Oι συγγραφείς παιδικών βιβλίων της Εταιρείας Συγγραφέων στέλνουν μια επιστολή-δώρο στους αναγνώστες


07/11/19

Φέτος στις Γιορτές οι συγγραφείς παιδικών βιβλίων της Εταιρείας Συγγραφέων στέλνουν μια επιστολή- δώρο στους αναγνώστες τους.

 

1.

Αν η μισή ιστορία είναι δική μου, που την έγραψα, η άλλη μισή (η ωραιότερη) είναι δική σου που την διαβάζεις. Αν εγώ την ονειρεύτηκα καλή, γεμάτη χρώματα και περιπέτειες και αναπάντεχα σπουδαία, εσύ την ζεις - καλύτερη, πιο γεμάτη, πιο πλούσια, πιο συναρπαστική απ’ ό τι θα μπορούσα εγώ ποτέ να ονειρευτώ. Σ’ ευχαριστώ που τη διαβάζεις. Χωρίς εσένα η ιστορία μου δεν θα υπήρχε.

Τις καλύτερες ιστορίες μου τις έχουν πει ή τις έχουν γράψει άλλοι. Ο Δρόμος (τις πιο ταξιδιάρες), η Αγορά (τις πιο κουβεντιαστές), η Θάλασσα (τις πιο ωραίες), το Χρώμα το Άσπρο (τις πιο παράξενες), η Γιαγιά μου (

Αγαπητά μου παιδιά,

 

Λυπάμαι πολύ που δεν μπορώ να έρθω να σας διαβάσω ο ίδιος το βιβλίο μου κρατώντας ένα κατακόκκινο μεγάλο μπαλκόνι… όχι μπουλόνι… συγγνώμη μπλομπλόνι… λάθος, τι έχω πάθει, μπαλόνι ήθελα να γράψω! Θα μπορούσαμε τότε να συζητήσουμε για το βιβλίο, αφού κι αυτό από μια τέτοια κουβέντα προέκυψε.

Πριν πολλά πολλά χρόνια, λοιπόν, συνάντησα τη Ζένια και το μπαλόνι της κι από τη συζήτηση που είχαμε στο δόντι, στο ρόδι, αχ στο πόδι ήθελα να πω, εμπνεύστηκα αυτήν την ιστοριούλα. Αν κουβεντιάζαμε μαζί (και μάλιστα στο ένα πόδι, σαν φλαμίνγκος), –ποιος ξέρει;– μπορεί να έγραφα ένα νέο βιβλίο ανάλογα με τα πράγματα που θα κρατούσατε.

Αν κάποιος, για παράδειγμα, μου έφερνε να δω μια καλημορδάπαλη… συγγνώμη μια καλημοζάχαρη, όχι, όχι, μια καμηλοπάρδαλη (ουφ, το έγραψα!) μπορεί να έφαργα, να έγραφα τέλος πάντων ένα παραμύθι για την Αρφική, την Ορφική ή την Αφρική.

Εντάξει, θα σας εξηγήσω γιατί γράφω έτσι χάλια: σήμερα που ξύπνησα άκουσα τα δάχτυλα του δεξιού μου χεριού να τσακώνονται με αυτά του αριστερού. Τα δάχτυλα του δεξιού χεριού είχαν θυμώσει με το μικρό γαριδάκι, γοριλάκι, φτού! με το δακτυλάκι τέλος πάντων, γιατί αποφεύγει συστηματικά να πλένεται. Καταλαβαίνετε πόσο άσχημο είναι αυτό στην εποχή μας...

Τα δάχτυλα του αριστερού χεριού έλεγαν στα υπόλοιπα δάχτυλα του δεξιού (ο μικρός ήταν τιμωρία) να μη φωνάζουν δυνατά όταν τσακώνονται για να μη με ξυπνήσουν κι αναγκαστούν να κάνουν όλα μαζί μπάνιο. Όταν λοιπόν τα έπλυνα σχολικά… σχολιανά… σχολαστικά τέλος πάντων, μετά ήταν όλα μουτρωμένα και δεν μιλιόντουσαν, οπότε τώρα που γράφω σκοντάφτουν το ένα πάνω στο άλλο.

Λέτε αυτή να είναι η καινούργια μου ιστορία; Αυτή που σας γράφω εδώ για να σας πω ότι, αν βρισκόμασταν, θα έγραφα μια άλλη ιστορία; Πολύ μπερδεύτηκα.

Ελπίζω, πάντως, να σας αρέσει το βιβλίο μου!

Σας χαιρετώ με αγάπη,

Δημήτρης Αγγελής      

γιαγιά με μαύρα ρούχα και άσπρα μαλλιά κι αμέτρητα παραμύθια κάτω από τη γλώσσα της).

Γιατί οι καλύτερες ιστορίες δεν είναι αυτές που γράφουμε, είναι αυτές που διαβάζουμε. Αυτές που λένε οι άλλοι. Κι οι πολύ τυχεροί ανάμεσά μας, αυτοί που ξέρουν να ζήσουν, βρίσκουν ιστορίες και τις διαβάζουν ακόμα και μέσα στις πέτρες, βρίσκουν ιστορίες και τις ξετυλίγουν μέσα από τα κουβάρια του πολέμου, βρίσκουν ιστορίες και τις ακούνε μέσα στη σιωπή την πιο πράσινη και τις φωνές που βάζει ο ήλιος τα μεσημέρια.

Η ιστορία μου, λοιπόν, χαίρεται πιο πολύ την ώρα που τη διαβάζεις εσύ παρά την ώρα που τη γράφω εγώ. Κι αυτή κι εγώ σου χρωστάμε.Μαρία Αγγελίδου


2.

Γεια σου

 Είμαι ο Βασίλης Αλεξάκης και όλα τα βιβλία που έχω γράψει είναι για μεγάλους, εκτός από το Γιατί κλαις;

Το Γιατί κλαις;, στην αρχή δεν ήταν βιβλίο. Ήταν ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε μια μεγάλη γαλλική εφημερίδα για να το διαβάσουν οι ενήλικοι, οι γονείς. Γιατί ήμουνα πολύ θυμωμένος μαζί τους. Μιλάει για κείνους τους γονείς που δεν νοιάζονται σοβαρά για τα παιδιά τους και τα στενοχωρούν.

Ομολογώ πως όταν διαβάσεις το βιβλίο μου θα στενοχωρηθείς λιγάκι. Όμως, θα σε βάλει σε σκέψεις. Και σου προτείνω να το διαβάσουν οι γονείς σου ή να το διαβάσετε παρέα και μετά να το συζητήσετε. Γιατί; Για να σκεφτούν μήπως καμιά φορά δεν σου φέρονται καλά και πρέπει να διορθώσουν τη συμπεριφορά τους και για να κάνουν κάτι αν δουν γονείς που πληγώνουν τα παιδιά τους.

Μη φανταστείς ότι ήταν εύκολο να γίνει βιβλίο για παιδιά. Με τον Νικόλα Ανδρικόπουλο που έφτιαξε τις εικόνες συζητήσαμε πολλές ώρες κι έκανε πολλά προσχέδια μέχρι να αποφασίσουμε τι και πώς θα ζωγραφίσει. Οι εικόνες του μιλάνε όπως και οι λέξεις και λένε πολλά!

Σου εύχομαι να είσαι πάντα καλά!

