ΝΤΟΥΝΙΑ, ΧΡΙΣΤΙΝΑ


ΝΤΟΥΝΙΑ, ΧΡΙΣΤΙΝΑ

Έκανα τις προπτυχιακές σπουδές μου στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1969-1973). Το 1976 πήρα το DEA Κοινωνικής και Οικονομικής Ιστορίας από την Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sosiales ενώ το 1975 έγινα δεκτή στο Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Sorbonne-Paris IV όπου και παρακολούθησα τα Σεμινάρια του καθηγητή K. Θ. Δημαρά. Tον Nοέμβριο του 1976 πέρασα τις προφορικές εξετάσεις και απέκτησα το Certificat 2 (Επιπέδου Maitrise). Tο 1982 πήρα μέρος στο διαγωνισμό του Ι. Κ. Υ. και απέκτησα την υποτροφία του Ιδρύματος. Tο 1988 πήρα το Διδακτορικό μου δίπλωμα από το Tμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.


Το 1977 διορίστηκα στη Μέση Εκπαίδευση. Το 1988 αποσπάστηκα μετά από διαδικασία κρίσης στο Eυρωπαϊκό Σχολείο Bρυξελλών I, όπου κυρίως δίδαξα μαθήματα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στις τάξεις του Ευρωπαϊκού Bacalaureat.


Στο διάστημα 1998-1999 συνεργάστηκα με το Eλληνικό Aνοιχτό Πανεπιστήμιο ως κριτικός αναγνώστης για τη δημιουργία διδακτικού υλικού στη θεματική ενότητα Eλληνική Λογοτεχνία. Δίδαξα επίσης στο ίδιο Πανεπιστήμιο ως μέλος του Συνεργαζόμενου Eκπαιδευτικού προσωπικού το μάθημα Iστορία Eυρωπαϊκής Λογοτεχνίας.


Από την ’Ανοιξη του 1999 διδάσκω Νεοελληνική λογοτεχνία στο Tμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Kρήτης.

1980-1981: Συνεργάτης στη φιλολογική Επιθεώρηση Tο πρίσμα (Διευθυντής ο συγγραφέας Δημήτρης Χατζής).
1984-1987: Φιλολογικός συνεργάτης και κριτικός βιβλίου στο περιοδικό Αντί.
1985-1986: Φιλολογικός συνεργάτης του περιοδικού Το δέντρο: "Mικρά Φιλολογικά".
1985- 2003: Μέλος και συνεργάτης του Ε.Λ.Ι.Α (Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο).
1991-1992: Συμμετοχή στην φιλολογική ομάδα εργασίας των Eυρωπαϊκών Σχολείων Bρυξελλών και Λουξεμβούργου που διαμόρφωσε το αναλυτικό πρόγραμμα της διδακτέας ύλης των Eυρωπαϊκών σχολείων για τη διδασκαλία του μαθήματος της Nεοελληνικής Λογοτεχνίας.
1991-1993: Συντονίστρια της ομάδας φιλολόγων του Eλληνικού Tμήματος για το μάθημα της Ελληνικής γλώσσας και μέλος του Συντονιστικού οργάνου για τη διδασκαλία της μητρικής γλώσσας στο Ευρωπαϊκό σχολείο.

 Πληροφορίες: 
Όνομα:  ΧΡΙΣΤΙΝΑ
Επίθετο:  ΠΑΜΠΟΥΔΗ
Εργογραφία: 

AYTOTEΛEIΣ EKΔOΣEIΣ

1. Λογοτεχνία και Πολιτική στον μεσοπόλεμο. Tα λογοτεχνικά περιοδικά της αριστεράς: 1924-1936, Δακτυλόγραφη διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 1988.
Tόμος I, σελ. 333.
Eπίμετρο. Tόμος II, Ευρετήρια των περιοδικών Nέοι Bωμοί (1924), Λογοτεχνική Eπιθεώρηση (1927), Nέα Eπιθεώρηση (1928-1929 και 1933-1934), Πρωτοπόροι (1930-1931), Nέοι Πρωτοπόροι (Δεκ. 1931-Aύγ. 1936) σελ. 225.

2. Λογοτεχνία και Πολιτική. Tα περιοδικά της Aριστεράς στο μεσοπόλεμο, Kαστανιώτης 1996, σελ. 543. ISBN: 960-03-1693-7 [Tο βιβλίο αυτό βασίζεται στον πρώτο τόμο της διδακτορικής μου διατριβής, αλλά έχει υποστεί σημαντική επεξεργασία και εμφανίζεται με νέα διάταξη. Έχει συμπληρωθεί με τα καινούργια στοιχεία που προκύπτουν κυρίως από την ξένη βιβλιογραφία, αλλά και τις μελέτες που εκδόθηκαν στα ελληνικά στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τη υποστήριξη της διατριβής (1988) έως τη στιγμή της έκδοσης του βιβλίου (1996)].

