ΑΡΚΟΥΔΕΑΣ, ΚΩΣΤΑΣ


ΑΡΚΟΥΔΕΑΣ, ΚΩΣΤΑΣ

Μετά από πολλές περιπλανήσεις, επέστρεψε στην πρωτεύουσα και εργάστηκε στο Υπουργείο Πολιτισμού, στο οποίο παραμένει μέχρι σήμερα.

Διατέλεσε μέλος του ΔΣ της Εταιρείας Συγγραφέων.

 Πληροφορίες: 
Όνομα:  ΚΩΣΤΑΣ
Επίθετο:  ΑΡΚΟΥΔΕΑΣ
Εργογραφία: 

ΠΕΖΑ

Ασ' τον Μπομπ Μάρλεϋ να περιμένει, αυτοέκδοση, 1986, εξαντλ.
Η πόλη με τα χίλια πρόσωπα, μυθιστόρημα, Οδυσσέας 1987, εξαντλ.
Τα κατά Αιγαίον πάθη, μυθιστόρημα, Κέδρος 1994
Το τραγούδι των τροπικών, μυθιστόρημα, Λιβάνη 1995
Και πρόσεχε να μην πετρώσεις (1996)

Ποτέ τον ίδιο δρόμο, μυθιστόρημα, Κέδρος 1999
Όλες οι μέρες Κυριακή, διηγήματα, Κέδρος 2000
Αναζητώντας την ιδανική γυναίκα, σειρά «Γράμματα για σένα»,Ελληνικά Γράμματα 2002
Ο Πειρατής, Μυθιστόρημα, Κέδρος 2003
Ο Μεγαλέξανδρος και η σκιά του, Καστανιώτης 2004

Ο αριθμός του Θεού, Καστανιώτης 2008

Τα σιγκλάκια, απάνθισμα μικρών κειμένων, 2010

Παράφορο πάθος, Καστανιώτης 2013

Η πολύχρωμη σβούρα, παραμύθι 2013

Και τώρα δεν είναι αργά 2014

Το χαμένο Νόμπελ – Μια αληθινή ιστορία, 2015. [ Περίληψη: ]

  • Την άνοιξη του 1947, ενώ η Ελλάδα σπαράσσεται από τον Εμφύλιο, ο Νίκος Καζαντζάκης θέτει από κοινού υποψηφιότητα με τον Άγγελο Σικελιανό για το Νόμπελ λογοτεχνίας. Η υποψηφιότητά του συσπειρώνει το συντηρητικό κατεστημένο της εποχής, που βλέπει στο πρόσωπο του Κρητικού συγγραφέα έναν από τους μεγαλύτερούς του εχθρούς. Εναντίον του επιστρατεύονται όλα τα μέσα, θεμιτά και αθέμιτα, προκειμένου να αποφευχθεί η βράβευσή του. Από την άλλη, ο Καζαντζάκης προσπαθεί μόνος του για μια δεκαετία να κατακτήσει το Νόμπελ, αντιμετωπίζοντας θεούς και δαίμονες. Προσωπικές μαρτυρίες, επιστολές, άρθρα, αποσπάσματα από βιβλία και έγγραφα-ντοκουμέντα συνθέτουν ένα πολύχρωμο παζλ, που θα μπορούσε να αποτελεί ένα ευφάνταστο μυθιστόρημα, αλλά δεν είναι παρά η ιστορική αλήθεια. Στο βιβλίο αυτό συναντάμε προσωπικότητες όπως ο Παλαμάς, ο Καβάφης, ο Σεφέρης, ο Ελύτης και ο Ρίτσος, αλλά και διάσημους νομπελίστες όπως ο Έσσε, ο Ζιντ, ο Έλιοτ, ο Χέμινγουεϊ και ο Καμύ. Πάνω απ’ όλα, όμως, γινόμαστε μάρτυρες της οδύσσειας του πνευματικού και πολιτικού κόσμου της Ελλάδας στον 20ό αιώνα, που διήλθε μέσα από τις συμπληγάδες των αντιθέσεων και διαμόρφωσε τις συνθήκες των ημερών μας.

Διεύθυνση: 

Ναυπακτίας 6-8 ,
161 21 Καισαριανή


Έτος γέννησης:  1958
Τόπος γέννησης:  Αθήνα
Τίτλος αποσπάσματος:  ΤΑ ΚΑΤΑ ΑΙΓΑΙΟΝ ΠΑΘΗ
Κείμενο αποσπάσματος: 

