ΖΑΡΟΚΩΣΤΑ ΚΑΤΕΡΙΝΑ


ΖΑΡΟΚΩΣΤΑ ΚΑΤΕΡΙΝΑ

Σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Κοινωνική Ψυχολογία στην ECOLE PRATIQUE DE PARIS
Από το 1979 ως το 1993 συνεργάστηκε με την Κρατική Ραδιοφωνία, αρχικά με το Γ΄ Πρόγραμμα του Μάνου Χατζιδάκι, και στη συνέχεια με το Α΄ Πρόγραμμα, σε εκπομπές πολιτιστικού περιεχομένου. Συνεργάστηκε επίσης με την Κρατική Τηλεόραση (ΕΤ1), ως σεναριογράφος (ΚΟΧΛΙΑΣ, ΤΟ ΚΟΥΤΙ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ, Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΜΕΡΑ), ως συντονίστρια συζήτησης σε εκπομπή με αντικείμενο προβλήματα εφήβων και ενηλίκων (ΜΙΚΡΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ) και ως σύμβουλος ενημερωτικής εκπομπής (ΥΜΕΙΣ ΚΑΙ ΗΜΕΙΣ).

Υπεύθυνη βιβλιοπαρουσίασης στο περιοδικό Elle (1993 - 2000) και στο περιοδικό Θητεία.

Δίδαξε Γαλλική γλώσσα στην ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΗ ΛΕΣΧΗ ΑΘΗΝΩΝ και Ελληνική γλώσσα και πολιτισμό σε Αμερικανούς φοιτητές στο ΑΡΚΑΔΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ.

Συνεργάστηκε με τις εφημερίδες ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ, ΝΕΑ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ, ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - περιοδικό ΕΨΙΛΟΝ και με τα περιοδικά ΤΕΤΑΡΤΟ, ΔΙΑΒΑΖΩ, Η ΛΕΞΗ, ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ, ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ, ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ και τα ΔΕΚΑΤΑ. Υπήρξε μέλος της Συντακτικής Επιτροπής του λογοτεχνικού περιοδικού ΡΕΥΜΑΤΑ

Διατέλεσε μέλος του ΔΣ της Εταιρείας Συγγραφέων. Είναι μέλος της κριτικής επιτροπής για το Athens Prize for Literature, όσον αφορά το ελληνικό μυθιστόρημα.

 Πληροφορίες: 
Όνομα:  ΚΑΤΕΡΙΝΑ
Επίθετο:  ΖΑΡΟΚΩΣΤΑ
Εργογραφία: 

Πεζογραφία

ΟΣΟ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΓΑΤΟΙ, νουβέλα για παιδιά. Κέδρος 1983, Καστανιώτης 1997, 3η έκδοση 1999.
Όπου οι γάτοι αποδεικνύονται ωριμότεροι απ΄ τους ανθρώπους, γίνονται φίλοι με τον χειρότερο εχθρό τους και συγχωρούν αυτούς που αγαπούν ακόμα κι αν αυτοί τους έχουν πληγώσει.

ΤΟ ΛΕΚΑΝΤΩ, συλλογή διηγημάτων, Χατζηνικολή 1986.
Οκτώ διηγήματα που πραγματεύονται, το καθένα με τον τρόπο του, τη δύσκολη ερωτική ζωή της γυναίκας.

ΤΟΜΕΚ, νουβέλα, Νεφέλη 1992, Καστανιώτης 1998.
Μέσα από την γνωριμία του με την μαντάμ Σουζύ, ξακουστή μάντισσα από την Μικρά Ασία, καθώς και μέσα από τον έρωτα του με την Μάρθα, ο νεαρός Τόμεκ (χαϊδευτικό του Θωμά στα πολωνικά), γιος πολιτικών προσφύγων του Εμφυλίου, βρίσκει επιτέλους αυτό που ποθούσε: μια θέση στον κόσμο.

ΤΟ ΚΑΘΑΡΟ ΧΑΔΙ, νουβέλα, Καστανιώτης 1996, 3η έκδοση 1997.
Δεκαετία του '50, καλοκαίρι, μυρωδιές από πεύκο και σκίνο. Η νεαρή ’Αρτεμις είναι μοιρασμένη ανάμεσα στον έρωτα της για τον σαλπιγκτή του παρακείμενου στρατοπέδου και στην ερωτική φιλία που την συνδέει με τον πρώτο της εξάδελφο.

