ΣΤΑΪΚΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ


ΣΤΑΪΚΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ

Φοίτησα για δύο χρόνια στη Σχολή Καλών Τεχνών του Μετσόβειου Πολυτεχνείου, με δάσκαλο τον Β. Βασιλειάδη, στο τμήμα Εφαρμοσμένων Τεχνών: σκηνογραφία κυρίως. Με το υλικό που συγκέντρωσα έγινα δεκτός στην Ανώτερη Εθνική Σχολή Διακοσμητικών Τεχνών (École Nationale Supérieure des Arts Décoratifs) στο Παρίσι.

Tην πορεία μου στον χώρο της τέχνης χάραξε ο Γιάννης Τσαρούχης, καθώς ακολούθησα τις παραινέσεις του και κατέγραψα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τα εσωτερικά διακοσμητικά μοτίβα (ρυθμούς επίπλων και επιτοίχιες επενδύσεις), αρχιτεκτονικά μέλη (θύρες, παράθυρα) των διαφόρων γαλλικών περιόδων και κυρίως των μέσων του 19ου αιώνα. Έτσι, έκανα μια εξαντλητική καταγραφή σε αρχειακές συλλογές μουσείων και σε βιβλιοθήκες με έντυπο υλικό, κάτι που μου αποκάλυψε σε πιο βαθμό οι καλές τέχνες ήταν αλληλένδετες με το πνεύμα της εποχής και την πολιτική, γεγονός που επηρεάζει τελικά και τα κοινωνικά πρότυπα. Το διάστημα που ακολούθησε, από το 1968 και εξής, εργάστηκα στο Παρίσι, σε διάφορα αρχιτεκτονικά-διακοσμητικά γραφεία, τα οποία είχαν αναλάβει την αποκατάσταση και ανάπλαση ιστορικών και μνημειακών διαστάσεων κτισμάτων, όπως το Chateaux de Ferrières. Εργάσθηκα, επίσης, για ένα διάστημα στον οίκο σύγχρονο επίπλων Knoll, που κατασκεύαζε έπιπλα σύμφωνα με τις νέες τάσεις, που χρησιμοποιούσαν υλικά όπως το αλουμίνιο, το ατσάλι κ.ά.

Από την εποχή εκείνη άρχισα να χτίζω τη βιβλιοθήκη μου, με εκδόσεις που σχετίζονται με την αποτύπωση ιστορικών αρχιτεκτονικών μνημείων της Γαλλίας και με διακοσμητικά μοτίβα που καθιερώθηκαν, ως σήμα κατατεθέν, σε διάφορες περιόδους και πολιτισμούς, τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή.                                                                                    

Δεύτερη Περίοδος (1972–1989)

Το 1972 επανήλθα στην Αθήνα και άρχισα να εργάζομαι στο αρχιτεκτονικό γραφείο του πατέρα μου, Σπύρου Στάικου, όπου και έμαθα εμπράκτως τα μυστικά της οικοδομής. Παράλληλα, εργάστηκα για δύο χρόνια στο εργοστάσιο επίπλων του Σαρίδη, όπου, ως απλός τεχνίτης, δούλεψα το ξύλο – σκαλιστής, λουστραδόρος και κατασκευαστής ξυλουργικών κατασκευών. Έτσι, απέκτησα γνώσεις για κάθε πτυχή της οικοδομής, εσωτερικά και εξωτερικά. Στη συνέχεια, από το 1974, άνοιξα δικό μου γραφείο στην οδό Πάνου Αραβαντινού 10, όπου οργάνωσα και ειδικό χώρο, στον οποίο εξέθεσα δικά μου σχέδια επίπλων, υφασμάτων και άλλων διακοσμητικών υλικών. Πρόθεσή μου ήταν να δείξω στο ελληνικό κοινό, ότι, με την καλλιτεχνική παράδοση που έχουμε, είναι παράδοξο να αναζητούμε και να χρησιμοποιούμε πρότυπα άλλων χωρών, όπως υφάσματα από τη Γαλλία με κλάρες και ανθέμια που δεν θυμίζουν σε τίποτα την ελληνική παράδοση και περιβάλλον.

Σχεδίασα γεωμετρικά μοτίβα, τα οποία τύπωσα σε βαμβακερά υφάσματα και χρωματικούς συνδυασμούς εμπνευσμένα από παλαιά κεντήματα και ελληνικές φορεσιές. Το εγχείρημα αυτό είχε μεγάλη ανταπόκριση και επιτυχία, αφού λειτούργησαν, σε διάρκεια δέκα ετών, σαράντα καταστήματα ανά την Ελλάδα με αποκλειστικά δικά μου διακοσμητικά προϊόντα. Το τέλος αυτής της ιστορίας ήρθε μαζί με την απελευθέρωση των δασμών από τις ευρωπαϊκές χώρες στο πλαίσιο της ΕΟΚ, οπότε η αστική και μεγαλοαστική τάξη προτιμούσε να περιβάλλεται από διακοσμητικά υλικά που να δηλώνουν προέλευση από το εξωτερικό και αισθητική που να συνάδει με τις σύγχρονες τάσεις της μόδας.

