ΝΙΚΟΠΟΥΛΟΥ ΗΡΩ
Ο καπνός
Σκοινί σεντόνι τυλιγμένο στο λαιμό του. Ένα κουβάρι υγρό που του πνίγει την ανάσα. Παλεύει να ξεφύγει. Ένα σεντόνι σύννεφο τον παίρνει σε αθέλητη ανάληψη. Σκόνη λευκή ψιχαλίζει στα βλέφαρα. Μαντήλι που ανεμίζει. Λευκό πανί τον ταξιδεύει, θηλιά ολοστρόγγυλη. Κουλούρα μαγική φωσφορίζει από πέρα. Το σώμα της πελώριο σωσίβιο φουσκωτό, κολλάει πάνω της, κρατιέται, μικρός, ελάχιστος ελπίζοντας να ξυπνήσει.
Πετάγεται απότομα απ’ το κρεβάτι. Τα μαλλιά του μούσκεμα στάζουν, τα μάτια του τσούζουν, αλάτι, φέρνει το χέρι στο στόμα, αγγίζει τα δόντια με τη γλώσσα. Μοιάζει σωσμένος. Μηχανικά γυρεύει τσιγάρο, όπως άλλοτε πιπίλα μυρωδάτη. Την κουλούρα σου, μην ξεχάσεις την κουλούρα σου… τα νερά εδώ είναι βαθιά… κρατήσου. Πήρες το κουλούρι σου για το σχολείο; Αν μου ξαναφέρεις κουλούρι αντί δεκάρι αλίμονό σου… Το δάχτυλό της τεντωμένο επισημαίνει. Σημαίνει. Τα πάντα και τίποτα εντέλει. Δεν είναι ακόμα καιρός για να βάλεις κουλούρα, αυτή έχει το σκοπό της εσύ έχεις άλλον, ας περιμένουν οι έρωτες.
Τίποτα που να έχει σημασία τώρα πια. Τη βλέπει να πάλλεται ανάμεσα στους γκρίζους καπνούς του τσιγάρου. Το βαρύ της σώμα κυματίζει ανάλαφρα κραδαίνοντας ωστόσο ακόμα το δεξί χέρι, σαν κίνηση μοιάζει χορευτική, και για πρώτη φορά καταλαβαίνει πως βρίσκεται στην αναπάντεχη δικαιοδοσία του. Αν σβήσει το τσιγάρο θα γκρεμιστεί ο καπνός, δεν θα έχει που να σταθεί η απειλή και το λίκνισμά της. Ξεφυσά δυνατά τον καπνό, ύστερα περνά θριαμβευτικά τη γλώσσα ανάμεσα στα χείλη, διακορεύοντας την γκρίζα μάζα, του χαλάει το σχήμα. Τώρα δοκιμάζει πιο απαλά ανοίγει το στόμα κι απελευθερώνει αργά μικρές μπουκιές σύννεφου τρυπώντας τες ελαφριά. Γκρίζα ολοστρόγγυλα δαχτυλίδια στροβιλίζονται κι απομακρύνονται νωχελικά. Επιτέλους τα κατάφερε! Χρόνια το προσπαθούσε.
Άσε που μικρός ήταν βέβαιος ότι πιάνονται και κυνηγούσε τις κουλούρες του καπνού με τα χέρια.
Από την συλλογή διηγημάτων Ελληνιστί: ο γρίφος, (εκδ. Γαβριηλίδης, 2013).