ΕΝΑ ΚΟΜΜΑΤΑΚΙ ΟΥΡΑΝΟΣ, μυθιστόρημα, Καστανιώτης 2000, 11η έκδοση 2004.
Η ιστορία μιας οικογένειας με φόντο τα ενενήντα τελευταία χρόνια του Ελληνισμού. 1908 - 1988. Έρωτες κάτω απ΄ τον αστερισμό του πολέμου, οικογενειακά μυστικά, δυνατά πάθη. Ένα μυθιστόρημα για την απώλεια, τη μνήμη, την ελπίδα, αλλά και για τη δύναμη της αγάπης που υψώνεται πάνω από καταστροφές και πολέμους.

ΜΗΤΕΡΑ ΚΑΙ ΚΟΡΗ, ιστορίες, Καστανιώτης 2005.
Επτά ιστορίες μιλάνε γι' αυτή την πολύπαθη και πολυτραγουδισμένη σχέση. Μετέρα και κόρη: σχέσεις στοργής και εχθρότητας. Ως τη νίκη της μιας πάνω στην άλλη. Ως τη συμφιλίωση. Ως την τελευταία πνοή.

ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ (IN DER SONNE DES MITAGS), διηγήματα, δίγλωσσο έκδοση (ελληνικά και γερμανικά), Νοστός 2005.
Ακόμη και κάτω από τον ήλιο του μεσημεριού που πλημμυρίζει τον κόσμο με φως, λιγοστεύοντας τις σκιές, άνθρωποι και πράγματα δεν είναι μόνον αυτό που δείχνουν. Αυτά τα τρία διηγήματα επιχειρούν να ανιχνεύσουν κάτι από το κρυμμένο εκείνης της ώρας.

ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ, διηγήματα, Καστανιώτης 2009. Έξι διηγήματα με ήρωες που μετεωρίζονται ανάμεσα σε αντικρουόμενες επιθυμίες. Κι όταν φτάσει η ώρα της κρίσης ποιος μπορεί να πει αν αυτό οφείλεται στην πανουργία του έρωτα και της τύχης ή στις παγίδες που έστησαν οι ίδιοι στον εαυτό τους.

ΟΙ ΑΔΕΛΦΕΣ ΡΑΖΗ, μυθιστόρημα, Μεταίχμιο 2016. Πρόκειται για το δεύτερο μυθιστόρημα ενός δίπτυχου (το πρώτο ήταν το "Ένα κομματάκι ουρανός" ) που ασχολείται με την αρχή και την εξέλιξη της ζωής των Μικρασιατών προσφύγων στην Ελλάδα. Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα εσιάζει κυρίως στους Κωνσταντινουπολίτες πρόσφυγες. Ανάμεσά τους οι αδερφές Ραζή, Μέλπω, Τέτα και Χαρίκλεια που ζουν στη μια όχθη και ονειρεύονται την άλλη. Ευτυχισμένες οι μέρες στην Πόλη πριν απ' την Κατστροφή, δύσκολο το ξεκίνημα στην Ελλάδα όπου μετατράπηκαν αυτομάτως σε πολίτες Β΄κατηγορίας, πρόσφυγες. Ακολουθούμε την πορεία της καθεμιάς, διαπιστώνοντας πώς η Ιστορία επηρεάζειτη μοίρα ενός ατόμου. Το βιβλίο αγκαλιάζει και τη δεύτερη γενιά και φτάνει μέχρι την Μεταπολίτευση.

Μεταφράσεις

Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, Η ΧΑΡΙΣΤΙΚΗ ΒΟΛΗ, Χατζηνικολή 1980, 2η έκδοση 2000
Μπορίς Βιάν, ΔΡΑΚΩΛΑΣ, ’Αγρα 1982


Διεύθυνση: 

Κύπρου 25,
153 37 Φιλοθέη


Έτος γέννησης:  1950
Τόπος γέννησης:  Αθήνα
Τίτλος αποσπάσματος:  Ένα κομματάκι ουρανός
Κείμενο αποσπάσματος: 