Βασίλης Αλεξάκης


3                                                

ΕΤΣΙ  ΣΟΦΟΣ  ΠΟΥ  ΕΓΙΝΕΣ…

«Μια φορά κι έναν καιρό

και δυο καιρούς αν θέλετε και τρεις

ήταν ένας άντρας πολυμήχανος και

κοσμογυρισμένος, που είχε σπουδάσει

τους ανθρώπους και τους ήξερε

από την καλή κι απ’ την ανάποδη.

Αυτός ο άντρας έγινε ξακουστός για τα

κατορθώματά του, που τα τραγούδησε

ένας μεγάλος Ποιητής, ο Όμηρος!

(Ο Όμηρος είναι πατέρας όλων των ποιητών,

ο πρώτος ράπερ και προ-προ-προ -παππούς μας.)

Το μεγαλύτερο επίτευγμά του ήταν που πάτησε ή

κούρσεψε ή κατέλαβε, όπως θα λέγαμε σήμερα,

το ιερό κάστρο της Τροίας.»

 

Αυτή είναι η αρχή της Ομηρικής Οδύσσειας, διασκευασμένη από μένα για νέους  αναγνώστες, μικρούς και μεγάλους.

Είναι «αγνώριστη» βέβαια αλλά πιο κοντά σας νομίζω και μέσα στο πνεύμα του Ομήρου.

Εύχομαι να σας αρέσει. Είναι το πρώτο μου βιβλίο που απευθύνεται και  σε νέους και έχω μεγάλο τρακ.

Ξέρετε τι θα πει να είσαι «πρωτάκι» στα  75 σου;

Θέλω να είστε αυστηροί και αυστηρές μαζί μου. Το μόνο ελαφρυντικό που θα μπορούσα να επικαλεστώ είναι ότι είμαι παππούς της Κάλλης και της Αλίκης.

Σε αυτές αφιερώνω το βιβλίο μου αλλά και σε όλους εσάς.

Εύχομαι να το ευχαριστηθείτε από καρδιάς.

Για όσους και όσες διαβάζουν τα βιβλία ανάποδα, από την αρχή προς  το τέλος, αφιερώνω επίσης τον Επίλογο.

Με την αγάπη μου

και θερμές ευχές για μια καλύτερη  Νέα   Χρονιά

Μιχάλης Γκανάς


4

                                              

    Αυτό το βιβλίο δεν μιλάει,

    δεν παίζει μουσική

    δεν έχει κουμπάκια να πατήσεις.

    Κάθεται ήσυχο και περιμένει

    κάποιος να σου το διαβάσει, να ακούσεις την φωνή του ,

    κάποιος να το ξεφυλλίσει να δει τα χρώματα,

    κάποιος να το πατηκουρίσει,

    να το πάρει αγκαλιά στο κρεβάτι του .

    

    Θα σου πει μια ιστορία.

    Μετά θα το βάλεις στην άκρη.

    Αν το διαβάσεις ξανά, αργότερα,

    μπορεί να σου πει μια άλλη ιστορία

    λίγο διαφορετική.

 

    Αν το δανείσεις, θα έρθει πίσω

    γιατί το αγάπησες

    και δεν θέλει να σε αποχωριστεί.

    Θα μείνει μαζί σου για πάντα.     

Σοφία Ζαραμπούκα


 

5

Μου ζήτησαν να σου γράψω ένα γράμμα σαν φίλος, λέει, σε φίλο. Και να σου εξηγήσω γιατί γράφω βιβλία, γιατί πρέπει οι άνθρωποι να διαβάζουν βιβλία, και άλλα τέτοια. Εντάξει, σκέφτομαι, γράμμα σ’ ένα παιδί. Σιγά το πράγμα. Στρώνομαι, το λοιπόν, στο γραφείο μου, παίρνω μπροστά μου μολύβι και χαρτί, ξύνω το κεφάλι μου να μου κατέβουν ιδέες… τίποτε. Ξαναξύνομαι… τίποτε. Περιμένω, περιμένω… Τίποτε! Βρε συ, μαλώνω τον εαυτό μου, δεν ντρέπεσαι; Τι σόι συγγραφέας είσαι; Έχεις γράψει βιβλία και βιβλία και τώρα δεν μπορείς να βάλεις στη σειρά λίγες αράδες;

Ε, να, αυτό είναι! Όταν «έχω» να γράψω ένα βιβλίο, κυλούν οι λέξεις σαν το νερό! Όταν «πρέπει» να γράψω λίγες αράδες, μοιάζει σαν ν’ ανεβαίνω σε βουνό.

Μήπως πρόσεξες τις δύο λέξεις που έβαλα επίτηδες σε εισαγωγικά; «Έχω» και «Πρέπει». Επειδή η αλήθεια ενός συγγραφέα βρίσκεται στις δύο αυτές λέξεις. «Έχω», δηλαδή έχω μέσα μου την ιστορία ενός βιβλίου και όταν έρθει η κατάλληλη, για μένα, στιγμή, κάθομαι και τη γράφω. Και «Πρέπει», δηλαδή, χωρίς να έχω τίποτε μέσα μου, είμαι υποχρεωμένος να γράψω κάτι, επειδή έτσι πρέπει. 

Τι θα πει όμως «έχω μέσα μου την ιστορία ενός βιβλίου»; Θα πει πως, στο μεταξύ, έχω διαβάσει πολλές άλλες ιστορίες, έχω ακούσει άλλες τόσες, και σιγά-σιγά φτιάχνω μέσα μου μια ιστορία δικιά μου, που κουβαλάει κάτι από όλες τις άλλες, αλλά δεν μοιάζει με καμιά από αυτές. Και αυτή, τη δικιά μου ιστορία, θέλω να τη μοιραστώ με όσο γίνεται περισσότερους ανθρώπους, μεγάλους και παιδιά, γιατί μπορεί να κρύβει μέσα της κάτι απ’ τον εαυτό τους ή να τους φανερώνει κάτι που έχουν ονειρευτεί για τον εαυτό τους.

 Όμως, ωχ! Τι, τι συμβαίνει; Βρίσκομαι εκτός θέματος και πρέπει να σταματήσω; Άλλα έπρεπε να γράψω και άλλα γράφω; Εγώ σας το είπα απ’ την αρχή: με τα «πρέπει» δουλειά δεν γίνεται. Λέω πολλά; Καλά, καλά, σταματάω …

Σε χαιρετώ βιαστικά

Ο φίλος σου

Σταύρος Ζαφειρίου


6                                 

Αγαπητά μου  παιδιά,

Μήπως έχετε περιέργεια να μάθετε γιατί γράφω;

Είναι πολύ απλό. Δεν μπορώ να τραγουδήσω γιατί είμαι παράφωνη.
Δεν ζωγραφίζω γιατί δεν μπορώ να τραβήξω ούτε μια ίσια γραμμή.

Δεν μαγειρεύω γιατί δεν μ' αρέσει.

Διαβάζω πολλά βιβλία γιατί μ' αρέσει να διαβάζω και να γράφω γιατί δεν έχω κανένα άλλο ταλέντο. Τώρα αν αρέσουν σε σας αυτά που γράφω τόσο το καλύτερο. Αν όχι, εγώ θα συνεχίσω να γράφω έστω κι' αν βρεθεί ένα μόνο παιδί σε κάποια γωνιά της γης που να με διαβάζει.

