ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΝΙΚΟΣ


ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΝΙΚΟΣ

Σπούδασε Τεχνολόγος Μηχανικός, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με το θέατρο, παρακολουθώντας σεμινάρια πάνω στο σύστημα Στανισλάβσκι, στην Ελληνοαμερικανική Ένωση.

Αρχικά, εργάστηκε ως καλλιτεχνικός συντάκτης σε εφημερίδες, περιοδικά και την τηλεόραση.

Από το 1992 ασχολείται επαγγελματικά με το σενάριο και την πεζογραφία.

Έχει γράψει σενάρια για αρκετές ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους, καθώς και για τηλεοπτικές σειρές. Έχει διδάξει επί αρκετά χρόνια σενάριο σε ιδιωτικές σχολές κινηματογράφου, σε σεμινάρια και εργαστήρια σεναρίου, αλλά και στο νεοσύστατο Τμήμα Κινηματογράφου της Σχολής Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ.

 Πληροφορίες: 
Όνομα:  ΝΙΚΟΣ
Επίθετο:  ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Εργογραφία: 

Η ενοχή των υλικών (1997, διηγήματα, εκδ. Πόλις)
Ο Ζίγκι απ' τον Μάρφαν - Το ημερολόγιο ενός εξωγήινου (1998, μυθιστόρημα, εκδ. Πόλις -κυκλοφορεί στα ιταλικά, Crocetti ed.)
Το γονίδιο της αμφιβολίας (1999, μυθιστόρημα, εκδ. Πόλις -κυκλοφορεί στα γερμανικά, Reclam Verlag, γαλλικά, Gallimard, ιταλικά, Ponte alle Grazie, ενώ μεταφράζεται στα σλοβενικά και τα κινέζικα)
Αγιογραφία (2003, μυθιστόρημα, εκδ. Πόλις -κυκλοφορεί στα γερμανικά, Reclam Verlag και στα γαλλικά, Gallimard)

Μεταφράσεις


Ο κύριος Μι, του Andrew Crumey (εκδ. Πόλις 2001)
Ζερόμ Λεντόν, του Jean Echenoz (εκδ. Πόλις 2002)
Ο καθηγητής του πόθου, του Philip Roth (εκδ. Πόλις 2006)


Διεύθυνση: 

Δημητρακοπούλου 50,
117 42 Αθήνα


Τόπος γέννησης:  Αθήνα
Τίτλος αποσπάσματος:  AΓΙΟΓΡΑΦΙΑ
Κείμενο αποσπάσματος: 