Ένα κορίτσι από την Μυρίνα

[...] Απ' όπου κι αν το δεις το πράγμα, χωρίς το Μαύρο Βουνό και χωρίς το ξερό ποτάμι ο τόπος θα ήταν άλλος και οι άνθρωποι θα ήταν άλλοι, αφού άνθρωπος και τόπος κάνουν ένα. Απ' το μεγάλο βουνό κατεβαίνει μια αγριάδα που σου πλακώνει την ψυχή. Όμως εκεί στη μέση του Ρέμα συναντιέται με το αεράκι της θάλασσας και γλυκαίνει. Το βουνό μπορεί να είναι τυλιγμένο στο σύννεφο, κάτω στη θάλασσα ο κόσμος αστράφτει απ' τον ήλιο. Και η απόσταση δεν είναι μεγάλη, γιατί το βουνό κατεβαίνει απότομα προς το νερό. Στη στενή λωρίδα που σχηματίζεται ανάμεσα στα πόδια του και στον γιαλό είναι χτισμένη η Μυρίνα, σαν ανοιχτή βεντάλια.
Η γλυκιά αγριάδα του τόπου πέρασε απ' τη φύση στην ψυχή, έφτιαξε χαρακτήρες και θρύλους, κι αυτό σε Τούρκους και Χριστιανούς, γιατί ο Ρέμας και το Καρά Νταγ όλα τα καταλαβαίνουν, εκτός από τις γλώσσες που μιλάνε οι άνθρωποι και τους θεούς που πιστεύουν. Χώρια που απ' την κεφαλή του Ρέμα, εκεί όπου βρέθηκε το ξένο μνήμα, φαίνεται όλο το χωριό! Έτσι τίποτα δεν του ξεφεύγει, όλα τα βλέπει ο Ρέμας, όλα τα γράφει, όλα τα θυμάται. Κι όποιος θέλει, όποιος δεν φοβάται αυτά που θ' ακούσει, ας πάει να τον ρωτήσει[...]

[...] Από τον καιρό που πρωτοβρήκαν το μνήμα του Εβραίου, άνθρωποι ήρθαν, άνθρωποι έφυγαν, μα ο θρύλος εξακολουθεί να ζει, δροσερός, αγέραστος.
Όμως οι προφητείες της Μενεβιάς δεν βγήκαν αληθινές. Καμιά τρομερή συμφορά δεν τους βρήκε. Και τότε, όπως και τώρα, ίδια πέφτει το σούρουπο, ίδια διπλώνουν τα φτερά τους κάθε βράδυ τα καΐκια στο λιμάνι. Η αγριάδα που κατεβαίνει απ' το Καρά Νταγ σμίγει ακόμα με τη γλύκα που ανεβαίνει απ' τη θάλασσα. Ποτέ δεν κρατάει πολύ η κακοκαιρία στη χερσόνησο του Καρά Νταγ. Ποτέ δεν κρατάνε πολύ κι οι συμφορές. Έρχονται και φεύγουν σαν τους μονατζιραίους που κατεβαίνουν καμιά φορά απ' τη Ρούμελη και λεηλατούν σπίτια Χριστιανών και σπίτια Τούρκων με την ίδια λύσσα, γιατί η πείνα δεν λογαριάζει γλώσσα ή θρησκεία, λογαριάζει μόνο τη ζωή. Μα όπως έρχονται κι αυτοί, έτσι φεύγουν. Τίποτα ριζικό δεν έχει χαλάσει την ησυχία του παλιού χωριού.