Με αγάπη

Αλκη Ζέη


7                                                                

Έχετε αλήθεια σκεφτεί, καλοί μου φίλοι, πώς να περνούσαν τις μέρες τους οι ήρωες της Ιστορίας μας όταν ήταν παιδιά; Εγώ το έψαξα σε βιβλία αρχαίων ιστορικών και βρήκα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα που θα ’θελα να μοιραστώ μαζί σας. Έτσι γεννήθηκε η ιστορία της ξακουστής Χρυσαφένιας που έζησε ευτυχισμένη μέχρι τη στιγμή που ένας γυπαετός την έστειλε στο φαλακρό κεφάλι του διάσημου ποιητή Αισχύλου. Το ξέρατε ότι ο Σκύλος του Ξάνθιππου, πατέρα του στρατηγού Περικλή κολύμπησε μέχρι τη Σαλαμίνα ακολουθώντας το πλοίο της οικογένειας επειδή τον ξέχασαν στη στεριά; Φανταστήκατε ποτέ πόσος κόπος χρειαζόταν για να φτιάξουν τα κορίτσια, οι εργαστίνες, τον πέπλο της θεάς Αθηνάς για την πομπή της γιορτής των Παναθηναίων; Πώς τα κατάφερε ο Δημοσθένης από την Παιανία να γίνει ο πιο φημισμένος ρήτορας του καιρού του; Και τί σοφίστηκε ο Θεμιστοκλής, γεννημένος αρχηγός, για να νικήσουν οι Έλληνες τους Πέρσες στη Σαλαμίνα; Πώς εντυπωσίασε ο νομοθέτης Σόλωνας τον πλούσιο βασιλιά της Λυδίας Κροίσο και πώς κατάφερε να γίνει φίλος του; Και ποιος έγινε ο καλύτερος φίλος του βασιλιά της Μακεδονίας Αλέξανδρου;

Σε όλα αυτά υπάρχουν απαντήσεις γραμμένες στο βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας μαζί με διάφορες λεπτομέρειες για την καθημερινή ζωή των ηρώων πριν αποκτήσουν τη φήμη που τους ακολουθεί μέχρι σήμερα.

Ελπίζω με την ανάγνωση του βιβλίου αυτού να ταξιδέψετε σε μια άλλη πολύ μακρινή εποχή, να διασκεδάσετε και να θελήσετε να μάθετε πολλά περισσότερα για τους ήρωές της.

Με πολλή αγάπη στους αναγνώστες μου

Νένα Κοκκινάκη


8                                                                 

Γεια σου,

…Λοιπόν, κάθε φορά που μου ζητάνε να θυμηθώ πώς έγινε και αγάπησα τόσο πολύ τις ιστορίες -κι αυτές που άλλοι γράφουνε, αλλά κι όσες εγώ ο ίδιος γράφω- η σκέψη που ταξιδεύει σε προηγούμενα χρόνια, τότε που ήμουνα ένα αγόρι εκεί γύρω στα έντεκα. Και που είχα ένα γατάκι.

Αυτό το ζωάκι στάθηκε η αφορμή να γράψω την πρώτη μου ιστορία.

Και θέλω τώρα εδώ να τη μοιραστώ μαζί σου… 

Την αντιγράφω, λοιπόν…

 

Στο μικρό μου γατάκι

Είχα ένα όμορφο γατάκι με δύο όμορφα ματάκια.

Το τρίχωμά του είχε τέτοιες αποχρώσεις, που έμοιαζε σαν ένα παιχνιδιάρικο τιγράκι.

Συχνά κοιμότανε στην αγκαλιά μου ευτυχισμένο από τα χάδια μου, ή έπαιζε μαζί μου χαρούμενο.

Μια μέρα αδιαθέτησε λιγάκι κι έχασε το κέφι του. Και είπαμε όλοι στο σπίτι: «Οι γάτες είναι εφτάψυχες, ας μη φοβόμαστε».

Μα οι μέρες περνούσαν και το γατάκι όλο χειροτέρευε.

Άρχισα τότε να ανησυχώ. Προσπαθήσαμε με διάφορα γιατρικά να το σώσουμε, αλλά ήταν πια αργά. Ώσπου μια μέρα, με τη λύπη ζωγραφισμένη στα ματάκια του, άφησε να πετάξει η ψυχούλα του.

Με πόνο το έθαψα στον κήπο του σπιτιού μου και από πάνω έβαλα μια γλάστρα με βασιλικό για να θυμάμαι το μέρος όπου κείται το μικρό κορμάκι του.

Είμαι τόσο λυπημένος που δε θα ξανακούσω την περίεργη φωνούλα του και δε θα ξαναδώ τα πράσινα ματάκια του!

Όλοι θα σε θυμόμαστε, μικρό μου γατάκι, καλέ μου Ποκοπίκο.

Ναι, κάπως έτσι ξεκίνησα να αγαπώ τις ιστορίες. Να τις διαβάζω ή να τις γράφω.

Και πάντα να τις μοιράζομαι με τους άλλους… Μαζί σου.

Πολλά φιλιά

Μάνος Κοντολέων


9                                          

Πριν από μερικά χρόνια, οργάνωσα ένα λογοτεχνικό εργαστήρι σε κάποιο ιδιωτικό σχολείο για παιδιά όλων των τάξεων του Δημοτικού. Δεν είχα φανταστεί τη δουλειά, τη σχέση, την αγάπη και τη συγκίνηση που θα έβγαιναν μέσα από τη 'διδασκαλία', μέσα από την επαφή μου με τα παιδιά. Οι μικροί μαθητές και μαθήτριες αποδείχθηκαν οι πιο αξιοσέβαστοι αναγνώστες, οι πιο δημιουργικοί συγγραφείς. Γι' αυτούς, λοιπόν, αλλά και για κάθε παιδί, είναι το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας. Ένα ευχαριστώ ήθελα να πω.

Μαρία Κούρση


10                                                         

Ο Πλανήτης με τα σπίτια τα κρεμαστά

Είναι τρεις ιστορίες από αυτές που έλεγα στον γιο μου όταν ήταν μικρός.

Τρεις μαγικές περιπέτειες που διεγείρουν την ποίηση της φαντασίας και τη διάθεση της γνώσης, έτσι τις βλέπω σήμερα. Όμως τότε, εκείνο που ζητούσα ήταν να γίνει ελκυστική η αφήγηση του παραμυθιού ώστε να συμμετέχει και ο ίδιος.

Πάντα πίστευα στο λαμπερό αισθητήριο του παιδιού. Η φαντασία του έχει μια μοναδική ποιητική δύναμη, έναν ποιητικό υπερρεαλισμό, που σε αφήνει άφωνο. Αρκεί να σκύψεις πάνω του να αφουγκραστείς τον τρόπο που σκέφτεται, τον μαγικό τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τη ζωή.

Κι εγώ, ύστερα από τα τόσα ιστορικά και μη ιστορικά βιβλία μεταφυσικής αγωνίας που έγραψα, ένιωσα την ανάγκη τώρα, με αυτές τις συνθήκες ζωής, να μπω στην απόλυτη ελευθερία του μαγικού – αυτή που μόνον η συγγραφή ενός παραμυθιού, ή ανάγνωσή του, σου την δίνει – για να ξορκίσω τις κακές μάγισσες και τα σκοτάδια που σέρνουν πίσω τους, να τα ξορκίσω με τη δύναμη της αθωότητας, αυτή την απόλυτη τη μαγική δύναμη της φαντασίας. 

