Μούσα
Με καλούσε και με καλούσε ξανά και ξανά με την χαμηλόφωνη, σχεδόν μελωδική φωνή του τόσο επίμονα και τρυφερά, σχεδόν βασανιστικά. Ώσπου τα κατάφερε να με βγάλει από τη χρόνια μου νάρκη, από έναν δια βίου, μου φαινόταν, λήθαργο.
Βαθυπράσινα στοχαστικά μάτια, μαύρα σγουρά μαλλιά. Λεπτά, κατάλευκα δάχτυλα. Είχε τη συνήθεια να τυλίγει αργά μια μπούκλα στο δείχτη του, καθώς μιλούσε, με το βλέμμα χαμένο κάπου μακριά.
Ένας ποιητής που αναζητούσε μιαν επίμονη έμπνευση. Σε τέτοιους χαλεπούς καιρούς. Μετά από τόσα χρόνια. Ένα μικρό θαύμα ζωής.
Εκείνο το βράδυ μ’ έπεισε ν’ αγγίξω τα χείλη του-ω, πόσο χρόνια είχα να το νιώσω!
Αυτός γεύτηκε τα μικρά μυστικά της τέχνης και της αγάπης κι εγώ απέκτησα κάτι, που έχοντας πάρει απόφαση πως κανείς δεν θα ζητούσε, είχα πέσει σε απόγνωση.
Δεν μου ζήτησε ποτέ ξανά τίποτα, πάρεξ εκείνο το πρώτο φιλί, που είχε ακούσει πως θα του χάριζε το ταλέντο, που του χρωστούσε η μοίρα.
Μόνο κάθε δεύτερη μέρα του αλλάζω τώρα νερό μη χάσει το χρώμα του. Και πού και πού του ρίχνω μια μύγα μην πέσει σε αχρηστία η πολύτιμη γλώσσα του.
Μικρή ιστορία ανταλλακτικής ισομετρίας
Κτήριο αναπαλαιωμένα καινούριο.
Παράθυρα, ταβάνια και κάγκελα.
Δάπεδα βουβά, σώματα σκαλιστά, σκοτεινοί σταλακτίτες της μνήμης.
Σκουριασμένο ασανσέρ μετρά τις σελίδες σου.
Στο βάθος μια σειρά από πόρτες.
Αν διαλέξεις την κόκκινη, ίσως γλιτώσεις.
Οι τρύπες στους τοίχους έγιναν
ράφια για βιβλία διπλά
η σκόνη ρουφά τις ανάσες που πέρασαν.
Σού χτυπώ.
Ξεγελιέμαι.
Κι ανοίγεις.
Καθρέφτες, σκοινιά κι αποτσίγαρα.
Με δεμένα τα μάτια αφήνεσαι,
στα πλαστικά μου μέλη επάνω.
Δεν υπάρχουν κερκόπορτες, οι εφιάλτες θαμμένοι.
Υποτάσσομαι.
Το ξένο γίνεται υγρό και ζεστό,
οι λέξεις χύνονται αλύγιστες,
το απόρθητο εκλιπαρεί θέλω και πάλι
κι αυτό που νόμιζες
τέλος
γεννάει ξανά
μιαν αρχή επικίνδυνη.
Ά-λογον
Δέχτηκα το χαλινάρι
για ν’ απολαύσω τον ιππέα
για να καλπάσω εγώ μαζί του
ξεγελώντας
ότι αυτός έχει το πρόσταγμα
Μέχρι στιγμής
καλά τα πήγα
Αλλά όσο ανόητο να είσαι αφέντης
Τόσο πληκτικό να είσαι δούλος
Συλλέκτρια 1
Καμένα φτερά πεταλούδας
γραμμή στην άκρη
πυγολαμπίδας λιωμένης
Παραμύθια σκαρώνω
καρφώνοντας
μισά σκουλαρίκια στα μάτια
Θα καπνίσω το βράδυ
κοιτάζοντας
τα κομμένα τους μέλη στον τοίχο
Συλλέκτρια 2
Κάποτε ήταν πριγκίπισσα. Τώρα της άρεσαν τα παραμύθια και οι συλλογές.
Ακουμπούσε τις πεταλούδες, ενώ πετάριζαν ακόμα, στο τραπέζι και πλησίαζε την φωτιά στα φτερά τους. Τινάσσονταν για μια φορά ακόμα. Μετά. Έβγαζε το καπάκι από το βάζο και το γύριζε ανάποδα. Παραζαλισμένες τις πυγολαμπίδες, τις έπιανε με τα δάχτυλα και τις έσερνε με δύναμη πάνω στον τοίχο. Σαν κιμωλίες που αφήνουν πίσω τους φωσφορίζουσες γραμμές.
