ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΚΩΣΤΑΣ


ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΚΩΣΤΑΣ

Σπούδασε στη Νομική Σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών, πολιτικές επιστήμες και δημόσια διοίκηση. Ιστορικός, δοκιμιογράφος και πεζογράφος, έχει συνεργαστεί με έγκριτα λογοτεχνικά περιοδικά (Νέα Εστία, Το Δέντρο, Δέκατα, Ευθύνη, Νέο Επίπεδο, Θέματα Λογοτεχνίας, Κουκούτσι, Φρέαρ, Πάροδος κ. ά.) και εγκυκλοπαιδικές εκδόσεις. Στα Γράμματα εμφανίστηκε το 1990, όταν εξέδωσε το περιοδικό Ρέμβη. Από το 2015 διευθύνει το περιοδικό Κοράλλι.Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει αφηγήματα, δοκίμια, ιστορικές μελέτες, βιογραφίες, καθώς και το μυθιστόρημα Αγκριτζέντο. Είναι μέλος της Δ.Ε. του Ιδρύματος Κωστή Παλαμά.

 Πληροφορίες: 
Όνομα:  ΚΩΣΤΑΣ
Επίθετο:  ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
Εργογραφία: 

ΑΦΗΓΗΣΗ

Διηγήματα: 1992. Η κόρη του Ιεφθάε. Εκδόσεις Λάτμος.

Νουβέλα: 2001. Το βιβλίο της μέλαινας χολής. Εκδόσεις Παρουσία.

Μυθιστόρημα: 2009. Αγκριτζέντο. Εκδόσεις Ιδεόγραμμα. Δεύτερη έκδοση (2011): Εκδόσεις Α. Α. Λιβάνη.

Μυθιστόρημα 2017. Ο κύκλος του χώματος, εκδόσεις Καστανιώτη..

ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ

1994 (4η έκδοση 2004). Μικρά Ασία. Ο αγώνας 1919-1922. Εκδόσεις Ιωλκός.

1999 (2η έκδοση 2009). Μικρά Ασία. Ιστορία Αρχαίων Χρόνων. Εκδόσεις Γόρδιος.

1999 (2η έκδοση 2010). Μικρά Ασία. Ιστορία Μέσων Αιώνων. Εκδόσεις Γόρδιος.

1999 (3η έκδοση 2011). Μικρά Ασία. Ιστορία Νέων Χρόνων. Εκδόσεις Γόρδιος.

2002 (2η έκδοση 2012). Ιστορία Νεώτερης Ελλάδας (1821-1941). Εκδόσεις Ιωλκός.

2007. Κύπρος 1954- 1974: Από το έπος στην τραγωδία. Εκδόσεις Ιωλκός.

 

ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ

1998 (2η έκδοση 2006). Νικόλαος Πλαστήρας. Εκδόσεις Ιωλκός.

2005. Θεόδωρος Πάγκαλος. Εκδόσεις Ιωλκός.

ΔΟΚΙΜΙΟ

1993 (2η έκδοση 2003). Εθνικισμός και Ελληνικότητα. Εκδόσεις Πορθμός.

2008. Εναντίον του χρόνου. Εκδόσεις Ευθύνη.

2014. Το χρέος και ο τόκος. Εκδόσεις Γόρδιος.

2016. Η πεζογραφία της Θεσσαλονίκης, εκδόσεις Κουκούτσι.
 

ΑΝΘΟΛΟΓΙΕΣ:

Ανθολογία Κωστή Παλαμά, εκδόσεις Κέδρος 2018.


Διεύθυνση: 

Κεραμιδένιας 2 – Τ.Κ. 85101 – Ιαλυσός – Ρόδος

Τηλ. 6955-501569


Έτος γέννησης:  1965
Τόπος γέννησης:  Ρόδος
Τίτλος αποσπάσματος:  Από το μυθιστόρημα «Αγκριτζέντο»
Κείμενο αποσπάσματος: 

