ΜΙΤΣΟΤΑΚΗ, ΚΛΑΙΡΗ


ΜΙΤΣΟΤΑΚΗ, ΚΛΑΙΡΗ

Στην Αθήνα από τα γυμνασιακά χρόνια, σπούδασε κλασική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και παρακαλούθησε μαθήματα μεσαιωνικής ανθρωπολογίας στην Ecole des Hautes Etudes στο Παρίσι.


Συνεργάτης του περιοδικού Σύγχρονος Κινηματογράφος, με σύντομη θητεία σε εφημερίδες και στην εκπαίδευση, άσκησε με μεγαλύτερη μονιμότητα το επάγγελμα του μεταφραστή και του υπεύθυνου εκδόσεων. Πεζογραφεί από το 1982. Το θέατρο και η σκηνή απασχολούν σταθερά ένα μέρος της δραστηριότητάς της.

 Πληροφορίες: 
Όνομα:  ΚΛΑΙΡΗ
Επίθετο:  ΜΙΤΣΟΤΑΚΗ
Εργογραφία: 

BΙΒΛΙΑ

Η πριγκίπισσα Τίτο κι εγώ (πεζός μονόλογος), Διάττων 1989, σελ. 33

Οι παράξενοι λόγοι της κυρίας Μποβαρύ (θέατρο), Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, Θέατρο, 1993, σελ. 43

Μετάλλια (μικρά πεζά), Ίκαρος 1993, σελ. 41. ISBN 960-7233-41-7

Flora Mirabilis (αισθητικό μυθιστόρημα), Το Ροδακιό 1996, σελ. 91. ΙSBN 960- 7360-19-2


ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ

Οι παράξενοι λόγοι της κυρίας Μποβαρύ από το Θέατρο του Νότου, Χειμώνας 1996-97, σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη.

Η πριγκίπισσα Τίτο κι εγώ από το Θέατρο του Λόγου στο Φεστιβάλ Τρίπολης, 6 Ιουλίου 2001, σε σκηνοθεσία της Μαριτίνας Πάσσαρη.


ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΕΝΑΡΙΟ

Σε συνεργασία με την σκηνοθέτιδα Αντουανέττα Αγγελίδη για την ταινία της Τόπος (1986).


ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Π (νουβέλα), περ. Εκηβόλος, τεύχος 13, Αθήνα 1983, σσ 1135-1152.

Η τέλεια αναλογία (νουβέλα), περ. Εκηβόλος, τεύχος 16-17, Αθήνα 1987, σσ 1683-1712.

Τα αναρίθμητα χαμόγελα της θάλασσας (διήγημα), εφ. Τα Νέα, 19 Αυγούστου 1999, στο: Έρωτας σε πρώτο πρόσωπο, Κέδρος, Αθήνα 1997.

Ροζ και μαύρο (διήγημα), στο: Οκτώ θανάσιμα αμαρτήματα, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2001.

Φύση, φόβος, φίδι (διήγημα), περ. Νέα Εστία, τ. 1737, Σεπτέμβριος 2001.

Φίλιππος Βλάχος, ένας ουμανιστής εκδότης από την Κέρκυρα στη μεταπολιτευτική Αθήνα στο Κείμενα, 1969-1989, Μια στιγμή στην τυπογραφία, Μάρτιος 2002, Αθήνα.

 

ΑΡΘΡΑ

"Η περιοχή της χαμηλής ζώνης" (Σχόλιο στον Σωτήρη Δημητρίου) περ. Νέα Εστία, τ. 1704, Σεπτέμβριος 1998.

"Πρόσωπα και δυνάμεις" (Για τη Βραδυπορία του Καλού και παρουσιάσεις "Η Φλέβα του λαιμού" και "Το κεντρί χάνει το δηλητήριό του" για τη Φλέβα του λαιμού του Σωτήρη Δημητρίου, περ. Νέα Εστία, τ. 1741, Σεπτέμβριος 2002.