Η ρόδα του λεωφορείου από τα Φηρά για την Οία σκόνταψε πάνω σ' ένα αγκωνάρι από τις κατολισθήσεις. Το όχημα τραντάχτηκε και η μάζα των επιβατών κουνήθηκε άτσαλα, σαν ζελές στο πιάτο. Το ραδιόφωνο έπαιζε κρητικές σούστες στη διαπασών. Ο οδηγός μανουβράρισε και άναψε το τσιγάρο του κάτω από ένα μαυροκόκκινο απαγορευτικό καπνίσματος. Κρεμασμένοι από τις χειρολαβές, στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο, οι τουρίστες παράδερναν και το διασκέδαζαν, έχοντας άγνοια κινδύνου. Πρόφεραν την Oία "Όια", ένα λάθος που το άκουγα να επαναλαμβάνεται συνεχώς. Μια συμμορία φρικιών γελούσε μισομεθυσμένα στη γαλαρία. Πάσαραν μεταξύ τους μια μπουκάλα ρακή, η μυρωδιά της οποίας είχε πλημμυρίσει το χώρο. Ένα ισπανόφωνο ζευγάρι είχε κολλήσει ακριβώς μπροστά μου και κουνιόταν ρυθμικά στα σκαμπανεβάσματα. Η πουκαμίσα του άντρα είχε γίνει ένα με τη μουσκεμένη πλάτη του, ενώ το κορίτσι ρουθούνιζε ηδονικά με τα μάτια κλειστά και τα μαλλιά να χορεύουν στο μέτωπο. Σε μια στραβοτιμονιά, κάποια στρίγκλισε. Οι ρόδες πέρασαν σύρριζα τη στροφή, με τον γκρεμό να χάσκει. Το λεωφορείο όρμησε φουριόζικα στην ευθεία που έμοιαζε με κομμάτι ξηράς που χωνόταν μέσα σε θάλασσα.
Φάνηκε το μεγαλοπρεπές χάσμα της Kαλντέρας, ένα τόξο σαν φρύδι, ο γκρεμός που δημιούργησαν οι ηφαιστειακές εκρήξεις. Μια ρωγμή που έφτανε ως το βυθό, όπου βρισκόταν διαμελισμένο το παλιό σώμα της Σαντορίνης. Η θέα της μου προξένησε πάλι την αίσθηση του deja vu, αυτήν που είχα από τη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στο νησί της Σάντα Ειρήνης. Γινόταν κάτι, λεγόταν ή ακουγόταν κάτι και νόμιζα πως το είχα ξαναζήσει, το είχα ξαναδεί και γνώριζα τι θα επακολουθούσε. Αυτή η παρατεινόμενη αίσθηση με έκανε να νιώθω παράξενα και για να τη διώξω, προτού γίνει ανυπόφορη, έκανα διάφορες άσχετες σκέψεις: γιατί οι ράπερς, όταν μιλάνε για μυαλό, το δείχνουν με το δάχτυλο; Νομίζουν ότι δεν ξέρουμε πού βρίσκεται; Το κάνουν απλώς για έμφαση ή μήπως εκείνοι σκέφτονται με κάτι άλλο;
Το όχημα έφτασε στο τέρμα, οι πόρτες άνοιξαν και οι τουρίστες χύθηκαν έξω απ' το παραφουσκωμένο ντουλάπι. Το παιδί που έκοβε τα εισιτήρια ανέβηκε στη σχάρα και άρχισε να κατεβάζει τα μπαγκάζια. Πήρα το σακίδιό μου, το φορτώθηκα και κοίταξα την ώρα: ήταν εφτά και μισή το απόγευμα. Θα έδινα τα πάντα για έναν καφέ, μα δεν είχα καιρό για τέτοιες πολυτέλειες. Έπρεπε να εξασφαλίσω κατάλυμα προτού νυχτώσει. Πήγα, λοιπόν, να βρω το μόνο άνθρωπο που ήξερα στο χωριό.
Ήταν ο Ασπρογένης, το αφεντικό μιας μπαροταβέρνας, που λεγόταν "Ακτή του Ελεφαντοστού". Ζύγιζε εκατόν τριάντα κιλά, αλλά το καλοκαίρι αδυνάτιζε, έπεφτε στα εκατόν είκοσι εννιά. "Αγνώριστος γίνομαι τα καλοκαίρια, πετσί και κόκαλο", έλεγε. Η πληθωρική παρουσία του δεν του επέτρεπε να περνά απαρατήρητος, πράγμα που ελάχιστα τον απασχολούσε. Έκανε ό,τι έκανε επειδή το ήθελε κι ό,τι δεν ήθελε απλώς δεν το έκανε. Η φιλοσοφία του ήταν πως τα πολλά "μήπως" και "γιατί" χαλάνε τον άνθρωπο, τα "μα", "θα", "όταν", υπηρετούν το βασίλειο του "ποτέ". Η αυθεντικότητα του Aσπρογένη τον έκανε αμέσως αγαπητό κι είχε σαν αποτέλεσμα να ακολουθεί τα βήματά του ένα σωρό κόσμος. Ήξερε τους πάντες, ήταν φίλος με όλους και με κανέναν. Με χαρακτηριστική ευκολία γινόταν φωτογράφος, μηχανικός, θεατρώνης, καφετζής και καταφερτζής, μάγειρας και μπάρμαν - γενικά ο ανακατωσιάρης ήταν σε όλα μέσα. Όποια πέτρα και να σήκωνες, θα τον έβρισκες από κάτω.
