, θα ήθελε να φροντίσει να παρουσιάσει, στο πλαίσιο ενός συμποσίου, μια ανάγνωση ορισμένων κειμένων, θα έπρεπε να επιφορτίσει τον «οικιακό» επαγγελματία υπάλληλο, δηλαδή τον «παίδα του σπιτιού», να εξασκηθεί αρκούντως στα κείμενα αυτά, να τα μάθει δηλαδή απέξω και να τα εκφέρει με τον απαιτούμενο και κατάλληλο ρυθμό του πεζού λόγου στους ακροατές του συμποσίου. Ο δεσπότης του οίκου δεν θα τα απήγγελλε ο ίδιος, επειδή η έρρυθμη ανάγνωση δίχως τα αναγνωστικά βοηθήματα ισοδυναμούσε με αποκρυπτογράφηση. Επιπλέον ο κίνδυνος να γελοιοποιηθεί στην εμμελή απαγγελία ήταν μεγάλος, αν π.χ. δεν διέθετε την κατάλληλη φωνή. Και αυτό, παρόλο που ο κύριος του σπιτιού, αν μάλιστα ονομαζόταν Πλάτων ή Αριστοτέλης, ήταν γνώστης τόσο της ανάγνωσης όσο και της γραφής.

Οι δε «παίδες» αυτοί διέθεταν μεν τις απαιτούμενες ειδικές γνώσεις σχετικά με την ανάγνωση στον περιορισμένο αυτόν τομέα, δεν χρειαζόταν όμως να διεισδύσουν βαθύτερα στο κείμενο που είχαν να παρουσιάσουν. Ανάγνωση έκαναν, απήγγελλαν. Δεν διάβαζαν όπως το κάνουμε σήμερα. Δεν μελετούσαν.

Για να θυμηθούμε εκείνη την επικριτική παρατήρηση ενός συμποσιαστή στα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα, όπου γίνεται λόγος για το ότι οι ραψωδοί είχαν μεν την ικανότητα να παρουσιάζουν τα έπη του Ομήρου, κατά τα άλλα όμως ήσαν «ηλίθιοι».

Επειδή ο καθημερινός προφορικός λόγος με τα στοιχεία της τοπικής ή υπερτοπικής διαλέκτου δεν καταγραφόταν σχεδόν ποτέ, τα κείμενα που έχουν αρχειοθετηθεί στα παπυρικά ειλητάρια ή στις πέτρινες στήλες, είναι έτσι κι αλλιώς πάντα ντοκουμέντα του ποιητικού ή έρρυθμου λόγου. Και για να προσληφθούν και να κατανοηθούν από ακροατές, έπρεπε να εκφέρονται με τη μουσική τους επένδυση. Μια μουσική επένδυση που την είχε ορίσει ο ποιητής ή συνθέτης ή λογογράφος γράφοντας τον λόγο του, και που την είχε μάθει ο ακροατής, όταν εξασκούνταν στο μάθημα της ακρόασης.

Αυτό τελικά σημαίνει: Μόνον αν ο μαθητής είχε εξασκηθεί στο να ακούει ορισμένα κείμενα κατά την προορισμένη αντίληψη του συνθέτη και την ανάλογη μουσική επένδυση, και στη συνέχεια τα είχε αποστηθίσει και αποθηκεύσει στη μακράς διαρκείας μνήμη του, τότε μόνον θα είχε τη δυνατότητα να παραιτηθεί από βοηθητικές επεμβάσεις στη γραπτή μορφή ενός κειμένου, όπως π.χ. από τα μεσοδιαστήματα ανάμεσα στις λέξεις.