...Αφού είδανε κι απόειδαν, οι χωριανοί τον άφησαν ακόμα μια φορά να κάμη του κεφαλιού του. Εσκέφτηκαν πως, δεν μπορεί, κάποτε θα 'βλεπε κι ατός του το παράλογο του εγχειρήματος και θ' άλλαζε γνώμη. Εφρόντισαν, ωστόσο, να του πάν' μια βαρειοπούλα, γιατί όσο να 'ναι τονε λυπόντουσαν έτσι που τον έβλεπαν να κοπανιέται μέρα νύχτα χωρίς σπουδαίο αποτέλεσμα.
Τη βαρειοπούλα ανέλαβε να του την πάη ο Αργύρης ο Πάσχος, μια μέρα που εβγήκε για κυνήγι με τον Γιώργη τον Σαλταφέρα απ' τ' Αμπελάκια. Ο Σαλταφέρας έμεινε με τα σκυλιά στην πλακόστρωτη αυλή, όσην ώρα ο Πάσχος έδειχνε στον Ορφανό, κατά πώς τον είχε ορμηνέψει ο Μάνθος, πώς να σηκώνη τη βαρειά πίσω απ' την πλάτη και πώς να τηνε κατεβάζη ύστερα με φόρα, αφήνοντάς τηνε να πέση με το βάρος της και μόνον, χωρίς να βάζη δύναμι στα χέρια, αν ήθελε να μην του πέση η μέση. Του επεσήμανε ακόμα να προσέχη που βαράη, για να μη λιώση τα ίδια του τα πόδια, είτε χτυπώντας τα με τη βαρειά, είτε πλακώνοντάς τα με κανένα κομμάτι του ξεκολλημένου βράχου. Του έκαμε τέλος μια μικρή επίδειξι, κι έπειτα τον εκάλεσε να δοκιμάση κι εκείνος, για να σιγουρευτή πως το 'χε πάρει ο Ορφανός το μάθημά του.
Ο Ορφανός άρπαξε το εργαλείο από τα χέρια του Πάσχου, ανέβηκε στο φυσικό σκαλοπάτι που εσχημάτιζε ο βράχος, και το οποίο μόλις που είχε καταφέρει να λειάνη κάπως με το σφυροκάλεμο, κι άρχισε να κοπανάη δεξιά κι αριστερά, κατενθουσιασμένος με την υπόσχεσι για πολλαπλάσια αποτελεσματικότητα. Τέτοια ήτον η ορμή με την οποία σφυροκοπούσε τον βράχο, που δεν άδειαζε ν' ακούση τις διορθωτικές οδηγίες του Πάσχου. Ίσα που ανέκοψε κάπως τη φόρα του, όταν ο Πάσχος του 'βαλε τις φωνές πως εκεί που 'χε ανέβει εκινδύνευε μ' ένα του χτύπημα να ρίξη την ξυλοδεσιά. Μετακινήθηκε ελαφρώς, και ξανάπιασε ακάθεκτος το κοπάνημα. Το μόνο που άκουσε κάποια στιγμή ήτον ένα απεγνωσμένο "’ϊντε, να πηγαίνω κι εγώ τώρα..." Εστράφηκε λαχανιασμένος για ν' αποχαιρετήση τον επισκέπτη του, αλλά ο Πάσχος έβγαινε κιόλας απ' την πόρτα, βεβαιωμένος προφανώς πως η ορμή του νεοφώτιστου δεν άφηνε στον Ορφανό χρόνο για τυπικότητες και χαιρετούρες. Εξόν από την πλάτη τού Πάσχου, ο Ορφανός πρόλαβε να ιδή το μούτρο τού Σαλταφέρα, που 'χε ξελαιμιαστεί τόσην ώρα να κοιτάη απ' το παράθυρο.
Συνέχισε το έργο του με τον ίδιο ρυθμό για μισή ακόμα ώρα. Μπορεί να μην είχε ρολόϊ κι ούτε και να 'δινε καμιά σημασία στο πέρασμα του χρόνου -που είναι και το πιο σημαντικό-, αλλά ήτον απολύτως σίγουρος πως μισή ώρα αργότερα έγινε ό,τι έγινε? κι αυτό διότι τόση πάνω κάτω ώρα χρειάζονται δυο άντρες σαν τον Πάσχο και τον Σαλταφέρα, δυο άντρες που βιάζονται μεν να πάνε στο κυνήγι τους, αλλά δεν το 'χουνε σκοπό να λαχανιάσουν κιόλας, για να κατηφορίσουνε το μονοπάτι απ' την Αετοράχη ώς την Αγία Παρασκευή. Στο τέλος εκείνης της μισής ώρας, με τη γλώσσα του βγαλμένη πλέον έξω, σκεπτόμενος ήδη πως ήτον αναγκασμένος ν' ακούση τις διαμαρτυρίες της μέσης του και να κάμη ένα διάλειμμα, υποσχόμενος στον εαυτό του να συνεχίση πάλι αργότερα, βραδύνοντας όμως το ρυθμό, επήρε την απόφασι να δώση έναν