Πάντα πίστευα πως η παιδική ηλικία είναι η μόνη  μαγική χώρα που κυριαρχεί με τόση δύναμη σε όλη τη ζωή μας. Κι ας έχουμε ξεχάσει πολλές φορές τα περιστατικά που την έκαναν μαγική. Ας έχουμε ξεχάσει την ίδια την παιδική μας ηλικία. Εκείνη μας θυμάται.

Και ένα θραύσμα μνήμης μόνο να αναδυθεί από το παρελθόν είναι αρκετό για να ανατρέψει ή να αιχμαλωτίσει καταστάσεις.

Ο Ηράκλειτος είπε “Αιών παις εστί παίζων πεσσεύων”

Κι εμείς θα μπορούσαμε να πούμε πως, σε όλες τις ηλικίες μας, είμαστε παιδιά και παίζουμε με τον φόβο. Με έναν τεράστιο συλλογικό ή προσωπικό φόβο. Κι όταν νιώθουμε την ανάγκη να γράψουμε ή να διαβάσουμε ένα παιδικό βιβλίο είναι ίσως για να γιατρέψουμε τις πληγές της ωριμότητας.  

Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου 


11                                            

Το συγγραφικό μεράκι με συνεπήρε από τα πρώτα κιόλας χλωρά μου χρόνια στη Λήμνο της άγονης γραμμής, πριν καλά καλά μάθω ανάγνωση και γραφή. Μανιωδώς περιπλανιόμουν στα γοητευτικά πεδία της μυθοπλασίας δημιουργώντας τους δικούς μου κόσμους, διευρύνοντας δραστικά τους ορίζοντες της πραγματικότητας, που την έφερνα διορθωτικά στα μέτρα μου με όρους παραμυθικούς. Από ανάγκη μού έγινε συνήθεια δεσποτική.

 Ασκούμαι μέχρι σήμερα σε όλα σχεδόν τα είδη της λογοτεχνικής γραφής, παράλληλα με τα επιστημονικά αρχαιολογικά μου  κείμενα. Όντας αθεράπευτα νοσταλγός της ευλογημένης παιδοσύνης, που είναι αναμφισβήτητα η κοινή υπερπατρίδα όλων μας, ένα υπολογίσιμο μέρος της συγγραφικής μου δραστηριότητας στρέφεται πλέον στη λογοτεχνία για παιδιά. Δεν γράφω παραμύθια, αλλά παραμυθένιες ιστορίες με τις συνταγές του οικείου μου μαγικού ρεαλισμού, τόσο κοντινού με τους κώδικες της παιδικής σκέψης και συμπεριφοράς. Σταθερά στον νου μου τα λόγια του Κώστα Ουράνη: «Ευτυχισμένος εκείνος που μπορεί να παίρνει πάντα στη ζωή του τους ανεμόμυλους για γίγαντες, που δεν γιατρεύτηκε ποτέ από την παιδική του ηλικία, μα μπορεί να περιφέρεται από την πραγματικότητα στο όνειρο, χωρίς να νιώθει τα σύνορα που τα χωρίζουν».

Μετά την μακρόχρονη θητεία μου στη λογοτεχνία για παιδιά μπορώ να πω ότι η ενασχόληση με το συγκεκριμένο είδος κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση είναι, αν θέλει κανείς τον πήχη ψηλά, με επίγνωση του υπεύθυνου ρόλου του, χωρίς συμβιβασμούς, ποιοτικές εκπτώσεις και διδακτισμούς.  Κι ακόμη τούτο: Δεν είναι λίγοι οι ανά τον κόσμο  έγκριτοι συγγραφείς που επιδόθηκαν κατά καιρούς και στην παιδική λογοτεχνία, που δεν την υποτίμησαν σαν αποπαίδι της λογοτεχνίας για ενήλικες. Άλλωστε –πώς να το κάνουμε;- στο παιδικό βιβλίο πρωτοασκούνται οι αυριανοί καλοί αναγνώστες. Απωθημένο και του Σεφέρη η παιδική λογοτεχνία, όπως ομολογεί ο ίδιος σε γράμματά του στη Μαρώ, ενασχόληση που τη μετέθετε όμως για τα γηρατειά του, έχοντας δώσει  ήδη κάποια χαρακτηριστικά δείγματα γραφής με ανατρεπτικά ποιηματάκια κατά το πρότυπο των αγγλικών «λίμερικ» (1941, 1946) και μία παιδική χιουμοριστική όπερα. 

Χρήστος Μπουλώτης


12                                                                     

Αγαπημένοι μου,

σας συνάντησα μέσα στα βιβλία και πέρασα καλά μαζί σας. Όλοι, μα όλοι, είχατε κάτι να μου πείτε. Με βάλατε σε σκέψεις, με κάνατε να γελάσω, μου μάθατε πράγματα, με στείλατε σ’ άλλα βιβλία, με συγκινήσατε… καμιά φορά δεν είχα τίποτα να πω μαζί σας και απλά παρακολουθούσα σελίδα τη σελίδα τη ζωή σας…

Τώρα σας στέλνω ένα γράμμα γιατί θέλω να σας πω….

Ωχ, μπέρδεψα τις επιστολές! Αυτό ετοιμαζόμουνα να το στείλω στους ήρωες των βιβλίων!

Σε σένα που θα διαβάσεις τα βιβλία μου πρέπει να γράψω γράμμα!

Σου γράφω, λοιπόν:

Κορίτσι μου και αγόρι μου,

δεν γνωριζόμαστε και σίγουρα αναρωτιέσαι γιατί, εγώ μια άγνωστη, σου χαρίζω βιβλία. Δεν στα χαρίζω επειδή όλοι σου λένε ότι πρέπει να διαβάζεις. Στα χαρίζω για να χαρείς όπως χαίρομαι κι εγώ όταν διαβάζω!

Ξέρεις, όταν ήμουνα μικρή ούτε εγώ, ούτε τα άλλα παιδιά είχαμε πολλά βιβλία, ούτε υπήρχαν βιβλιοθήκες για να πάμε να διαβάσουμε και να τα δανειστούμε για το σπίτι. Εσύ λοιπόν είσαι πολύ τυχερό παιδί γιατί τα βρίσκεις παντού.

Μια φορά, όταν τέλειωνα το δημοτικό, μου έκαναν δώρο για τα Χριστούγεννα ένα μυθιστόρημα. Ήταν τεράστιο με σκληρό εξώφυλλο και νομίζω πως ήταν περίπου 600 σελίδες: Τα τέκνα του πλοιάρχου Γκραντ, του Ιούλιου Βέρν. Τόσο μεγάλο! Ξεκίνησα να το διαβάζω σιγά σιγά και με ρούφηξαν οι περιπέτειες! Παρέα με τα παιδιά της ιστορίας γύρισα ολόκληρο τον κόσμο. Πέρασα απίθανες ώρες μαζί τους… Ο συγγραφέας μού είχε κάνει το καλύτερο δώρο! Από τότε δεν σταμάτησα να διαβάζω και να χαρίζω βιβλία!

Εύχομαι να ευχαριστηθείς κι εσύ τα βιβλία μου όπως τα ευχαριστήθηκα κι εγώ που το έγραψα!