Παράλληλα με την επαγγελματική μου δραστηριότητα, άρχισα να εμπλουτίζω τον πυρήνα της βιβλιοθήκης μου με εκδόσεις που έχουν να κάνουν με την ιστορία της ελληνικής τυπογραφίας, από το 15ο αιώνα και μετά. Η συλλεκτική αυτή ενασχόλησή μου με το βιβλίο γρήγορα εξελίχθηκε σε πάθος για τη διερεύνηση της εκδοτικής δραστηριότητας του Γένους, από την Αναγέννηση ως τα πρώτα μεταεπαναστατικά χρόνια. Τα πνευματικά μου ενδιαφέρονται για τους πρωτεργάτες της διάδοσης της ελληνικής σκέψης μέσα από βιβλία που τυπώθηκαν στη Δύση και στην Ανατολή αυξήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τότε που μου ανατέθηκε η μελέτη για την ανάπλαση της ιστορικής βιβλιοθήκης της Μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο. Η εργασία αυτή διήρκεσε δέκα χρόνια και η Βιβλιοθήκη, όπως και το Μουσείο εγκαινιάστηκαν από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Δημήτριο, κατά τον πανηγυρικό εορτασμό των 900 χρόνων (1088-1988) από την Ίδρυση της Μονής.

Τρίτη Περίοδος (1990-2016)

Κατά το διάστημα της δεκαετούς ενασχόλησής μου με τη Βιβλιοθήκη και το Μοναστήρι της Μονής, είχα το χρόνο να εγκύψω στην ιστορία του θεσμού της βιβλιοθήκης, διαχρονικά και πολυπολιτισμικά, οπότε διαπίστωσα και τα μεγάλα κενά που υπάρχουν σχετικά με τις διαφορετικές αρχιτεκτονικές προσεγγίσεις που επιβλήθηκαν από τη μετάλλαξη της μορφής του βιβλίου και τα ποικίλα πνευματικά ρεύματα που χαρακτήριζαν κάθε εποχή. Έτσι, άρχισα να εργάζομαι με σκοπό να συντάξω ένα χρονικό της εξέλιξης του θεσμού της βιβλιοθήκης, τόσο σε βιβλιοθηκονομικό όσο και σε αρχιτεκτονικό επίπεδο, με αφετηρία το 4000 π.Χ. Αποτέλεσμα η πεντάτομη Ιστορία της Βιβλιοθήκης στον Δυτικό Πολιτισμό, που εκδόθηκε από το 2000 ως το 2013, σε ελληνικά και αγγλικά, και τώρα και στην κινέζικη γλώσσα.

Η δημοσιότητα της εργασίας μου στην Πάτμο, μου άνοιξε νέους επαγγελματικούς δρόμους, που έχουν να κάνουν με την αποκατάσταση ή ανάπλαση μνημειακών χώρων ιστορικού ενδιαφέροντος, όπως: η ανάπλαση της Βιβλιοθήκης του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Φανάρι, η μετατροπή του κτίσματος Κωστής Παλαμάς (έργο του Κλεάνθη) σε Εντευκτήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών, η μετατροπή της Ροτόντας του Ιερού Ναού του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος στον Παλατίνο Λόφο στη Ρώμη (5ος μ.Χ. αιώνας) από καθολικό σε ορθόδοξο ναό, το Μέγαρο του Δήμου Αθηναίων κ.ά.

Καθ’ όλο αυτό το διάστημα συνέχισα να εμπλουτίζω την προσωπική μου συλλογή βιβλίων σε δύο επίπεδα: πρωτότυπα βιβλία που έχουν να κάνουν με την εκδοτική δραστηριότητα των Ελλήνων, προ δημιουργίας ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους και βιβλία με μελέτες σχετικά με τυπογραφία και την παραγωγή του βιβλίου σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα, κτίζοντας έτσι, άνευ βιβλιογραφικού οδηγού, την πορεία που ακολούθησε το έντυπο βιβλίο σε διεθνικό επίπεδο.

