ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ: Αδαλόγλου, Αλεξίου Χ., Αλεξοπούλου, Αξιώτης, Αφεντουλίδου, Bεντούρας,


25/03/20
ΚΟΥΛΑ  ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ

 

 

[Κράτησε χρόνια ο φόβος]

Πέφτει χιόνι. Νιφάδες ψιλές ψιλές, από εκείνες που σε χτυπούν στο πρόσωπο με δύναμη. Φόβος. Τρέμω, σφίγγω τα χέρια γύρω απ’ το κορμί μου και μαζεύομαι, συρρικνώνομαι, να μη φαίνομαι. Ο πατέρας είναι στη λίστα με τους «επικίνδυνους». Μπορεί να πάει εξορία. Χθες βράδυ ετοίμασαν με τη μαμά μια βαλιτσούλα με τα «απαραίτητα». Έτσι, όπως κάνουν οι ετοιμόγεννες, όταν πλησιάσουν οι μέρες. Εδώ όμως είναι άλλη η κατάσταση. Ποια είναι τα απαραίτητα σ’ αυτή την περίπτωση; Νόμιζαν ότι δεν τους πήρα χαμπάρι. Εγώ τις τελευταίες μέρες έχω γίνει διάφανη. Εισχωρώ στα κλειστά δωμάτια, βλέπω πίσω από τις σφαλισμένες πόρτες. Ακόμα και η ακοή μου οξύνθηκε. Ακούω και τους πιο σιγανούς ψίθυρους, την ταραγμένη ανάσα του πατέρα, το πνιχτό αναφιλητό της μαμάς, τη νύχτα που αγκαλιάστηκαν κι έσμιξαν, σαν να’ ταν αποχαιρετισμός. Η μαμά φοβάται διπλά. Τι θα κάνει, αν τον πάρουν; Κι αν τη θέσουν σε διαθεσιμότητα; Πώς θα ζήσουμε; Δεν υπάρχει άλλος πόρος, εκτός από τους μισθούς τους. Πώς θα ζήσουμε; Αναρωτιέμαι κι εγώ, και σιάζω νευρικά τις πιέτες της μαθητικής μου ποδιάς. Το γιακαδάκι παράταιρα λευκό. Ο φόβος. Μήνες τώρα. Κάθε φορά που γίνονται «μετακινήσεις» σε κάποιο νησί. Το χιόνι το ’στρωσε. Οι άλλες παίζουν έναν άτονο χιονοπόλεμο. Γελούν. Με φωνάζουν, Τζίνα, Τζίνα. Εγώ έχω μαζευτεί, ένα κουβάρι. Το χιόνι μεγαλώνει το φόβο μου. Δεν έχω πει τίποτα στα κορίτσια. […]

Κράτησε χρόνια ο φόβος. Πώς περνιέται μια εφηβεία με φόβο; Τώρα οι άλλες ξέρουν. Κατάλαβαν. Γράφω. Γεμίζω κρυφά τετράδια. Κάτι σαν ημερολόγιο, καταγραφές σκέψεων, σχόλια και κάποτε κάποτε ποιήματα. Σκίζω τα πιο τολμηρά. Η Τζίνα είναι πολύ καλή στη Λογοτεχνία, θαυμάζουν οι καθηγητές και οι συμμαθήτριες. Η Τζίνα να διαβάσει την ανάλυση του αποσπάσματος. Και η Τζίνα διαβάζει. Και περνάει όσο μπορεί την ανάγκη της να μιλήσει, να κλάψει, να αγαπήσει. Ξορκίζει η Τζίνα το φόβο ακόμα και με εκείνα τα  άθλια αποσπάσματα λογοτεχνικών κειμένων της εποχής. Και τα διαβάζει με έναν τρόπο, σαν να παίζει θέατρο, σαν να συνομιλεί με κάποιους που δεν είναι παρόντες, σαν να ψάχνει κάτι μεγάλο που προσδοκά να ’ρθει.