Κάθε χρόνο τέτοια εποχή, βγαίνουν τα καινούργια φύλλα, ξεπετάγονται και τα καινούργια κορίτσια. Αυτή η Θωμαή, η κόρη του Σωτ'ράκη Τσακίρη, πώς μεγάλωσε μέσα σ' ένα χρόνο! Πώς ψήλωσε, πώς μέστωσε! Περπατάει στο γιαλό καμαρωτή, λυγερή και, αχ, δεν το ξέρει που είναι τόσο όμορφη... Δεν ξέρει τι φωτιές ανάβει στα παλληκάρια που την βλέπουν να περνά... Πηγαίνει στον πατέρα της τις γαλέντζες.
― Πατέρα, λέει η μάνα...
― Κι εσύ πού πας;
― Πάω...
Και χάνεται το κορίτσι - έτσι κι αλλιώς δεν σου χαρίζονται για πολύ αυτές οι ολόδροσες οπτασίες...
Η μικρότερή του, η χαϊδεμένη του, το καζάντιμπι, έτσι τη λένε στο σπίτι. Η νοστιμούλα του, η τσικνισμένη του - πόσα ονόματα βρίσκει η αγάπη! Ένα κορίτσι, τι γλυκό, τι μυστήριο πράγμα! Ένα κορίτσι δικό σου. Αγέρωχο που είναι το στρογγυλό λείο μέτωπο! Στα απαλά μάγουλα, πόσες ευχές συγκεντρώνονται, πόσες ελπίδες! Επειδή την έχουν τόσο χαϊδεμένη, λες γι' αυτό να κάνει όλες αυτές τις σκανταλιές; Πειραχτήρια γίνονται ή εκείνοι που φοβούνται πολύ ή εκείνοι που δεν φοβούνται καθόλου. Και η Θωμαή νιώθει μεγάλη σιγουριά για να φοβάται. Είναι χορτάτη από αγάπη, ξεχειλίζει από αγάπη. Δεν φοβάται τους ανθρώπους, ούτε τον Ρέμα (δεν έχει τίποτα να κρύψει, όχι ακόμα τουλάχιστον), δεν φοβάται ούτε το μνήμα του Εβραίου. Και αυτό γιατί, εκτός από τον πατέρα, τη μάνα, τη θεία Καλυψώ και τις αδελφές της, η Θωμαή έχει μαζί της και τον Χριστό! Ορίστε πώς έχει η ιστορία, κι όποιος θέλει την πιστεύει.
Μια μέρα, όταν η Θωμαή ήταν παιδάκι ακόμα, χώθηκε βαθιά μέσα στον Ρέμα για να μαζέψει, λέει, μορεόφυλλα. Ήξερε πως ήταν απαγορευμένο, αλλά της άρεσε να πλανιέται στο ξερό ποτάμι. Αλλιώς χτυπάει η καρδιά εκεί, αλλιώς μυρίζει ο κόσμος. Κι εκείνη την ημέρα θα 'φτανε μέχρι τα πόδια του βουνού το κορίτσι, αν δεν το σταματούσε το μνήμα του Εβραίου. Πολύ τον λυπόταν τον Εβραίο η Θωμαή, έτσι μόνος του που ήταν μες στις ερημιές? καμιά γυναίκα, κανένας φίλος δεν θα
'ρχόταν ποτέ να κλάψει στο μνήμα του. Και πώς θα συχωριόταν, πώς θ' ανέβαινε η ψυχή του στον ουρανό, αν κάποιος ζωντανός δεν της χάραζε με τα δάκρυά του τον δρόμο; Αποφάσισε να τον κλάψει εκείνη. Προσπάθησε, αλλά δεν έβγαιναν τα δάκρυα. Είπε τότε να προσευχηθεί γι' αυτόν. Αλλά τι προσευχή να πει; Ήταν σίγουρη πως οι ρωμαίικες προσευχές δεν θα του άρεσαν του πεθαμένου. Βρήκε λοιπόν μια δική της. Έκανε μικρά πηδηματάκια γύρω γύρω από τον τάφο, μουρμουρίζοντας λέξεις που της φαίνονταν το ίδιο ακαταλαβίστικες μ' εκείνες που έβλεπε χαραγμένες πάνω στην πέτρα. Κι αυτή ήταν η προσευχή.
Μια μέρα λοιπόν -ήταν καλοκαίρι κι έτρεχε ο ιδρώτας ποτάμι πάνω της έτσι όπως χοροπηδούσε γύρω απ' το μνήμα- εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά της ένας ξένος. Φορούσε βράκα, άρα ήταν απ' τα μέρη τους, αλλά δεν φορούσε φέσι.
― Τι κάνεις εκεί; τη ρώτησε ελληνικά.
― Κάνω την προσευχή μου.
― Δεν ξέρεις τα λόγια;
― Όχι, είναι Εβραίος.
Τότε ο ξένος τής είπε:
― Να λες: "Ιησού Χριστέ Θεού Υιέ Σωτήρα, δέξου τον στην αγκάλη σου".
Και πριν προλάβει η Θωμαή να τον ευχαριστήσει, χάθηκε μέσα στον γειτονικό ελαιώνα.