"Στοίχημα, γρίφος, πειρασμός" (Το ποίημα Μιχαήλ του Στρατή Πασχάλη), περ. Νέα Εστία, τ. 1709, Φεβρουάριος 1999.

"Το ύφος μιας μέρας με το κλειδί της Νίκης Αναστασέα.  Σκέψεις με αφορμή το μυθιστόρημά της Αυτή η αργή μέρα προχωρούσε, περ. Πολίτης, τ. 65, Ιούνιος 1999.

"Η ποιητική στρατηγική μιας ιστορικής εμπειρίας" και "Aimer c'est ressusciter", Σύντομος οδηγός για την ανάγνωσση της Μεσογείου του Μπρωντέλ, περ. Εντευκτήριο, τ. 40, Χειμώνας 1997.

"Για την πιστή εικόνα", εφ. Το Βήμα, Βιβλία, Κυριακή 19 Οκτωβρίου 1997.

"Τόπος και θέμα, όρος και εικόνα στη Μεσόγειο του Φ. Μπρωντέλ". εφ. Η Αυγή, Κυριακή 28 Ιουνίου 1998.

"Ήρωες χωρίς φυσιογνωμία", στο πρόγραμμα της παράστασης της Βερενίκης του Ρασίν από το Θέατρο του Λόγου, σε σκηνοθεσία Βίκτωρα Αρδίττη, Ανοιξη 1998.

"Το αλφάδι της Αλλαγής", εφ. Τα Νέα, 10 Αυγούστου 1999.

"Εμφύλιος νόμος, Το γράμμα, το πνεύμα και το αίμα" (Δημήτρης χατζής, Αρης Αλεξάνδρου, Θανάσης Βαλτινός), περ. Νέα Εστία, τ. 1749, Οκτώβριος 2002.

New York, a new Babylon (Νέα Υόρκη), Ithaca Καλοκαίρι 2003.

Yπό ιδιαίτερη οπτική γωνία (για τη ποιητική συλλογή του Δημήτρη Χουλιαράκη Ζωή κλεισμένη, Οκτώβριος 2003.


ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ

Fernand Braudel, La Mediterranee et le monde mediterraneen a l' epoque de Philippe II
Φερνάν Μπρωντέλ, Η Μεσόγειος και ο μεσογειακός κόσμος την εποχή του Φιλίππου Β΄ της Ισπανίας, Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης,
Α΄τόμος, Αθήνα 1991. ΙSBN set 960-250-009-3 960-250-016-6
B΄ τόμος, Αθήνα 1997, ΙSBN set 960-250-009-3 960-250-133-2
Γ΄τόμος, Αθήνα 1998, ΙSBN set 960-250-009-3 960-250-134-0

Encyclopedie de la Pleiade, Ιστορία και μέθοδοί της. Ημερολόγια-Χρονολόγηση-Συγχρονίες, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1989.

Jules Michelet, Histoire de la revolution francaise (Ιntroduction)
Zυλ Μισελέ, Ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης (Εισαγωγή), Δίγλωσση έκδοση, Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1989.

Jacques Le Goff - Pierre Nora (ed.), Faire de l' histoire
Ζακ Λε Γκοφ-Πιερ Νορά (εκδ.), Το έργο της ιστορίας, Εκδόσεις Ράππα.
A΄ τόμος, Αθήνα 1981, Β΄τόμος, Αθήνα 1983, Γ΄τόμος , Αθήνα 1988, ΚΩΔ. ΑΡ. 0 Λ30 1449

Ernst Kantorowicz : Τρεις μελέτες: " Το πρόβλημα της ενότητας του κόσμου στον Μεσαίωνα", "Οι 'δυο ήλιοι' του Δάντη", "Η κυριαρχία του καλλιτέχνη"
(Σημείωση σχετικά με τα νομικά αποφθέγματα και τις θεωρίες περί τέχνης στην Αναγέννηση). Περ. Νέα Εστία, τ. 1746, Ιούνιος 2002.