Η φυσιογνωμία του προσέλκυε κάθε καρυδιάς καρύδι. Η "Aκτή του Eλεφαντοστού" ήταν τόπος φιλοξενίας των απανταχού αναξιοπαθούντων. Μαζευόταν εκεί ένας πλήρης θίασος από κομπογιαννίτες του θεάματος, ρέμπελους κινηματογραφιστές, αποτυχημένους ηθοποιούς, αμφιβόλου αξίας ζωγράφους και λεσβίες ποιήτριες. Αυτός ο θίασος, απ' όπου κι αν περνούσε, άφηνε πίσω του μυρωδιές από φαγητά, ποτά και φούντα. Η θεά της κραιπάλης είχε συνυπογράψει μαζί του φύλλο πορείας` πήγαινε όπου κι εκείνος. Έτσι είναι, μερικούς ανθρώπους μπορείς να τους φανταστείς να επιστρέφουν σπίτι μετά το γραφείο, άλλους να κρύβονται, να φοβούνται και να ψιθυρίζουν πίσω από τραβηγμένες κουρτίνες, άλλους να τριγυρίζουν στο δρόμο σαν κοπρίτες και να μπαινοβγαίνουν σε άσυλα. Τον Aσπρογένη, στο μόνο που μπορούσες να τον φανταστείς, ήταν πάνω σ' ένα πειρατικό που αρμενίζει μεσοπέλαγα σε αναζήτηση της λείας, του κούρσου, που θα φαγωθεί ολόκληρος στις πόρνες και στα κρασοπουλειά του επόμενου λιμανιού.
Είχαμε γνωριστεί ένα καλοκαίρι στη Mαχαιρίδα, μια μικρή παραλία κοντά στα Xανιά. Ο Aσπρογένης είχε αράξει πίσω από τα βραχάκια που ήταν σπαρμένα στην άμμο και καπνίζοντας τα προσφιλή του τσιγαριλίκια μού είχε διηγηθεί ιστορίες από την Αφρική. Μου είχε μιλήσει για τους ανθρώπους - πάνθηρες, που κατά τ' άλλα είναι απόλυτα φυσιολογικοί, εκτός απ' το διάστημα που πηγαίνουν στα δάση και συμπεριφέρονται σαν ζώα. Είναι επίσης γνωστοί σαν "οι σιωπηλοί άνθρωποι". Στο δάσος μυούνται σε τελετουργίες, χαράζουν τον καρπό του χεριού τους να τρέξει αίμα στη γη και με τη λάσπη αλείφουν τις πληγές για να επουλωθούν. Η πράξη τους έχει την έννοια της γέφυρας μεταξύ παλιού και σύγχρονου τρόπου ζωής, είναι αυτή που φέρνει τα ένστικτα κοντά στη λογική. Όταν πήγα στην Oία, πριν από τρία χρόνια, ο Aσπρογένης ήταν ο πρώτος που είχα επισκεφτεί. Είχα φτάσει λίγο προτού ξημερώσει και τον βρήκα στην αυλή της ταβέρνας του να χαζεύει το φεγγάρι. Με είχε κοιμίσει σ' ένα καμαράκι με τοίχους γεμάτους τρύπες, απ' όπου περίμενα να ξεφυτρώσουν τέρατα. Ο Aσπρογένης είχε μείνει στην αυλή να τσακώνεται μ' έναν κόκορα που κικίριζε από την απέναντι αυλή. "Θα σε κάνω κρασάτο εσένα μια μέρα, δε θα μου γλιτώσεις", τον απειλούσε.
Αυτή την εικόνα είχα στο μυαλό μου την ώρα που κατέβαινα τα σκαλοπάτια. Βρήκα το μαγαζί του γεμάτο τουρίστες που έτρωγαν με βουλιμία τα μυστηριώδη φαγητά του, τα νάτσος, τα μπουρίτος και τα κοτόπουλα μάφε. Περίμενα ν' ακούσω τη φωνή της Μύριαμ Mακέμπα στα ηχεία? αμ' δε, είχαν αλλάξει τα πράγματα, τώρα ακούγονταν πένθιμα εμβατήρια της Νέας Ορλεάνης. Το συνηθισμένο τέχνασμα του παμπόνηρου ιδιοκτήτη για να μην ξεχνιούνται οι πελάτες και κάθονται με τις ώρες. Οι περισσότεροι δεν έδιναν δεκάρα για τη μουσική κι είχαν πέσει με τα μούτρα στο φαΐ. Όμως υπήρχαν κάποιοι που είχαν μείνει με την μπουκιά στο στόμα και κοιτούσαν καχύποπτα τριγύρω. Ο Aσπρογένης ήταν στο βάθος, χωμένος πίσω απ' τον πάγκο και διάλεγε κασέτες.
"Την πρωτεύουσα του Μπουτάν, γρήγορα", του φώναξα πάνω απ' τον πάγκο και τον άκουσα να χτυπάει το κεφάλι του επιχειρώντας να σηκωθεί.
Ο αιφνιδιασμός είχε πετύχει. Ήταν ένα γεωγραφικό παιχνίδι που παίζαμε όταν βλεπόμασταν και λειτουργούσε σαν συνδετικός κρίκος μεταξύ μας.