Η μικρή Θωμαή προσπάθησε φιλότιμα να θυμηθεί τα λόγια της προσευχής. "Ιησού Χριστέ..." έλεγε και δεν θυμόταν παρακάτω. Την άλλη μέρα πήγε πάλι στον τάφο και πάλι προσπάθησε να θυμηθεί. "Ιησού Χριστέ..." έλεγε και ξανάλεγε και ως εκεί έφτανε. Προσπάθησε τότε να κάνει πάλι τη δική της προσευχή, εκείνη την ακαταλαβίστικη με τα πηδηματάκια, μα δεν την ευχαριστούσε πια, γιατί άμα ένα πράγμα βρει το όνομά του, δεν μπορεί να ξαναγυρίσει στην κατάσταση που ήταν πριν.
Και ο ξένος ήρθε στ' όνειρό της. Είχε τώρα την πραγματική του μορφή.
― Μικρή Θωμαή, της είπε, σε στενοχώρησα. Κάνε την προσευχή σου όπως ξέρεις. Το ίδιο είναι. Αφού κι έτσι όπως ήταν μ' έφερε κοντά σου. Αν όμως θέλεις τα λόγια, ψάξε στη δεξιά μεριά του τάφου, στη ρίζα της τελευταίας ελιάς.
Η Θωμαή ξύπνησε με την καρδιά γεμάτη γαλήνη. Μόλις κατόρθωσε να ξεγλιστρήσει, έτρεξε στο μνήμα και στη ρίζα της τελευταίας ελιάς βρήκε μια πέτρα που είχε πάνω της χαραγμένα τα λόγια της προσευχής. Μα κι αυτή η πέτρα δεν ήταν μια απλή πέτρα. Ήταν ένα κομμάτι προσώπου μ' ένα μάτι, μισή σπασμένη μύτη και την αρχή του άλλου ματιού. Τόση δα μικρή, μια παλάμη από άσπρο μάρμαρο - μια απ' αυτές που βρίσκουν κάθε τόσο οι Μυρινιώτες όταν σκάβουν τα χωράφια τους.
Η Θωμαή δεν απόρησε καθόλου που ο Χριστός διάλεξε αυτή την πέτρα και όχι άλλη. Την έβαλε πλάι στο μνήμα και άφησε τους χωριανούς να σπάνε το κεφάλι τους για το πώς βρέθηκε εκεί, ποιος τη χάραξε, ποιος την έφερε, από πού και πότε... Εκείνη γελούσε. Και γελάει ακόμα το πειραχτήρι, κι ας έγινε δεκάξι χρονών κοπέλα.
Δείτε την τώρα, δείτε πώς σκαρφαλώνει στο πλατάνι! Αχ, Θωμαή, Θωμαή! Με τα σαλβάρια σου και το κεντημένο σου κεφαλομάντηλο, τη λυγερή σου μέση, το σφριγηλό σου κορμάκι και τα άτακτα μαλλιά της νιότης... Δείξε μας το χέρι σου. Νομίζεις πως κρατάς τον κόσμο. Το μαγεμένο νερό και τα πρασινούλια πλατάνια και το μυστικό του Εβραίου και τον συμπαντικό χορό και τον Χριστό τον ίδιο. Έτσι μια να κάνεις, τα παίζεις μια ζαριά και φέρνεις εξάρες. Αχ, Θωμαή, Θωμαή, λυγερό, σοφό, ελαφρόμυαλο κατσικάκι!
Από κει πάνω πάντως το κορίτσι τα βλέπει όλα, και αυτά που φαίνονται και αυτά που δεν φαίνονται. Ο ουρανός σκέπει την πλάση, απέραντος απλώνεται πέρα από κει που φτάνει το μάτι, ως τις μεγάλες, άγνωστες ακτές του κόσμου. Και πίσω απ' τη γαλάζια κουρτίνα ο Θεός κρατάει στέρεη την τάξη του Σύμπαντος. Η θάλασσα αστράφτει, δίπτερα, τετράπτερα καΐκια πετούν για την Πόλη, για την Παλασιανή. Ο Ρέμας κατεβαίνει μέχρι τον γιαλό και χωρίζει το χωριό στα δυο. Απ' τη μια ο μαχαλάς του Αϊ-Γιάννη, απ' την άλλη ο μαχαλάς του Αϊ-Γιώργη, πιο πλούσιος αυτός, έχει και τη βρύση με τη μάνα του νερού, αυτού που βρήκαν οι παλιοί κι άφησαν τα βουνά κι ήρθαν εδώ κι έχτισαν τα πρώτα σπίτια - πώς να 'ταν ο κόσμος πριν να γίνει όπως τον ξέρουμε!
Και το καφενείο του πατέρα! Τι ωραία που φαίνεται από δω πάνω! Πρώτο και καλύτερο στην παραλία. Ολόκληρο οχυρό, σπίτι, φούρνος και καφενείο μαζί, στο χωμάτινο μουράγιο μπροστά δεμένο το καΐκι τους- ποιος μπορεί να τους πειράξει; Το κάστρο των Τσακίρηδων, καλά το λέει ο πατέρας. Ναι, όλα τα 'χει η Θωμαή, αυτό σκέφτεται καθώς κατεβαίνει απ' το δέντρο και φορτώνεται το σταμνί με το νερό. Όλα τα 'χει... Μόνο που... αν είχε, αν... αν είχε και μια αγάπη... Ορίστε, το είπε! Και κοκκίνισε. Και για να ξεχαστεί, έπιασε το τραγούδι. Όμως κι εκείνο, π' ανάθεμά το, κι εκείνο για αγάπη μιλούσε...