ΘΕΩΡΙΑ

Blaise Pascal, Preface au traite du vide Discours sur la condition des Grands, Pensees
Louis Marin, La force du discours.

Μπλαιζ Πασκάλ, Πρόλογος στην πραγματεία περί του κενού [Τρείς ομιλίες για την κοινωνική θέση των μεγάλων], Από τις Σκέψεις
Λουί Μαρέν, Η δύναμη του λόγου
, Περ. Νέα Εστία, τ. 1753, Φεβρουάριος 2003

Louis Althusser, Reponse a John Lewis
Λουί Αλτουσσέρ, Απάντηση στον Τζον Λιούις, Θεμέλιο, Αθήνα 1974.

Denis Diderot, Lettre sur les sourds et muets
Beau
Ecrits sur le peinture
Pensees eparses

Ντενί Ντιντερό, Γραπτά
Υπό έκδοση, Εστία.

Roselyne Degremont, Berkeley, L' idee de nature
Ροζελύν Ντεγκρεμόν, Ο Μπέρκλεϋ και η ιδέα της φύσης, Πατάκης 2001. ISBN 960-378-910-0

Stanislas Breton, Saint Paul
Στανισλάς Μπρετόν, Ο Απόστολος Παύλος, Υπό έκδοση, Εκδόσεις Πατάκη.

Pierre Brunel, Le Mythe d' Electre
Πιερ Μπρυνέλ, Ο μύθος της Ηλέκτρας, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών 1992, ISBN 960-7191-01-3


ΘΕΑΤΡΟ

Μarivaux, La dispute. Μαριβώ, Η φιλονικία, περιοδικό Δρώμενα, τεύχος 5/6, Οκτώβρης-Δεκέμβρης 1984, Παράσταση στο Γαλάζιο Σπίτι της Πλάκας, σκηνοθεσία Βίκτωρα Αρδίττη, Φθινόπωρο 1984.
Παράσταση από την Πειραματική Σκηνή της "Τέχνης". Σκηνοθεσία Πέπης Οικονομοπούλου, Καλοκαίρι 1986. Παράσταση από το ΔΗΠΕΘΕ Ρόδου, σκηνοθεσία Σέργιου Γκάκα, Χειμώνας 1990/91.

Federico Garcia Lorca, Teatro breve: La doncella, el marinero y el estudiante - El paseo de Buster Keaton
Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, Η κόρη, ο ναυτικός κι ο φοιτητής - O περίπατος του Μπάστερ Κήτον
ανέκδοτο, 1985

Michele Fabien, Jocaste. Μισέλ Φαμπιέν, Ιοκάστη, ανέκδοτο, 1986

Michel Vinaver, Τheatre de chambre: Dissident, il va sans dire - Nina, c' est autre chose
Μισέλ Βιναβέρ, Θέατρο δωματίου: Διαφωνώντας, εννοείται -
Η Νίνα, όμως, είναι άλλο πράγμα.
Παράσταση από το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, σκηνοθεσία Βίκτωρα Αρδίττη, ’νοιξη 1989

Marguerite Duras, Savannah Bay. Mαργκερίτ Ντυράς, Ακτή Σαβάν, Έκδοση Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδας - Πολιτιστικής Υπηρεσίας της Γαλλικής Πρεσβείας, Θεσσαλονίκη 1990.
Παράσταση από το ΚΘΒΕ, σκηνοθεσία Βίκτωρα Αρδίττη, άνοιξη 1990.

Sacha Guitry, Οn passe dans huit jours. Σασά Γκιτρύ, Σε μια βδομάδα αρχίζουμε. Τηλεοπτικό θέατρο σε σκηνοθεσία Τομ Σήαρζ.

Sacha Guitry, Une paire de gifles. Σασά Γκιτρύ, Ένα ζευγάρι χαστούκια. Τηλεοπτικό θέατρο σε σκηνοθεσία Τομ Σήαρζ.

