ΤΑΣΙΟΠΟΥΛΟΣ, ΒΑΓΓΕΛΗΣ


ΤΑΣΙΟΠΟΥΛΟΣ, ΒΑΓΓΕΛΗΣ

Σπούδασε Παιδαγωγικά, Ειδική Αγωγή και Ελληνικό Πολιτισμό.
Εξειδικεύτηκε στην εκπαίδευση παιδιών με νοητική καθυστέρηση και πολλαπλές αναπηρίες- εγκεφαλική παράλυση και εργάστηκε σε σχολεία Ειδικής Αγωγής.
Δίδαξε σε σεμινάρια επιμόρφωσης εκπαιδευτικών, σε εργαστήρια, καθώς και στο ΑΠΘ: Λογοτεχνία, Διδασκαλία της Ποίησης και Δημιουργική Ανάγνωση και Γραφή της Ποίησης. Συνεργάζεται συστηματικά με λογοτεχνικά και επιστημονικά περιοδικά. Είναι Προέδρος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης.
Δημοσίευσε ποιήματα, δοκίμια, μελέτες, επιστημονικά άρθρα, καθώς και βιβλία για παιδιά.
Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Αγγλικά, Σλαβομακεδονικά, Ιταλικά, Ισπανικά και έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
 

 Πληροφορίες: 
Εργογραφία: 

Ποιητικές Συλλογές:

— Ἡ ἐποχὴ τῆς Ἄνοιξης, 1983
— Τὸ Νέον τῆς Ὁδοῦ, 1987
— Τὸ δάκρυ τοῦ Πολύφημου, 1992
— Ἡ μνήμη τῆς σιωπῆς, 1995,
— ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1979-1995, 2000
— Γράνα, 2007
— Οι μπαλάντες των εύχρηστων πραγμάτων, 2017
— Αχερουσία η θάλασσα, 2019

—Τα αδέσποτα της νοητής γραμμής, 2019

—Aqueronte, 2022 (Ισπανικά)


Βιβλία για παιδιά:

— Δρακοντομυστικό, 1997
— Κόσμο λένε την αυλή μας, 2000
— Χίλιοι μύθοι ένα μαρούλι, 2000
— Ο καλικάντζαρος που έχασε το δρόμο, 2000
— Μύθοι από τους μύθους του Λαφονταίν (2 τόμοι), 2001
— Ο Τούφας στο Μεγάλο Δάσος, 2003
— Η συμμορία του ΠΟΥΡ ΠΑΣ, 2006
— Γιατί απέναντι; 2013
— Τα καινούρια μου πόδια, 2015

 

Διεύθυνση: 

Βαγγέλης Τασιόπουλος

Ανοίξεως 2

57010 Πεύκα Θεσσαλονίκης

Τηλέφωνα: 2310674460, 6974869479

Email: vaggelis.tasiopoulos@gmail.com


 


 


Έτος γέννησης:  1959
Τόπος γέννησης:  Μελιγαλάς
Κείμενο αποσπάσματος: 

ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΠΡΙΝ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΦΟΡΚΥΝΑ

Του Φόρκυνα ο Θεός
πριν από κάθε όνειρο κοιτούσε το νερό
κι έλεγε
για το μεγάλο δέντρο
πως τάχα ξεκίνησε απ’ την ψυχή
κι υψώθηκε ως τη δασεία τ’ ουρανού

στις αγρυπνίες του χειμώνα έλεγε
μαζεύονται παιδιά φυσώντας τη μπουρού
κι ανοίγουνε τα μάτια τους στο πέλαγο
να δουν το χρώμα της Ιθάκης

ακόμη και τον ποιητή μνημόνευε ο ύψιστος
που ομολογούσε το αίμα του:
εδώ ξύπνησε ο πολυμήχανος
εδώ τον φώτισε το ασήμι της ελιάς

Όμως όσο κι αν έψαχνε δεν έβρισκε ο Θεός το Βασιλιά
γιατί
ο Βασιλιάς είναι παντού
μικρός κι απέραντος Κανένας
παραμονεύει τα μεσάνυχτα στο δάκρυ του Πολύφημου
και πού να δει το μελανό του σώμα

ερχόταν τότε μια μικρή
Τον έπαιρνε απ' το χέρι
ακούς τη θάλασσα; του έλεγε
εκεί να πάμε πρέπει
δε γίνεται

μόνο μεσάνυχτα να παίζεις το κορμί μου
εκεί        εκεί τολμούν τα όνειρα
εκεί        πρέπει να πάμε.

Από τη συλλογή Το δάκρυ του Πολύφημου (1992)


 

 


ΣΤΟΥΣ ΘΕΟΥΣ ΑΝΑΜΕΣΑ

 

 

Στους θεούς ανάμεσα κρώζουν οι γλάροι του Αιγαίου

τρίβουν τα ράμφη τους με τη σκουριά της ιστορίας

μένουν για λίγο στα διαζώματα

και δως του πάλι για τα ερείπια της ἀρχαίας πολιτείας.