3. K.Γ. Kαρυωτάκης. H αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης, Kαστανιώτης 2000, σελ. 450. ISBN: 960-03-2703-3

4. Βρέχει σ΄ αυτό το όνειρο, Διηγήματα, Καστανιώτης 1998, σελ. 180 ISBN: 960-03-2299-6


ΜEΤΑΦΡΑΣΕΙΣ

1. Γκ. Γκαρσία Μάρκες, "Η χήρα Μοντιέλ", (Εισαγωγή - μετάφραση), Το Πρίσμα, Τριμηνιαία έκδοση επιλογής από την παγκόσμια λογοτεχνία, Διευθυντής Δημήτρης Χατζής, αρ. 1 (1980), σελ. 73 - 79.

2. Ζακ Φρεμοντιέ, "Ζωή με τη γαλάζια φόρμα", (Εισαγωγή - μετάφραση), Το Πρίσμα, αρ. 2 (1980), σελ. 30 - 41.

3. Μαργκερίτ Ντυράς, "Ο άντρας στο βάθος του διαδρόμου", (Εισαγωγή- μετάφραση), π. Η Λέξη, τχ. 24 (1983), σελ. 470- 478.


Διεύθυνση: 

Φλωρίνης 28, Βριλήσσια 15235

Τ: 219 3214587
Κ: 6980319550


Έτος γέννησης:  1952
Τόπος γέννησης:  Πέτα Άρτας
Τίτλος αποσπάσματος:  Κ.Γ. Καρυωτάκης. Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης
Κείμενο αποσπάσματος: 