Τα παραμύθια που τής άρεσε να σκαρώνει ήταν από εκείνα που δεν λέγονταν. Τα σεντούκια τους έκρυβαν βαθιά απαγορευμένα μυστικά. Αν τα έβγαζες έξω σε έτρωγαν. Π.χ. ένας όμορφος άντρας έσερνε τα πρησμένα του πόδια μουρμουρίζοντας: «θα κοιμηθώ πρώτα την κόρη της, μετά τον γιο της και στο τέλος θα μπήξω τις περόνες στα δικά της μάτια, να θέλει και να μη μπορεί να κρεμαστεί»
Χάρη στα παραμύθια και στις συλλογές της, την πλησίαζαν πολλοί περίεργοι. Αφού τους βασάνιζε, με όλους τους άγριους τρόπους που ήξερε από την πριγκιπική της θητεία, τους διαμέλιζε και τους έκρυβε στα σεντούκια. Μόνο κάποια αθώα μέλη τους άφηνε σε κοινή θέα στον τοίχο μαζί με τα έντομα: μια τούφα μαλλιά, ένα βλέφαρο, ένα νύχι. Μετά. Καθόταν ημίγυμνη στον καναπέ και κάπνιζε κοιτάζοντας τα όλα ήσυχη. Όποιον καταλάβαινε τι σήμαινε μια τούφα μαλλιά, ένα βλέφαρο, ένα νύχι, θα τον παντρευόταν και θα του χάριζε το παλιό της βασίλειο. Το είχε αποφασίσει.
Το χαμένο τραγούδι
Αυτή η ιστορία μού μύριζε θάνατο από την αρχή. Ωστόσο συνέχιζα να την πιστεύω και να μπλέκομαι ολοένα και περισσότερο στα δίχτυα της.
Αποτέλεσα την προσωποποίηση της ψυχολογίας του μέσου αποδέκτη των θρύλων. Δεν ήμουν πια απομονωμένη στο νησί μου. Είχε η ψυχή μου οργωθεί, λιπανθεί και ποτιστεί κατάλληλα από τόσα Μέσα Διάδοσης Ιδεών. Ήμουν έτοιμη να τα δεχτώ όλα. Να αλλάξω. Να θυσιαστώ. Οι πρίγκηπες υπήρχαν κι εγώ, με μια καλή διαπραγμάτευση, θα κέρδιζα τον καλύτερο. Εξάλλου, ήλπιζα κι εγώ στη μακρινή ευγενική μου καταγωγή.
Ποτέ δεν πάει χαμένο κάτι τέτοιο.
Παλαιότερα, νερόσπαρτα χρώματα στις κρυφές μας σπηλιές, όπου στοιβάζονταν τα κόκαλα των ναυτικών Δεν αναγκάσαμε, εγώ κι οι αδελφές μου, ποτέ κανέναν. Πλήρωναν το τίμημα της ηδονής και της γνώσης της μουσικής μας
Στο νησί μπορούσες να αφεθείς στη ροή του χρόνου και των γεγονότων. Αυλάκια τα ρεύματα έφερναν μαλλιά και φύκια. Διαφορετικοί φαίνονταν οι όγκοι, τα σχήματα, τ’ ανθρώπινα χρώματα. Το βάρος απλά δεν υπήρχε. Ναυάγια αφρίζαν στα κύματα και μετά ηρεμούσαν. Θαμμένοι θησαυροί, ελπίδες υγρές. Σώματα πρησμένα, μύτες και στόματα ξερνούσαν τη θάλασσα, δίχως πνοή. Σάρκες κολλημένες πάνω στα βράχια. Τα κύματα βογκούσαν πάνω στις ξέρες. Αφουγκραζόσουν… Ζούσες....
Ένας μόνο αρνήθηκε ν’ ακούσει το τραγούδι μας. Σ’ όλη του τη ζωή αυτό πλήρωνε. Γι’ αυτό δε στέριωσε ποτέ. Τότε κι εμείς βουτήξαμε στα γαλαζωπά τους νερά αποκτώντας τα λέπια των ψαριών. Δεν πετάξαμε ξανά. Μάθαμε τις σπηλιές των σκούρων βυθών· τις μόνες που ηχολαλούσαν πια το τραγούδι μας.
Ήρθαν παράταιροι αιώνες Θεοί και άνθρωποι γεύτηκαν αλλότριες εξουσίες. Τα παλιά ξεχάστηκαν κρυμμένα βαθιά στο μάγμα του χρόνου.
Όταν φάνηκε, λοιπόν, Εκείνος, παρόλο ήταν κάπως «σιτεμένος» για πρίγκηπας, είπα: «Αυτός είναι!» Ποθούσα τον κόσμο της στεριάς. Πόθησα το κορμί και την αγάπη του.