Με πολλή αγάπη

Μαρίζα Ντεκάστρο


13                                       

Η πιο δυνατή ανάμνηση από την παιδική μου ηλικία είναι το να ανοίγω ένα καινούργιο βιβλίο του Ιουλίου Βερν. Θυμάμαι ακόμα τις χρωματιστές εικόνες στο γυαλιστερό εξώφυλλο, τη μυρωδιά του χαρτιού, την έξαψη της πρώτης παραγράφου, τη γλυκιά θλίψη της τελευταίας… Ο Πλοίαρχος Νέμο, που διέσχιζε άφοβος τους ωκεανούς με τον Ναυτίλο του, δεν θα πάψει ποτέ να είναι ο ήρωάς μου…

Όταν ήμουν παιδί καταβρόχθιζα βιβλία και ζήλευα αφάνταστα εκείνους που τα έγραφαν. Όταν μεγάλωσα, παρά τις προειδοποιήσεις του πατέρα μου, αποφάσισα να γράψω κι εγώ. Έγραψα διηγήματα, σενάρια για τηλεοπτικές σειρές και κινηματογραφικές ταινίες, μυθιστορήματα…

Όταν έγινα, με τη σειρά μου, πατέρας, χρειάστηκε να εξηγήσω κάποια στιγμή στον γιο μου τι δουλειά κάνω. Παίζοντας με τις λέξεις, φτιάξαμε ένα φανταστικό ζώο, τον κροκόσκυλο, κι αυτή ήταν η αφορμή να γραφτεί το πρώτο μου βιβλίο για παιδιά: Ο Ιπποπότης και η Νεραϊγελάδα, που εικονογράφησε ο Βασίλης Παπατσαρούχας.

Ο γιος μου μεγάλωσε. Ήξερε ότι έγραφα βιβλία, αλλά δεν μπορούσε να τα διαβάσει. Το πρώτο τού το διάβαζα εγώ για να κοιμηθεί. Ευτυχώς, δεν μου έκανε συχνά το χατίρι! Εκείνο τον καιρό πήγαινε στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού κι εγώ διαπίστωνα με τρόμο πως παρέα με τους κολλητούς του ονειρευόταν ήδη τα δικά του ταξίδια, αψηφώντας τις προειδοποιήσεις μου, όπως ακριβώς είχα κάνει κι εγώ κάποτε. Αυτή ήταν η αφορμή για να γραφτεί το δεύτερο βιβλίο μου για παιδιά, Ο Σαλιγκαγκάριν πάει στ’ άστρα, με εικονογράφηση του Αλέκου Παπαδάτου. Είναι αφιερωμένο στα παιδιά που ξεκινούν γεμάτα περιέργεια το ταξίδι τους στον ωκεανό της ζωής, με την ευχή να έχουν πάντα μαζί τους ένα βιβλίο, σαν φίλο και οδηγό.

Νίκος Παναγιωτόπουλος


14                                                       

Όταν ήμουν μικρός περνούσα τα καλοκαίρια σχεδόν μόνος μου, χωρίς παρέα από παιδιά, χωρίς κρυφτό ή κυνηγητό, χωρίς να παίζω «μήλα». Και χωρίς σκανταλιές στη θάλασσα. Το ίδιο γινόταν και στις άλλες μου διακοπές, τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα. Ήμουν ένα ντροπαλό παιδί, που είχε κοινωνικότητα, ήθελε παρέα, αλλά δεν την έβρισκε. Έτσι έμαθα από νωρίς να φτιάχνω τη δική μου παρέα, μια τεράστια συντροφιά με τους ήρωες του Ιουλίου Βερν ή τον Ρομπέν των Δασών, με τον Ιβανόη ή τους Τρεις Σωματοφύλακες. Και να μην νιώθω πια μοναξιά.

Όταν τέλειωνα ένα βιβλίο τις πιο πολλές φορές μελαγχολούσα, γιατί οι ήρωες που με τράβηξαν στις περιπέτειές τους και μαζί τους είχα περάσει τόσο καλά, έπρεπε να με αποχαιρετήσουν, δίνοντας τη σκυτάλη σε μια άλλη ομάδα από πρωταγωνιστές που με καλούσε να τους γνωρίσω. Τα βιβλία ήταν πράγματι ο καλύτερος μου φίλος, αυτή η πρόταση ήταν μια μεγάλη αλήθεια για μένα.

Μεγαλώνοντας πέρασα από πολλές φάσεις. Άλλοτε μπορεί να άφηνα ένα βιβλίο και να το ξανάπιανα μετά από καιρό, ή να το παρατούσα εντελώς. Άλλοτε να το διάβαζα με μανία, παρατώντας κάποιες άλλες δουλειές.  Ήμουν, είμαι πλέον κοινωνικός, αλλά αυτό δε σημαίνει πως παρατώ τη συντροφιά που έχω μάθει να φτιάχνω: Τους ήρωες των βιβλίων. Γιατί είναι μια παρέα αποκλειστικά δικιά μου, που με ταξιδεύει εκεί που δεν μπορώ να πάω, με κάνει να ζω πράγματα που δε θα ζούσα, με κάνει να χαίρομαι, να λυπάμαι και να συμπάσχω. Να αγωνιώ με τις δυσκολίες τους, να ανακουφίζομαι με τη λύση των προβλημάτων τους.

Ελπίζω αυτό το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας να καταφέρει να μεταδώσει έστω και λίγο από αυτά που είχα ζήσει, ονειρευτεί και φανταστεί εγώ, όταν ήμουν στην ηλικία σας.

Ελπίζω να το χαρείτε.

Καλή σας ανάγνωση!

Βασίλης Παπαθεοδώρου


15                                                    

Αγαπητό μου παιδί

τώρα πια διαβάζεις μονάχο σου τα βιβλία. Μέχρι πρόσφατα, κάποιος άλλος σου τα διάβαζε. Μερικές από τις ιστορίες που σου διάβαζαν ήταν βαρετές. Δεν θα σου συμβεί ξανά αυτό. Γιατί  διαλέγεις μονάχο τα βιβλία σου.

Μερικά από τα βιβλία που θα θέλεις να διαβάσεις, δεν θα θέλουν οι γονείς σου να τα διαβάσεις. «Αυτό δεν είναι για την ηλικία σου» θα ακούσεις να σου λένε ή «Αυτό έχει πολλές εικόνες» ή «Αυτό έχει εξωγήινα τέρατα». Όμως κι εκείνοι δεν θα ακούν αυτό που εσύ θα λες από μέσα σου: «Μα εμένα αυτό μου αρέσει να διαβάσω!».

Μερικές ακόμη εφιαλτικές φράσεις που μπορεί να ακούσεις είναι: «Πήγαινε στο δωμάτιό σου τιμωρία να διαβάσεις δέκα σελίδες» ή «Ο ξάδελφός σου ο Κωστάκης μέσα στο καλοκαίρι διάβασε δέκα πέντε βιβλία κι εσύ μόνο πέντε!» ή «Πες μου τι κατάλαβες από το βιβλίο που διάβασες» ή «Σου αρέσει δεν σου αρέσει θα το διαβάσεις μέχρι το τέλος, τόσα λεφτά δώσαμε για να το αγοράσουμε!»  Μα, κι εκείνοι δεν φεύγουν στη μέση μιας ταινίας στο σινεμά άμα δεν τους αρέσει;  θα αναρωτηθείς κάποτε μέσα σου, όμως καλύτερα να μην τους το πεις. Είσαι σίγουρος ότι αντέχεις να ακούσεις για άλλη μια φορά την απάντηση «Άλλο εγώ. Εγώ είμαι μεγάλος!»; 

Θα ακούσεις από γονείς, συγγενείς και δασκάλους να σου λένε πόσο ωφέλιμα είναι τα βιβλία. Και θα προσπαθούν να σου το εξηγήσουν. 