«Αναγνώστες» με τη σημερινή σημασία της λέξης δεν συναντούμε. Κι αν τότε το ρήμα «αναγιγνώσκω» είχε τη σημασία «αναγνωρίζω εκ νέου» (recognosco), γίνεται φανερό ότι για τούτη τη διαδικασία πρέπει να προϋπήρξε κάποιο «προσλαμβάνω ή προσέλαβα γνώση» (cognosco). Στη διάρκεια ενός στοιχειώδους σχολικού μαθήματος, κατά το οποίο διδασκόταν ανάγνωση και γραφή, τόσο η ανάγνωση όσο και η γραφή, λειτουργούσαν τότε με πορεία εντελώς αντίθετη προς το σήμερα. Ό,τι διδασκόταν και ό,τι έπρεπε να εμπεδωθεί ήταν η καθοδήγηση του μαθητή στο να επαναφέρει στη μνήμη του το κείμενο εκείνο που εξασκήθηκε να το ακούει στη μουσική του επένδυση εντέχνως. Οι μαθητές τελικά δεν είχαν μάθει να διαβάζουν ή να γράφουν, ώστε αργότερα να μπορούν οι ίδιοι να διαβάζουν και να γράφουν.

Οι κέρινες πλάκες, που μας σώθηκαν από τα εγκύκλια μαθήματα της Ελληνιστικής εποχής στην Αίγυπτο, αποδείχνουν ακριβώς αυτό: Στο μάθημα οι μαθητές διδάσκονταν καταρχήν τα μεμονωμένα γράμματα και τους συνδυασμούς τους της αλφαβήτας, στη συνέχεια ξεχωριστές λέξεις – και μάλιστα στον τύπο με τον οποίο παραδίδονταν στο κείμενο! Και έπειτα απλές προτάσεις που γράφονταν και μαθαίνονταν… από στήθους.

Ο μαθητής, δηλαδή, αρχειοθετούσε τα κείμενα αυτά, φυσικά όχι στην κέρινη πλάκα του ούτε βέβαια σε χαρτί, αλλά αντίθετα έσβηνε από την πλάκα του τούτο το κείμενο, αμέσως μόλις το μάθαινε απέξω στην καλλιτεχνική του μορφή και το είχε καταχωρήσει στη μνήμη του, για να καταγράψει ένα νέο κείμενο. Άρα η «βιβλιοθήκη» ήταν στο μυαλό ενός εκάστου μαθητή, ήταν κειμενοθήκη και δεν βρισκόταν σε κανέναν πάπυρο που θα μπορούσε να έχει στην κατοχή του. Επειδή όμως ήξερε ότι αυτά τα κείμενα, που τα είχε μάθει απέξω και τα είχε αποθηκευμένα στη μνήμη του, υπήρχαν και σε γραπτή μορφή σε πάπυρο, μπορούσε, αν είχε στη διάθεσή του τα ανάλογα χρηματικά μέσα, να δώσει να του τα αντιγράψουν.

Πού όμως είχαν μάθει αυτοί οι παίδες, που εντωμεταξύ είχαν εξελιχτεί σε επαγγελματίες αναγνώστες, οι ίδιοι ανάγνωση και γραφή; Είχαν, ως ανελεύθεροι νέοι, πρόσβαση σε δημόσια συστήματα στοιχειώδους εκπαίδευσης;

Πρόσφατες έρευνες της επιστήμης το πιστοποιούν αυτό. Το επάγγελμα του δασκάλου στοιχειώδους εκπαίδευσης θα μπορούσε να το εξασκήσει ο καθένας, αν είχε τα ανάλογα εφόδια, επειδή το μάθημα αυτό δεν ήταν βέβαια δωρεάν. Τούτοι οι «γραμματιστές», όπως ονομάζονταν, δεν είχαν και τόσο καλή φήμη, επειδή ήταν αναγκασμένοι να αγωνίζονται για τον καθημερινό «οβολό» τους μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου. Αλλά τους έφερναν σε δύσκολη θέση και οι ανταγωνιστές τους. Με άλλα λόγια: η ποιότητα του μαθήματος δεν εξαρτιόταν μόνον από την ποιότητα και τις γνώσεις του δασκάλου, αλλά και από τα μέσα που θα επενδύονταν για να βρεθεί ο καλύτερος και ακριβότερος δάσκαλος, ώστε να διδάξει καλά και με συνέπεια το μάθημα.

