ΠΑΓΚΡΑΤΗΣ, ΠΕΡΙΚΛΗΣ


ΠΑΓΚΡΑΤΗΣ, ΠΕΡΙΚΛΗΣ

Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάζεται ως δικηγόρος στην Κέρκυρα.

Συνεκδίδει-συνδιευθύνει το κερκυραϊκό λογοτεχνικό Πόρφυρας από την ίδρυσή του (1980) μέχρι σήμερα και είναι Πρόεδρος της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών (Κέρκυρα, Μουσείο Σολωμού).

Κείμενά του δημοσιεύθηκαν στα περιοδικά, Η λέξη, Το δέντρο, Εντευκτήριο, Πάροδος, Ελί-τροχος, Λογοτεχνικά θέματα, Επτανησιακά φύλλα, Περίπλους, Ιονικά Ανάλεκτα, Πόρφυρας, στην εφημ. Ελευθεροτυπία κ.α.

 Πληροφορίες: 
Όνομα:  ΠΕΡΙΚΛΗΣ
Επίθετο:  ΠΑΓΚΡΑΤΗΣ
Εργογραφία: 

Μερικά από τα έργα του:

Θεωρητικό αρχείο (πεζογραφία), εκδ. Καρανάση  1984)

Χρόνος αντίμαχος (πεζογραφία), εκδ. Έψιλον 1996

Γυναίκα της Ζάκυθος. Η αντιστοιχία μορφής και ψυχής: Οι αποχρώσεις (μελέτη), εκδ. Έψιλον, 1998

Επτανησίων Σολωμικά Προλεγόμενα, εκδ. Αναγνωστικής Εταιρείας Κερκύρας 2006

Επιμελήθηκε την Ανθολογία Κερκυραίων ποιητών: Οι μεταπολεμικοί (1944-1984), Πόρφυρας – Τυπογρ. Κείμενα, Αθήνα (1985)

Παρουσίασε (2000) τον ποιητή Γιάννη Σαρακηνό στη σειρά «Εκ νέου» των εκδόσεων Γαβριηλίδη


Διεύθυνση: 

Μαρασλή 34 Α, 49100 Κέρκυρα


Έτος γέννησης:  1950
Τόπος γέννησης:  Κέρκυρα
Τίτλος αποσπάσματος:  Χρόνος αντίμαχος
Κείμενο αποσπάσματος: 

ΑΠΤΟΜΕΝΟΣ ΤΩΝ ΟΡΕΩΝ

 

Όπως σε θέατρο σκιών μεσ’ την ομίχλη, έβλεπες τις σκιές απέναντί σου. Σ’ απόσταση τριών-τεσσάρων μέτρων όλα τα κάλυπτε το σύννεφο που ’χε κατέβει χαμηλά στο ορεινό χωριό τυλίγοντας τα σπίτια του. Ένα λευκό αραχνοΰφαντο μετακινούσε ο αέρας προς τον Νότο… Ήταν καταρρακτώδεις οι βροχές των τελευταίων ημερών. Πού να βρεθεί το αρωματικό τσάι του ύσσωπου και τ’ άλλα βότανα μεσ’ τους αγρούς π’ είχαν λιμνάσει. Μόνο το πέτρινο αλώνι – σ’ αχρησία πια – είναι μια θαρραλέα συντροφιά στους κέδρους. Μα ναι! Όταν χιονίσει, εδώ θα έρθουμε να πάρουμε ακόμα μια λευκότητα, ενώ θα μελετάμε του Σολωμού τις σκουρκουρίτσες, κορδανίτσες, βοστερίτσες, σαν ένα ξόρκι, που διατάσσει να πάει το μάτι στ’ άγρια βουνά και στ’ άγρια λαγκάδια… Έμπαινα κι έβγαινα μέσα στο σύννεφο όμοια με τις φωτιές που περνάμε παραμονή τ’ Αγιαννιού από πάνω προς τα κάτω και τ’ αντίστροφο. Και πάλι απ’ την αρχή και πάλι.

