ΑΛΕΞΑΚΗΣ ΟΡΕΣΤΗΣ


ΑΛΕΞΑΚΗΣ ΟΡΕΣΤΗΣ

Σπούδασε νομικά στην Αθήνα όπου άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου.


Βιντεοσκόπηση και επιμέλεια από τον ποιητή Χρήστο Κούκη.

Ημ/νία δημοσίευσης: 10 Φεβρουαρίου 2014

 Πληροφορίες: 
Όνομα:  ΟΡΕΣΤΗΣ
Επίθετο:  ΑΛΕΞΑΚΗΣ
Εργογραφία: 

Ποίηση:
Η ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ ΤΩΝ ΓΥΡΙΣΜΩΝ, Αθήνα " Δωδέκατη Ωρα ", 1974.
ΟΙ ΚΟΝΔΟΡΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΤΙΠΡΑΝΕΣ, Κέρκυρα " περ. Πόρφυρας ", 1982
Η ΛΑΜΨΗ , Αθήνα " Κείμενα " ,1983
ΒΥΘΟΣ, Αθήνα " Αστρολάβος / Ευθύνη ", 1985
Ο ΛΗΞΙΑΡΧΟΣ, Αθήνα. " Αστρολάβος / Ευθύνη " , 1989
ΑΓΑΘΑ ΠΑΙΓΝΙΔΙΑ, Αθήνα " Συνέχεια " ,1994
ΝΥΧΤΟΦΙΛΙΑ , Αθήνα "Αστρολάβος / Ευθύνη", 1995
ΥΠΗΡΞΕ, Κέρκυρα "Απόστροφος" , 1999. ( Επιλεγμένα ποιήματα από όλες τις προηγούμενες συλλογές, καθώς καί από τήν ανέκδοτη συλλογή Ο ΑΠΟΠΛΟΥΣ). ΜΟΥ ΓΝΕΦΟΥΝ, Αθήνα " Καστανιώτης", 2000.

Θίασος στην εξέδρα, Γαβριηλίδης 2006

Το άλμπουμ των αποκομμάτων, Γαβριηλίδης 2009

Ποίηση 1960-2009, Γαβριηλίδης 2011

Το ρόπτρο, Εκδόσεις των Φίλων 2014


Μελέτη / Ανθολόγηση:
ΤΑ ΣΟΝΕΤΑ ΤΟΥ ΚΩΝ/ΝΟΥ ΘΕΟΤΟΚΗ, Αθήνα "Ωκεανίδα " , 1999.

Τελευταία - Ιαν. 2004 - κυκλοφόρησε από τίς εκδόσεις Γαβριηλίδη τό βιβλίο "Ακροατής Οριζόντων ", μέ τέσσερις μελέτες πού αναφέρονται στό έργο του, τών Νατάσας Κεσμέτη, Νένας Κοκκινάκη, Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου καί Χρύσας Σπυροπούλου.

Κείμενά του έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα περιοδικά ( Νέα Εστία, Ευθύνη, Τό Δέντρο, Η Λέξη, Εντευκτήριο, Πλανόδιον, Πόρφυρας, Γραφή κ.α. ). Επιμελήθηκε φιλολογικά την έκδοση των σονέτων του Κων /νου Θεοτόκη , προτάσσοντας εκτενή εισαγωγή.

Συμμετοχή σε συλλογικά έργα

 

(2010) Τα ποιήματα του 2009, Κοινωνία των (δε)κάτων

 

(2008) Αναγνώριση του Παναγιώτη Φωτέα, Ευθύνη

(2008) Τα ποιήματα του 2007, Κοινωνία των (δε)κάτων

(2007) Τα ποιήματα του 2006, Κοινωνία των (δε)κάτων

(2006) Δέκα γραφές για τον Διονύση Σέρρα και την ποίησή του, Ραπόρτο

(2001) Μια πόλη, ένας συγγραφέας, Μίνωας

(1997) Για τον Τάσο Κόρφη, Ευθύνη

 

Λοιποί τίτλοι

(1999) Θεοτόκης, Κωνσταντίνος, 1872-1923, Τα σονέτα, Ωκεανίδα [επιμέλεια]

(1995) Συλλογικό έργο, Φωνές '94, Πρόσπερος [ανθολόγηση]

(1994) Συλλογικό έργο, Φωνές '93, Πρόσπερος [ανθολόγηση]

(1993) Συλλογικό έργο, Φωνές '92, Πρόσπερος [ανθολόγηση, επιμέλεια]


Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στά αγγλικά, γερμανικά, ισπανικά, σερβικά.