Ο Κ.Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ αναγορεύτηκε αμέσως μετά την αυτοκτονία του ως "ο αντιπρόσωπος μιας εποχής". Πρόκειται για ένα χαρακτηρισμό που, ενώ αρχικά χρησιμοποιείται με θετικό νόημα, προσλαμβάνει στη διάρκεια της δεκαετίας του '30 αρνητική σημασία γιατί συνδυάζεται με την αντίδραση στη βαριά ατμόσφαιρα της δεκαετίας του '20. Πράγματι "η εποχή του Καρυωτάκη" παρουσιάζει ένα πλέγμα από πολιτικά, κοινωνικά και ιδεολογικά προβλήματα: Εθνικός Διχασμός, Μικρασιατική Καταστροφή, προσφυγικό πρόβλημα, παγκαλική δικτατορία, πολιτική αστάθεια, κυβερνητική κρίση, ανεργία. Τον ορίζοντα της εποχής σκιάζουν οι εικόνες του θανάτου, της ήττας, της αρρώστιας, της προσφυγιάς και της φτώχιας. Η επιθυμία της γενιάς του '30 να παραμερίσει αποφασιστικά αυτό τον ορίζοντα συμπαρασύρει και τους λογοτέχνες που δημιούργησαν το έργο τους μέσα στην γκρίζα ατμόσφαιρά του.
Οι ποιητές και οι πεζογράφοι της πρώτης μεσοπολεμικής δεκαετίας χαρακτηρίζονται ως εκφραστές της "παραίτησης", της "φυγής", της "απιστίας", της "εγωπάθειας", της "απαισιοδοξίας", της "παρακμής", της "μικροαστικής μιζέριας", του "κοινωνικού περιθωρίου", της "παραδοσιακής στιχουργίας", αλλά και της "στρατευμένης τέχνης". Ορισμένοι από τους χαρακτηρισμούς αυτούς διατυπώνονται ήδη στη δεκαετία του '20 από τον κύκλο του Γιάννη Αποστολάκη και του Φώτου Πολίτη· στη δεκαετία του '30 οργανώνονται συστηματικότερα σ' ένα ιδεολόγημα συνολικής κριτικής, που προσδιορίζει τον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνεται αυτή η περίοδος της νεότερης λογοτεχνίας μας και αξιολογούνται οι κύριοι εκπρόσωποί της. Μεταπολεμικά οι κρίσεις αυτές διατηρούν την ισχύ τους, ενώ ολοένα και ξεθωριάζουν τα ίχνη των πρωταγωνιστών μιας εποχής "δραματικής" και "συκοφαντημένης" κατά την άποψη του ’γγελου Τερζάκη: "Λένε πως ήταν μια εποχή ηττημένη. Αυτό το λένε εκείνοι που ήρθαν κάπως αργότερα, ξεκούραστοι, με κουστούμι ατσαλάκωτο, κομμένο σε κάποιο ράφτη της Δυτικής Ευρώπης. Ηττημένη; Θα την πω καλύτερα δραματική", καταθέτει ο συγγραφέας, επιχειρώντας να αναιρέσει "την κατασυκοφάντηση που της έγινε".
Η παρέμβαση του Τερζάκη εκδηλώνεται με καθυστέρηση τριάντα περίπου χρόνων και αφορμάται από μια διπλή ευκαιρία: την έκδοση των Απάντων της Πολυδούρη και την ανανεωμένη έκδοση των Απάντων του Κ. Γ. Καρυωτάκη, που σηματοδοτεί τη στροφή της φιλολογικής κριτικής προς την ποίησή του. "Ο ματωμένος λυρισμός" (1963) και "Η ανώνυμη ιστορία" (1967), δύο δοκίμια που ουσιαστικά συγκροτούν ενιαία θεματική ενότητα, πέρα από τη φιλολογική και ιστορική τους αξία, παρουσιάζουν ένα ακόμα πρόσθετο ενδιαφέρον: ανήκουν σε έναν από τους επιφανείς εκπροσώπους της γενιάς του '30, της γενιάς που στάθηκε ιδιαίτερα επιφυλακτική, αν όχι απροκάλυπτα αρνητική, απέναντι στον Καρυωτάκη και στους συνοδοιπόρους του. Αυτόκλητος υπερασπιστής της "νεολαίας της δραματικής δεκαετίας" του '20, ο Τερζάκης χρησιμοποιεί το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο δηλώνοντας έτσι τη συναισθηματική εμπλοκή του στην ιστορία της: "...ποίηση, κοινωνική επανάσταση, έρωτας, μπερδεύονταν στο μυαλό μας, έκαναν την περπατησιά μας ζαλισμένη και σαν υπνοβατική".
"Ποίηση, κοινωνική επανάσταση, έρωτας": είναι οι τόποι που ορίζουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα εκφραστεί η άρνησή τους να συμβιβαστούν με την πραγματικότητα της εποχής. Μια άρνηση που οδηγεί στο δρόμο της εξέγερσης -ατομικής ή συλλογικής- στο δρόμο της ταύτισης ζωής και τέχνης, ή ακόμα και στη διασταύρωση των δύο δρόμων. Το φαινόμενο αυτό, που κάποτε χαρακτηρίστηκε ως "μπωντλαιρική έλξη του μπολσεβικισμού", δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο παρατηρείται στην Ευρώπη μια ανάλογη ροπή των νέων λογοτεχνών, που συσπειρώνονται γύρω από τα αντιπολεμικά συνθήματα και τις σοσιαλιστικές ιδέες. Ο Μπωντλαίρ και οι καταραμένοι ποιητές, από το ένα μέρος, γιατί σηματοδοτούν τη διάσταση τέχνης και κοινωνίας, την άρνηση του ποιητή να ενταχθεί στη σύμβαση, τη δυσαρμονικότητά του με το περιβάλλον. Από το άλλο, η επανάσταση του 1917, ακόμη αρυτίδωτη, εκπέμπει μηνύματα κοινωνικής δικαιοσύνης, συναδέλφωσης των λαών και σεξουαλικής απελευθέρωσης: προβάλλει δηλαδή ως σύμβολο για την κατάκτηση ενός μελλοντικού επίγειου παράδεισου, τουλάχιστον για μερικούς από αυτούς που δεν μπορούν να πιστέψουν στον επουράνιο.
Και αν στον ελληνικό χώρο οι στρατευμένοι στην υπόθεση της κοινωνικής αλλαγής είναι λιγοστοί, η "ιδεατή της ατμόσφαιρα" ελκύει πολύ περισσότερους. Κερδίζοντας έδαφος από την κατάρρευση του μεγαλοϊδεατικού οράματος, έρχεται να τροφοδοτήσει το κλίμα της κοινωνικής αμφισβήτησης μέσα στο οποίο βρίσκουν τρόπους να εκφραστούν προσωπικότητες πολύ διαφορετικές: από τον Ρώμο Φιλύρα ως τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, από τον Κώστα Βάρναλη ως τον Πέτρο Πικρό, από τον Νίκο Βέλμο ως τον Τεύκρο Ανθία και από τη Γαλάτεια Καζαντζάκη ως τη Μαρία Πολυδούρη. Μια προσεκτική ματιά στα έντυπα της εποχής μάς δίνει το μέτρο μιας εντυπωσιακής όσμωσης ανθρώπων και ιδεών που κινούνται στο χώρο μιας πολύμορφης διαμαρτυρίας...
Στην πληθώρα των -βραχύβιων στην πλειονότητά τους- περιοδικών της πρώτης μεσοπολεμικής δεκαετίας ανιχνεύεται, ως καθοριστικό στοιχείο της λογοτεχνικής ατμόσφαιρας, η απόλυτη πίστη στην αξία της ειλικρίνειας, της βιωμένης εμπειρίας και του πηγαίου της έκφρασης. Κι αν συχνά λείπει το επικό στοιχείο, κι αν περισσεύουν οι χαμηλοί τόνοι, κι αν τα εκφραστικά τους μέσα δεν κατακτούν την πρωτοτυπία, υπάρχει ωστόσο, συγκινητική, στις σελίδες τους η πνοή μιας αυθεντικότητας. Αυτήν ακριβώς την αυθεντικότητα υπερασπίζεται ο Τερζάκης:

...Η νεολαία εκείνη που θερίστηκε γύρω μου τότε, που την ήπιε σα σταγόνα νερό ένας θανάσιμος ήλιος, η επαρχία, η φτώχεια, η καταδίωξη, η εξορία, η αρρώστια, η αστοχία, η προδοσία των άλλων, είχε ένα δράμα εσωτερικό· και το δράμα είναι το μόνο που καταξιώνει τον άνθρωπο ηθικά, τον κάνει αξιοσέβαστο. Μπορεί να έχεις τάλαντο και να πετύχεις, να έχεις τύχη και να ευνοηθείς, καπατσωσύνη και να επιπλεύσεις, πλάτες και να ξεκινήσεις. Μπορεί να μπεις στη φωτεινή ζώνη μόνο και μόνο επειδή σ' ευνόησαν οι εξωτερικές συνθήκες στην αφετηρία σου. Μα εγώ θα πω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που' ναι. ’λλοι παίρνουν θέση στην ιστορία και άλλοι κάνουν ιστορία. Αυτούς τιμώ.

Η αναφορά στο ποίημα του Καρυωτάκη "Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων" δεν φωτίζει μόνον αναδρομικά τους "ελάσσονες" ή, ακόμα, και τους ολότελα αγνοημένους λογοτέχνες του μεσοπολέμου, αναδεικνύει και την εκπληκτική ευαισθησία της ποιητικής φωνής του Καρυωτάκη: δημοσιευμένη το 1921 στα Νηπενθή, η "μπαλάντα" προφητεύει τα όσα πρόκειται να ακολουθήσουν. Ο Πόε, ο Μπωντλαίρ και οι "καταραμένοι ποιητές" αντιμετώπισαν την κοινωνική απόρριψη αλλά κέρδισαν την καλλιτεχνική δικαίωση. Οι μακρινοί απόγονοί τους έμελλε να γνωρίσουν μόνο την "καταφρόνια". Αναζητώντας με ποικίλους τρόπους την ουτοπία μιας ζωής αυθεντικής, χάθηκαν σε λοξούς δρόμους αμφισβήτησης και σε προσωπικά αδιέξοδα, πληρώνοντας ακριβά την άρνηση, ή και την αδυναμία τους να ενταχθούν σε ένα αντίδικο κοινωνικό πλαίσιο.

Θα πρέπει ωστόσο να το πούμε -και ας ακούγεται μελοδραματικό- ότι ανέξοδο δεν ήταν: το να δηλώνεις ομοφυλόφιλος και κομουνιστής, όπως ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ή να συγκρούεσαι με την αστυνομία στη διαδήλωση, φυματικός στο τελευταίο στάδιο, όπως ο Ιωσήφ Ραφτόπουλος, να αρνείσαι την ασφάλεια μιας θέσης στο Δημόσιο ή ενός καλού γάμου, όπως η Μαρία Πολυδούρη, κι ακόμα να γράφεις ποιήματα για την "ωχρά σπειροχαίτη" όντας δημόσιος υπάλληλος, όπως ο Κώστας Καρυωτάκης. Στην Ελλάδα της πρώτης μεσοπολεμικής δεκαετίας· σε μια Αθήνα όμοια "με συνοικία απέραντη, που έφτανε ίσαμε την οδό Σταδίου, κι αυτή πιστό αντίγραφο της επαρχίας", που το στίγμα της δίνει με ακρίβεια ο Τερζάκης:

Το νομαρχιακό γραφείο όπου είχε πάει για να πιάσει δουλειά η Μαρία Πολυδούρη, καινουργοφερμένη από την Καλαμάτα της, είναι σκονισμένο, νυσταλέο, και κακομούτσουνο, στεγάζει φουκαράδες υπαλλήλους που έχουν για όνειρο φυγής τη βραδυνή πρέφα. Κι όμως ανάμεσα σε τέτοιον κόσμο, πίσω από τραπέζι πληχτικός, κάθεται ο Κώστας Καρυωτάκης. Γιατί τάχα αυτή η ευκολία να πιστεύουμε πως ο ποιητής του "Μιχαλιού" συνοψίζει στο πρόσωπό του την αθλιότητα; Κρίνουμε το ενδόσιμο ή το μήνυμα; το διάκοσμο ή το θέαμα; Και οι Ρώσοι πήρανε για κατώφλι τους την αθλιότητα, μας ειδοποίησαν όμως για ό,τι μάντεψαν χάρη σ' αυτήν από το βαθύ μυστήριο της ζωής και της αλήθειας. Αθεράπευτη μανία μας να νομίζουμε πως όλα αρχίζουν και τελειώνουν σε μια ηθογραφία.

 


Το 1922, όταν η Πολυδούρη συναντά τον Καρυωτάκη, ο τελευταίος είναι ήδη καταξιωμένος στο μικρό πνευματικό κύκλο της πρωτεύουσας. Αν με τον Πόνο του ανθρώπου και των πραγμάτων το 1919 είχε ήδη ξεχωρίσει, με τα Νηπενθή (1921) αναγνωρίζεται πλέον ως ένας γνήσιος λυρικός ποιητής με προσωπικό ύφος. Η ποίησή του ωστόσο δεν ξεπερνά ακόμα τα όρια του εγχώριου νεοσυμβολισμού. Βρισκόμαστε δηλαδή μακριά από τα Ελεγεία και Σάτιρες (1927). Τι μεσολάβησε και η ποίηση του Καρυωτάκη, από λυρική, ελεγειακή και χαμηλόφωνη, έγινε, χωρίς να αποβάλει τη μουσική της υπόσταση, τραγική, ρεαλιστική και εντέλει ανατρεπτική; Μέσα από ποιους δρόμους αναδείχθηκε όχι μόνον ως "ο αντιπροσωπευτικός μιας εποχής", αλλά ως ένας ποιητής που ξεπέρασε την εποχή του;
Οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα συνδέονται με ένα πλέγμα ισχυρών παραγόντων. Η δημοσιοϋπαλληλία, η σύφιλη, τα συναισθηματικά αδιέξοδα, η σοβαρή μαθητεία του στην περιοχή της ευρωπαϊκής και της εγχώριας ποίησης είναι στοιχεία προσωπικής ιστορίας που βρίσκουν τον τρόπο να μετουσιωθούν σε ένα έργο δραστικότητας, επειδή οι ρίζες τους απλώνονται στο συγκρουσιακό ιδεολογικό υπέδαφος του καιρού του: "κοινωνικός ποιητής ο Καρυωτάκης και συγχρόνως ποιητής της εσωτερικής περιπέτειας, ένωσε τις άκρες των δύο τάσεων, προκαλώντας την τρομερή ηλεκτρική κένωση στο σώμα της λογοτεχνίας μας". Με την εξαιρετικά εύστοχη αυτή παρατήρηση του Βύρωνα Λεοντάρη, που ορίζει και ερμηνεύει ταυτόχρονα τη δυναμική της ποίησης του Καρυωτάκη, φωτίζεται παράλληλα και η διπλή όψη της δεκαετίας του '20: ο μπωντλαιρισμός της "φυγής απ' την πραγματικότητα" και το ευαγγέλιο της κοινωνικής επανάστασης. Ο Καρυωτάκης, χωρίς να αφεθεί ολοκληρωτικά σε καμιά από τις δύο, κατάφερε να τις εκφράσει σε ένα ενιαίο ποιητικό σύμπαν. Το έργο του, καρπός μιας πολυεπίπεδης ρήξης στην τελευταία και ωριμότερη φάση του, ήταν μοιραίο να αντιμετωπιστεί με κριτήρια ιδεολογικά· η πρόσληψή του συνδέεται, κατά συνέπεια, με την περιπέτεια των ιδεών στη χώρα μας και συνιστά ένα σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία της λογοτεχνικής κριτικής.


Διακρίσεις: 

Tο 2001 μου απονεμήθηκε το Kρατικό Bραβείο Δοκιμίου για το βιβλίο K. Γ. Kαρυωτάκης. H αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης.


E-mail:  cdounia@phil.uoa.gr