ΣΤΑΪΚΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
Φοίτησα για δύο χρόνια στη Σχολή Καλών Τεχνών του Μετσόβειου Πολυτεχνείου, με δάσκαλο τον Β. Βασιλειάδη, στο τμήμα Εφαρμοσμένων Τεχνών: σκηνογραφία κυρίως. Με το υλικό που συγκέντρωσα έγινα δεκτός στην Ανώτερη Εθνική Σχολή Διακοσμητικών Τεχνών (École Nationale Supérieure des Arts Décoratifs) στο Παρίσι.
Tην πορεία μου στον χώρο της τέχνης χάραξε ο Γιάννης Τσαρούχης, καθώς ακολούθησα τις παραινέσεις του και κατέγραψα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τα εσωτερικά διακοσμητικά μοτίβα (ρυθμούς επίπλων και επιτοίχιες επενδύσεις), αρχιτεκτονικά μέλη (θύρες, παράθυρα) των διαφόρων γαλλικών περιόδων και κυρίως των μέσων του 19ου αιώνα. Έτσι, έκανα μια εξαντλητική καταγραφή σε αρχειακές συλλογές μουσείων και σε βιβλιοθήκες με έντυπο υλικό, κάτι που μου αποκάλυψε σε πιο βαθμό οι καλές τέχνες ήταν αλληλένδετες με το πνεύμα της εποχής και την πολιτική, γεγονός που επηρεάζει τελικά και τα κοινωνικά πρότυπα. Το διάστημα που ακολούθησε, από το 1968 και εξής, εργάστηκα στο Παρίσι, σε διάφορα αρχιτεκτονικά-διακοσμητικά γραφεία, τα οποία είχαν αναλάβει την αποκατάσταση και ανάπλαση ιστορικών και μνημειακών διαστάσεων κτισμάτων, όπως το Chateaux de Ferrières. Εργάσθηκα, επίσης, για ένα διάστημα στον οίκο σύγχρονο επίπλων Knoll, που κατασκεύαζε έπιπλα σύμφωνα με τις νέες τάσεις, που χρησιμοποιούσαν υλικά όπως το αλουμίνιο, το ατσάλι κ.ά.
Από την εποχή εκείνη άρχισα να χτίζω τη βιβλιοθήκη μου, με εκδόσεις που σχετίζονται με την αποτύπωση ιστορικών αρχιτεκτονικών μνημείων της Γαλλίας και με διακοσμητικά μοτίβα που καθιερώθηκαν, ως σήμα κατατεθέν, σε διάφορες περιόδους και πολιτισμούς, τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή.
Δεύτερη Περίοδος (1972–1989)
Το 1972 επανήλθα στην Αθήνα και άρχισα να εργάζομαι στο αρχιτεκτονικό γραφείο του πατέρα μου, Σπύρου Στάικου, όπου και έμαθα εμπράκτως τα μυστικά της οικοδομής. Παράλληλα, εργάστηκα για δύο χρόνια στο εργοστάσιο επίπλων του Σαρίδη, όπου, ως απλός τεχνίτης, δούλεψα το ξύλο – σκαλιστής, λουστραδόρος και κατασκευαστής ξυλουργικών κατασκευών. Έτσι, απέκτησα γνώσεις για κάθε πτυχή της οικοδομής, εσωτερικά και εξωτερικά. Στη συνέχεια, από το 1974, άνοιξα δικό μου γραφείο στην οδό Πάνου Αραβαντινού 10, όπου οργάνωσα και ειδικό χώρο, στον οποίο εξέθεσα δικά μου σχέδια επίπλων, υφασμάτων και άλλων διακοσμητικών υλικών. Πρόθεσή μου ήταν να δείξω στο ελληνικό κοινό, ότι, με την καλλιτεχνική παράδοση που έχουμε, είναι παράδοξο να αναζητούμε και να χρησιμοποιούμε πρότυπα άλλων χωρών, όπως υφάσματα από τη Γαλλία με κλάρες και ανθέμια που δεν θυμίζουν σε τίποτα την ελληνική παράδοση και περιβάλλον.
Σχεδίασα γεωμετρικά μοτίβα, τα οποία τύπωσα σε βαμβακερά υφάσματα και χρωματικούς συνδυασμούς εμπνευσμένα από παλαιά κεντήματα και ελληνικές φορεσιές. Το εγχείρημα αυτό είχε μεγάλη ανταπόκριση και επιτυχία, αφού λειτούργησαν, σε διάρκεια δέκα ετών, σαράντα καταστήματα ανά την Ελλάδα με αποκλειστικά δικά μου διακοσμητικά προϊόντα. Το τέλος αυτής της ιστορίας ήρθε μαζί με την απελευθέρωση των δασμών από τις ευρωπαϊκές χώρες στο πλαίσιο της ΕΟΚ, οπότε η αστική και μεγαλοαστική τάξη προτιμούσε να περιβάλλεται από διακοσμητικά υλικά που να δηλώνουν προέλευση από το εξωτερικό και αισθητική που να συνάδει με τις σύγχρονες τάσεις της μόδας.