 

Αν μνημονεύω απόψε την αχλύ, είναι γιατί συνήψα διηνεκείς αγροληψίες κι εμφυτεύσεις κι έγινε η στόχασή μου αχλύ, μαζί και ίζημα – αυτό π’ αφήνει στην παραγωγή των οίνων το μοσχάτο. Αλλ’ έτσι ενδεδυμένη αραχνοΰφαντο, αν κι όπως λέγεται ευειδής, κατάντησε ευέξαπτη και εύθικτη, να μην αντέχει κίνηση ανέμων. Όταν απ’ τις ποικίλες διαζευκτικές σου δυνατότητες απομονώνεται μία μονάχα, αυτό ορίζεται ως «συγκέντρωση» κι έχει επακόλουθο δεσμεύσεις και κινδύνους. Γι’ αυτό την κάθε μας πνευματική συνάντηση ακολουθεί αϋπνία και νευρική υπερένταση ευεξήγητη. Παρ’ όλα ταύτα την επιζητώ και δε φθονώ την τύχη όσων μπορούνε να κοιμούνται και κοιμούνται. Για ν’ αποφύγω ανούσια λόγια έφθασα εδώ, στο σκληρό τοπίο. Διατρέχεις κίνδυνο εδώ να τσακιστείς στους βράχους, ενόσω αρνείσαι να αντιληφθείς την τρυφερότητα που υφέρπει. Ακούς το βόμβο των εντόμων, μονάχα αν σιωπάς, αν δεν κραυγάζεις. Μπες τώρα μέσα στις σπηλιές και μεσ’ τα σύδεντρα και άμα φθάσεις εκεί που η φύση αποταμιεύει τα νερά της, να μη λουστείς, να μη βραχείς, κάθιδρος όμως να πας και να γυρίσεις. Το ενδιαίτημα του ασκητή θα το θαυμάσεις στην εσοχή του βράχου που ορθώνεται και σε τρομάζει μήπως καταρρεύσει και τα θάψει όλα κάτω από το βάρος του.

 

Και όταν ξεχειλίσουν τα νερά κι αρχίσουνε να πέφτουνε από ψηλά φτειάχνοντας έναν καταρράκτη, θα ’ναι σημάδι ότι υπερχείλισε κι η στόχαση και δεν μπορεί να υποφέρει την ευπρέπεια της ανοχής. Μέσα στις τόσες παραλείψεις.

 

 

ΣΤΟ ΔΙΑΒΑ

 

Η γηραιά Διευθύντρια στο βήμα έχει πολλά να πει για την Πατρίδα˙ μ’ ομηρικό βερμπαλισμό την ξεφωνίζει. Όσοι πιστοί, ελάτε επιδεικτικά να αποχωρήσουμε. Στους δρόμους περπατώντας θ’ ανταμώσουμε την ιστορία ζώσα: συμπλέγματα παλαιικών σπιτιών, κυβιστικούς σχηματισμούς κτισμάτων, όπως σ’ εκείνη τη φραγκόκκλησα, που τετρακόσια χρόνια πριν, προαναγγέλλει – με κουφωτές γραμμές – κυβιστικά κινήματα. Μια μέρα θα ξεπεταχτεί από μέσα της (κατακρεουργημένος, εννοείται) ο Αρχιεπίσκοπός μας Τόμας Μπέκετ και οι γυναίκες της εδώ Καντερβουρίας θα κραυγάζουν «Ω Αρχιεπίσκοπέ μας, Αρχιεπίσκοπέ μας» κι άλλα παρόμοια, τάχα σπαραχτικά και τάχα λιγωμένα. Μα ακριβώς για τούτο, στο διάβα μου ακούω τους ψιθύρους, τις αναγνώσεις τις ακούω, εναλλαγές φωνών: τους πειρασμούς, τους αγγελιαφόρους, τους ιππότες κι όμοιες αναγνώσεις. Καθείστε σταυροπόδι να μοιράσουμε τους ρόλους. Όσο πικρό κι αν είναι, το ξέρω, μου αναλογεί ο μόχθος. Προς όφελός μου η ανάμνηση και ο απέναντί μου άναρχος λόγος ενός καταραμένου. Αν ίσως στο λιθόστρωτο ανηφορίζοντας σε πιάσω από το χέρι, χωρίς επεξηγήσεις˙ αν ίσως μ’ ένα δυναμωτικό ποτό, έστω βουνίσιο τσάι και μέλι ή ίσως με την κουβέρτα που τυλίχτηκες αντί χιτώνα την ψυχρή άνοιξη – που μόλις έμπαινε – σε προσδιορίσω, θα φθάσουν οι μεγάλες σου αντιφάσεις. (Μεγάλα σφάλματα, μεγάλοι άνθρωποι διαπράττουν…) Σε προσδιορίζω στις μεγάλες σου αντιφάσεις, με αθωώνεις, πριν τον ψόγο ολοκληρώσεις, καθώς βλέπεις πως από δαιδαλώδεις στενωπούς επιχειρώ αφίξεις˙ κι είμαι ακίνητος. (Αμετακίνητη μωρία και ευήθεια είναι το σύννεφο που έχει ντύσει τους ταγούς μας).