Ο πλούτος που συγκεντρώθηκε ως προς τις αρχέτυπες και παλαιές εκδόσεις, με βιβλία σπάνια έως και μοναδικά, άρχισε να με προβληματίζει και κυρίως με απασχολούσε η εξασφάλιση του μέλλοντός του. Θεωρώ ότι η συλλογή βιβλίων που αντανακλά την πνευματική ιστορία του Γένους δεν μπορεί να αποτελεί προσωπική υπόθεση, αλλά κτήμα όλων των Ελλήνων και σε συνάρτηση με τη γύμνια των ελληνικών βιβλιοθηκών, αναζήτησα στέγη για το μέλλον της. Αγαθή Τύχη, το Συμβούλιο του Κοινωφελούς Ιδρύματος Αριστοτέλης Σ. Ωνάσης, εισάκουσε την έκκλησή μου και στην έδρα του Ιδρύματος μου παραχώρησε ειδικούς χώρους, στους οποίους αναπτύχθηκαν βιβλιοστάσια για το σύνολο της συλλογής μου. Η βιβλιοθήκη μάλιστα αυτή δεν παρέμεινε ως είχε, αλλά συνεχίζει να εμπλουτίζεται με βιβλία που συμπληρώνουν το αρχικό σκεπτικό δημιουργίας της.

 Πληροφορίες: 
Όνομα:  ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
Επίθετο:  ΣΤΑΪΚΟΣ
Εργογραφία: 

Χάρτα τῆς Ἑλληνικῆς Τυπογραφίας. Ἡ Ἐκδοτικὴ Δραστηριότητα τῶν Ἑλλήνων καὶ ἡ Συμβολή τους στὴν Πνευματικὴ Ἀναγέννηση τῆς Δύσης, τόμος Α´/15ος αἰώνας, Ἀθήνα 1989.

Τά τυπωμένα στή Βιέννη ἑλληνικά βιβλία 1749-1800, Βιέννη: τό ἐργαστήριον τῆς νέας τῶν Γραικῶν φιλολογίας, Ἀθήνα, Ἵδρυμα Ἑλληνικοῦ Πολιτισμοῦ, 1995.

Βιβλιοθήκη. Ἀπό τήν Ἀρχαιότητα ἕως τήν Ἀναγέννηση καί Σημαντικές Οὑμανιστικές καί Μοναστηριακές Βιβλιοθῆκες (3000 π.Χ.-1600 μ.Χ.), Ἀθήνα 1996.

Bιβλιοθῆκες. Ἀπὸ τὴν Ἀρχαιότητα ἕως τὴν Ἀναγέννηση καὶ Σημαντικὲς Oὐμανιστικὲς καὶ Mοναστηριακὲς Bιβλιοθῆκες (3000 π.X.-1600 μ.X.), Kατάλογος Ἔκθεσης, Ἀθήνα 1997.

Charta of Greek Printing: the contribution of Greek editors, printers, and publishers in Italy and the West, I: Fifteenth Century, Verlag Jürgen Dinter, Köln, 1998.

The Great Libraries, from Antiquity to the Renaissance (3000 B.C. to A.D. 1600), μτφρ. T. Cullen, Athens, Oak Knoll Press – The British Library, 2000.

Στάικος, Κ. Σπ. – Σκλαβενίτης, Τρ. Ἐ., Πεντακόσια χρόνια ἔντυπης παράδοσης τοῦ νέου ἑλληνισμοῦ (1499-1999), Κατάλογος ἔκθεσης, Βουλή τῶν Ἑλλήνων, Ἀθήνα, 2000.

Staikos, K. Sp. – Sklavenitis, T. E., The Publishing Centres of the Greeks from the Renaissance to the Neohellenic Enlightenment, Athens, National Book Centre of Greece, Ministry of Culture, 2001.

Greek Philosophical Editions in the first century of Printing, Athens, European Cultural Centre of Delphi, 2001.

«The printing shop of Nikolaos Vlastos and Zacharias Kallierges. 500 years from the establishment of the first Greek printing press», στὸ Balsamo, L. - Bellettini, P. - Olschki, A. (ἐπιμ.), Cento Anni di Bibliofilia. Atti del Convegno internazional, Biblioteca Nazionale Centrale di Firenze 22-24 aprile 1999, Φλωρεντία, L. Olschki, 2001, 277-298.

Ἡ Ἱστορία τῆς Βιβλιοθήκης στόν Δυτικό Πολιτισμό. Ἀπό τόν Μίνωα στήν Κλεοπάτρα, Ἀθήνα, Κότινος, 2002.

«Ὁ χαρακτήρας τοῦ ἑλληνικοῦ βιβλίου (15ος-16ος αἰώνας)», Τό ἔντυπο ἑλληνικό βιβλίο 15ος-19ος αἰώνας, Πρακτικά Διεθνοῦς Συνεδρίου, Δελφοί, 16-20 Μαΐου 2001, Ἀθήνα, Κότινος, 2004, 57-67.

The History of the Library in Western Civilization from Minos to Cleopatra, Oak Knoll Press – Hes & De Graaf Publishers, 2004.