Εγώ ένα πράγμα έχω να σου πω.

Κοίταξε καλά γύρω σου. Σε όλον τον πλανήτη Γη υπάρχουν εκατομμύρια αναγνώστες βιβλίων. Μέσα στο λεωφορείο, στο πάρκο όπου σε πηγαίνουν βόλτα οι γονείς σου τις Κυριακές, στο αεροπλάνο που τώρα πετάει στον ουρανό πάνω από το κεφάλι σου, στο καράβι με το οποίο ταξίδεψες πέρυσι το καλοκαίρι για τα νησιά, στο κρεβάτι του νοσοκομείου που προσπερνάς καθημερινά για να πας στο σχολείο σου, ανάσκελα στον καναπέ μέσα στα σπίτια γύρω σου. 

Σκύψε πάνω από τους αναγνώστες. Παρατήρησε το πρόσωπό τους καθώς διαβάζουν. Νιώσε πώς κρατούν την ανάσα τους, δες τα μάτια τους πώς κοιτούν επίμονα τη σελίδα, άκου μέσα στον εγκέφαλό τους το πάρτι που γίνεται. 

Να ξέρεις, πως όταν ήμουν ήδη στην ηλικία σου, πήρα κι εγώ μέρος σε αυτό το πάρτι, κι από τότε δεν το μετάνιωσα ούτε στιγμή.

Για αυτό γράφω.

Για να καλέσω κι άλλους στο πάρτι μου.

Θέλεις να ’ρθεις;

Σάκης Σερέφας


16                                                   

Ποτέ δεν μ’ άρεσαν οι πριγκίπισσες με τα ροζ φουστανάκια και τις ξανθές μπούκλες, μου φαίνονταν βαρετές. Όλα ήταν καθορισμένα στη ζωή τους: θα ζούσαν σ’ ένα υπέροχο παλάτι, θα παντρεύονταν τον πρίγκιπα, κι αν κάποια αναποδιά ερχόταν να χαλάσει τα σχέδιά τους, πάντα, στο τέλος, το κάθε τι θα επανερχόταν στη θέση του και θα ζούσαν αυτές καλά κι εμείς καλύτερα… Καλύτερα; Πώς θα ζούσαμε εμείς, τα κορίτσια της πραγματικότητας και όχι του παραμυθιού, καλύτερα; Τι ήταν αυτό που θα έκανε τις μέρες μας άξιες να τις ζήσουμε, να τις γευτούμε, να τις αξιοποιήσουμε, να μη τις αφήσουμε να περνάνε ολόιδιες, μονότονες και πληκτικές, χωρίς καμιά πρόκληση, χωρίς περιπέτεια, χωρίς να δοκιμάζουμε τις αντοχές και τις δυνάμεις μας και να ξεπερνάμε τον εαυτό μας;

Σιγά σιγά κατάλαβα ότι αυτό το κάτι ήταν ένας σκοπός, ένας στόχος. Κάτι που άξιζε ν’ αγωνιστούμε για να το πετύχουμε. Όχι για να κατακτήσουμε τη δόξα ή τη φήμη – αλλά για να γίνουμε οι ίδιες καλύτερες. Για να προσφέρουμε στους άλλους και να δεχτούμε το δώρο της αγάπης και της αναγνώρισής τους. Σε όποιο τομέα και να διαλέξουμε. Στη σκέψη μου έρχονταν όλα εκείνα τα κορίτσια (και δεν είναι λίγα) που σε καιρούς πολύ πιο δύσκολους από τους σημερινούς, δεν υποτάχθηκαν στις συμβάσεις της κοινωνίας, αψήφησαν τα εμπόδια και τις προκαταλήψεις που τις ήθελαν μόνο καλές νοικοκυρούλες, πειθήνιες κόρες και συζύγους και κυνήγησαν το όνειρό τους, χωρίς δισταγμό. Μερικά απ’ αυτά τα κορίτσια διάλεξα για το βιβλίο που κρατάς στα χέρια σου. Σαράντα ατρόμητες Ελληνίδες που έγραψαν ιστορία με την τόλμη και το πάθος τους, γυναίκες της πολιτικής, του πολιτισμού, της επιστήμης και του αθλητισμού, γυναίκες-πρότυπα για κάθε ασυμβίβαστο και ατρόμητο κορίτσι. Κάποια απ’ όλες, θα σε εμπνεύσει. Θα την αγαπήσεις, θα την ονειρευτείς, θα θελήσεις να την μιμηθείς. Και – είμαι σίγουρη – θα την ξεπεράσεις.

Κατερίνα Σχινά


17                                                            

O ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

του Ευγένιου Τριβιζά

 

Πες μου κάτι, τι αξίζει 

πιο πολύ από φλουριά;

Πες μου κάτι, τι χαρίζει 

γέλιο, κέφι και χαρά;

 

'Ελα πες μου, τι γεμίζει

παρηγόρια την καρδιά;

Έλα πες μου, τι σκορπίζει

την πιο μαύρη συννεφιά;

 

Έλα πες μου, τι' ναι εκείνο

που με κάνει να δακρύζω,

που με κάνει να γελάω,

που με κάνει να ελπίζω;

 

Έλα πες μου, τι' ναι εκείνο

που με κάνει να γιορτάζω,

που με κάνει να πετάω, 

στα ουράνια να καλπάζω;

 

Ένα βιβλίο! Ένα βιβλίο!

Ένα βιβλίο που μαγεύει

όνειρα στο νου φυτεύει

και στο ταξίδι της ζωής

πιστά μας συντροφεύει!

 

Γι' αυτό βιβλίο μου πιστό,

λατρεμένο μου βιβλίο,

έλα πάρε τ' ακριβό

της καρδιάς μου το βραβείο!


18                                                           

Πάντα ήμουν καλός μαθητής. Μάλλον γιατί μου άρεσε πολύ το διάβασμα των σχολικών βιβλίων, που ήταν ωραία και χρήσιμα έστω κι αν κάποιες φορές ήταν γραμμένα με βαρετό τρόπο.

Τα άλλα βιβλία, τα εξωσχολικά, τα ανακάλυψα κάπως αργά. Ήταν όμως η σημαντικότερη ανακάλυψη της ζωής μου! Ήταν συναρπαστικά – το ένα καλύτερο απ’ το άλλο. Ώρες ατέλειωτες παρακολουθούσα τους ήρωες, δηλαδή τους πρωταγωνιστές τους, γινόντουσαν φίλοι μου κι έκανα ένα σωρό πράγματα μαζί τους: χαιρόμουν, γελούσα, συγκινούμουν, αγωνιούσα, μάθαινα.