[…]

Πέρασε καιρός. Έμαθα πολλά. Για τους ανθρώπους που δεν τους πιάνει το μάτι μας κι όμως αυτοί κρυφά βοηθούν και σώζουν καταστάσεις. Για τους ανθρώπους που βάλαν τη ζωή τους σε κίνδυνο, για να γλιτώσουν άλλους ανθρώπους, που κάποια στιγμή με ένα λόγο ή κάποια πράξη τους στάθηκαν σημαντικοί γι’ αυτούς – έτσι γλίτωσε ο πατέρας την εξορία, από κάποιον τέτοιο «ασήμαντο» ή και ως τότε ύποπτο άνθρωπο, που τον είχε κάποτε ορμηνέψει για ένα οικογενειακό του ζήτημα, και τον θαύμαζε, τον τιμούσε. Έτσι έμεινε στην πόλη σε περιορισμό σιωπηρό, να μην απομακρύνεται και να περνάει κάθε εβδομάδα από την Ασφάλεια.  Έφυγα από κοντά τους, πήγα στο Πανεπιστήμιο, στο Φυσικό, ήρθε η μεταπολίτευση, όταν εγώ είχα σχεδόν τελειώσει. Από εκείνο  το πρωί της Κυριακής όμως  νομίζω πως έπαψα να φοβάμαι. Ή, για να το πω πιο δίκαια, ο φόβος μου πήρε άλλη μορφή. Γλύκανα και έμαθα την κατανόηση για τους άλλους. Μια μαθητεία στην κατανόηση. Αυτά μού χρειάστηκαν πολύ, αργότερα.

                   (απόσπασμα από το διήγημα «Το σπίτι ή «Μνησιπήμων σχάση», συλλογή Βγήκε ένας ήλιος χλωμός, εκδ Ταξιδευτής 2012)

 

Διαβάζω

Αυτό τον καιρό που οι δάσκαλοι σηκώνουν μεγάλο βάρος και προσπαθούν να χτίσουν μια νέου είδους επικοινωνία με τους μαθητές τους, ξαναδιαβάζω το Κρυφό σκολειό του Αλέξανδρου Δελμούζου. Η γλυκιά παιδαγωγική του, οι πάντα σύγχρονες απόψεις του για την Τέχνη στο σχολείο, για τη Λογοτεχνία ειδικότερα, για τη δημιουργικότητα και την αυτενέργεια του μαθητή. Ακουμπώ με αγάπη στο σχολείο που οραματίστηκε. Με την ελπίδα αν κάτι από το όραμά του πετύχαμε μέσα στον χρόνο, να μην ακυρωθεί.

 

 

ΧΡΙΣΤΟΣ  ΑΛΕΞΙΟΥ




Επίμονα στα έργα της  Τέταρτης  Διάστασης η σκέψη του ποιητή  ασχολείται με τον υπαρξιακό χώρο, που είναι  ο απύθμενος βυθός του απέραντου άδειου, το τίποτα, που είναι ο θάνατος∙  με τον υπαρξιακό χρόνο, που είναι επίσης  το απέραντο άχρονο, η αιωνιότητα∙ με το υπαρξιακό δράμα της γέννησης, της φθοράς, του θανάτου και της αναγέννησης, που παίζεται μέσα στην αιωνιότητα του χώρου και του χρόνου∙ και με τον πεπερασμένο χρόνο, που καθορίζεται  από τη συνείδηση  της διάρκειας των ανθρωπίνων  και από τη συνακόλουθη συνείδηση του παρελθόντος , του παρόντος και του μέλλοντος χρόνου, μέσα στον οποίο διαδραματίζεται το πανάρχαιο δράμα της ανθρώπινης ζωής, άρρηκτα δεμένο με το υπαρξιακό δράμα της γέννησης, της φθοράς, του θανάτου και της αναγέννησης.

Ο άνθρωπος είναι μια ύπαρξη που βγαίνει μέσ’ από την τρομερή, ανεξήγητη, ανέλπιδη και θαυμαστή κοσμογονική νύχτα και ξαναβυθίζεται σ’ αυτήν. Δυο δυνάμεις την ορίζουν, ο έρωτας και ο θάνατος, κι  αποτελούν ο ένας καθρέφτη του άλλου. Ο έρωτας υψώνει τον άνθρωπο στον αφρό της ζωής  που κελαηδάει στον ήλιο, κι ο θάνατος  τον τραβάει  στο σκοτεινό βυθό του τίποτα. Από τον αφρό της ζωής  στο βυθό του θανάτου οδηγεί αναπόδραστα  η φθορά. Κι οι δυνάμεις αυτές ορίζουν το σύμπαν. Μια Τρίτη δύναμη, ένστικτη, τον σπρώχνει  στη δημιουργία, για να επιβιώσει νικώντας το θάνατο.