 

Με πράξεις επιθετικές δηλώνω παρουσία, κι έτσι αμυνόμενο, στις μύριες σου αντιφάσεις με βαφτίζεις. Προτού συνέλθω, ένα ληστή εν μέσω δύο Χριστών μ’ ονοματίζεις και καιροφυλακτείς προς τα εδώ ή προς τα κει να αποκλίνω. Οι αποκλίσεις πια δεν είναι ηθελημένες και παραμένουν εκκρεμείς οι συμβουλές, που όπως πάντα, τα δεδομένα της εσωτερικής κι ανεπανάληπτης ροής τα αγνοούνε. Μόνο τα κουαρτέτα των εγχόρδων ακούγονται να τριγυρνούν στις γειτονιές και να εμποδίζουν τις πετρωμένες σκέψεις να ξεφύγουν από ακροατήρια γερασμένα.

 

 

 

ΔΥΟ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ

 

                    Τα σπλάχνα μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν

                     ΣΟΛΩΜΟΣ

 

Η Θεοδώρα ασκείται στο σαξόφωνο. Στη βάση του λαιμού της καλύπτουν τα σημάδια πάθους ερωτικού, τα πλούσια της μαλλιά. Έτσι κρύβει από τις άλλες γυναίκες του πάθους, που συρρέουν, τι προηγήθηκε στα άλση της κωμόπολης απόψε κι άλλες νύχτες σαν κι αυτήν. Και τώρα το ξημέρωμα τ’ Αυγούστου – ενός θερμού μεσόκοπου Αυγούστου και υγρού – ανέβηκε στην κορυφή του γοτθικού καμπαναριού της γειτονιάς μου, για να εποπτεύσει τα τρία μικρά νησιά, τα τρίνησα, εκπέμποντας πνευστό το μήνυμα˙ και όπου φθάσει.

 

Δε λησμονώ πως ένα μεσημέρι – αναπληρώνοντας τον ύπνο που απώλεσα το βράδυ – είδα αυτά τα ίδια τα μαλλιά της να συμπλέκονται γύρω από το στόμιο μιας δροσερής υδρίας, λες κι είχε το κορίτσι εισχωρήσει μέσα στο πήλινο αυτό δοχείο με το νερό. Δεν ήταν ενυδρίδα, για να υφίσταμαι τέτοιες κινήσεις ανώδυνα, αφού οι άνεμοι ήδη λειτουργούσαν ως προσάναμα φωτιάς. Αν έσπαζε η υδρία, θα ’χανα το νερό πρωτίστως. Ισχυριζόταν πως δεν ήτανε υδρία, παρά μόνον η κούπολα του Αγίου Πέτρου ανεστραμμένη. Το βράδυ απ’ το χορευτικό του «Ρουαγιάλ» (ή μάλλον «Ρόιαλ») βγαίνοντας, είχα ξεκαθαρίσει ότι θα παραστήσω το γοτθικό καμπαναριό της γειτονιάς μου με τέσσερις γραμμές, γιατί: «Τέχνη ίσον αφαίρεση», επέμενα, κρατώντας από γέροντα σοφό τεχνίτη του «θυμικού τις αναπάλσεις».

 

Θα πρέπει να ’ταν αυτές οι σκέψεις που οδήγησαν τη Θεοδώρα – παρά τα τραύματα στα δύο πλάγια του λαιμού της – ν’ ανέβει στο καμπαναριό να περιβάλει απομεινάρια και ντουβάρια ερειπίων με τα προσωπικά της κλειδιά και τα πεντάγραμμα, καλώντας τις γυναίκες όλου του κόσμου. Είχε αρωματίσει απ’ το βράδυ τα εσώρουχα όπως φάνηκε, όταν απόμεινε μ’ αυτά η Θεοδώρα.

 

Δύο δεκαετίες από τότε, τα στήθη μου υποτίθεται ησύχασαν, όσο κι η θάλασσα γύρω από τις τρεις μικρές βραχονησίδες. Σ’ αυτές απάνω εκσφεντονίστηκαν οι νότες λαστιχένιες κι έφυγαν ανεξέλεγκτες σ’ όλες τις κατευθύνσεις. Εάν μ’ αγγίξουν θα σιωπήσω μια για πάντα, τώρα που φθάνουν οι γυναίκες παθιασμένες, τώρα που το σαξόφωνο ορμά με λύσσα.  