Ἡ Ἱστορία τῆς Βιβλιοθήκης στόν Δυτικό Πολιτισμό. Ἀπό τόν Κικέρωνα στόν Ἀδριανό, Ἀθήνα, Κότινος, 2005.

The History of the Library in Western Civilization from Cicero to Hadrian, Oak Knoll Press – Hes & De Graaf Publishers, 2005.

Ἡ Ἱστορία τῆς Βιβλιοθήκης στόν Δυτικό Πολιτισμό. Ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντῖνο ἕως τόν Καρδινάλιο Βησσαρίωνα, Ἀθήνα, Κότινος, 2006.

Κάτοπτρο τῆς Βιβλιοθήκης, Ἀθήνα, Κότινος, 2006.

The History of the Library in Western Civilization from Constantine the Great to Cardinal Bessarion, Oak Knoll Press – Hes & De Graaf Publishers, 2007.

The Mirror of the Library, Oak Knoll Press, 2008.

«Βιβλιοθῆκες τῶν Βυζαντινῶν στή Δύση ἀπό τόν Μανουήλ Χρυσολωρᾶ στόν Ἰανό Λάσκαρη», στό Φιλαναγνώστης, Studi in onore di Marino Zorzi, Chryssa Maltezou, Peter Schreiner and Margherita Losacco (ἐπιμ.), Venezia, Istituto Ellenico di Studi Bizantini e Postbizantini di Venezia, 27 (2008), 427-437.

Ἐκδοτικὰ τυπογραφικὰ σήματα βιβλίων τοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου (1494-1821), Ἀθήνα 2009.

Ἡ Ἱστορία τῆς Βιβλιοθήκης στόν Δυτικό Πολιτισμό. Ἀπό τόν Κασσιόδωρο ἕως τόν Furnival, Ἀθήνα, Κότινος, 2010.

The History of the Library in Western Civilization from Cassiodorus to Furnival, Oak Knoll Press – Hes & De Graaf Publishers, 2010.

Ἡ Ἱστορία τῆς Βιβλιοθήκης στόν Δυτικό Πολιτισμό. Ἀπό τόν Πετράρχη ἕως τόν Μιχαήλ Ἄγγελο, Ἀθήνα, Κότινος, 2012.

Ἡ βιβλιοθήκη τοῦ Πλάτωνα καὶ τῆς Ἀκαδημίας, Ἀθήνα, Ἄτων 2012.

The History of the Library in Western Civilization from Petrarch to Michelangelo, Oak Knoll Press – Hes & De Graaf Publishers, 2012.

Books and Ideas. The Library of Plato and the Academy, Oak Knoll Press – Hes & De Graaf Publishers, 2013.

The History of the Library in Western Civilization. Epilogue and General Index, Oak Knoll Press – Hes & De Graaf Publishers, 2013.

Διαχρονικά τεκμήρια τῆς πλατωνικῆς παράδοσης, Ἀθήνα, Ἄτων, 2014.

Οἱ Ἑλληνικές Ἐκδόσεις τοῦ Ἄλδου καί οἱ Ἕλληνες συνεργάτες του, Ἀθήνα 2015.

Ἀριστοτέλους Βιβλιοθήκη. Ἡ Σπουδαιότερη Συλλογή Βιβλίων πού Συγκροτήθηκε Ποτέ, Ἀθήνα, Ἄτων, 2015.

Testimonies of the Platonic Tradition, Oak Knoll Press, 2015.

Ἡ ἀρχιτεκτονική τῶν βιβλιοθηκῶν στόν Δυτικό Πολιτισμό. Ἀπό τή Μινωική Ἐποχή στόν Μιχαήλ Ἄγγελο, Ἀθήνα 2016.

The Greek Editions of Aldus Manutius and his Greek Collaborators, Athens, 2016.

The Library of Aristotle. The Most Important Collection of Books Ever Formed, Oak Knoll Press, 2016.

Η Πνευματική Πορεία τοῦ Γένους. Μέ ὄχημα τό χειρόγραφο καί τό ἔντυπο βιβλίο (13ος αἰώνας-μέσα 16ου), Α´ τόμος, Ἀθήνα, Ἄτων, 2017.

The Architecture of Libraries in Western Civilization from the Minoan Era to Michelangelo, Oak Knoll Press, 2017.

Η Πνευματική Πορεία τοῦ Γένους. Μέ ὄχημα τό χειρόγραφο καί τό ἔντυπο βιβλίο (16ος αἰώνας-μέσα 17ου), Β´ τόμος, Ἀθήνα, Ἄτων, 2018.

Τά Ἑλληνικά Ἀρχέτυπα & Ἑλληνικά Συγγράμματα σέ Ἑτερόγλωσσα Ἀρχέτυπα, Ἀθήνα, Ἄτων, 2019.