 Έχοντας συνείδηση πως στέκεται πάνω στην άκρη της αβύσσου, ο άνθρωπος κατέχεται από τη  μεταφυσική  αγωνία που τον σπρώχνει στη μελέτη της φθοράς και του θανάτου, και οδηγεί στην αυτογνωσία, αφού ο θάνατος είναι ο καθρέφτης της αξίας της ζωής. Με την αυτογνωσία διαπιστώνει πως δεν υπάρχει θάνατος, αφού υπάρχει ο έρωτας που οδηγεί σε μια καινούργια αθωότητα της γέννησης∙ αφού υπάρχει η μνήμη με την οποία κουβαλάμε τους νεκρούς μας μέσα μας, και θα μας κουβαλάνε παρόμοια μέσα τους οι ερχόμενες γενιές∙ κι αφού υπάρχει η δημιουργία που αντιστέκεται στη φθορά. Έτσι, ο άνθρωπος είναι ένα παρόν μέσα στο οποίο υπάρχει η αιωνιότητα του παρελθόντος και του μέλλοντος, κι έχει την ηλικία του ήλιου και του χρόνου, του αιώνιου κύκλου της  ζωής και του θανάτου.

 Η συνείδηση αυτή προϋποθέτει μια όραση άλλης διάστασης, από το πρίσμα της οποίας βλέπουμε τα πράγματα κυκλικά και όχι οριζόντια ή κάθετα, διαρκώς κινούμενα πάνω-κάτω και διαρκώς ακίνητα. Σύμφωνα με την όραση αυτή, ο άνθρωπος βρίσκεται  σ’ έναν ταυτόχρονα ορισμένο κι αόριστο χώρο και χρόνο, σ’ ένα ταυτόχρονα κινητό και ακίνητο κέντρο, και περιβάλλεται από έναν απέραντο και άχρονο κύκλο του τίποτα κι από έναν πεπερασμένο κύκλο ιστορικής αιωνιότητας. Για να γνωρίσει τον εαυτό του και τον κόσμο, πρέπει να δει ταυτόχρονα, από τον εαυτό του προς τα έξω, προς την άκρη του κύκλου που είναι η άβυσσος της ανυπαρξίας, και από την άκρη του κύκλου προς τον εαυτό του, που αποτελεί  το πεπερασμένο κέντρο  της αέναης ύπαρξης. Έτσι μόνο θα δει στον μικρόκοσμο του εαυτού του να εμπεριέχεται ο μακρόκοσμος  του σύμπαντος∙ στον παρόντα χρόνο να εμπεριέχεται  η αιωνιότητα∙ και στην ιστορία να εμπεριέχονται η προϊστορία και η μεθιστορία. Κι έτσι μόνο θα φτάσει σ’ αυτήν τη διαφάνεια  της τέταρτης διάστασης, μεσ’ απ’ την οποία θα δει και θα κατανοήσει και τη ζωή και το θάνατο, και τη δημιουργία και τη φθορά και τη α-σκοπιμότητα  της κοσμικής δημιουργίας, και τη σκοπιμότητα των ανθρώπινων έργων.

Για να το κατορθώσει αυτό, ο Ρίτσος έγραψε τους μεγάλους δραματικούς μονολόγους και τα πολυφωνικά ποιήματα που περιέχονται στον τόμο που ονομάζει  Τέταρτη διάσταση, αλλά και σε άλλους τόμους, και χρησιμοποίησε, με πρωτότυπο τρόπο, διάσημους ήρωες από την ελληνική μυθολογία και λογοτεχνία, όπως ο Αγαμέμνονας, η Ελένη, ο Φιλοκτήτης, ο Ορέστης, ο Αίας, η Περσεφόνη, ο Τειρεσίας, και άσημους, όπως η Χρυσόθεμις, η Ισμήνη και η Φαίδρα∙ ανώνυμους ανθρώπους από την καθημερινή ζωή, όπως ο Φαροφύλακας, ο Τοιχοκολλητής, ο Τροχονόμος, ο Οδηγός του ασανσέρ, ο Ξένος, η Γυναίκα με τα Μαύρα, στη Σονάτα του σεληνόφωτος, οι Γέροι, στο Χορικό των σφουγγαράδων∙ και υπαρξιακά σύμβολα, όπως είναι το σπίτι, το παράθυρο, ο καθρέφτης, ο τοίχος, η σκάλα, η γέφυρα, ο φάρος. κ.ά.