τελευταίο χτύπο σ' εκείνη τη μύτη του βράχου που τόσην ώρα του διέφευγε, σ' εκείνη την πέτρινη μύτη που εξείχε επιμόνως, τρυπώντας το πείσμα του, όπως άλλοτε τρυπούσε το πλευρό του εκείνο το σπασμένο οστό του Δαμασκηνού, που εξείχε απ' το χωμάτινο δάπεδο στο διεκδικούμενο καλύβι των Σταθοπουλαίων. Ύψωσε τη βαρειά και την κατέβασε με όλη του τη δύναμι. Τα άμαθα όμως μπράτσα του έτρεμαν πια, κι η μέση του λιποψύχησε και το σφυρί κατέληξε αλλού γι' αλλού, είκοσι πόντους πιο ψηλά από κει που εσημάδευε, κι ο βράχος, λες και τονε κορόϊδευε για την αστοχία του, έβγαλε έναν κρότο παράταιρο, έναν κρότο βαθύ κι αλλόκοτο, πριν σκιστή κι υποχωρήση, και τονε τραβήξη στα σπλάχνα της αβύσσου, ωσάν να ήτονε θαλάσσια ρουφήχτρα.
Μπορεί ο Πάσχος κι ο Σαλταφέρας να χρειάστηκαν μισή ώρα για να φτάσουνε ώς την Αγία Παρασκευή, ο Ορφανός όμως βρέθηκε εκεί σε λιγότερο από τρία με τέσσερα λεπτά! Το εντυπωσιακό δεν ήτον τόσο ότι έφτασε ώς εκεί, όσο ότι έφτασε ζωντανός. Υπάρχει εξήγησις, βεβαίως. Τα σωθικά του σπηλαίου, που προσομοίαζε εις επικλινές πηγάδι, ήσαντε λεία και γλιστερά, εξαιτίας της προαιώνιας ροής των υδάτων, τα οποία προφανώς τροφοδοτούσανε την πηγή της Αγίας Παρασκευής. Με το που έπεσε στην τρύπα ο Ορφανός, αγκαλιά με τη βαρειοπούλα, αφέθηκε στη φυσική αυτή τσουλήθρα, γλυτώνοντάς την με κάμποσα στουμπήγματα, ουκ ολίγες εκδορές κι ένα εξαρθρωμένο δάχτυλο. Φθάνοντας εις το τέρμα, κι αφού άφησε πρώτα να περάση ένα λεπτό για να συνέλθη απ' τη λαχτάρα, εσηκώθηκε όσο γινόταν πιο προσεκτικά και διεπίστωσε πως απέμενε ένα μονάχα πρόβλημα -μικρό, όπως απεδείχθη, εν συγκρίσει προς όσα είχανε προηγηθεί. Το άνοιγμα εκ του οποίου ανέβλυζε το νερό της Αγίας Παρασκευής, παραήτον στενό για να χωρέση να βγη. Καθώς το βραχώδες πηγάδι υψωνόταν πάνωθέ του θεοσκότεινο, ο Ορφανός δεν είχε και πολλές επιλογές. Έχωσε το στυλιάρι της βαρειάς στην τρύπα κι εδοκίμασε να την ανοίξη. Δεν εχρειάστηκε μεγάλος κόπος. Το χώμα που περιέβαλε τις πέτρες γύρω από το στόμιο, ποτισμένο καθώς ήτον από το νερό, υποχώρησε εύκολα, επιτρέποντάς του να βγη στο ιερό του ναΐσκου, σούρνοντας πρηνηδόν.
Η εικόνα του Ορφανού που αντίκρυσαν ο Πάσχος και ο Σαλταφέρας, ήτον το δίχως άλλο αλλόκοτη. Δεν αρκούσε το γεγονός ότι δεν ήτο δυνατόν να βλέπουν αυτό που έβλεπαν, ήτον κι αυτό που έβλεπαν που έκαμε το όλο πράγμα αφύσικο κι εξωπραγματικό. Σκεφθείτε, Σεβασμιώτατε, δυο άντρες ανυποψίαστους, δυο άντρες που στο μυαλό τους έχουν μόνο τσίχλες και ορτύκια και εις την καλύτερη των περιπτώσεων, που θα ισοδυναμούσε σχεδόν με θαύμα, κανένα λαγό, εκεί που περπατούν αμέριμνοι, περιγελώντας -χωρίς κακία, ασφαλώς- την παράλογη επιμονή του αντρός που 'χαν αφήσει πίσω τους στην κορυφή του βράχου να κοιμηθή σε πέτρινο κρεββάτι, να τονε βλέπουν ξαφνικά μπροστά τους, να βγαίνη απ' το ξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής, σέρνοντας πίσω του τη βαρειά, μουσκεμένον ως το κόκκαλο, καταγδαρμένον στο κούτελο λες κι είχε μόλις βγάλει το ακάνθινο στεφάνι, να τους χαμογελάη γαλήνια, να τους ζητάη συγνώμη που είχε ξεχάσει να τους ευχαριστήση για τον κόπο τους να του φέρουν ώς εκεί πάνω το εργαλείο, κι ύστερα να τους ευλογή, υψώνοντας το δεξί του χέρι με λυγισμένο τον παράμεσο.