Georges Feydeau, C'est une femme du monde. Ζωρζ Φεϋντώ, Είναι του καλού κόσμου.Τηλεοπτικό θέατρο σε σκηνοθεσία Tομ Σήαρζ.

Emile Zola, Therese Raquin. Eμίλ Ζολά, Τερέζ Ρακέν, Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, Θέατρο, Αθήνα 1996, ΙSBN 960-8473-10-1. Παράσταση από το Θέατρο του Νότου, σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, φθινόπωρο 1996.

Maurice Maeterlinck, Pelleas et Melisande. Μωρις Μαίτερλινκ, Πελλέας και Μελισσάνθη. Λιμπρέτο της όπερας του Κλωντ Ντεμπυσσύ. Πρόγραμμα του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών 1997-1998.

Μarguerite Duras, La danse de mort, d' August Strindberg. Μαργκερίτ Ντυράς, Ο χορός του θανάτου του Αύγουστου Στρίμπεργκ.Παράσταση του ΚΘΒΕ, σκηνοθεσία Ανδρέα Βουτσινά, χειμώνας 2002-2003.


Διεύθυνση: 

Δεινοστράτου 6,
117 43 Αθήνα


Έτος γέννησης:  1949
Τόπος γέννησης:  Ηράκλειο Κρήτης
Τίτλος αποσπάσματος:  Οκτώ θανάσιμα αμαρτήματα, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2001
Κείμενο αποσπάσματος: 
ΡΟΖ ΚΑΙ ΜΑΥΡΟ

 


Την ώρα που γυρνούσε το κλειδί στην πόρτα ένοιωσε, φαίνεται, κάποια αδιαθεσία. Στην προσπάθειά του να κρατηθεί πρέπει να έσπασε το πόμολο της πόρτας από τη βάση του και, εγκαταλείποντάς τον οι δυνάμεις του, σωριάστηκε κάτω μπροστά στην πόρτα, αφύσικο και διαταρακτικό θέαμα για τον πρώτο από τους ενοίκους της πολυκατοικίας που τον ανακάλυψε. Νεκρός στο κατώφλι του σπιτιού του. Να μη προφτάσει να το διαβεί. Με το χαλί κάτω από τα πόδια και τίποτα για προσκεφάλι.

 

 

 

 

*

 