Έτος γέννησης:  1931-2015
Τόπος γέννησης:  Κέρκυρα
Τίτλος αποσπάσματος:  ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Κείμενο αποσπάσματος: 

Επίγραμμα

Αν με μετρήσεις με φωνές και πεταλούδες
Θα μ' έβρεις πιο μεγάλο απ' το κλουβί μου
Κι ωστόσο, πες μου, πώς χωρώ εδώ μέσα;


Η Κλειώ

Γελώντας μέσ' απ' τους καθρέφτες έλα φώναζε
Η παιγνιδιάρικη Κλειώ με το μαντολίνο
Η θεία πηγαίνει στο κοιμητήριο κι ο Μιχαήλ
Πετά με τα καινούργια του φτερά στα περιβόλια
Λοιπόν μπορούμε αν θες ν' αφήσομε να παίξουν λίγο
Τα δυο μικρά, τα εγκλωβισμένα μας Ζωάκια


Ο έσχατος

Κι όταν η πόλη οριστικά νεκρώθηκε
και στις μεγάλες άδειες λεωφόρους
έμειναν μόνο τενεκέδες σκουπιδιών
και γάτες εξαγριωμένες που θρηνούσαν

Εκείνος γλίστρησε αλαφρά σαν ίσκιος
μέσ' απ την παλιά νεκροκασέλα
κι ευτυχισμένος που αξιώθηκε επιτέλους
τόση συγκομιδή απεραντοσύνης

γονάτισε και κλείνοντας τα μάτια
δόθηκε στη βαθιά μαγεία των ήχων
αυτών που μόνο οι πονεμένοι ακούνε

κι έτσι δεν ένιωσε καθόλου τα σκυλιά
που πεινασμένα σύρθηκαν κοντά του
κι έτρωγαν τρυφερά τις σάπιες σάρκες του

καθώς πιο κει το νέο του σώμα
φορτισμένο
με αγνότητα ουρανού

φεγγοβολούσε


Αισιοδοξία

Και μολονότι ξένος και μονήρης
ανθίζω κάποτε στο φως ωραίος και πλήρης

παρ' όλ' αυτά τα κάτοπτρα που ωστόσο
μ' αμφισβητούν και μ' ασχημίζουν τόσο


Σκοτάδι

Σκοτείνιασε στην κάμαρα μητέρα
θέλεις ν' ανάψω το κερί

στο μέτωπό σου;


ΒΥΘΟΣ
1985


Ω αφήστε με να περπατώ

προς το λυκόφως

την ομορφιά πλησιάζοντας ολοένα
σαν υπνοβάτης
μαγνητισμένος από φλόγες μακρινές

αφήστε με να τραγουδώ
στην καταχνιά των λογισμών σας
σαν αυγινός κορυδαλλός
που εξακτινώνεται σε φως
και φθόγγους

αφήστε
σ' ένα γυάλινο τοπίο
το βάραθρο του χρόνου να κοιτώ
ή σ' ένα νυχτωμένο μαυσωλείο
την πρώτη μου μορφή ν' αναζητώ

Αφήστε να βυθίζομαι στο χώμα
ψάχνοντας το μυστήριο των ριζών
ή ν' αναδύομαι προς το φως
πετώντας
σ' έναν δικό μου ανέγγιχτο ουρανό


Είσαι νερό

σ' ένα βαθύ πηγάδι
κελάρυσμα κρυμμένο στα καλάμια
στάλα βροχής
σε μια πευκοβελόνα

Σ' αγγίζω κι εξατμίζεσαι
γίνεσαι σύννεφο λευκό και ταξιδεύεις
και με κοιτάς χαμογελώντας απ' τα ύψη σου
και προκαλείς τη δίψα μου
κ' υπόσχεσαι να βρέξεις
στα ραγισμένα από τον λίβα χείλη μου

Είσαι μια υπόγεια φλέβα
που κυλά
σε σκοτεινές σπηλιές
θαμμένες κοίτες
ακρογιαλιές πανάρχαιες
σκεπασμένες
από την άμμο και τη λήθη των αιώνων

Φοβάμαι να σε ακολουθήσω
με τρομάζει
των ωκεανών η διφορούμενη άπλα
το ανεξιχνίαστο μπλε
των οριζόντων

Κλείνομαι στο μικρό μου βέβαιο τόπο
ζω τη μικρή μου ανθρώπινη αυταπάτη
κολλώ σαν όστρακο στο βράχο μου

σωπαίνω


Λοιπόν ενσώματος

εδώ
σ' ένα τοπίο χωρίς εικόνα
και μόνο φως
φαιό
που με τυφλώνει
και το λευκό της αμνησίας κενό
κ' οι φωτεινές σχισμές της μνήμης

Σουρουπώνει

θα πει βραδιάζει μέσα μου
πλησιάζουν
οι φίλοι με το νυχτωμένο στήθος
πυκνώνει πάλι γύρω η απουσία
πάλι και πάλι
κάποιος με πληγώνει

Λοιπόν υπάρχεις
προσπαθείς ακόμα
μέσα σ' αυτό το αραχνιασμένο σπίτι
σ' αυτή την κρύπτη
των σπασμένων προσευχών
των ραγισμένων ήχων
των μορφών
που μεταπλάθουν σε ουρανό το χώμα
Μα ποιος εκείνος που
σε κατοικεί
μοναχικός στον ωκεανό του χρόνου
σα να 'σαι το έρημο νησί
κι αυτός
ο ναυαγός που εγώ δεν είμαι, σώμα;