"Ρε συ, πώς βρέθηκες εδώ;" έκανε και σηκώθηκε φτιάχνοντας τα γυαλιά του. Χα, δεν μπορούσα να μη γελάσω: είχε αφήσει μουστάκι. Όσο τον ήξερα, είχε το παχύ του πρόσωπο με τους εξογκωμένους αδένες πάντα φρεσκοξυρισμένο. Τώρα το μούτρο του είχε αλλάξει για τα καλά. Παλιά, χάρη στον ψαρό θύσανο των μαλλιών, τα στρογγυλά γυαλιά και το μεγάλο του όγκο έμοιαζε με γερο-χίπι, ίσως περισσότερο με Πέρση ευνούχο σε χαρέμι. Τώρα, με το φουντωτό μουστάκι, η φιγούρα του είχε γίνει άγρια, πειρατική. Είχε αποκτήσει κάτι το ηρωικό και συνάμα γραφικό, ιδίως τις στιγμές που σοβαρευόταν και κοιταζόταν στον καθρέφτη, στρέφοντας ελαφρά δεξιά το κεφάλι, καθώς είχε ανακαλύψει μια οπτική γωνιά που τον κολάκευε.
"’σε, φίλε, δε μετράς", του είπα. "Το Μπουτάν έχει δύο πρωτεύουσες. Πουνάκχα και Τίμπου. Mια για το χειμώνα και μια για το καλοκαίρι".
Μου έσκασε ένα πλατύ χαμόγελο. Ήταν στις φόρμες του, άνοιξε μια πελώρια αγκαλιά να με υποδεχτεί.
"Τι έγινε, Aσπρογένη; Φοράς ακόμα τρύπιες κάλτσες;"
"Εσύ έτσι χτικιάρης είσαι ακόμα; Πάει, το 'κοψες το φαΐ; Κοντεύεις να ρέψεις".
"Καλά, δε σου φτάνει που είσαι τεράστιος, θέλεις να κάνεις και τους άλλους. ’μα δεις κανέναν αδύνατο, νομίζεις ότι σε προσβάλλει".
Λες κι είχαμε να τα πούμε από χτες. Με ρώτησε τι κάνω, πού ήμουν και του είπα τα νέα μου επί τροχάδην. Όταν άκουσε για τη Γαύδο, άφησε ένα στεναγμό, άρχισε να με ρωτάει τι κάνει ο τάδε και ο δείνα. Τους ήξερε όλους απέξω κι ανακατωτά. Πήγαινε ανελλιπώς τα τελευταία χρόνια, μόνο φέτος του είχαν βάλει απουσία. Όταν άκουσε πως κάποιοι είχαν χτίσει αυθαίρετα στο Σαρακήνικο και ήθελαν να το κάνουν λουτρόπολη, συφιλιάστηκε. Έριξε μπουνιά στον πάγκο, έχυσε κάτι μπαγιάτικους καφέδες κι έπιασε να τους καταριέται λέγοντας πως άμα πήγαινε εκεί, δε θα άφηνε κολυμπηθρόξυλο.
Του ζήτησα να με βοηθήσει να βρω δωμάτιο, δεν είχα πού να μείνω. Ήταν καιρός που είχα να κοιμηθώ σε μαλακό στρώμα και το κορμί μου ήδη το αποζητούσε. Ο Aσπρογένης μού είπε πως θα τα έβρισκα μπαστούνια, το νησί ήταν φίσκα και θα δυσκολευόμουν πολύ. Μετά το Δεκαπενταύγουστο δεν είχαν φύγει παρά ελάχιστοι, και αυτοί αντικαταστάθηκαν αμέσως. Στο καμαράκι που είχα κοιμηθεί την πρώτη φορά, είχε κάνει κατάληψη ο Μπέμπης, ο σκύλος του. Ένα μαύρο ντόμπερμαν που όποτε έβλεπε άνθρωπο έβγαζε το κεφάλι απ' το παράθυρο και γρύλιζε δείχνοντας μια σειρά κοφτερά δόντια. Θα προτιμούσα άλλο συγκάτοικο.
"Μία λύση υπάρχει: να πας να μείνεις προσωρινά στου Mπαλή, ώσπου να βρω κάπου να σε βολέψω".
"Ποιος είναι αυτός ο Mπαλής;"
"Φίλος μου είναι, θα δεις. Είναι κάπως ιδιότροπος, αλλά γαμώ τα παιδιά. ’μα δεν του πας κόντρα, δε θα 'χεις κανένα πρόβλημα".
Θα πήγαινα, άλλωστε δεν είχα τίποτα να χάσω. Πήρα τις κατάλληλες οδηγίες και σε λίγο βρέθηκα να περπατάω στα στενάκια της Oίας. H ομορφιά της σχεδόν με πονούσε. Σκέψεις ανάκατες με θολές αναμνήσεις με κατέκλυζαν. Ήταν νησί των άκρων η Σαντορίνη. ’λλοι το λάτρευαν και άλλοι δεν ήθελαν να το δουν ούτε ζωγραφιστό. Είχα δει ανθρώπους να φεύγουν από την πρώτη μέρα και άλλους να μη θέλουν να ξεκολλήσουν, να μένουν εδώ και το χειμώνα. Το έλεγαν διαβολονήσι, το παρομοίαζαν με Τιτάνα καμένο απ' τον Δία και διάφορα άλλα, μα οι ντόπιοι το είχαν περί πολλού. Σαν μεγαλύτερη κατάρα θεωρούσαν να σου τύχει να πεθάνεις μακριά από τη Σαντορίνη. Η Oία, η παλιά Eπανωμεριά, ήταν το καπετανοχώρι του νησιού. Είχε σπιτάκια χτισμένα σε διαφορετικά επίπεδα, περίφημα ανά τον κόσμο, με την αυλή του ενός να είναι η ταράτσα του από κάτω. Κυριολεκτικά κρεμασμένο στην Kαλντέρα, το χωριουδάκι φαινόταν ξεπεταγμένο από τα παραμύθια, παλάτι και στοιχειωμένος πύργος μαζί.