Έτος γέννησης:  1943
Τόπος γέννησης:  ΑΘΗΝΑ
Κείμενο αποσπάσματος: 

Ἡ Ἱστορία τῆς Βιβλιοθήκης στὸν Δυτικὸ Πολιτισμὸ

 

Ἡ «Ἱστορία τῆς Βιβλιοθήκης στὸν Δυτικὸ Πολιτισμὸ» μὲ τὸν γενικὸ ὑπότιτλο: Ἀπὸ τὸν Μίνωα ὣς τὸν Μιχαὴλ Ἄγγελο (1.4500 π.Χ.-1.600 μ.Χ.), ποὺ ὁριοθετεῖ χρονολογικὰ καὶ τὸ σύνολο τοῦ ἔργου, περιλαμβάνεται σὲ πέντε διακριτοὺς τόμους. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἔρευνάς μας σκοπὸς δὲν ἦταν μιὰ ἁπλὴ βιβλιογραφικὴ καταγραφὴ τῶν ἰδιωτικῶν καὶ ἀκαδημαϊκοῦ χαρακτήρα συλλογῶν βιβλίων, ἀλλὰ καὶ ἡ διερεύνηση τῆς πολιτικῆς-κοινωνικῆς καὶ πνευματικῆς ζωῆς σὲ κάθε πολιτισμό, ὅπως καὶ ἀλληλεξαρτώμενοι παράγοντες ποὺ ὁδήγησαν σταδιακὰ στὴν ἀνάγκη νὰ καταγραφοῦν οἱ σκέψεις τῶν διανοουμένων σὲ μορφὴ βιβλίου καὶ ἑπομένως νὰ συγκροτηθοῦν σὲ βιβλιοθῆκες.

Ἡ πεντάτομη «Ἱστορία τῆς Βιβλιοθήκης στὸν Δυτικὸ Πολιτισμὸ» πραγματεύεται γεγονότα καὶ βιβλιοφιλικὲς ἐνέργειες σὲ χρονικὲς περιόδους πρὸ καὶ μετὰ Χριστόν, ποὺ ἐκφράστηκαν μέσα ἀπὸ διαφορετικὲς γλῶσσες καὶ διαλέκτους: ὁ ἑλληνικὸς καὶ ρωμαϊκὸς πολιτισμὸς εἶχαν ὡς ὄχημα τὰ ἑλληνικὰ καὶ τὰ λατινικά, ὁ Βυζαντινὸς Κόσμος πορεύτηκε μέσα ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα ἐπίσης, ἐνῶ ὁ Δυτικὸς Μεσαίωνας καὶ ἡ ἐποχὴ τῆς Ἀναγέννησης χαρακτηρίζονται καὶ ἀπὸ τὴν ἐξέλιξη τῶν τοπικῶν γλωσσικῶν ἰδιωμάτων σὲ ἐθνικὲς γλῶσσες.

Μὲ τὴ συρρίκνωση τῆς ἑνότητας τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καὶ τὶς ἐπεκτακτικὲς τάσεις τῶν βόρειων φυλῶν, ἕνας καθοριστικὸς παράγοντας, ποὺ ἐπηρέασε τὸν χαρακτήρα τῆς βιβλιοθήκης ὅπως αὐτὸς διαμορφώθηκε κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἑλληνο-ρωμαϊκοῦ πολιτισμοῦ, εἶναι ἡ ἐπικράτηση τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ ἡ ἐπιβολή του ὡς ἐπίσημης θρησκείας τῆς Αὐτοκρατορίας, στὴ Δύση καὶ τὴν Ἀνατολή. Αὐτὸ εἶχε ὡς συνέπεια νὰ δημιουργηθεῖ μιὰ νέα γραμματεία, ἡ χριστιανική, ἡ ὁποία ἔθεσε σταδιακὰ στὸ περιθώριο τὴν ἑλληνο-λατινικὴ λογοτεχνικὴ παράδοση, ἐνῶ παράλληλα τὸ βιβλίο ἔπαψε νὰ ἔχει τὴ μορφὴ παπύρινου κυλίνδρου καὶ ἀντικαταστάθηκε, ἀπό τὶς πρῶ­τες δεκαετίες τοῦ 4ου αἰώνα μ.Χ., ἀπὸ τὸν περγαμηνὸ καὶ ἀργότερα τὸν χαρτῶο κώδικα.