Στο καθένα από τα έργα αυτά, ο Ρίτσος, μέσα από διαφορετικά πρόσωπα  ή προσωπεία, επώνυμα ή ανώνυμα, μυθολογικά ή σύγχρονα, και μέσα από διαφορετικά σύμβολα, αντικρίζει, ερευνά και σχολιάζει ταυτόχρονα , από τη σκοπιά του κι από τη σκοπιά του κόσμου, τον κόσμο και τον εαυτό του, και σε καθένα από τα πρόσωπα αυτά ή προσωπεία, ή σε καθένα από τα σύμβολα, μπορεί να βρίσκεται σε κάποιες στιγμές του βίου του ο ποιητής, ο καθένας από μας και ο καθολικός και αιώνιος άνθρωπος.  
      
(Απόσπασμα από τη μελέτη  Μια απόπειρα ανάλυσης της Τέταρτης διάστασης του Γιάννη Ρίτσου, δημοσιευμένη στον τόμο Ο ποιητής και ο πολίτης Γιάννης Ρίτσος. « Μουσείο Μπενάκη – Εκδόσεις Κέδρος », 2008, σ.149 – 177).


Διάβασα

Ένα βιβλίο που διάβασα με πολλή συγκίνηση αυτόν το χρόνο είναι το Παλαμηδίου 10, του Φώτου Λαμπρινού. Βιβλίο συναρπαστικό, γιατί αφηγείται  τη ζωή ενός παιδιού που είχε την ατυχία  και την τύχη να γεννηθεί και να ζήσει μέσα σε δραματικά κοσμοϊστορικά γεγονότα, με γονείς κομμουνιστές, αφιερωμένους στον αγώνα για ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη, με τραγικές συνέπειες για τη δική τους ζωή και για τη ζωή του παιδιού τους∙ και σημαντικό, γιατί σε αυτό το αυτοβιογραφικό βιβλίο, που το χαρακτηρίζει ντοκυμανταίρ, ο συγγραφέας, αφηγούμενος με θαυμαστή αμεσότητα ότι επιλεκτικά κράτησε η μνήμη του από τη δική του ζωή στα χρόνια της Κατοχής, του Εμφυλίου Πολέμου και της μεταπολεμικής καταπίεσης, έδωσε ουσιαστικά χαρακτηριστικά της εποχής και των ανθρώπων με τους οποίους έζησε και χάρη στον οποίους  επιβίωσε τα δύσκολα εκείνα.
 

ΜΑΡΙΓΩ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ

 


Το ξενοδοχείο λέξεων
  
Στο χρόνο πάντα έβλεπα
τα εσωτερικά ταξίδια,
στο χώρο ακίνητος
στο χρόνο ανυπέρβλητος
φωτεινός
παραμονή Πρωτοχρονιάς,
στο κατώφλι των αναμνήσεων
αποχαιρετώντας πάντοτε
τη λάμψη των παλιών
καθώς γυαλίζουν
κι έρχονται μεμιάς τα καινούρια
σαν αδέσποτα κέρματα,
σαν μποναμάς
μετά τα κάλαντα
και τις πρώτες παιδικές
ενθυμήσεις
στον ίσκιο των μεγάλων.



Ένα βιβλίο που ξαναδιαβάζω:


Ξαναδιαβάζω το μυθιστόρημα του Γιώργου Μανιώτη, "Η φοβερά προστασία". Πρόκειται για την ιστορία μιας μάνας η οποία φαντασιώνεται ότι κάνει μια ραδιοφωνική εκπομπή και δίνει "οδηγίες προς τους ναυτιλομένους" στα ίδια της τα παιδιά. Στην πορεία αποκαλύπτεται ότι σιγά σιγά τα ίδια της τα παιδιά έχουν αρρωστήσει. Στη συνέχεια από την υπερβολική ασφυξία που νιώθουν σπάνε το φράγμα με το μητρικό δεσμό και κατά κάποιο τρόπο δεν τους ενδιαφέρει ούτε ο ίδιος τους ο θάνατος. Η μάνα στην προσπάθειά της να αναδείξει τη σημασία της θυσίας στη μητρική προσφορά, στο πρότυπο της αρχαίας τραγωδίας, πνίγει τα ίδια τα παιδιά της και τα καθιστά αυτοκαταστροφικά. Ο Γιώργος Μανιώτης μας συστήνει με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο πώς τα πανάρχαια ένστικτα λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο και στην εποχή μας καθώς ο αποκλεισμός δε γίνεται μόνο πρακτικά αλλά και υπαρξιακά με ποικίλους τρόπους στην ελληνική κοινωνία.