… Στην πόρτα φάνηκε η θεία Αυγούστα. Ήταν η μεγάλη θεία της οικογένειας, η μεγάλη αδελφή της Μπιάνκα. Ερχότανε από το Κόμο, πατρίδα του άντρα της. Διπλωμένη από τα χρόνια αλλά μεγαλοπρεπής, μπήκε ψυχρή, φίλησε την Ισαβέλλα και τους στενότερους συγγενείς, με αυστηρή ιεραρχική σειρά, και μετά, αφού χάρισε ένα νεύμα στους υπόλοιπους, κάθισε απόμερα. Μιλούσε ελάχιστα, πάντα με βεβαιότητες και με λέξεις εντυπωσιακές, σχεδόν αρχαϊκές. Την άκουγαν με απεριόριστη ευλάβεια. Παρά τα σπουδαία της πνευματικά προσόντα, εξηγούσε σε μια παρέα μια μικρανιψιά της, είχε περιοριστεί στη ζωή της να στηρίξει με αφοσίωση την καριέρα του συζύγου της, γερουσιαστή και μακαρίτη εδώ και χρόνια. Η θεία Αυγούστα αναγνώριζε τον ψυχικό πλούτο της Ισαβέλλας αλλά κατέκρινε την έλλειψη ευελιξίας και τη μόνιμη περιφρόνηση προς τα προσχήματα. Με το κοφτερό της βλέμμα συσχέτισε το πένθος διακριτικά με την παρουσία του Λίνου και ρώτησε μιαν ανιψιά της. Εκείνη δεν ήξερε και φώναξε το δον Τζουζέππε που της εξήγησε. Αμήχανη για ώρα, αν ο φίλος της Ισαβέλλας ανήκε στην πρώτη κατηγορία φυσικής οικειότητας, αποφάσισε να περιμένει το τέλος της εξόδιας ακολουθίας για να τον εξετάσει και να αποφασίσει.

Πιο εκεί στεκόταν ο θείος Μαουρίτσιο, πρώτος εξάδελφος της μητέρας της Ισαβέλλας. Αγόρευε σ’ έναν πρόχειρο κύκλο για τον Τανκρέδο της Ωτβίλ, τον προπάτορα των Νορμανδών ηγεμόνων της Σικελίας. Ψηλός με παράστημα ωραίο, βλέμμα γαλάζιο και φωτεινό μα λίγο απογοητευμένο - κι όχι από πένθος λόγω της περίστασης. Στο λεπτό και στοχαστικό του πρόσωπο μπορούσες να θαυμάσεις την ιδανική σύνθεση ανδρισμού και ευγένειας. Τύπος αισθαντικής αρχοντικής ζωής που έλεγε πως οι ηθικές υποχρεώσεις μόνο ως έξαρση ευαισθησίας έχουν γι’ αυτόν νόημα. Εκκεντρικός και αβλαβής, χωρίς κακίες για κανένα μα και χωρίς καλοσύνες. Αυτή ήταν εξάλλου η κεντρική ιδέα της ζωής του: Ούτε καλό ούτε κακό. «Μόνο έτσι» υποστήριζε «μπορείς να είσαι γνήσια ανεκτικός και ανοιχτόκαρδος». Το θείο Μαουρίτσιο τελευταία τον συγκινούσαν γυναίκες όλο και πιο κοινές, έργα τέχνης όλο και πιο χοντροκομμένα. «Διχασμός παράξενος» σχολίασε ο Ρουτζέρο. «Καθόλου» απάντησε ο δον Τζουζέππε, αμίλητος για πολλή ώρα. «Σημάδι γηρατειών ενός γνήσιου αριστοκράτη».

Καθώς περίμεναν να ξεκινήσουν για το ναό, είχανε πιάσει κουβέντα για τα έργα αναστήλωσης στην κοιλάδα των ναών. Ο δον Τζουζέππε θυμήθηκε τον αρχαιολόγο Πιέτρο Γκρίφο που στα δύσκολα χρόνια της υστερίας της προόδου, με γενναιότητα αντιστάθηκε στη βιομηχανική επέκταση προς την αρχαία πόλη, στα σχέδια για εργοστάσιο της Fiat. Πολλοί τον κατηγορούσαν τότε ότι εμπόδιζε τη φυσική ανάπτυξη του Αγκριτζέντο προς τη θάλασσα και χαρακτήριζαν… κατάρα και πρόσκομμα για την ανάπτυξη και τον πλουτισμό τις… πέτρες των δωρικών ναών.

«Ο Γκρίφο έσωσε την κοιλάδα των ναών και στον πόλεμο, στις επιχειρήσεις μετά την απόβαση το 1943» παρατήρησε ένας απόστρατος συνταγματάρχης με βαμμένο μαλλί που όλοι τον προσφωνούσαν “στρατηγέ” γιατί έτσι δήλωνε παντού.