Ἡ ἐπιβολὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς μόνης θρησκείας δὲν ἄλλαξε μόνο τὸν χάρτη τῆς ἐκπαίδευσης, ἀλλὰ μετέβαλε οὐσιαστικὰ καὶ τὸν χαρακτήρα τῆς βιβλιοθήκης: ἡ δημόσια καὶ ἀνοικτὴ στὸ εὐρύτερο κοινὸ συλλογὴ βιβλίων (βιβλιοθήκη) παύει νὰ ὑφίσταται καὶ περιέρχεται πλέον στὸν ἔλεγχο τῆς Ἐκκλησίας. Τὰ βιβλία, τόσο τῆς ἀρχαίας γραμματείας ὅσο καὶ τῆς χριστιανικῆς παράδοσης, θησαυρίζονται πλέον κατεξοχὴν στὰ σκευοφυλάκια τῶν καθεδρικῶν ναῶν καὶ στὰ μοναστήρια. Σύμβολο τῆς χριστιανικῆς θρησκείας εἶναι τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ἀξιωματοῦχοι διατείνονται πὼς ὁ πιστός, προκειμένου νὰ ἱκανοποιήσει τὰ ἐκπαιδευτικὰ καὶ πνευματικά του ἐνδιαφέροντα, δὲν ἔχει ἀνάγκη, πέρα ἀπὸ τὶς διδαχὲς καὶ νουθεσίες ποὺ προσφέρουν τὰ ἱερὰ αὐτὰ κείμενα, ἀπὸ κανένα ἄλλο βιβλίο.

Καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς λεγόμενης μεσαιωνικῆς περιόδου, ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 5ου αἰώνα μ.Χ. περίπου ὣς τὶς ἀρχὲς τοῦ 13ου αἰώνα, μὲ ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις, ἡ Ἐκκλησία ἀσκεῖ ἀπόλυτο καὶ ἐξονυχιστικὸ ἔλεγχο στὴν ἐλεύθερη ἔκφραση καὶ διακίνηση τῶν ἰδεῶν, τόσο σὲ ἰδιωτικὸ ἐπίπεδο ὅσο καὶ στὴν ἐκπαίδευση. Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς ὡστόσο τοῦ 13ου αἰώνα καὶ μετά, τὸ κλίμα αὐτό διαφοροποιεῖται, καθὼς κάνουν τὴν ἐμφάνισή τους οἱ πρῶτες οὐμανιστικὲς πρωτοβουλίες, στὸ πλαίσιο τῆς λειτουργίας τῶν πανεπιστημίων, ποὺ ἄρχισαν νὰ ἱδρύονται μὲ γοργοὺς ρυθμούς, ἀρχικὰ στὴν Ἰταλία καὶ τὴ Γαλλία. Μὲ στόχο τὴν καλλιέργεια καὶ ἑρμηνεία, μὲ νέα κριτήρια, τῆς ἀριστοτελικῆς φιλοσοφίας, ἐπανέρχεται στὸ προσκήνιο ἡ ἑλληνορωμαϊκὴ λογοτεχνικὴ παράδοση καὶ ἀναζητοῦνται στὶς βιβλιοθῆκες τῶν μοναστηριῶν λησμονημένοι παπύρινοι κύλινδροι καὶ κώδικες ποὺ εἶχαν διασωθεῖ. Αυτὴ ἡ κίνηση, μὲ ἔντονα καὶ καθαρὰ οὐμανιστικὰ κριτήρια, δημιουργεῖ ἀναταραχὴ στοὺς λόγιους κύκλους τῆς Εὐρώπης καὶ ἀναδεικνύει ἄτομα ποὺ ἐπιδιώκουν τὴν ἀναβίωση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφικῆς παράδοσης (τὴ διάδοση τοῦ πλατωνικοῦ λόγου, λόγου χάριν), συνδέοντάς την μάλιστα μὲ τὶς προσωπικὲς ὑπαρξιακές τους ἀνησυχίες. Καθοριστικὸς καὶ ἐπίκουρος παράγοντας αὐτῆς τῆς πνευματικῆς κίνησης, ποὺ ἄλλαξε ριζικὰ τὶς βιβλιοταφικὲς πρακτικές, ἦταν ἡ ἐφεύρεση τῆς τυπογραφικῆς τέχνης ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 15ου αἰώνα. Ἡ ἀναπαραγωγὴ καὶ διακίνηση τοῦ βιβλίου δὲν εἶναι πλέον στὰ χέρια προνομιούχων, οὔτε ὑπὸ τὸν ἔλεγχο τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ τίθεται στὴν ὑπηρεσία τῆς διαμορφούμενης εὐρωπαϊκῆς παιδείας. Ταυτόχρονα, σχεδόν, μὲ τὶς ἐπιτυχεῖς προσπάθειες τοῦ Γουτεμβέργιου στὴν Μαγεντία, χρονολογεῖται καὶ ἡ Ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανούς, καίριο πλῆγμα γιὰ τὸν χριστιανικὸ κόσμο καὶ σημαίνον γεγονὸς γιὰ τὸν πολιτιστικὸ καὶ γεωγραφικὸ χάρτη τῆς δυτικῆς σκέψης!