 

ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΑΞΙΩΤΗΣ


 

Ημερολόγιο Δεκέμβρη *


Η πρόταση του Μπιλ για σύσταση θεατρικής ομάδας γίνεται δεκτή με ενθουσιασμό.
Οι κρατούμενοι θα υποδυθούν ρόλους, θα ζήσουν ζωές άλλων, θα ταξιδέψουν, θα δραπετεύσουν. 
Το έργο θα είναι εξ ολοκλήρου χειροποίητο. Δεν θα υποδυθούν κάποιο ρόλο, παρά θα αφηγηθούν τις ζωές τους:
την προηγούμενη ελεύθερη, την τωρινή έγκλειστη.

Ξυπόλυτοι, γδύνονται από τη μέση και πάνω, να φανούν οι πληγές και τα τατουάζ των σωμάτων τους.
Θα πουν την πρώτη λέξη που τους έρχεται στον νου: μάνα, μίσος, καύλα, πρέζα, ελευθερία.
Ζητάει να χτίσουν γέφυρες μεταξύ τους: Έλληνες με Αλβανούς, Τούρκοι με Κούρδους, Αφγανοί με Πακιστανούς.

Παρόλο που είναι Δεκέμβριος, το απομεσήμερο του Σαββάτου είναι ηλιόλουστο, ιδανικό για αποδράσεις. 

Σε ατμόσφαιρα ενός τυπικού ανακριτικού χώρου οκτώ άντρες δεν μπορούν να δουν τίποτα έξω απ’ αυτό.
ίναι φανερό πως δρουν κάτω από τη σκιά μιας υπηρεσίας καταστολής, που δείχνει να ελέγχει τη ζωή και
τη  συμπεριφορά τους με ποικίλους τρόπους.

Τα φώτα σβήνουν, η παράσταση Ημερολόγιο Δεκέμβρη αρχίζει:

Οι έγκλειστοι ψηλαφούν τα σώματά τους μη χάσουν την εικόνα του εαυτού τους.
Επαναλαμβάνουν λέξεις που τους καίνε. Ανήμποροι να υπερασπιστούν την αλήθεια τους φοβούνται
αι κρατάν αποστάσεις. Η υπηρεσία ζητάει να απολογηθούν για τις πράξεις τους. 
Ο Σερκάν, ο Κωστής, ο Μιράβα, ο Γκούλιτ, ο Χριστόφορος, ο Αστρίτ, ο Μακί, ο Μαρίνος
είναι είκοσι έως τριάντα χρονών. Πρόσωπα καθαρά – παρ’ όλες τις ουλές - με ένταση στο βλέμμα και τις κινήσεις.
Η παράσταση είναι η ίδια τους η ζωή: πώς έφτασαν στην Ελλάδα, ποιους άφησαν πίσω,
οι σύντροφοι που πνίγηκαν ανοιχτά της Χίου, οι κλοπές, οι ουσίες, το έγκλημα.

- Έκανα ένα λάθος, όλοι κάνουμε λάθη, εξομολογείται ο Κωστής. Θέλω να ζήσω απ’ την αρχή.

 - Ονειρεύομαι να βγω έξω και να βρω δουλειά, λέει ο Χριστόφορος. Να κάνω δική μου οικογένεια.

 - Δεν είμαστε αριθμοί. Είμαστε άνθρωποι με όνομα και πατρίδα, καταγγέλλουν με μια φωνή ο Γκούλιτ,
ο Μαρίνος κι ο Μακί.

- Δεν θα πάω πίσω για να τιμωρήσω αυτόν που με έσπρωξε, θα πάω για να δει ότι σηκώθηκα,
λέει με ξενική προφορά ο Σερκάν.

 - Θέλω μόνο μια φορά να γυρίσω στην πατρίδα, να φιλήσω το χέρι της μάνας μου,
εκλιπαρούν όλοι με καθαρή φωνή.

- Ελευθερία, ουρλιάζουν. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, και κάνουν μια από τις σεμνότερες υποκλίσεις.

Ο Κωστής ακουμπάει τις παλάμες στα μάτια του και τις δείχνει στον Μπιλ υγρές από τα δάκρυα.
Το βλέμμα του γεμάτο απορία, δεν μπορεί να συλλάβει το θαύμα. Ο Μπιλ τον κλείνει στην αγκαλιά του και κλαίνε μαζί.