Δεν υπήρχε μέρα που να μη διάβαζα έστω λίγες σελίδες. Πήγαινα στο σχολείο, έκανα βόλτες, έπαιζα και το μυαλό μου ήταν στο βιβλίο που είχα κάθε φορά πάνω στο γραφείο μου, αναρωτιόμουν «τι θα γίνει άραγε παρακάτω;»

Πολύ σύντομα αποφάσισα να γράψω κι εγώ τέτοιες ιστορίες, σαν αυτές που διάβαζα. Έκανα λοιπόν την πρώτη μου απόπειρα κι ύστερα τη δεύτερη και ύστερα την τρίτη – έγραφα συνέχεια. Και διόρθωνα συνέχεια. Κατάλαβα από πολύ νωρίς πως ένας συγγραφέας δεν πρέπει ποτέ να βιάζεται, πρέπει να δουλεύει πολύ τα κείμενά του, να γράφει και να σβήνει συνέχεια. Όταν έγινα είκοσι χρονών άρχισα να δημοσιεύω τις ιστορίες μου σε εφημερίδες και περιοδικά και όταν έγινα είκοσι πέντε έβγαλα το πρώτο μου βιβλίο.

Μέχρι τώρα, που είμαι σαράντα οχτώ, έχω εκδώσει τέσσερα βιβλία για ενήλικες και είκοσι τέσσερα για παιδιά. Είναι όλα γραμμένα με τον ίδιο τρόπο: με πολλή δουλειά και ατέλειωτες ώρες γραψίματος και σβησίματος.

Αν με ρωτήσετε τι μ’ αρέσει να γράφω περισσότερο θα σας απαντήσω «βιβλία για παιδιά». Περνάω καλύτερα όταν γράφω τέτοια βιβλία. Και είμαι πολύ χαρούμενος όταν ακούω απ’ τους αναγνώστες μου πως πέρασαν κι αυτοί καλά διαβάζοντάς τα.

Ελπίζω να αισθανθείς κι εσύ το ίδιο. Καλή ανάγνωση!

Μάκης Τσίτας


19                                               

Αγαπητά μου παιδιά,

δεν  φαντάζεστε πόσο χαίρομαι που κρατάτε στα χέρια σας το βιβλίο μου! Άλλωστε το Σαλιγκάρι και φεγγάρι το έγραψα για σας, για να το χαρείτε, να παίξετε μαζί του και να μάθετε από τη γλώσσα, τη φαντασία και την τόλμη ενός  δημιουργού που λαχταρά να ξαναγίνει παιδί. Τι σημαίνει να ξαναγίνει παιδί; Σημαίνει να μη χάσει την ικανότητα να βλέπει με καθαρή και αθώα ματιά τον κόσμο. Να του δοθεί η χάρη να μιλά στα παιδιά  με τέτοιο τρόπο, ώστε ο κόσμος να σαλεύει αδιάκοπα, σε όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ζωής, μέσα στο μάγεμα του βλέμματος και την ευωδία της αθωότητας. Το ζητούμενο είναι να πει στα ίδια τα παιδιά πόσο σπουδαίο είναι να διατηρήσουν για όλη τους τη ζωή τη δική τους παιδικότητα. Η αληθινή δράση των ηρώων, ας πούμε,  του βιβλίου και των επιμέρους θεμάτων  βρίσκεται μέσα σε αυτό: στην κλίμακα της ευαισθησίας, στις εκφραστικές δυνατότητες της γλώσσας και κυρίως στο υπερρεαλιστικό στοιχείο, που είναι έμφυτο σε κάθε παιδί. Χάρη σ’ αυτά προσπαθώ κι εγώ ως συγγραφέας να ανατρέψω με παιδική «αφέλεια» την τρέχουσα πραγματικότητα και να συνδεθώ  –πάντα φυσικά με τη βοήθειά σας–  με την παρθενική πηγή της δημιουργίας. Για να ξαναβρούμε τον απολεσθέντα παράδεισο στη ζωή και την τέχνη, εμείς οι πιο μεγάλοι σε ηλικία αισθανόμαστε ότι πρέπει να αντιληφθούμε τον κόσμο με την αίσθηση του παιδιού. Θέλω να πω,  να θυμόμαστε ότι οφείλουμε να μεριμνούμε  να μη χαθεί το παιδί μέσα μας. Αυτό είναι το πιο  πολύτιμο και θείο δώρο που χάρισε η φύση στον άνθρωπο. Η αληθινή ωρίμαση βρίσκεται στην επαναφορά του ανθρώπου στην πρώτη του αγνότητα. Σε τούτο λοιπόν, αγαπητά μου παιδιά, συμμαχούμε μαζί σας και  παίρνουμε  δύναμη από το  ζωογόνο πνεύμα της  εικόνας  και της χαράς που μας δωρίζει η δική σας αυθεντική, τρυφερή  και αμόλυντη παιδικότητα. 

Κυριάκος Χαραλαμπίδης


20

Όταν ανοίξεις το βιβλίο αυτό, πρώτα να το μυρίσεις, μετά να το χαϊδέψεις, μετά να ξεφυλλίσεις τις σελίδες μία μία, να σπάσεις τις κολλαρισμένες ενώσεις τους, να το ξανακλείσεις, να παρατηρήσεις για λίγο την εικόμα του εξωφύλλου, να σκεφτείς τι άραγε εικονίζει και μετά να το γυρίσεις και να διαβάσεις τα λόγια στο πίσω μέρος του εξωφύλλου (οπισθόφυλλο το λέμε). Μετά απ’ όλα αυτά, ξεκίνα την ανάγνωση.

Ξέρω πως μεγάλωσες ανάμεσα σε εικόνες, ξέρω πως χειρίζεσαι με τον καλύτερο τρόπο την τηλεόραση, τον υπολογιστή, το κινητό τηλέφωνο. Εγώ στην ηλικία σου δεν είχα δει ακόμα ούτε τηλεόραση.

Έτσι, έχοντας χρόνο απεριόριστο στα παιδικά μου χρόνια, αφού δεν είχα όλες αυτές τις έτοιμες εικόνες να χαζεύω, διάβαζα βιβλία. Τότε δεν είχαμε τόσα βιβλία όσα εσείς σήμερα, διαβάζαμε ό,τι έπεφτε στα χέρια μας και, φυσικά, πολλά παραμύθια. Τα παλιά τα χρόνια τα παραμύθια διαβάζονταν και από τους μεγάλους, γιατί μιλούσαν αλληγορικά, έβαζαν δηλαδή ζώα ή φανταστικούς ήρωες να λένε και να πιστεύουν κάθε σοβαρή γνώμη που ήθελε να δώσει το παραμύθι. Τέτοιο είναι και το βιβλίο που κρατάς στα χέρια σου· ένα αλληγορικό παραμύθι.

Διαβάζοντας λοιπόν ένα βιβλίο μπορούσα  να σκεφτώ τι θέλει να πει, να αναρωτηθώ, να καταλάβω. Το βιβλίο μού έδινε τη δυνατότητα να φτιάχνω μόνη μου εικόνες χωρίς να έχω ανάγκη να τις παίρνω έτοιμες. Με όλα όσα σου λέω δε θέλω να νομίζεις πως δεν χρησιμοποιώ την τεχνολογία ή δεν έχω υπολογιστή και τηλεόραση. Σαφώς και τη χρησιμοποιώ. Απλώς, έχοντας συνηθίσει να διαβάζω, μπορώ να κρίνω πια αν αυτό που βλέπω είναι ωραίο ή άσχημο, καλό ή κακό, σωστό ή λάθος, γιατί όλα αυτά τα βιβλία που έχω διαβάσει με έμαθαν να σκέφτομαι και να κρίνω. Και αυτό είναι η μεγάλη προσφορά της ανάγνωσης στον άνθρωπο.