Τὰ εὐρωπαϊκὰ κράτη, ὣς καὶ τὶς βρετανικὲς νήσους, ἔχουν ὁριοθετήσει τὰ σύνορα ἐπιρροῆς τους καὶ οἱ ἐθνικὲς γλῶσσες ἔχουν λάβει τὰ διακριτικά τους χαρακτηριστικά, χωρὶς ὡστόσο τὸ γεγονὸς αὐτὸ νὰ ἀποτελεῖ ἐμπόδιο στὴ διακίνηση τῆς πνευματικῆς δημιουργίας καὶ τῶν ἰδεῶν, καθὼς τόσο οἱ ἀρχαῖες γλῶσσες (ἑλληνική-λατινική-ἑβραϊκή), ὅσο καὶ οἱ ἐθνικὲς (ἰταλικά, γερμανικά, ἀγγλικά, γαλλικὰ κ.ἄ.) διδάσκονται ἀπρόσκοπτα στὰ πανεπιστήμια καὶ τὶς οὐμανιστικὲς σχολές. Ὄχημα ὅλης αὐτῆς τῆς «ἐθνικῆς» παιδείας στὰ εὐρωπαϊκὰ κράτη τὸ βιβλίο καὶ οἱ συλλογὲς βιβλίων, δηλαδὴ οἱ βιβλιοθῆκες. Καθρέφτης τῆς εὐρωπαϊκῆς παραγωγῆς οἱ θεσμοθετημένες ἀγορὲς βιβλίου σὲ διάφορες μεγάλες πόλεις, ὅπως ἡ Ἀγορὰ τῆς Φρανκφούρτης, λόγου χάριν. Ἀποτέλεσμα ὅλης αὐτῆς τῆς διακίνησης τοῦ βιβλίου εἶναι ἡ γέννηση τῆς βιβλιογραφίας, κάτι ποὺ θὰ ἐξελιχθεῖ σὲ ἐθνικὸ καὶ διεθνικὸ παράγοντα τῆς γνώσης μας γιὰ τὴν πατρότητα κάθε συγγράμματος!

Ἡ ἱστορικὴ αὐτὴ διαδρομὴ τῶν λαῶν τῆς Δύσης, ἀπὸ τότε ποὺ ἄρχισαν νὰ καταγράφουν τὶς σκέψεις τους σὲ παπύρινους κυλίνδρους, εἶναι πολύπλευρη καὶ πολύπτυχη. Οἱ ἑλληνορωμαϊκοὶ χρόνοι ἔχουν μελετηθεῖ ἐπαρκῶς καὶ τὰ πολιτισμικὰ χαρακτηριστικὰ καὶ τὰ πνευματικὰ ἐπιτεύγματα τῆς περιόδου αὐτῆς εἶναι λίγο πολὺ ἀποδεκτὰ ἀπὸ τὴ διεθνὴ ἀκαδημαϊκὴ κοινότητα, ὡστόσο δὲν συμβαίνει τὸ ἴδιο μὲ τὴν περίοδο τοῦ λεγόμενου Μεσαίωνα, δηλαδὴ τὰ χρόνια μετὰ τὴν πτώση τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Τὸ ἀνατολικὸ τμῆμα τῆς Αὐτοκρατορίας, τὸ Βυζάντιο, παρέμεινε ὣς τὴν Ἅλωση τοῦ 1453 γεωγραφικά, τουλάχιστον, ἀδιαίρετο – μὲ ἐξαίρεση τὴν περίοδο ἀπὸ τὸ 1204 ὣς τὸ 1261, ὁπότε, μὲ τὴν κατάληψη τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τοὺς Φράγκους, διαμορφώθηκαν τρία βασίλεια. Παράλληλα, στὴ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία ἐξακολουθεῖ νὰ ἰσχύει ὁ θεσμὸς τῆς αὐτοκρατορικῆς διοίκησης, μὲ τὸν βασιλέα ἐκπρόσωπο τοῦ Θεοῦ στὰ κοσμικὰ καὶ θρησκευτικὰ ζητήματα. Ἀντίθετα, στὸ δυτικὸ τμῆμα τῆς πάλαι ποτὲ Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας δὲν ὑπῆρξε κάποιου εἴδους συνοχή: γεωγραφική, πολιτική, πολιτισμικὴ εἴτε γλωσσική.