Σύμφωνα με τις περιγραφές του Aσπρογένη, το σπίτι του Mπαλή βρισκόταν στη βορινή πλευρά, σε μια γειτονιά στην άκρη που είχε την ονομασία Γαρμπηνιοί Μύλοι. Η περιοχή με τους μύλους που τους έπιανε πολύ ο γαρμπής, ο βορινός άνεμος. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι "σανσετάδες", μια φυλή που ερχόταν πάντα στη δύση του ήλιου με πούλμαν ναυλωμένα από τουριστικά γραφεία και την επιγραφή sunset στερεωμένη στο τζάμι, σαν τόπο προορισμού. Με τις επιδρομές τους αναστάτωναν το κατά τ' άλλα ήσυχο χωριό της Oίας, τα έκαναν όλα άνω κάτω για κάνα δίωρο. Τα μέλη της φυλής μαρτυρούσαν μες στη ζέστη και στην πολυκοσμία, άκουγαν τον καθένα να λέει ό,τι του κατέβαινε κι έφταναν σε σημείο να παρακαλάνε να δύσει ο ήλιος. Ύστερα εξαφανίζονταν, λες κι είχε δοθεί κάποιο μυστικό σύνθημα. Όταν τα χρώματα που συνοδεύουν το ηλιοβασίλεμα βρίσκονταν στην αποθέωσή τους, εκείνοι είχαν επιβιβαστεί στα πούλμαν και γύριζαν στα ξενοδοχεία.
Αναγκάστηκα να σπρώξω και να τσαλαπατήσω. Όλοι ήταν οπλισμένοι με τελευταίου τύπου φωτογραφικές μηχανές, τα κλικ κλικ αντηχούσαν σε ρυθμό μυδραλιοβόλου. Η φράση "κάνε πιο πέρα, να σε βγάλω με φόντο το ηλιοβασίλεμα", ακουγόταν σε όλες τις διαλέκτους του κόσμου. Ένας Eλληνοαμερικανός δήλωσε ότι δεν αντέχει άλλο και φεύγει χωρίς να περιμένει τη δύση? ο λόγος ήταν πως είχε ξεχάσει να βάλει μπαταρίες στην κάμερα. ’νθρωποι που δεν εμπιστεύονταν τη μνήμη τους, που έρχονταν όχι για να απολαύσουν τη στιγμή αλλά να τη φωτογραφίσουν.
Ο Aσπρογένης είχε κάνει λόγο για μια φιστικιά πόρτα με ρόμβους. Τη βρήκα, την άνοιξα και κατέβηκα καμιά εικοσαριά σκαλοπάτια. Έβγαζε σε μια εσωτερική βεράντα προφυλαγμένη απ' το γαρμπή και τα αδηφάγα βλέμματα των "σανσετάδων". Υπήρχαν δύο δωμάτια, το ένα δίπλα στ' άλλο, με ξύλινες καφετιές πόρτες και στρογγυλούς φεγγίτες. Φώναξα να δω αν υπήρχε κανείς, χωρίς να πάρω απάντηση. Καμία κίνηση, οι πόρτες κλειστές. Κάποιοι είχαν αφήσει ίχνη της παρουσίας τους στο τραπέζι της βεράντας, όπου βρίσκονταν παρατημένες μπουκάλες κρασιού, ποτήρια και σταχτοθήκες τίγκα στ' αποτσίγαρα. Ένα ποτήρι είχε σπάσει, ο χώρος κάτω απ' το τραπέζι ήταν γεμάτος θρύψαλα που κανείς δεν είχε μπει στον κόπο να μαζέψει. Σκόνη να φάνε κι οι κότες, το μέρος ήταν εντελώς απεριποίητο. Πάνω στον καναπέ ήταν ακουμπισμένο ένα όμορφο στολίδι, ένα ζευγάρι αφρικάνικα τύμπανα με κρόσσια. Αν ήμουν κλεφτρόνι, θα είχα κάνει την τύχη μου.
Περίμενα μήπως και φανεί κανείς. ’φησα το σακίδιο στον καναπέ και κάθισα στην άκρη του πεζουλιού, κάτω από τις αψίδες. Από εδώ είχα θέα στο στόμιο της Kαλντέρας και στη Pίβα, το λιμανάκι της Θηρασιάς, αντίκρυ. Κάποτε ήταν ένα νησί με το όνομα Στρογγύλη, μέχρι που το ηφαίστειο εξερράγη και βύθισε την καρδιά του στο νερό. Ο ήλιος έδυε μέσα σε θολούρα, ίσα που διακρίνονταν οι γύρω νησίδες, η Ίος, η Φολέγανδρος, η Σίκινος. Η ηχητική ήταν αμφιθεατρική` όσο πιο χαμηλά βρισκόταν κανείς τόσο πιο καθαρά τον άκουγες. Στα αυτιά μου έφταναν ομιλίες από τις παρέες που κάθονταν πολύ πιο κάτω` κάποιος έλεγε ανέκδοτα και κάποιος γελούσε τρανταχτά. Έμεινα με το βλέμμα καρφωμένο στην αυλακιά του ορίζοντα.
Δεν πρόσεξα πως η πόρτα στα δεξιά είχε ανοίξει και πίσω μου είχε έρθει να σταθεί κάποιος. Ένιωσα την παρουσία του και γύρισα ξαφνιασμένος. Αντίκρισα ένα ψηλό ξερακιανό τύπο, με τρεις τρίχες όλες κι όλες στο κεφάλι του. Ήταν εξόφθαλμος, με φουσκωτά χείλη κι αυτιά μεγάλα και στρογγυλά σαν των κοάλα. Φορούσε σαλβάρι και φανελάκι με τη στάμπα των Pόλινγκ Στόουνς, αυτή με τη γλώσσα που πετάγεται αυθάδικα απ' το στόμα. Με έκοψε από πάνω μέχρι κάτω, έξυσε τη φαλάκρα του και ρώτησε:
"Από ποιο γαλαξία έρχεσαι, ρε φίλε; Απ' τις Πλειάδες;"
"Όχι. Απ' τις Κυκλάδες".