Ο Αστρίτ από το Τσάρρικ της Αλβανίας έχει χτυπημένες στην πλάτη του δυο μεγάλες μαύρες φτερούγες.
Όταν τον ρώτησε κάποτε ο Μπιλ αν υποδηλώνουν πίστη σε κάποιον παράδεισο με άγγελους-χίπις,
«δεν πιστεύω σε παράδεισο», τον αποπήρε εκείνος. Θαύμαζε τον Ιρλανδό επιθετικό Στίβεν Άιρλαντ
και ήθελε να του μοιάσει. «Αυτό είναι όλο», είπε. 

Όταν όλοι αποσύρονται, ο Αστρίτ παραμένει στη σκηνή ημίγυμνος με την κακόγουστη ταπετσαρία του Ιρλανδού επιθετικού στην πλάτη. Βλέπει τον Μπιλ που απομακρύνεται και του φωνάζει:

- Εσύ κι εγώ δέκα χρόνια μαζί. Εδώ, θέατρο μαζί, εσύ κι εγώ.

*Απόσπασμα από υπό έκδοση μυθιστόρημα  


(Μάρτιος 2020) Το βιβλίο που διαβάζω:

Κώστας Λογαράς / Θεόδωρος Τερζόπουλος, Η τελευταία μάσκα, ποιητικό θέατρο, εκδ. Πικραμένος 2020.

«Η τελευταία μάσκα» είναι ένα «ιδιαίτερο» στην πληθωρικότητά του βιβλίο, στην πρόθεση των συγγραφικών και σκηνοθετικών φιλοδοξιών να καλύψουν πλήρως την δεκατεσσάρων ετών πορεία τού κειμένου, χαρτογραφώντας τα πάθη της Αχαϊκής πρωτεύουσας, με την προσθήκη στον τίτλο τού διευκρινιστικού «Fallimento», μονολεκτική καταγραφή τής κατάντιας της πόλης και κατ’ επέκταση ολόκληρης της Ελλάδας.

 

ΑΝΝΑ  ΑΦΕΝΤΟΥΛΙΔΟΥ

 

Πολύ μετά την 11η Μαρτίου 2011

 

Τα τελευταία χρόνια έβλεπε συχνά εφιάλτες. Παχύρρευστο κύμα να ορμά κατακόρυφο και να την πνίγει. Χωρίς την παγωμένη αίσθηση νερού. Με εκείνη την πνιγηρή υγρασία της λάβας. Έφερνε μέσα του συντρίμμια από κόσμους στεριάς και θάλασσας, αμάξια και πλοία, τούβλα, μαδέρια, δέντρα και βράχια.

Ξυπνούσε μες στα ερείπια. Ο εφιάλτης συνεχιζόταν. Χωρίς κύμα ήταν ακόμη χειρότερος. Το νερό λιγοστό. Ο αέρας δύσκολα ανασαίνονταν. Και η περίπτωση να πεθάνεις μια κι έξω ελάχιστα πιθανή. Έπρεπε να δεις πρώτα τις σάρκες σου να λιώνουν.

Ζούσε πλέον σε μια από τις ομάδες. Έμεναν μες στα χαλάσματα. Μεγάλα τα ανοίγματα, τρύπες κρανίων, τις έκρυβαν ελάχιστα από τους περαστικούς, αλλά δεν είχαν άλλη επιλογή. Σ’ αυτούς τους δρόμους τα παλιά χρόνια κινδύνευες από τ’ αυτοκίνητα. Τώρα φοβάσαι τα χαντάκια  που ολοένα πλαταίνουν ξερνώντας αέρια. Μα όλοι τρέμουν πιο πολύ τη βροχή. Τρύπες ανοίγει στο δέρμα, κολλά το ύφασμα, σάπιες πληγές.

 Κάποτε, σκεφτόταν, άγνωστο πια πόσο παλιά, σιχαινόταν τους σκορπιούς. Όποτε τους χρησιμοποιούσαν σε νούμερα του τσίρκου, έστρεφε αλλού το κεφάλι. Στα ντοκιμαντέρ της τηλεόρασης, ήθελε να αλλάξουν αμέσως κανάλι. Στα βιβλία, όταν έβλεπε τη σκοτεινή τους φιγούρα, φρόντιζε να μην αγγίξει καν στο σημείο της σελίδας, όπου βρισκόταν η φωτογραφία.