Ακόμα ούτε εξήντα χρόνων. Με τρία παιδιά, τρεις απογόνους που όσο του έμοιαζαν στην όψη, τόσο δεν του έμοιαζαν σε τίποτα στο χαρακτήρα, στο ήθος, στις πράξεις. Kαι μια γυναίκα που έκανε ό,τι μπορούσε για να τα μεγαλώσει, και τελικά τα μεγάλωσε. Αυτό πραγματικά δεν ανεχότανε να το βλέπει. Να βλέπει να μεγαλώνουν αυτά τα όντα. Και τόσο γρήγορα. Και να του μοιάζουν. Από τη γυναίκα του δεν είχαν πάρει τίποτα. Ούτε τις τρίχες των μαλλιών της. Όλα με κατσαρά μαλλιά σαν τα δικά του. Όλα κόπιες του εαυτού του. Ατελείωτη πηγή ενόχλησης. Μια γνήσια παγίδα της φύσης. Να μην μπορεί στιγμή να ξεφύγει. Να πρέπει να κοιτά πάντα τον εαυτό του σε άλλη εποχή, σε άλλο σώμα, να εκτελεί τα πράγματα που εκείνος ο ίδιος ήταν ανίκανος να εκτελέσει. Μαρμάρωνε σαν έβλεπε τις τρεις κόπιες του να γυρίζουν σαν ανεμοσρόβιλοι ικανότητας γύρω από μια μητέρα λίγο υστερική, λίγο μελαγχολική, όχι κακιά, μα ασταθή και δύσκολη. Όμως εκείνην γιατί να τη νοιάζει; Μήπως μπορούσε να αναγνωρίσει σε τίποτα τον εαυτό της πάνω τους; Κοντή, με ίσια, πάντα μαύρα μαλλά, κι εκείνα ψηλά, κατσαρομάλλικα όντα, που το μεγαλύτερο, εικοσιοχτώ, είχε αρχίσει κιόλας να ασπρίζει. Εκείνος σκεφτόταν βέβαια πολύ. Αλλά του είχαν πει, καλύτερα να μη τους ζαλίζει με τις σκέψεις του. Αργότερα ίσως όταν θα είχαν λυθεί τα βασικά. Προς το παρόν δουλειά. Του έδιναν και λίγο χαρτζιλίκι. Αυτός ντρεπόταν μα το έπαιρνε. Και τους αγόραζε πολύ μικρά δώρα. Τον εαυτό του καθόλου δεν τον φρόντιζε. Μεριμνούσε κάπως η μητέρα του γι' αυτόν ακόμα. Αν και μεγάλη βέβαια, πολύ μεγάλη. Όμως μέσα σ' αυτή την απίθανη αδράνεια που ζούσε, φαινόταν κι αυτό φυσικό. Κυρίως επειδή ήταν κάτι που δεν διακόπηκε ποτέ.
Ένα βράδυ, πριν λιγότερο από χρόνο, μια στιγμή του εικοσιτετραώρου που οριζόταν από τη μεγαλύτερη διακίνηση προγραμμάτων μέσα στο σπίτι, η μητέρα στο μπάνιο, η κόρη ήδη έτοιμη να βγεί και ο νεώτερος αναμενόμενος να έρθει από στιγμή σε στιγμή να τσιμπήσει κάτι, να δει τρεις ειδήσεις στην τηλεόραση και να βγεί να συναντήσει τους φίλους του, ο μεγαλύτερος γύρισε και του είπε:
-Θάθελες να σου νοίκιαζα ένα δωμάτιο πατέρα; Εδώ έχει γίνει κέντρο διερχομένων. Δεν μπορείς να βρεις ησυχία.
Εκείνος πάγωσε. Πάγωσε. Είδε σε φλας τον εαυτό του τότε, όταν ήταν ακριβώς όπως ο γιός του τώρα, εικοσιοχτώ ετών, ψηλός με κατσαρά μαλλιά, τις πρώτες άσπρες τρίχες μια μικρή συστάδα στην δεξια κορυφή του κεφαλιού, και τη γυνααίκα του να μπαίνει στο δωμάτιο μ' ένα μωρό στην αγκαλιά.
-Θάθελες να τον κρατήσεις μια στιγμή; Πάω να φέρω λίγο γάλα.
Η κόρη στην πόρτα, αρπάζοντας τη φράση του αδελφού της, στράφηκε προς το μέρος τους.
-Τσοντάρω κι εγώ. Μού κάνανε αύξηση.
Βημάτισε προς το μέρος του και τον φίλησε.
-Πηγαίνω τώρα. Με περιμένουν κάτω. Καληνύχτα.
Έμεινε να κοιτάζει το γιό του μ' αυτό το βλέμμα που κανείς δεν μπορούσε να αποκρυπτογραφήσει και χωρίς καθόλου να μιλά. Πίσω από το πάσο της κουζίνας ο γιός του παρασκεύαζε κάτι με ποτήρια και μπουκάλια. Δεν ενδιαφερόταν να μάθει τι. Την ώρα που βγήκε η γυναίκα του από το μπάνιο, τον είδε να της δίνει ένα ποτήρι με ένα καλαμάκι. Κοκκινορόζ ποτήρι με μαύρο καλαμάκι.
Η γυναίκα του έφυγε κι ο γιός του κλείστηκε στο γραφείο του να τελειώσει τους λογαριασμούς που του είχε φορτώσει το αφεντικό του. Ο μικρός δεν έλεγε να έρθει.
Κοίταξε το ρολόι του. Ήταν περασμένες δέκα. Ήταν περασμένα πενήντα πέντε. Το δικό του το ρολόι ήταν τα παιδιά του. Εικοσιτρία, εικοσιπέντε, εικοσιοχτώ. Το μυστήριο ρολόι του στον επόμενο τόνο θα έδειχνε εικοσιεννέα, εικοσιέξι, εικοσιτέσσερα.. Τριάντα, εισκοσιεφτά, εικοσιπέντε. Κ.ο.κ. Ο χρόνος του ήταν τα παιδιά του και τίποτα άλλο πέρα από αυτό.
Το κλειδί γύρισε στην πόρτα. Μπήκε ο μικρός. Πλησίασε, φίλησε τον πατέρα του και τού 'δωσε μια τσιμπιά στο μάγουλο. Απ' το μπαλκόνι φαίνονταν μακριά τα φώτα της πόλης. Ίσως σ' αυτόν τον μικρό να είχε αδυναμία.
Σηκώθηκε από την καρέκλα του και του έφερε από την κουζίνα να φάει λίγο καρπούζι. Ο μικρός είχε στηθεί μπρος στην τηλεόραση και κοίταζε πεταχτά τις διαφημίσεις. Κάθησε για λίγο πλάι του, μια στιγμή κάτι ξεκίνησε να του πει αλλά σταμάτησε. 'Ηταν σχεδόν έντεκα πια. Τώρα θα μπει στο μπάνιο σκέφτηκε. 'Ομως ο μικρός δεν μπήκε στο μπάνιο. Τότε θα βγει χωρίς να κάνει μπάνιο. Όμως ο μικρός δεν βγήκε καθόλου εκείνο το βράδυ. Έμεινε στο σπίτι, κάθισε στο δωμάτιό του και κάτι έγραφε. Εκείνος έμεινε στο σαλόνι, άλλαξε κανάλι και άρχισε να παρακολουθεί μια ταινία. Κάποια στιγμή άκουσε ομιλίες από τα υπνοδωμάτια. Οι γιοί του μιλούσαν μεταξύ τους. Σπάνιο πράγμα. Δεν είχαν πολλά να πούνε. Σίγουρα το "θέμα" του θα ήταν η αφορμή. Έπιασε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια. Ήταν πολύ αργά πια να μιλήσει. Και τί να πεί ύστερα από τόσο καιρό αφωνίας,, απραξίας; Το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να μη κάνει τίποτα. Συνέχισε να βλέπει τηλεόραση μέχρι που απόκαμε, έβγαλε τα ρούχα του και αποκοιμήθηκε στον καναπέ