Γέλασε και συνέχισε να με παρατηρεί εξονυχιστικά. Ήταν ο Mπαλής. Αρχικά η φυσιογνωμία του μου προξένησε απέχθεια, κάτι που ήταν κανόνας για όσους τον πρωτόβλεπαν, όπως μου είπε αργότερα. Το βλέμμα του με έφερνε σε αμηχανία, το ένιωθα να με ξεψαχνίζει, να προσπαθεί να με διαβάσει. Με ήρεμη φωνή, ο Mπαλής ρώτησε σε τι μπορούσε να μου φανεί χρήσιμος και του αποκρίθηκα πως έψαχνα μέρος για να μείνω. Είπε πως δεν ήξερε να υπάρχει τίποτα εδώ γύρω, ήταν πιασμένα όλα, τη φετινή χρονιά είχε έρθει και η κουτσή Μαρία στη Σαντορίνη. Του συστήθηκα σαν φίλος του Aσπρογένη, του είπα ότι αυτός με έστειλε. Τόνισα ότι ήμουν ψόφιος στην κούραση για να κοιτάξω τώρα για σπίτι, μα δεν πειράζει, αν δε γινόταν, θα πήγαινα να το στρώσω σε καμιά παραλία. Έδειξε να με συμμερίζεται. Στο τέλος, με πληροφόρησε πως υπήρχε ένα δωματιάκι, μια τρύπα, αυτό δίπλα του, αλλά το είχε παραμελημένο. Ήταν γεμάτο υγρασία και αν κοιμόμουν εκεί θα ξύπναγα σαν μαγκούρα. Είχα επιζήσει και σε χειρότερα, δε με πείραζε η υγρασία, αρκεί να είχα κάπου να βάλω το κεφάλι μου. Σήκωσε τους ώμους, είπε, "εμένα δε μου πέφτει λόγος, εφόσον θέλεις εσύ, εντάξει" και πρόσθεσε πως αν ήταν να μείνω, θα έπρεπε αύριο να το καθαρίσω και να βγάλω το στρώμα έξω, να μείνει στον ήλιο για να στεγνώσει.
Τελικά τα βρήκαμε. Δε μου ζήτησε ούτε λεφτά ούτε τίποτε, του αρκούσε που ήμουν φίλος του Aσπρογένη. Πήγε στο δωμάτιό του να μου φέρει σεντόνια και πετσέτες. ’φησε μισάνοιχτη την πόρτα και η ματιά μου έπεσε τυχαία στο άνοιγμά της. Ένα κορίτσι βαφόταν στον καθρέφτη. Δε διακρινόταν καλά, τόσο το πρόσωπο όσο και το σώμα της ήταν κρυμμένα πίσω από ένα χείμαρρο μαλλιών που έφτανε ως τις κλειδώσεις των αστραγάλων. Τούτη η αφθονία με μάγεψε. Έμεινα στήλη άλατος, χωρίς να μπορώ να τραβήξω το βλέμμα μου από πάνω της. Τι δωμάτιο ήταν αυτό; Τα κεριά που έκαιγαν παντού του χάριζαν ελεγειακή ατμόσφαιρα. Υφάσματα και μαντίλες μπατίκ περασμένες σε σκοινί κρέμονταν φτιάχνοντας μια ιδιόμορφη τέντα, σαν αυτές που στήνουν στην έρημο οι νομάδες.
Το δωμάτιο αυτό ήταν η κάναβα του Mπαλή, εκεί που έμελλε να συμβούν όλα. Kάναβα λέγεται το εργαστήρι απόσταξης του κρασιού και της ρακής, Mπαλής ο επιστάτης της. Συνέχισα να κοιτάζω το κορίτσι συλλογισμένος. Φαίνεται πως αυτή η κάναβα παρήγε μεθυστικά κρασιά.
Ο Mπαλής γύρισε με δυο σεντόνια που είχαν ξεβάψει από τα πολλά πλυσίματα κι είχαν πάνω τους λουλακιές κηλίδες. ’νοιξε το δωμάτιο, μου ευχήθηκε καλή πνευμονία κι έφυγε, δεν είχε όρεξη για πολλές κουβέντες. Κοίταξα να βολευτώ. Η τρύπα μου διέθετε φαρδύ ντιβάνι, εντοιχισμένη ντουλάπα και τραπεζάκι με δύο πτυσσόμενες καρέκλες. Υπήρχε κι ένα πιθάρι, το οποίο ερεύνησα και το βρήκα άδειο. Τα πάντα στο δωμάτιο ήταν νοτισμένα, βουτηγμένα στην υγρασία. Η μυρωδιά της μούχλας έντονη. Ξάπλωσα στο ντιβάνι. Καλύτερα να βούλιαζα σε βάλτο. Με τα πολλά, βρήκα μια κουβέρτα στεγνή, την άπλωσα στο ντιβάνι, έβαλα πάνω της τα καθαρά σεντόνια κι έπεσα ανάσκελα. Ήμουν πτώμα, τα βλέφαρά μου βάραιναν. Δεν άργησε να με πάρει ο ύπνος.
Μουσική χάιδευε τα αυτιά μου. Ο βασικός ρυθμός έμενε στατικός, οι υπόλοιποι εναλλάσσονταν στο βάθος. Αυλοί, φλάουτα, εκκλησιαστικά όργανα που συνοδεύονταν από φυσικούς ήχους νερού, πουλιών, αγριμιών. Περασμένοι μεσ' από τα φίλτρα των συνθεσάιζερ, οι ήχοι διηγούνταν όχι μία και δύο, αλλά πολλές δεκάδες, εκατοντάδες ιστορίες.
Από το νιρβάνα με έβγαλε ένας βάρβαρος ανθρώπινος ήχος. Μια κραυγή, μια ερωτική κραυγή. ’νοιξα τα μάτια.