Τώρα έχει συνηθίσει στην ιδέα. Όλα ξεκίνησαν, όταν συμμετείχε για πρώτη φορά εκείνο το βράδυ. Το τσιμέντο ανάμεσα στους γκρεμισμένους τοίχους ήταν ακόμα ζεστό από τον καυτό ήλιο. Στην αρχή παρέμεινε μες στις σκιές. Έπειτα πρόβαλε σιγά σιγά στο αδύναμο φως ημίγυμνο το κορμί της∙ δεν δυσκολεύτηκε να τον πλησιάσει, αν κι αυτός φοβόταν κάπως στην αρχή. Στριφογύριζε σαν πληγωμένο ζώο. Γυάλιζε σαν ιδρωμένο άλογο. Κάτι στην μυρωδιά του την λίγωνε.

Η σύντροφός της κρυμμένη πίσω από την ανεμογεννήτρια παρακολουθούσε σιωπηλή. Μολυσμένος ο αέρας μεθούσε τα μαλλιά της. Η ανάσα βαριά από προσδοκία. Στο χέρι της σπίθιζε η λεπίδα. Μόλις αυτός έχυσε βαθιά μέσα της, της ένευσε κρυφά να πλησιάσει. Ξαπλωμένη τον κρατούσε σφιχτά μέχρι να μην αντιστέκεται πια, ώστε να μπορέσει η άλλη να τον τεμαχίσει. Δεν διακινδύνευε να ανασηκωθεί και να χαθεί το πολύτιμο σπέρμα του.

Το κεντρί, σκεφτόταν καθώς περίμενε να δράσει το δηλητήριο,  κρυβόταν σχετικά εύκολα κάτω από τον ανάλαφρο χιτώνα. Το ίδιο και η αριστερή μεταλλαγμένη πλευρά. Γι’ αυτό και δεν θα δυσκολευόταν ούτε τις επόμενες φορές, κάθε που θα περίμενε υπομονετικά στο σκοτάδι. Μακριά κοφτερά δάχτυλα, άθιχτο διάφανο δέρμα, σφιχτά στρογγυλά στήθη, κατάμαυρα μαλλιά. Δεν ήταν άδικα η επίλεκτη αναπαραγωγής της ομάδας.

Είστε πλέον τόσο λίγοι. Εμείς ελάχιστα γόνιμες. Και το κρέας δυσεύρετο μετά την καταστροφή.

 

ΙΩΣΗΦ ΒΕΝΤΟΥΡΑΣ

 

Η  πλατεία
 

Ποιοι είναι αυτοί που προχωρούν  καταμεσήμερο;
Γιατί  νότες  ακούγονται τυμπάνων;
Τα  περιστέρια τι ζητούν πάνω  απ’ τα πανό που κυματίζουν;
Ποιες είναι οι λέξεις που σκορπούν και τον αέρα βάφουν;

Ιδρώτας υγραίνει την  πλατεία
Σκιές τα πρόσωπα  στην ομίχλη των καπνών
κι’ ένα παιδί 
παιδί που με λυγμούς
ραγίζει την καρδιά μας
κλείνει το μέλλον σε γροθιά
αντίσταση το κάνει

Σ’ αυτή την πλατεία
οι πλάκες ανασαίνουν
χίλιες πνοές
χίλιες  πνοές μένουν εκεί
ριζώνουνε
υψώνουν  φόντο καταιγίδας

Είναι σκληρός ο Χειμώνας  όταν
ο άνεμος σφυρίζει θρήνο κι ερημιά
Στις φλόγες καρβουνιάζουν οι ελπίδες
και γκράφιτι στις μάντρες οι καημοί
Άγγελος στη χήρα  δεν έφερε ψωμί
τα λαρύγγια θάβουν  προσδοκίες  [1]  

Βουλιάζουμε σε βάλτους χωρίς σωτήρα

Παραδομένη μάνα μας  σε μια ζωή χαμένη
καρδιά σκεύος θρυμματισμένο [2]
τον κώδικα γυρεύουμε

Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν υποταχτείτε
Υποταχτήκαμε και βρήκαμε τη στάχτη[3]

Σε  σκηνικό ευημερίας στήσανε παγίδες[4]
με τέχνη  δίδαξαν την ανομία μας
Και τώρα σπασμένο βάζο είμαστε[5]  
με νεκρούς μοιάζουμε  που ξεχαστήκαν