«Λένε οι ξύπνιοι πως ο τόπος μας είναι άσχημος. Εμένα μ’ αρέσει. Μισώ τα γραφικά μέρη» πετάχτηκε ένας εξάδελφος του Παυσανία. Ο Ρουτζέρο συναίνεσε κι ο δον Τζουζέππε πρόσθεσε απευθυνόμενος στο Λίνο με εγκαρδιότητα:

«Όσα εργοστάσια κι αν στηθούν εδώ, δε θα αλλοιώσουν το χρώμα του χώματος, το χρώμα της σικελικής ψυχής. Αυτοί οι κάτοικοι», είπε κι έδειξε μια παρέα ντόπιων που είχαν έρθει στην αυλή για να τιμήσουν το νεκρό, «θα είναι πάντα οι ίδιοι. Μην κοιτάς τα γοτθικά και τα νορμανδικά, τα αραβικά ή τα καταλανικά χαρακτηριστικά. Μάσκες, όλα. Οι άνθρωποι δίνουν χαρακτήρα στους ρυθμούς. Πάντα αυτοί δίνουν ρυθμό, σε κάθε ιστορική περίσταση».

Κάποιοι μετακινούνταν διακριτικά σε αναζήτηση στενότερου γνωστού. Η θεία Θηρεσία, η αγαπημένη «μικρή» θεία, ψιθύριζε τις τελευταίες οδηγίες στην Αννουντσιάτα που έκλαιγε ασταμάτητα. Στην άλλη γωνιά η Ισαβέλλα, με την πιο οικεία της εξαδέλφη, τη Βερόνικα και τη Χριστίνα -που ήταν έτοιμη να ρωτήσει τον ψευτοστρατηγό με ποιον τρόπο θα μπορούσε να επισκεφθεί τον Γκαετάνο- έκανε νόημα στο Λίνο να πλησιάσει για να τον συστήσει.  «Όποιος έρχεται από τόσο μακριά, τέτοιες στιγμές, δεν είναι τυχαίος» είπε η θεία Θηρεσία που είδε τη σκηνή. Πλάι η θεία Αυγούστα χαμογέλασε με δυσπιστία.  «Τίποτα δεν πετυχαίνουμε στη ζωή χωρίς κάποιο ρίσκο» είπε αινιγματικά στην αδελφή της. Πιο κει ο θείος Μπερνάρντο, με φωνή σπηλαιώδη αλλά ευγενική, αφηγούνταν ιστορίες απ’ τα χρόνια του πολέμου. Μα κρίνοντας ως άτονες τις εντυπώσεις του λόγου του, έπιασε να λέει όσα θυμόταν από τις διηγήσεις του παππού του για μια επίσκεψη του Μουσολίνι το 1924 στο Αγκριτζέντο, για την κήρυξη του αμείλικτου πολέμου ενάντια στις συμμορίες του οργανωμένου εγκλήματος. «“Μα έχουν και οι συμμορίτες δικαίωμα στη ζωή” είχε τολμήσει να αντιδράσει εκείνη τη μέρα κάποιος. Δεν τον ξαναείδαν» είπε χαμηλώνοντας με τέχνη τη φωνή.

«Ήταν ο Τότο ο μαγεμένος, μάρτυρας στις δίκες του 1932» παρενέβη ο Ρουτζέρο κι όλοι έσκυψαν να ρωτήσουν ποιος ήταν γιατί τα χρόνια που έλειπε τον είχαν πολύ αλλάξει.

«Αλήθεια; Μου φαίνεται απίστευτο» είπε ο ψευτοστρατηγός που είχε διακόψει τη χαμηλόφωνη συζήτησή του με έναν πρώην δήμαρχο για να ακούσει την ιστορία του Μπερνάρντο.

«Ο παραλογισμός δεν χρειάζεται να είναι αληθοφανής. Είναι αληθινός. Κι αυτό φτάνει» αποκρίθηκε ο Ρουτζέρο.

Οι κόρες του θείου Μπερνάρντο πρώτη φορά ακούγανε με προσοχή και χωρίς να κοροϊδεύουν τις ιστορίες του πατέρα τους κι αυτό τον ευχαριστούσε τόσο που δεν σταματούσε. «Οι λεπτομέρειες έρχονται μετά από χρόνια» ξαναπήρε το λόγο και άρχισε να κατεβάζει σειρές ξεχασμένα γεγονότα, οικογενειακές αποχρώσεις από την εποχή που παντρεύτηκε ο Παυσανίας την Μπιάνκα. Η γυναίκα του, η θεία Θηρεσία που μόνο μέσο για να αντιλαμβάνεται τον κόσμο είχε την ειρωνεία -αντίδραση στην άνοδο των αχρείων όπως εξήγησε μία και μόνη φορά μετά από έναν ομηρικό καυγά με τον πάντα καταδεχτικό άντρα της- έμοιαζε να απορεί για τη στάση που έπρεπε να κρατήσει. “Η ατμόσφαιρα αυτού του σπιτιού πρέπει να είναι αιτία” υπέθεσε.