Και δέχτηκα. Να κόψουν τη γλώσσα μου. Να τους χαρίσω τη σπάνια χροιά της φωνής μου, την πολύτιμη εμπειρία των τραγουδιών τόσων αιώνων σε αντάλλαγμα για το μαγικό τους φίλτρο. Που θ’ αφαιρούσε τα λέπια από την ενοχλητική μου ουρά, για να μπορέσει Εκείνος να ζευγαρώσει μαζί μου. Για την Αιώνια Αγάπη ενός Πρίγκηπα.
Ο Αγαπημένος μου στην αρχή «γλυκιά μου άγγελέ μου καρδιά μου», μαγεύτηκα. Ύστερα στο κρεβάτι μας το λεξιλόγιό του άρχισε απελπιστικά να φτωχαίνει ή και να παρεκκλίνει του πριγκιπικού ιδιώματος· τέτοια άκουγα και από τους ναυτικούς.
Μετά τα πρώτα ζευγαρώματα -όχι και ιδιαίτερα εντυπωσιακά, οφείλω να ομολογήσω- η παρουσία κάποιων ύποπτων πονοκεφάλων της Υψηλότητάς του άρχισε να μ’ ανησυχεί. Όταν, αντί να μ’ αγκαλιάζει, άρχισε να φτιάχνει βαρκούλες από χαρτί, άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια. Δοκίμασα κάποιες παλιές συνταγές με ερωτικά κόλπα. Του κάκου! Ο πόθος του Πρίγκηπα είχε φυράνει. Κι όταν τον είδα να ξεδιπλώνει τα ονειροπόλα του σχέδια σε μακροσκελείς επιστολές προς άγνωστους παραλήπτες, ήμουν πια πεπεισμένη.
Είχε έρθει η ώρα. Να κάνω χρήση των «ψιλών» γραμμάτων της συμφωνίας μου με τη μάγισσα. Ήμουν εύπιστη, ναι, αλλά όχι κορόιδο. Χα! Μήπως είχαν ξεχάσει πως σ’ όλη την προηγούμενή μου ζωή είχα υπάρξει Σειρήνα; Η εκδίκηση ήταν στο αίμα μου.
Αν ο Πρίγκηπας λοιπόν με βαρεθεί ή με προδώσει, ναι, εγώ θα πέθαινα, αλλά διατήρησα το δικαίωμα «η συναλλαγή να γίνει με ίσης αξίας ανταλλακτικόν μέσον ή νόμισμα» Αυτοί θα είχαν στην υπηρεσία τους για πάντα τις μουσικές μου και θα ξεφορτώνονταν και μία ακόμα από εμάς. Αλλά δεν θα παραδινόμουν αμαχητί.
Πέρα όμως από την ικανοποίηση για την διορατικότητά μου, ένιωθα όσο να’ ναι και μια κάποια θλίψη· αναπολώντας τη ζωή που θα μπορούσα να είχα ζήσει…αλλά δε βαριέσαι…
Το επόμενο βράδυ διέβην τις Πύλες του Άδη. Μπήκα αργά και μεγαλόπρεπα. Διάφορες ψυχές κολασμένων και μη μαζεύτηκαν γύρω μου, θέλοντας να μάθουν την ιστορία της νεοφερμένης, κι εγώ να μη μπορώ να πω «γρι»! Στην αρχή μου φάνηκε κάπως καταθλιπτικό, αλλά γρήγορα άρχισα να συνηθίζω. Έβλεπα, τουλάχιστον, γνωστές φυσιογνωμίες από τα παλιά.
Αποφάσισα να ταϊσω με το κομμάτι της σάρκας, που κουβαλούσα καλά κρυμμένο πάνω μου, τον Άργο. Άξιο σκυλί! Αρνήθηκε να πεθάνει πιστό, σε έναν αχάριστο Το απέκρυψε βέβαια ο μύθος τους μιλώντας για κάπρο. Το σημάδι στο πόδι του Περιπλανώμενου όμως ήταν απ’ αυτόν. Τον παραφύλαγε ως την ύστατη στιγμή· για να τον κάνει να νιώσει κάτι από τον πόνο της ατέλειωτης προσμονής.
Έπειτα, δεν θα ξανάβλεπα ποτέ τη θάλασσα, δεν θα μπορούσα να τραγουδήσω, ας είχα τουλάχιστον ένα κατοικίδιο…
Και ασφαλώς δεν φοβήθηκα ούτε μια στιγμή! Γιατί ξέρω καλά πως δεν βρέθηκα στην κόλαση, επειδή αμάρτησα, αλλά επειδή γεννήθηκα. Το ότι άφησα μουγγό κι ευνούχο, έναν πρίγκηπα είναι κάτι ολότελα δευτερεύον.
Απλά δίνει έναν ψυχαγωγικό τόνο ρομαντισμού σε μια φριχτά κοινότοπη ιστορία.
|