Ἡ Ἰταλία, τὸ λίκνο τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, πορεύτηκε ὑπὸ τὸ ἄγρυπνο βλέμμα τῆς Ἁγίας Ἕδρας καὶ τῆς βούλας τοῦ Πάπα, ποὺ εἶχε καθοριστικὴ ἐπίδραση τόσο στὰ κοσμικὰ ὅσο καὶ στὰ θρησκευτικὰ θέματα ὣς τὴν ὕστερη ἐποχὴ τῆς Ἀναγέννησης, καὶ μετὰ βέβαια. Πρὸς τὸν Βορρᾶ πάλι, ἡ γεωγραφικὴ ἑνότητα ποὺ δημιούργησε ἡ χριστιανικὴ αὐτοκρατορία τοῦ Καρλομάγνου –ἔφθανε ὣς τὴν περιοχὴ νότια τῆς Ρώμης– δὲν κατόρθωσε μετὰ τὸν 10ο αἰώνα νὰ διατηρήσει τὴ συνοχή της. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς ἀναρρίχησης τοῦ Ὄθωνα στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο ἄρχισαν νὰ δημιουργοῦνται αὐτόνομα βασίλεια καὶ δουκάτα καί, κατὰ συνέπεια, νὰ προσδιορίζουν διαφορετικὰ τὴν πολιτισμική τους ταυτότητα, ὅπως τὸ δουκάτο τῆς Βουργουνδίας, λόγου χάριν.

Στὶς Βρετανικὲς Νήσους πάλι, τὸ πιὸ ἀχνὸ ἀποτύπωμα τοῦ ρωμαϊκοῦ πολιτισμοῦ στὸν εὐρωπαϊκὸ χῶρο, ἄρχισαν νὰ διαμορφώνονται ἐθνότητες μὲ βάση τοὺς αὐτόχθονες καὶ τὰ διάφορα σκανδιναβικὰ καὶ νορμανδικὰ φύλα ποὺ ἦρθαν ἀπὸ τὴν ἠπειρωτικὴ Εὐρώπη – Νορμανδοὶ καὶ Βίκινγκς. Τὰ νησιωτικὰ αὐτὰ βασίλεια, Ἀγγλία, Ἰρλανδία, Οὐαλία, Σκωτία, ποὺ ἄρχισαν νὰ ἐκχριστιανίζονται ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 6ου αἰώνα, καλλιέργησαν ἕναν ἰδιαίτερο βιβλιακὸ πολιτισμὸ ἀπὸ τὸν 7ο αἰώνα καὶ μετά, ποὺ ἀνιχνεύεται στὰ ἱστορημένα χειρόγραφα τῆς ἐποχῆς. Σημαντικὸ ρόλο στὴν βιβλιακὴ παράδοση ἔπαιξαν καὶ Ἰρλανδοὶ ἱεραπόστολοι, ποὺ ταξίδευαν στὸ Βατικανὸ καὶ συχνά, κατὰ τὴν ἐπιστροφή τους, ἵδρυαν χριστιανικὲς κοινότητες, ποὺ κατέληγαν σὲ μοναστηριακὰ συγκροτήματα μὲ πλούσια βιβλιογραφικὴ ὀργάνωση, ὅπως λόγου χάριν ἡ μονὴ St. Gallen.

Εἶναι λοιπὸν προφανὲς ὅτι ἀπὸ κάποια στιγμὴ καὶ μετά, ἀναφορικὰ μὲ τὴν πνευματικὴ καὶ θρησκευτικὴ παράδοση κάθε ἔθνους, δὲν μποροῦμε νὰ μιλάμε μὲ γενικότητες, ποὺ σηματοδοτοῦν συγκεκριμένες περιοχὲς καὶ ὁρισμένες χρονικὲς περιόδους. Ἀπὸ τὸν 12ο αἰώνα μάλιστα, μὲ τὴν ἐπικράτηση τῶν ἐθνικῶν γλωσσῶν ἔναντι τῆς λατινικῆς καὶ σὲ ἐπίσημα κρατικὰ ἔγγραφα, ἰσχυροποιήθηκε ἀκόμη περισσότερο τὸ αἴσθημα τῆς ἐθνικῆς ταυτότητας καὶ ἡ τοπικὴ λαϊκὴ παράδοση, ἐνῶ ἡ νέα γραμματεία ποὺ δημιουργήθηκε ἐνσωμάτωσε τοὺς θρύλους καὶ τὶς παραδόσεις κάθε νέου βασιλείου.

Μιὰ συνολικὴ «Ἱστορία τῆς Βιβλιοθήκης στὸν Δυτικὸ Πολιτισμό» πρέπει, ἑπομένως, νὰ λάβει ὑπόψιν της ὅλες αὐτὲς τὶς παραμέτρους, ποὺ ἐδῶ ἐπιγραμματικὰ σημειώνουμε, προκειμένου νὰ «ἀγκαλιάσει» κάποτε ὅλες σχεδὸν τὶς πτυχὲς αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ποὺ κινήθηκε γύρω ἀπὸ τὸ βιβλίο καὶ τὴ συγκρότηση βιβλιοθήκης.