Στο Λίνο, υπό άλλες συνθήκες, μια τέτοια συγκέντρωση- γιορτή θανάτου, θα του προκαλούσε πλήξη και αμηχανία. Τώρα όμως ένιωθε φυσικότατα και ας συγκέντρωνε κάθε τόσο όλα τα μάτια πάνω του. «Είστε ο σύζυγος της Ισαβέλλας;» ρώτησε κάποιος βαρήκοος συγγενής του Παυσανία που κάτι άκουσε μα δεν είχε καταλάβει. Η ερώτηση ήταν ξαφνική, δεν πρόλαβε καν να στρίψει αλλού το βλέμμα για να την αποφύγει ή για να κάνει τον αφηρημένο. Χαμογέλασε όσο πιο ευγενικά μπορούσε και γύρισε να δει την Ισαβέλλα. Τα μάτια της έλαμπαν μιαν άλλη λάμψη, αλλιώτικη. Ο τόνος και ο ρυθμός τής ευαισθησίας της έλεγαν πως “είναι κρίμα που δε γνώρισε λίγο περισσότερο τον πατέρα” μα ευθύς την παρηγορούσε πως δεν ήταν τυχαίο που τον γνώρισε μια μέρα ακριβώς πριν φύγει. Τρόμαξε. Οι τάσεις αυτές από το βάθος της συνείδησής της, τάσεις που δεν είχαν ως τώρα εκδηλωθεί, απειλούσαν να την παρασύρουν -ούτε κι η ίδια ήξερε προς τα πού- όταν η θεία Θηρεσία την πλησίασε να της πει πως ήταν ώρα να ξεκινήσουν για το ναό…

…Προχωρούσε αμίλητη, ανέκφραστη, με σταθερό βάδισμα και μάτια να τρέχουν διαρκώς. Πιο πίσω ο Λίνος αναλογιζόταν πως σε μια εκφορά είχε αποφασίσει να έρθει εδώ και με μια εκφορά τώρα κάτι ένιωθε να τελειώνει. Ή μήπως άρχιζε; Αυτές οι περιφορές σωμάτων, μοιάζουν με περιφορά επιθυμιών και ακυρώσεων, με πομπή κενών που ποτέ δεν θα γεμίσουν. Λέξεις, αισθήματα και σκέψεις έπλεαν σ’ αυτά τα κενά όταν ακούστηκε στην είσοδο του ναού το πρώτο αντίφωνο: “Requiem aeternam dona eis Domine et lux perpetua luceat eis” - Ανάπαυση αιωνία δώρησον αυτοίς Κύριε και φως ανέσπερο ας λάμψει επ’ αυτοίς εις τον αιώνα…”.

Πλήθος είχε προσέλθει, φίλοι, παλιοί ασθενείς μα και απλοί γνωστοί. Από σεβασμό -άλλοι προς τον ίδιο και άλλοι για την οικογένεια Τιμοκρέι. Πολλούς τους έφερε η περιέργεια. Είχαν έρθει και κάποιοι επίσημοι, όχι από αυτούς που εκλέγονται μα κάποιας άλλης τάξης, μυστικής. Υπήρχαν εκείνοι -λίγοι είναι η αλήθεια- που όσο και να λυπόντουσαν, με τη χαρά πως αυτοί ζούσαν ακόμη, συνομιλούσαν με κάποιαν κρυμμένη ευθυμία, με ανακούφιση που κάποιος έδινε το στατιστικό παρών απ’ τη γενιά τους στο σκοτάδι. Οι πιο πολλοί, λες και τους ζητούσε ο νεκρός παρηγοριά, μιλούσαν για τη ματαιότητα μα ούτε αυτοί είχαν καμιά διάθεση να ξεχάσουν πόσο δροσερή και ευχάριστη είναι πάντα η ζωή. Τελικά, μάλλον πιο αισιόδοξοι θα έφευγαν όλοι απ’ αυτή την εκφορά. Μόνο ο δον Τζουζέππε παραδομένος στις δικές του σκέψεις, ανατρίχιασε κάποια στιγμή όταν νόμισε πως είδε τον Παυσανία στην άκρη του ναού, να παρακολουθεί την εκφορά του από μια κόγχη, χαμογελώντας με τις ευχές…