Ο Σαλταφέρας πρώτος έπεσε στα γόνατα κι ο Πάσχος έσπευσε να τον μιμηθή, λες και δεν ήθελε να υστερήση σ' αυτή την επίδειξι ευλάβειας έναντι του Αμπελακιώτη συντρόφου του. Τα σκυλιά λουφάξανε βλέποντας τους αφέντες τους να πέφτουνε στα τέσσερα και να μυρίζουνε το χώμα, συγχυσμένα απ' αυτή την απροσδόκητη αλλαγή ρόλων. Τον ξένο δεν τον εγαύγισαν, ίσως επειδή τον είχανε μυρίσει προ μισής ώρας. Εκάθησαν στα πισινά τους ώσπου να πάψουν τα αφεντικά τους να παιδιαρίζουνε, κι ακολουθήσανε τον ξένο με το βλέμμα τους, καθώς εκείνος πήρε ν' ανηφορίζη αργά το στριφτό μονοπάτι για την Αετοράχη.
Όπως μου εξομολογήθηκε ο Ορφανός, Σεβασμιώτατε, η δική του έκπληξις για το φέρσιμο των δύο αντρών δεν ήτονε μικρότερη. Ήτον απολύτως φυσικό να μη σκεφτούν τι θα μπορούσε να έχη συμβεί, όπως θα ήτο φυσικό και να μην το έβρισκαν ποτές, ακόμα κι αν σκεφτόντουσαν, αλλά κι η προθυμία τους να πέσουν αμέσως στα γόνατα, αντί να τον ρωτήσουνε πώς είχε βρεθεί εκεί κάτω κι αν αιστανότανε καλά, του κακοφάνηκε λιγάκι. Αργότερα μόνον, στο τελευταίο, μαρτυρικό, κομμάτι της ανηφόρας ώς το κελί του, εσκέφτηκε πως ίσως και να ήτον καλύτερα που είχαν έρθει έτσι τα πράγματα, διότι θα του ήτον εξαιρετικά δυσάρεστο να παραδεχτή το πάθημά του μπροστά σ' εκείνους που του 'χαν φάει τ' αυτιά (κι αυτό, σημειωτέον, είναι σχήμα λόγου, κι όχι υπαινιγμός ότι οι ίδιοι άνθρωποι του τα 'φαγαν κάποτε, κυριολεκτικώς) ότι ο βράχος δεν ενδείκνυται για κρεββάτι.
Μ' αυτές τις σκέψεις ο Ορφανός επήρε την απόφασι να μην κάμη σε κανέναν λόγο για το σπήλαιο. Αφού ίσιωσε πρώτα το αφύσικα λυγισμένο δάχτυλό του, λιώνοντας απ' τον πόνο, κι αφού έβγαλε το ξεσκισμένο από την πτώσι ράσο του να στεγνώση στην αυλή, επήρε τα σανίδια που 'χανε περισσέψει από τη στέγη κι εσκέπασε την τρύπα. Το άλλο πρωί, αξημέρωτα ακόμα, κατέβηκε στην Αγία Παρασκευή κι εσκέπασε με την ίδια πέτρα το στόμιο της πηγής που ανάβλυζε στο ιερό, ώστε κανείς να μην υποψιαστή το παραμικρό. Ύστερα κίνησε για το Θερμό, με σκοπό να ζητήση από τον Μάνθο δυο τραβέρσες από πεύκο? είχε ήδη στο μυαλό του ένα καινούργιο σχέδιο για κρεββάτι, που θα τους ικανοποιούσε όλους.

 

 (Εκδ. ΠΟΛΙΣ, 2003)


Διακρίσεις: 

Το 1996 απέσπασε το βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης για τους Απόντες του Νίκου Γραμματικού.

Το 2000 απέσπασε το 1ο Βραβείο στον διαγωνισμό σεναρίου που διοργάνωσαν η Προοπτική και το περιοδικό Αθηνόραμα για τις Ώρες κοινής ησυχίας, που σκηνοθέτησε η Κατερίνα Ευαγγελάκου το 2006.

Έχει γράψει μία συλλογή διηγημάτων, για την οποία διακρίθηκε με το βραβείο Μαρίας Ράλλη για πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς, και τρία μυθιστορήματα. Το τελευταίο, η Αγιογραφία, συμπεριλήφθηκε στη βραχεία λίστα των υποψήφιων για το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος του 2003.


E-mail:  pan.nicos@otenet.gr
Website:  http://www.nicospanayotopoulos.gr/