Σε αναγγέλλω στο φως

σε καθιδρύω
σε ονομάζω μητέρα των πουλιών
χάδι ζωηφόρο σε κυρτούς αυχένες

Σε αναγνωρίζω δύναμη προστάτιδα
των σπόρων και των λουλουδιών
μήτρα των προφητών και των μαρτύρων
πηγή ζωοδόχο
φθόγγων και χρωμάτων

Υποταγμένος έρχομαι στο κάλλος
που με ανυψώνει
που με εκμηδενίζει


τα επίμετρα

Δεν σε γνωρίζω πρόσωπο στη λίμνη

σ' έχει ραγίσει το νερό
κι ο χρόνος

~

Ω μνήμη ενός κοράλλινου βυθού

Στης άσημης ζωής μου το ενυδρείο


ΨΥΧΟΓΕΝΕΙΑ


Kι όπως θρηνούσα

Κι όπως θρηνούσα
σιωπηλά
στο μνήμα

μια ξαφνική
χαρά
με συνεπήρε

σα να 'χε κάπου
μόλις
ξημερώσει


Έκλεισα τις ρωγμές

Έκλεισα τις ρωγμές του σώματός μου
σκούπισα των καιρών τ' αποκαΐδια
τόσα συντρίμμια
τόση στάχτη εντός μου

στόλισα της ψυχής τ' ανθοδοχεία
όλα τα φώτα μου άναψα
και τώρα

προσμένω μάταια να μ' επισκεφθείς
προσμένω μάταια να
με κατοικήσεις


H μεταμόρφωση

Ξάφνου
ξυπνά στο στήθος σου ο νεκρός
-ο εσταυρωμένος
άγνωστος
εαυτός σου-

πετάει το σάβανο
τα χώματα
τις ρίζες

κι έτσι αμιγής κι αστραφτερός σαν χιόνι
τη φοβερή του λάμψη εξακοντίζει

Κι εσύ
-το σκιερό του τμήμα-
που εξορισμένος απ' το φως
χρόνια και χρόνια
λαθροβιούσες στο
νεκρό σου σώμα

μαζεύεις τώρα τα νεκρά πουλιά σου
τα κεραυνόπληκτα κλαδιά σου
τα ματωμένα νυχτολούλουδά σου

και σιωπηλός στα υπόγεια καταφεύγεις

-στην πιο κρυφή της ύπαρξή σου κατακόμβη-

καθώς Εκείνος
σ' όλη του τη δόξα

τα σκοτεινό σαρκίο σου καταυγάζει


Ο ΛΗΞΙΑΡΧΟΣ
1989


Μαρία
ή
το θαύμα της βροχής


Καθώς
εγώ
τη μυγδαλιά τινάζω

πέφτουν τ' αμύγδαλα βροχή
κι εσύ
πως λάμπεις

μα δε θυμώνεις
μόνο
με κοιτάζεις
και μου χαμογελάς
φεγγοβολώντας

Κι εγώ
τινάζω με
μανία το δέντρο
και Θε μου σε
φοβάμαι και
μ' αρέσεις

κι όλο βυθίζεσαι στο φως
και μέσα
στην εκτυφλωτική σου λάμψη
σβήνεις

Κι εγώ
τινάζω κλαίγοντας
-γελώντας
και κλαίγοντας-
το δέντρο
και ξυπνώ

και πια
δεν είναι φως
δεν είναι δέντρο

μόνο δωμάτιο γκρίζο
βουρκωμένο
και βρέχει
βρέχει
και
δεν είσαι

κανείς δεν είναι πια
και με σκεπάζουν
άγρια θολά νερά

νερά
και χρόνια

~ ~ ~

Στο τέλος όλα σωπαίνουν
και μόνο στάζει μια βρύση

Για να μπορείς να θυμάσαι


ΝΥΧΤΟΦΙΛΙΑ
1995


Παρατημένα σπίτια συντηρώ

δωμάτια πεθαμένων
συγυρίζω

~ ~ ~

Ο θάνατος
ο πιο
πυκνός
καπνός

ο θάνατος
ο κλίβανος των μύθων

~ ~ ~

Γιατί λευκοφορούν οι κερασιές

και φόρεσε ο νεκρός
τα γιορτινά του;

~ ~ ~

Κι αν τα κρυμμένα μας
φανερωθούν

πόσοι θ' αντέξουν τόση
φωταψία;

~ ~ ~

Όχι τον ήχο την
ηχό ν' ακούς

όχι το σώμα τη
σκιά να βλέπεις

~ ~ ~

Και τελικά δεν έμαθε κανείς
ποιος έχει το κλειδί

και τι
θ' ανοίξει

~ ~ ~

Τόσο μ' ανησυχούσε ο χωρισμός
που 'χα ξεχάσει πως

κανείς δεν ήρθε

~ ~ ~

Μιλώ
γι αυτόν που αιώνια καρτερεί

μ' ένα κερί λιωμένο στην παλάμη


Διακρίσεις: 

Τιμήθηκε για την ποίησή του με το  Βραβείο Νικηφόρου Βρεττάκου του Δήμου Αθηναίων.