Επιπλέον, υπάρχουν αρκετές ενδείξεις για το ότι ένα μεγάλο μέρος των πολιτών μπορούσε να έχει συμμετοχή στη στοιχειώδη βασική εκπαίδευση, να μάθει δηλαδή γραφή και ανάγνωση. Και αυτό οδήγησε την επιστήμη στη Δυτική Ευρώπη στα νεότερα χρόνια, μετά την Αναγέννηση στην Ιταλία, να θεωρήσει ότι οι γνώσεις αυτές ήταν σε καθημερινή χρήση. Γενικώς μάλιστα, γίνεται λόγος για μια σχετικά πρώιμη μετάβαση από την προφορικότητα στη χρήση της γραφής, καθώς και για την εξέλιξη της ελληνικής κουλτούρας της προφορικότητας σε μια κουλτούρα γραφής. Σ’ αυτήν τη γνώμη αντιτίθεται όχι μόνον η προαναφερθείσα έλλειψη κάθε είδους αναγνωστικών βοηθημάτων αλλά και η απουσία ενδείξεων για τον τρόπο της μουσικής επένδυσης.

Εκτός από αυτό πρέπει να επιστήσουμε την προσοχή μας και στο γεγονός της συνεχούς και διατηρούμενης παρουσίας μιας ελληνικής κουλτούρας ακοής από την αρχαιότητα, κατά τη διάρκεια του μεσαίωνα, ως και το κατώφλι της νεότερης εποχής. Μιας κουλτούρας της ακοής, απέναντι στην οποία η κουλτούρα της γραφής σαφώς υποτασσόταν και ήταν πάντοτε σε δευτερεύουσα θέση.

 

Η Νεοελληνική γραμματεία εξελίσσεται τον 19ο αιώνα σε ευρωπαϊκή τέχνη του λόγου και ονομάζεται λογοτεχνία εν αντιθέσει προς το ευρωπαϊκό literature, Literatur, letteratura και Belles Lettres, από τα λατινικά litterae, τα γράμματα. Όταν όμως κυριαρχεί ο λόγος, η λογοτεχνία αυτή έχει άλλες αντιλήψεις και απαιτήσεις έναντι της γραφής και της ανάγνωσης. Και όταν εγκαταλείψαμε την αρχή «ό,τι διαβάζουμε το ακούμε», οπότε γίναμε και εμείς αναγνώστες με τα μάτια, αφήνοντας την ανάγνωση με τα αυτιά, δηλαδή τον αναγνώστη-τραγουδιστή και αναγνώστη-ακροατή, προσαρμοστήκαμε επιτέλους και εμείς στην Ευρωπαϊκή κουλτούρα της γραφής.

Στη λαϊκή παράδοση όμως ανθεί ως σήμερα, δίπλα στη λογοτεχνία, η «μελοτεχνία» (τέχνη του μέλους) και η «ρυθμοτεχνία». Οι ρίζες του Νεοελληνικού πολιτισμού βρίσκονται ακριβώς εδώ. Και όταν παρατηρούμε ότι και σήμερα σε κάθε γλέντι, σε κάθε γιορτή οι Έλληνες πιάνουν αμέσως το τραγούδι και στήνουν τον χορό, συνειδητοποιούμε πως αυτή η παράδοση της πλατωνικής ενότητας του μέλους «λόγος, αρμονία και ρυθμός» δεν είναι μόνο παμπάλαια, αλλά και ένα από τα πιο σταθερά στοιχεία της ελληνικής κουλτούρας όλων των αιώνων.

Μετάφραση από τα Γερμανικά Νίκη Eideneier