Κρατώ στα χέρια μου συνηθισμένα ὑλικά

κάτι σπαράγματα γραμμάτων

ονόματα χρήσιμα, βορά στο αλάτι και τον άνεμο.

Δεν έχω πληγές

ό,τι επιβίωσε

ήταν το λάθος τέλος στό καράβι

η πίκρα του ορεσίβιου θερμαστή

με τη μουτζούρα και το βάσανο στα λόγια

τη Λαμπρή που πέρασε.

Συνδαιτυμόνες τώρα πια

στρώνουν πανιά στη θάλασσα και άδεια ροῦχα

να βρουν πατήματα πόδια ξυπόλητα

κοντά σε φύκια και αφρόψαρα.

Να γαληνέψω λες

τα νηπενθή να αποκαταστήσω

έτσι για χάρη των νεκρών

οι φυσαλίδες τους νά βρουν

σε ανάπαιστους τραγούδια μοιρασμένα.

Όμως του ορεσίβιου η σκιά

μάς έχει πια βαρύνει,

στέκει από πάνω μας

θεός και ακροβάτης γλάρος

που χτίζει με το φως γης παραδείσους.

Μείνανε τ’ αρχαία μάρμαρα

κοιτώνες ακριβοί των ερπετών

εικόνα διάφανη σ’ αφέψημα εμπόρων

σαν να μην έχει είδος ο θεός

σαν να μη βλέπεις

απ’ τη θάλασσα τ’ αστέρια.

 

(Από τη συλλογή, Αχερουσία η θάλασσα, 2019)

 

Μελπομένη

Έφτασε με το ποδήλατο, κοριτσάκι στα καλά του, όλο ευδαιμονία και χάρη. Σκανδαλίστηκαν στην ευωδιά της ηδονής οι νουνεχείς απόμαχοι. Έπαιξε με το φως η γύμνια της καθώς την υπερασπίστηκε με το δεξί της χέρι εισχωρώντας στην πυκνή βλάστηση. Η ομορφιά συντόμευε τη δράση του ελιξιρίου. Σαύρες και φαιοπράσινα πτηνά στα μάρμαρα. Ο κόσμος δίχως παράθυρα στα δυο της μάτια. Η Μελπομένη άφησε γι’ ακόμη μια φορά τη γύμνια της να εισρεύσει στο αβαείο. Εγκόσμιοι καιροί απαθανάτιζαν τη σκόνη που αναδυόταν, όταν η μεγαλοπρέπεια χωρούσε στην πιο μικρή της έγνοια: να υποδυθεί ό, τι δεν ήταν. Έτσι σήκωσε τελετουργικά το τροχοφόρο και πήρε το δρόμο προς τη θάλασσα. Λευκή φιγούρα στα όνειρα. Παράξενη κι αγία στον ατέρμονα παράδεισο.

(Από τη συλλογή, Οι μπαλάντες των εύχρηστων πραγμάτων, 2017)

 

ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ

 

Παλιά, το πανηγύρι ήταν όλο άνθρωποι και ζώα. Ανακατεμένες μυρωδιές με προεξάρχουσα εκείνη της τσίκνας. Είχαν εφεύρει τρόπους να υποσκάπτουν την ασέβεια και να χωρούν εμπρόθεσμα στην εκκλησιά για το αντίδωρο. Με τα πολλά άνοιγαν οι κρουνοί κι έβλεπες τις βιαστικές συναλλαγές και τα αιφνίδια νεύματα στο αλλόκοτο της απρονοησίας. Τότε τα κύμβαλα έπαιρναν φωτιά μήπως κάτι διασώσουν. Οι άρχοντες περιέφεραν το σκοτάδι τους ανάμεσα στους πιστούς κι έτειναν χείρα φιλίας στα εμβρόντητα θύματά τους. Ευκάλυπτοι, σιωπή και γαλάζιο εγώ. Εξέταζα τις ξέχειλες γούβες, τις γράνες, τα απόρρητα της ευημερίας. Αιώνες πριν κρατούσε η προίκα· η βεβαιότητα για την αναφυλαξία ήταν πιο πρόσφατη, δημιούργημα των καιρών. Ο ασβέστης έκρυβε τα ίχνη απ’ τις θυσίες κι ήταν ρητή η απαγόρευση: πατάς, αφού στεγνώσει.

Κι όλο να μένει στο λευκό η ιδέα

Να θέλεις να ξύσεις μήπως βρεις

Το χάος και την αμφιθυμία

Αυτό που γίνεται κι όχι ό,τι φτιάχνεις

Όπως τα σκυλάκια στις ρωγμές ανάμεσα στις πέτρες

−Στους τοίχους έβρισκα πάντοτε με την αφή

Το παρελθόν μου και το μέλλον.

 

(Πανηγύρι λοιπόν, εωθινή ανάμνηση.

Ο λίβας ακούστηκε πως έρχεται

Μετανοιωμένος στην ηδυπαθή του άπνοια.)


 

(Από τη συλλογή, Οι μπαλάντες των εύχρηστων πραγμάτων, 2017)

 


E-mail:  vaggelis.tasiopoulos@gmail.com