Παράλληλα με την επαγγελματική μου δραστηριότητα, άρχισα να εμπλουτίζω τον πυρήνα της βιβλιοθήκης μου με εκδόσεις που έχουν να κάνουν με την ιστορία της ελληνικής τυπογραφίας, από το 15ο αιώνα και μετά. Η συλλεκτική αυτή ενασχόλησή μου με το βιβλίο γρήγορα εξελίχθηκε σε πάθος για τη διερεύνηση της εκδοτικής δραστηριότητας του Γένους, από την Αναγέννηση ως τα πρώτα μεταεπαναστατικά χρόνια. Τα πνευματικά μου ενδιαφέρονται για τους πρωτεργάτες της διάδοσης της ελληνικής σκέψης μέσα από βιβλία που τυπώθηκαν στη Δύση και στην Ανατολή αυξήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τότε που μου ανατέθηκε η μελέτη για την ανάπλαση της ιστορικής βιβλιοθήκης της Μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο. Η εργασία αυτή διήρκεσε δέκα χρόνια και η Βιβλιοθήκη, όπως και το Μουσείο εγκαινιάστηκαν από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Δημήτριο, κατά τον πανηγυρικό εορτασμό των 900 χρόνων (1088-1988) από την Ίδρυση της Μονής.
Τρίτη Περίοδος (1990-2016)
Κατά το διάστημα της δεκαετούς ενασχόλησής μου με τη Βιβλιοθήκη και το Μοναστήρι της Μονής, είχα το χρόνο να εγκύψω στην ιστορία του θεσμού της βιβλιοθήκης, διαχρονικά και πολυπολιτισμικά, οπότε διαπίστωσα και τα μεγάλα κενά που υπάρχουν σχετικά με τις διαφορετικές αρχιτεκτονικές προσεγγίσεις που επιβλήθηκαν από τη μετάλλαξη της μορφής του βιβλίου και τα ποικίλα πνευματικά ρεύματα που χαρακτήριζαν κάθε εποχή. Έτσι, άρχισα να εργάζομαι με σκοπό να συντάξω ένα χρονικό της εξέλιξης του θεσμού της βιβλιοθήκης, τόσο σε βιβλιοθηκονομικό όσο και σε αρχιτεκτονικό επίπεδο, με αφετηρία το 4000 π.Χ. Αποτέλεσμα η πεντάτομη Ιστορία της Βιβλιοθήκης στον Δυτικό Πολιτισμό, που εκδόθηκε από το 2000 ως το 2013, σε ελληνικά και αγγλικά, και τώρα και στην κινέζικη γλώσσα.
Η δημοσιότητα της εργασίας μου στην Πάτμο, μου άνοιξε νέους επαγγελματικούς δρόμους, που έχουν να κάνουν με την αποκατάσταση ή ανάπλαση μνημειακών χώρων ιστορικού ενδιαφέροντος, όπως: η ανάπλαση της Βιβλιοθήκης του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Φανάρι, η μετατροπή του κτίσματος Κωστής Παλαμάς (έργο του Κλεάνθη) σε Εντευκτήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών, η μετατροπή της Ροτόντας του Ιερού Ναού του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος στον Παλατίνο Λόφο στη Ρώμη (5ος μ.Χ. αιώνας) από καθολικό σε ορθόδοξο ναό, το Μέγαρο του Δήμου Αθηναίων κ.ά.
Καθ’ όλο αυτό το διάστημα συνέχισα να εμπλουτίζω την προσωπική μου συλλογή βιβλίων σε δύο επίπεδα: πρωτότυπα βιβλία που έχουν να κάνουν με την εκδοτική δραστηριότητα των Ελλήνων, προ δημιουργίας ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους και βιβλία με μελέτες σχετικά με τυπογραφία και την παραγωγή του βιβλίου σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα, κτίζοντας έτσι, άνευ βιβλιογραφικού οδηγού, την πορεία που ακολούθησε το έντυπο βιβλίο σε διεθνικό επίπεδο.
Ο πλούτος που συγκεντρώθηκε ως προς τις αρχέτυπες και παλαιές εκδόσεις, με βιβλία σπάνια έως και μοναδικά, άρχισε να με προβληματίζει και κυρίως με απασχολούσε η εξασφάλιση του μέλλοντός του. Θεωρώ ότι η συλλογή βιβλίων που αντανακλά την πνευματική ιστορία του Γένους δεν μπορεί να αποτελεί προσωπική υπόθεση, αλλά κτήμα όλων των Ελλήνων και σε συνάρτηση με τη γύμνια των ελληνικών βιβλιοθηκών, αναζήτησα στέγη για το μέλλον της. Αγαθή Τύχη, το Συμβούλιο του Κοινωφελούς Ιδρύματος Αριστοτέλης Σ. Ωνάσης, εισάκουσε την έκκλησή μου και στην έδρα του Ιδρύματος μου παραχώρησε ειδικούς χώρους, στους οποίους αναπτύχθηκαν βιβλιοστάσια για το σύνολο της συλλογής μου. Η βιβλιοθήκη μάλιστα αυτή δεν παρέμεινε ως είχε, αλλά συνεχίζει να εμπλουτίζεται με βιβλία που συμπληρώνουν το αρχικό σκεπτικό δημιουργίας της.
Πληροφορίες: |
|