Η Κατερίνα Ζαρόκωστα γράφει για το τελευταίο της μυθιστόρημα:

Οι Έλληνες που ήρθαν από την Μικρά Ασία το 1922 και ρίζωσαν εδώ και έφτιαξαν περιουσίες και οικογένειες, δεν είχαν να δείξουν στα παιδιά τους το σπίτι ή την πόλη του παππού, τα πατρογονικά χωράφια. Αφού δεν μπορούσαν να τα δείξουν λοιπόν, τα διηγόντουσαν. Αυτές οι αφηγήσεις ήταν φορτισμένες με τόση νοσταλγία και τόσο καημό που έδιναν πλούσια τροφή στη φαντασία. Ανήκοντας στην Τρίτη γενιά Μικρασιατών προσφύγων, άκουσα ιστορίες και από τους παππούδες και από τους γονείς μου. Μεγάλωσα με την εντύπωση - την πεποίθηση ίσως - ότι η αληθινή ζωή είναι αλλού. Κι όσο περνούσαν τα χρόνια, αυτό το "αλλού" δημιουργούσε μέσα μου ένα δικό του χώρο και ταυτόχρονα ένα θεμελιακό κενό που τίποτα δεν μπορούσε να το γεμίσει. Εκεί πήγε και φώλιασε η τέχνη. Έγραφα για να γεμίσω αυτό το κενό, για να μη νιώθω εξόριστη πάνω στη γη. Έγραφα για το σήμερα, για το τώρα, για τα ζητήματα που προβληματίζουν ένα νέο άνθρωπο. Κι οι ιστορίες των παππούδων κοιμόντουσαν όπως κοιμάται -αν κοιμάται! - το κρασί στο βαρέλι.
Όταν άρχισαν να έρχονται στην Ελλάδα οι πρώτοι μετανάστες από τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, όταν είδα τους Κούρδους στην πλατεία Κουμουνδούρου να σκεπάζονται με χαρτόνια για να βγάλουν τη νύχτα, όταν διασταυρώθηκα με τα φοβισμένα μάτια τους, τα πεινασμένα μάτια τους, οι παλιές ιστορίες ξύπνησαν. Ξύπνησαν οι παλιοί νεκροί. Ζητούσαν κάποιον να μιλήσει γι αυτούς. Για να μη νιώθουν ότι πήγε χαμένο το πέρασμα τους πάνω στη γη. Έτσι γεννήθηκε το μυθιστόρημα "Ένα κομματάκι ουρανός", που μιλάει για την απώλεια, τη μνήμη και την ελπίδα. Οι παλιοί Έλληνες πρόσφυγες ήρθαν και συνδέθηκαν με τους ξένους πρόσφυγες και μετανάστες που δέχεται σήμερα η Ελλάδα. Κι έκλεισε ο κύκλος. Μίλησα τόσο για το "αλλού", που έγινε "εδώ". Ο χώρος της νοσταλγίας και του καημού γέμισε κάπως. Κάπως... Γιατί τα βιβλία, όσο "ζωντανά" και να είναι, αντιγράφουν τη ζωή με πολύ μαλακό τρόπο. Αλλιώς θα μας έκαιγαν τα χέρια αντί να μας δροσίζουν τις ώρες.Απόσπασμα του πρώτου κεφαλαίου


E-mail:  kzaroko@otenet.gr