…Όταν κινήσανε για να παραδώσουν το σώμα του στη γη, λαμπερές σταγόνες είχαν αρχίσει να πέφτουν από το μολυβένιο βάθος του ουρανού. Τα συννεφοσκιάσματα γίνονταν ολοένα και πυκνότερα αλλά οι σταγόνες έπεφταν πάντα αραιά κι ευθύβολα. Ούτε κλαράκι δεν κουνιόταν. Στα δέντρα κρέμονταν σχήματα παράξενα, ράκη μιας ακίνητης ομίχλης. «Όπως το ήθελε, όπως το ήθελε» ψιθύριζε ο δον Τζουζέππε. Ελάχιστος, μακρινός ερχόταν ο θόρυβος της πόλης. Στη σκηνογραφία της θολής ημέρας όλα φαίνονταν προσεκτικά, σαν να εκτελούσαν ρόλους, αιχμάλωτα θαρρείς μιας απόλυτης ιδέας αξιοπρέπειας στην οποία τα πάντα κάποτε θα φτάσουν, πριν ή έστω μετά το θάνατο που επιβάλλει τη γενική και υποχρεωτική αξιοπρέπεια της σιωπής. «Είναι καλό να αναμένει κάποιος στη σιωπή τη σωτηρία» επανέλαβε ο δον Τζουζέππε το ανάγνωσμα των Θρήνων…

…Εκείνο το απόβραδο στην κοιλάδα των ναών βασίλευε μια άφραστη γαλήνη. Σήματα διακριτικά μα επίμονα αιχμαλώτιζαν τα μάτια όσων έτυχε να βρεθούν εκεί κι αναρωτιόντουσαν τι να συμβαίνει. Μια εποχή τελειώνει οριστικά, πλησιάζει χειμώνας, είπαν κάποιοι. Κι όμως. Λίγο πιο ψηλά, κάτω απ’ τον ίσκιο του Αγκριτζέντο, τα άψυχα πράγματα στο σπίτι που θ’ άρχιζε σιγά- σιγά ν’ αδειάζει, ήταν σίγουρα πως τίποτα δεν τελειώνει. Όταν ο Λίνος πλησίασε να αποχαιρετίσει την Ισαβέλλα, το ένιωσαν κι οι δυο πως η εποχή που ερχόταν, θα απαιτούσε υπομονή και αποφασιστικότητα. Υπομονή απ’ αυτόν και αποφασιστικότητα από εκείνη. Δεν θα ήταν εύκολο. Γιατί ήταν ακριβώς οι αρετές που μέχρι τώρα τούς έλειπαν.

Τον πήγε μέχρι την αυλόπορτα. Ψυχρό το αγέρι κένταγε το δέρμα, έκανε τα φυλλώματα να ριγούν. Το φεγγάρι, στην αρχή της χάσης, πρόβαλε ανάμεσα στα σύννεφα και φώτισε ερωτικά τις αρχαίες δωρικές κολόνες. Περιττές μεταμέλειες ή αναγκαίες εκμυστηρεύσεις δεν χάραξαν τα όρια των αισθημάτων τους. Δεν χρειάζονταν. Καθώς μιλούσαν, η Ισαβέλλα του έκανε νόημα να σωπάσει για ν’ αφουγκραστεί μια μελωδία που ερχόταν από την κοιλάδα. Ήταν η μουσική εκείνη που άκουγε ο πατέρας της. «Ακούς;» τον ρώτησε σφίγγοντάς του το χέρι. Κι αυτός μπορεί να μην άκουγε ακόμη τίποτε αλλά ψιθύρισε «ναι». Γιατί πρώτη φορά στη ζωή του ήταν έτοιμος, δυνατός και έτοιμος και για τα πιο δύσκολα. Τα δύσκολα που πάντα αύριο αρχίζουν...


Διακρίσεις: 

Το μυθιστόρημα Αγκριτζέντο έλαβε το 2011 το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (European Union Prize for Literature).

Το βιβλίο Εναντίον του χρόνου έλαβε το βραβείο δοκιμίου του PEN Club


E-mail:  contehatz@gmail.com