Η πλάτη μου ήταν βρεγμένη, το ίδιο και τα μαλλιά στο πίσω μέρος. Σηκώθηκα, κοίταξα στο μισοσκόταδο της βεράντας, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω πού βρισκόμουν. Ήταν εκεί η κοπέλα με τα πολύ μακριά μαλλιά που είχα δει στην κάναβα. Δεν ήταν μόνη, μαζί της είχε κάποιο νεαρό, γυμνό από τη μέση και κάτω. Το κορίτσι ήταν ολόγυμνο, είχε σκαρφαλώσει πάνω στο αγόρι κι είχε τυλιχτεί σαν φίδι γύρω από τη μέση του. ’φησε ένα στεναγμό. Το αγόρι ανεβοκατέβαινε μέσα της, όρθιος στη μέση της βεράντας, χωρίς να πιάνεται από κάπου. Τα δόντια της κοπέλας άστραφταν στο αυτάρεσκο χαμόγελο της ικανοποίησης. Έγειρε πίσω το κεφάλι, τα μαλλιά της σκούπισαν το βρώμικο πάτωμα. Αναστέναξε πάλι, ο νεαρός μούγκρισε.
Το κασετόφωνο πάνω στο τραπέζι συνέχιζε να παίζει την απόκοσμη μουσική που με νανούριζε, με τη διαφορά πως τώρα μου φαινόταν πιο γήινη. Πρέπει να κοιμόμουν ώρες, ήταν αργά. Θυμόμουν το φεγγάρι σαν μια λευκή φέτα καρφωμένη στη μέση τ' ουρανού. Τώρα είχε κατεβεί χαμηλά κι είχε κοκκινίσει απ' όσα έβλεπε. Δε θα αργούσε να δύσει πίσω από τη Θηρασιά.
Ο Mπαλής έλειπε.
Τα μαλλιά χύθηκαν στο πλάι, φάνηκε η γυμνή ωμοπλάτη του κοριτσιού να γυαλίζει απ' τον ιδρώτα. Έκανα ένα βήμα πίσω, καθώς φοβήθηκα μη με πάρουν είδηση. Δεν με είχαν δει, δεν υπήρχα καν γι' αυτούς. Τους άκουσα να βογκάνε και οι δύο μαζί, να συντονίζουν το ρυθμό τους με τα μπιτ της μουσικής που γινόταν όλο και πιο γρήγορη.
Τότε ακούστηκε το γέλιο.
Ήταν τόσο δυνατό, τόσο δαιμονικό, που τράνταξε τη βεράντα. Η καρδιά μου έκανε πήδο, πήγε από τη μια άκρη του στήθους μου στην άλλη. Είμαι σίγουρος πως όσοι άκουσαν αυτό το γέλιο δεν πρόκειται να το ξεχάσουν. Ήρθε απότομα σαν τον αέρα που χτυπάει με δύναμη στα παραθυρόφυλλα, εκτινάχτηκε κι έπεσε στο χωριό σαν σύννεφο από άναρθρες κραυγές.
Η ηδυπαθής ατμόσφαιρα της βεράντας έδωσε τη θέση της σε κλίμα πανικού. Ακούστηκαν οι τσιρίδες ενός ζώου που πάσχιζε να γλιτώσει. Οπλές που κοπανούσαν με λύσσα τις πλάκες. Τι διάολο γινόταν; Το στόμα μου ήταν στεγνό, οι αλλόκοτοι ήχοι με γέμιζαν δέος. Φοβόμουν να ξεμυτίσω. Το κορίτσι ούρλιαξε τόσο διαπεραστικά, που απόρησα πώς δε βγήκαν οι γείτονες να διαμαρτυρηθούν, πώς δε μαζεύτηκε κόσμος. Ένα χλιμίντρισμα σκέπασε τη μουσική, τις τσιρίδες, ακόμα και το ουρλιαχτό του κοριτσιού.
Αποφάσισα να μπω στη μέση και να τους χωρίσω. Κάποιος έπρεπε να βάλει φρένο, να δώσει τέλος σε αυτό τον παραλογισμό. Πήρα ανάσα και βγήκα στη βεράντα. Βγήκα χωρίς να ξέρω πως με αυτό το βήμα περνούσα απ' τον κόσμο της καθημερινότητας σ' έναν άλλο, όπου όλα ήταν πιθανά.
Βρέθηκα στη ζούγκλα, στο πεδίο της μάχης. Το ανορθολογικό με κυρίευσε ετσιθελικά. Η μόνη σκέψη που κράτησε τα λογικά μου στη θέση τους και δε μου έστριψε, ήταν πως ονειρευόμουν, πως θα ξυπνούσα και θα πεταγόμουν κάθιδρος απ' τον εφιάλτη. Δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να δει τη σκηνή περισσότερο από μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου. Εντούτοις, αυτή η φευγαλέα εικόνα μού εντυπώθηκε με τόση διαύγεια, που θα μπορούσα να είχα μείνει ώρες κοιτάζοντάς την.
Ένα μαύρο άλογο είχε σηκωθεί στα δυο του πόδια, χρεμέτιζε και προσπαθούσε να λιώσει έναν καυλιάρη σάτυρο. Ο σάτυρος χώθηκε κάτω απ' το τραπέζι για να προφυλαχτεί. Το άλογο ρουθούνισε, παράτησε τον τράγο και όρμησε να ζουπήξει το κορίτσι που κόλλησε στον τοίχο κρύβοντας το πρόσωπο με τα χέρια.
Βρήκα τους διακόπτες. ’ναψα τα φώτα της βεράντας.