 

ΣΥΝΕΧΕΙΑ

 

Ώσπου να περισυλλεγούν οι αχηβάδες, η Θεοδώρα απαλλαγμένη από μάσκες και κοθόρνους, στη ρεματιά και στους αμμόλοφους αναζητεί όστρακα πετρωμένα. Οι αχηβάδες ζουν στο τμήμα της άμμου που το βρέχει το κύμα. Είναι θαμμένες και τις  ψάχνεις με τα νύχια σου˙ και τις ανοίγεις πάλι με τα νύχια σου ερμητικά κλεισμένες καθώς είναι, ωσάν τους μηρούς της Θεοδώρας, όταν στα είκοσί της χρόνια συνδιαλεγόταν με τη μουσική… Στα βράχια βρίσκονται προσκολλημένες πεταλίδες. Δεν ξεκολλάνε παρά μόνον με αιχμηρό αντικείμενο. Για να τις φέρει στην παλάμη της, θυμάται ότι κρατάει ακόμα το εγχειρίδιο της Ιοκάστης˙ άλλωστε πέταξε ό,τι άλλο είχε σχέση με τη χθεσινή παράσταση και πλέον ξεκάθαρη σαν πρώτα – αλλ’ ίσως κάπως ευτραφής – ξαναγυρνά. Έχουν περάσει είκοσι τρία χρόνια από τότε, που εξέπεμπε τους μουσικούς της φθόγγους – σχεδόν ταυτόχρονες ερωτικές κραυγές – αυτή μια νυχτωμένη ερωμένη καλλιτέχνις, χωρίς να υποψιάζεται το υποκριτικό της τάλαντο. Ωστόσο υποδυόταν τη συνονόματή της άνασσα που έλεγε με στόμφο και με την κλασική ιδιωτεία των αρχόντων «καλόν εντάφιον η τυραννίς».

 

Μόλις θα πάψει ο χορός να υμνεί τον τρόπο του Ίακχου και θα ’χει περάσει στ5α μαλλιά της τη μακριά αλυσίδα που έφτειαξε από κοχύλια, αχηβάδες, πεταλίδες, ε, τότε πια ενώπιος ενωπίω και σ’ ελαφριά υπαίτια μέθη, θα σταθώ να της μιλήσω: «Επειδή έχεις υπάρξει συγγενής μου, τουτέστιν ερωμένη μου, σου ’χει στερήσει η επίκτητη συγγένεια την ευθύτητα. Σε εγκαλώ, γιατί απ’ την ορχήστρα έγινε αντιληπτό πως είχες κατά νουν εμένα, κάθε φορά που πρόφερες το όνομα των δύο ηττημένων. Ετεοκλή ή Πολυνείκη αν με πεις, την ίδια ήττα εξίσου μου προσάπτεις. Σου απαντώ με λογικό αξίωμα: «Η κάθε έννοια ισούται με τον εαυτό της»˙ και η δική μου επιφύλαξη ισούται με τον εαυτό της.

 

»Είναι πολλά τα εικοσιτρία χρόνια, για να θυμάσαι πως όταν επιστρέφαμε το καλοκαίρι, βρίσκαμε ακό9μα τις αυλές ασβεστωμένες απ’ το Πάσχα. Στις παραλίες αμμολόφων, που τώρα τριγυρνάς, φύονται θαλασσόχορτα ψιλόλιγνα και κάποια αφυδατωμένα λευκά αγκάθια, που βασανίζουν τα γυμνά σου πόδια. Κάτω απ’ τις γέφυρες των ποταμών – τ’ Αυγούστου μέρες κι έχουνε στερέψει – μπορείς να βρεις τα πετρωμένα όστρακα π’ αναζητάς».

 

Η θεοδώρα πέταξε στη λαγήνα της αυλής της πεταλίδες – κόλλησαν σαν σε βράχο στα τοιχώματα – κι όλες τις αχηβάδες π’ έφερε σε θαλασσόνερο. Ώρα να ξεκινάμε πάλι για τα ορεινά. Ανάμεσα απ’ τους πελώριους βράχους περνάει δρόμος. Μας βγάζει στα σπίτια που για στέγη έχουν λαξεμένες πέτρες. Τρέχουν κατάκρυα νερά από τα έγκατα της γης και οι πευκοβελόνες μας λογχίζουν.

 

Ήταν λοιπόν παράσταση για ένα ρόλο: ανάμεσα σε μάσκες και κοθόρνους το σαξόφωνο.


E-mail:  perpagra2000@yaqhoo.gr