Καλό σου διάβασμα

Μαρία Σκιαδαρέση


21

Αγαπητοί μου μικροί αναγνώστες,

Σας γράφω αυτό το γράμμα γιατί εσείς είστε η αιτία που διάλεξα να δημιουργήσω την ανθολογία με τον τίτλο: "Ο γύρος του χρόνου με ποιήματα". Είχα την επιθυμία με το βιβλίο αυτό να ταξιδέψετε στις τέσσερις εποχές του χρόνου. Κάθε εποχή - χειμώνας, άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο - και τα ποιήματά της. Ο χρόνος βαδίζει και μες στους στίχους, άλλοτε φοράει κατάλευκο σάλι στους κρύους δρόμους που φυσάει ο βοριάς. Εκεί έρχεται κάπου η Πρωτοχρονιά, το χιόνι κι ένα γλυκό νανούρισμα. Τότε ξεπροβάλλουν οι αμυγδαλιές για να έρθει η άνοιξη με τα αηδόνια, τις παπαρούνες και την νεραντζιά. Κι από εκεί οι στίχοι μας οδηγούν στο "σώμα του καλοκαιριού" για να υμνήσουν τα καράβια, το γιασεμί και τη θάλασσα. Μέχρι που φτάνει φθινόπωρο οπότε "δύει ο ήλιος ξανά κι αρχινά να νυχτώνει". Αυτά τα μαγικά τοπία είναι τα ποιήματα: επιλεγμένα ειδικά για εσάς για να δείτε απ' το παράθυρό σας αμέτρητους κόσμους, όσους χωράει η φαντασία σας καθώς διαβάζετε μία μόνο λέξη, έναν μόνον στίχο. Τα πιο μεγάλα ταξίδια θα γίνουν όταν αυτές οι εικόνες φύγουν από εσάς, καθώς σας βρίσκουν και σας χάνουν. Διαβάζοντας το βιβλίο: "Ο γύρος του χρόνου με ποιήματα" εύχομαι να νιώσετε αυτή τη χαρά, αυτή τη χαρά που κι εγώ πρωτοένιωσα όταν ανακάλυψα τον κόσμο της ποίησης. Έτσι θα αγαπήσετε τη ζωή γιατί χωρίς αγάπη δεν υπάρχει γνώση. Σιγά σιγά θα διεισδύσετε στο βυθό των συναισθημάτων. Κι εκεί θα βρείτε σίγουρα την καλοσύνη. Αυτές τις στιγμές θα θυμάστε στη ζωή σας: αυτές που δείξατε τρυφερότητα, αυτές που νιώσατε καλοσύνη.

Μαριγώ Αλεξοπούλου


22

Αγαπητά μου παιδιά,

Λυπάμαι πολύ που δεν μπορώ να έρθω να σας διαβάσω ο ίδιος το βιβλίο μου κρατώντας ένα κατακόκκινο μεγάλο μπαλκόνι… όχι μπουλόνι… συγγνώμη μπλομπλόνι… λάθος, τι έχω πάθει, μπαλόνι ήθελα να γράψω! Θα μπορούσαμε τότε να συζητήσουμε για το βιβλίο, αφού κι αυτό από μια τέτοια κουβέντα προέκυψε.

Πριν πολλά πολλά χρόνια, λοιπόν, συνάντησα τη Ζένια και το μπαλόνι της κι από τη συζήτηση που είχαμε στο δόντι, στο ρόδι, αχ στο πόδι ήθελα να πω, εμπνεύστηκα αυτήν την ιστοριούλα. Αν κουβεντιάζαμε μαζί (και μάλιστα στο ένα πόδι, σαν φλαμίνγκος), –ποιος ξέρει;– μπορεί να έγραφα ένα νέο βιβλίο ανάλογα με τα πράγματα που θα κρατούσατε.

Αν κάποιος, για παράδειγμα, μου έφερνε να δω μια καλημορδάπαλη… συγγνώμη μια καλημοζάχαρη, όχι, όχι, μια καμηλοπάρδαλη (ουφ, το έγραψα!) μπορεί να έφαργα, να έγραφα τέλος πάντων ένα παραμύθι για την Αρφική, την Ορφική ή την Αφρική.

Εντάξει, θα σας εξηγήσω γιατί γράφω έτσι χάλια: σήμερα που ξύπνησα άκουσα τα δάχτυλα του δεξιού μου χεριού να τσακώνονται με αυτά του αριστερού. Τα δάχτυλα του δεξιού χεριού είχαν θυμώσει με το μικρό γαριδάκι, γοριλάκι, φτού! με το δακτυλάκι τέλος πάντων, γιατί αποφεύγει συστηματικά να πλένεται. Καταλαβαίνετε πόσο άσχημο είναι αυτό στην εποχή μας...

Τα δάχτυλα του αριστερού χεριού έλεγαν στα υπόλοιπα δάχτυλα του δεξιού (ο μικρός ήταν τιμωρία) να μη φωνάζουν δυνατά όταν τσακώνονται για να μη με ξυπνήσουν κι αναγκαστούν να κάνουν όλα μαζί μπάνιο. Όταν λοιπόν τα έπλυνα σχολικά… σχολιανά… σχολαστικά τέλος πάντων, μετά ήταν όλα μουτρωμένα και δεν μιλιόντουσαν, οπότε τώρα που γράφω σκοντάφτουν το ένα πάνω στο άλλο.

Λέτε αυτή να είναι η καινούργια μου ιστορία; Αυτή που σας γράφω εδώ για να σας πω ότι, αν βρισκόμασταν, θα έγραφα μια άλλη ιστορία; Πολύ μπερδεύτηκα.

Ελπίζω, πάντως, να σας αρέσει το βιβλίο μου!

Σας χαιρετώ με αγάπη,

Δημήτρης Αγγελής      

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


 

Δείτε επίσης


ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ : Σαράκης, Σιδηρά, Σιώτης, Σκιαδαρέση, Σκιαθάς, Σουέρεφ, Σταυροπούλου

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ : Σαράκης, Σιδηρά, Σιώτης, Σκιαδαρέση, Σκιαθάς, Σουέρεφ, Σταυροπούλου

26/03/20
  ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΑΡΑΚΗΣ     ΤΑ ΣΤΙΓΜΑΤΑ Πώς έγινε και χάθηκαν οι λέξεις; Μια ολόκληρη σελίδα λέξεις – το ποίημα μ’ όλο του τον κόπο, την αγωνία, τη λαχτάρα, τη
ΑΝΤΙΦΩΝΗΣΗ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΣΕ ΕΠΙΤΙΜΟ ΔΗΜΟΤΗ ΤΗΣ ΚΩ

ΑΝΤΙΦΩΝΗΣΗ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΣΕ ΕΠΙΤΙΜΟ ΔΗΜΟΤΗ ΤΗΣ ΚΩ

05/12/22
Το να σε αναγορεύει μια πόλη σε επίτιμο δημότη της είναι, πέρα από την μεγάλη τιμή, ένας τρόπος να επωμίζεσαι την ίδια την πόλη. Θέλω να πω, την ενδύεσαι ή την κρατάς στα