Στον τοίχο, ο Mπαλής είχε βουτήξει την κοπέλα απ' το λαιμό. Την ταρακουνούσε και την έβριζε χυδαία, ενώ εκείνη προσπαθούσε να απαλλαγεί από τη λαβή του. Κάτω απ' το τραπέζι βρισκόταν ο νεαρός με την πέτσα κολλημένη στα οστά του προσώπου, τα μήλα να προεξέχουν, το πιγούνι με το τραγίσιο γένι παραμορφωμένο από τις συσπάσεις.
"Τσούλα! Παλιοβρώμα!" έσκουζε ο Mπαλής. "Γι' αυτό φαγώθηκες να φύγεις, ε; Καριόλα! Είχες βάλει στο μάτι το τεκνό".
"Χέσε μας, μαλάκα! Κι εσύ τα ίδια κάνεις. Παράτα με", φώναζε το κορίτσι και τον αντιμετώπιζε με νύχια και με δόντια.
"’φησέ την, Mπαλή, εγώ φταίω. Εγώ της είπα να 'ρθουμε δω", έλεγε ο νεαρός προσπαθώντας να τα μπαλώσει.
"Σκάσε, τσόγλανε!"
"Εσύ να σκάσεις".
"Βούλωσ' το σου είπα. Δε σε παίρνει να μιλάς".
Μετά το προηγούμενο σοκ, η παρούσα σκηνή μού φάνηκε τόσο κοινότοπη, που παραλίγο να βάλω τα γέλια. Ήμουν φαίνεται ευφάνταστος. Έφταιγε και η κούραση, η υπερένταση, το ξαφνικό εγερτήριο. Τώρα μπορούσα να δω τι είχε συμβεί. Ο Mπαλής είχε γυρίσει, είχε κατεβεί τα σκαλιά χωρίς να τον ακούσουν κι είχε πιάσει τα πιτσουνάκια σου στα πράσα. Αυτό μου έλειπε δα, να πέσω πάνω σε ερωτικά καβγαδάκια. Τη συνέχεια πάνω κάτω τη φανταζόμουν. Μια συνηθισμένη σκηνή ζηλοτυπίας, με τις κατηγορίες να εκτοξεύονται εκατέρωθεν. Πίστευα ότι η παρουσία μου, η παρουσία ενός ξένου, θα τους έκανε να μαζευτούν, αλλά έπεσα έξω. Δεν έδειξε να τους απασχολεί στο παραμικρό.
"Πάρε με", έκανε ξεψυχισμένα η κοπέλα.
Τα μάτια της είχαν γλαρώσει, τα χείλη της ήταν υγρά, ξεχείλιζαν πόθο. Το φεγγαρόφωτο χάιδευε το γυμνό κορμί της, τις τέλειες συμμετρίες του προσώπου της.
"Θέλεις να σε πάρω; Α, όχι! Σήμερα δε θα τη βγάλεις καθαρή, μωρό μου", της είπε βραχνά ο Mπαλής, μέσα σε ίλιγγο. Τον πρόδιδε όμως η βραχνάδα του, η έκφραση, οι κινήσεις, ο ιδρώτας που λαμπύριζε στο μέτωπό του. Το σφίξιμο στο λαιμό της είχε χαλαρώσει.
"Πάρε με και μετά κάνε με ό,τι θες. Κόψε με κομματάκια. Δε με νοιάζει".
Ο Mπαλής τη φίλησε με τόση αγριάδα, που της μάτωσε τα χείλη. Το κορίτσι ανταπέδωσε το φιλί και βόγκηξε. Δεν ήταν φιλί, ήταν αλληλοεξόντωση, με δόντια που πριόνιζαν σάρκες. Κυλίστηκαν στο πάτωμα. Αίμα έτρεχε από πάνω τους, κολλούσε και άφηνε λεκέδες στα πλακάκια. Η θέα του, η μυρωδιά του αίματος τους αγρίευε, τους έκανε να ανάβουν περισσότερο. Γρύλιζαν μες στον πόνο και στην ηδονή, κατασπάραζαν ο ένας τον άλλο.
Το έσχατο όριο πριν την τρέλα, συλλογίστηκα. Είχα παραλύσει, δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου. Ο Mπαλής σήκωσε το κεφάλι, με κοίταξε λες και με έβλεπε για πρώτη φορά. Το στόμα του ήταν γεμάτο αίματα. Μούγκρισε κάτι, πήρε το κορίτσι στην αγκαλιά του και μπήκαν στην κάναβα. Έκλεισαν την πόρτα.
Απόμεινα μόνος με τον σάτυρο. Ήμουν ακόμα με το χέρι απλωμένο στους διακόπτες του ηλεκτρικού, ενώ εκείνος βρισκόταν κάτω απ' το τραπέζι. Στη βεράντα η μπόχα ήταν ανυπόφορη, αλογίσια μπόχα.
Ο νεαρός - Κυριάκος ήταν το όνομά του -, σηκώθηκε, πήρε τα τύμπανα από τον καναπέ και κάθισε σ' ένα καρεκλάκι. Οι παλάμες του ακολούθησαν τα κοφτά μπιτ της μουσικής στο κασετόφωνο. Τα δόντια του είχαν κολλήσει μεταξύ τους, τα μήλα φούσκωσαν κι άλλο, τα χέρια πήραν αυτόνομα το ρυθμό. Τα μάτια του έμειναν καρφωμένα στην κλειστή πόρτα της κάναβας, γεμάτα δόλιες προθέσεις.
Γύρισα στο δωμάτιό μου, σωριάστηκα στο ντιβάνι. Τι ήταν αυτό; Το κεφάλι μου γύριζε, οι σφυγμοί μου είχαν επιταχυνθεί. Πήρα βαθιές ανάσες, προσπαθώντας να ηρεμήσω. Από τη βεράντα ηχούσαν τα τύμπανα, ο ρυθμός ολοένα πιο ξέφρενος. Απ' το διπλανό δωμάτιο έφτανε μια επαναλαμβανόμενη κραυγή που έμοιαζε με γάβγισμα φώκιας.
Μετά, σιωπή.


E-mail:  k-ark@otenet.gr