Ας μη χαίρονται για μας όσοι είναι εχθροί μας
ας πάψουν με τα μάτια τα νοήματα
ας πάψουν να μιλούν να λένε [6] :
Είδαμε τι κάνατε

Ω τίποτε που μ’ έφτιαξες
στο τίποτε γυρνώ

Δένδρο που γεννήθηκα 
σ’ ένα  ρυάκι δίπλα[7]
σαν άχυρο σκορπίστηκα[8]
Τάφο μου ετοίμασε
η πονηριά

Επαίτης  στο παρόν
το χέρι απλώνω  στο κενό
γιατί εκάθησε μόνη η πόλις
κατέστη ως χήρα
έγεινεν υποτελής[9]

Α πολιτεία σκοτεινή
μες στην καπνιά  πνιγμένη
Νάρκισσος είναι  η ομορφιά
πόρνη στα καφενεία
και σάπισε η σάρκα της
στα έντονα φκιασίδια

Ιδρώτας υγραίνει την  πλατεία
Σκιές τα πρόσωπα  στην ομίχλη των καπνών
Γυρνούν ξαναγυρνούν
Ο Γιώργος ο Παύλος ο Στρατής
κι ο τρόμος είναι αστραπή
βροντή που δυναστεύει

Γυρνούν ξαναγυρνούν
να με γροθιές να με κλωτσιές
με πρόσωπα που είναι ματωμένα
Ο Κώστας ο Νίκος ο Λουκάς  κι άλλοι  πολλοί
κι είναι Οκτώβρης της σποράς
όσα σε στίχους έχουνε  γραφτεί
σαν μια κατάθεση ή μαρτυρία
σε φωνογράφο, βίντεο ή χαρτί

Χαράζει
Ας περιμένουμε τον θεριστή.
………………………………………………………
Ποιοι είναι αυτοί που προχωρούν  καταμεσήμερο;
Γιατί  νότες  ακούγονται τυμπάνων;

 

Σημειώσεις 

Το ποίημα χρησιμοποιεί εν μέρει την τεχνική του κέντρωνα.

Αγγλική του μετάφραση είχε δημοσιευτεί το 2018 στο Αμερικανικό περιοδικό World Literature Today, volume 92, number 1.
Θα περιληφθεί στην ανέκδοτη συλλογή μου: Τα ποιήματα του Πέτρου Αλώβητου

[1] (Ψαλμοί  Ε’9)
[2] Ψαλμός ΔΑ12
[3] (Σεφέρης, Αντρας σ.120)
[4]  Ψαλμοί 38 [37] (13)
[5] 31[30]( 13)
[6] 35[34]  (19-21)
[7] Ψαλμοί Α.3
[8] Ψαλμοί Α 4
[9] Θρήνοι του Ιερεμίου Κεφ. Α’ 1


Τι διαβάζω

Ξαναδιαβάζω το βιβίο της Τασίας Χατζή: Ενχεντουάννα/ Η εποχή, η ζωή και το έργο της και
Τους Αδελφούς Καραμάζοβ στη μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου.

Δείτε επίσης


ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ : Σαράκης, Σιδηρά, Σιώτης, Σκιαδαρέση, Σκιαθάς, Σουέρεφ, Σταυροπούλου

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ : Σαράκης, Σιδηρά, Σιώτης, Σκιαδαρέση, Σκιαθάς, Σουέρεφ, Σταυροπούλου

26/03/20
  ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΑΡΑΚΗΣ     ΤΑ ΣΤΙΓΜΑΤΑ Πώς έγινε και χάθηκαν οι λέξεις; Μια ολόκληρη σελίδα λέξεις – το ποίημα μ’ όλο του τον κόπο, την αγωνία, τη λαχτάρα, τη
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ: Γώτης, Δανιήλ, Δαράκη, Δρακονταειδής, Ηλιοπούλου-Ζαχαροπούλου,Θεοχάρης

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ: Γώτης, Δανιήλ, Δαράκη, Δρακονταειδής, Ηλιοπούλου-Ζαχαροπούλου,Θεοχάρης

03/04/20
ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΩΤΗΣ   ΓΝΩΡΙΜΟΙ ΙΣΚΙΟΙ Τα ίχνη που θα μας φέρουν πίσω. Θα αγαπηθούμε ξανά, δίχως λόγια και θά 'ναι τα σώματα γνώριμα όπως έμειναν εκεί ξεχασμένα και