 

 

 

 

 

*

 


Κανένας προ του τέλους δεν μπορεί να ξέρει αν υπήρξε ήρωας ή υπερφίαλος. Και κανένας μετά το τέλος δεν μπορεί να το μάθει. Για κάτι, λοιπόν, το οποίο εντέλει θα έπρεπε να αφορά μόνον εκείνον που ζει και απέρχεται, μόνο ο ίδιος εκείνος που ζει και απέρχεται παραμένει δια παντός σε πλήρη άγνοια. Τι είναι λοιπόν η συνείδηση; Είναι άραγε η φωνή των άλλων, και ακόμη περισσότερο, η φωνή των άλλων μέσα μας;
Οι φίλοι του άρχισαν να καταφτάνουν από νωρίς το απόγεμα. Πρώτος αυτός που κατά σύμπτωση ήταν ο ιδιοκτήτης της γκαρσονιέρας που του είχε νοικιάσει ο γιός του. Αυτός ειδοποιήθηκε αμέσως από τους ενοίκους της πολυκατοικίας και ειδοποιήσε με τη σειρά του τους υπόλοιπους. Δεν είχε σημασία που είχαν χρόνια να βρεθούν. Συναντούσαν τη Μίνα από καιρού εις καιρόν στο σπίτι του Αλέκου στην Αίγινα και μάθαιναν τα νέα του Γρηγόρη. Ποιά νέα δηλαδή; Τα νέα ήταν πάντα στερεότυπα. Τί κάνει ο Γρηγόρης; Τα ίδια. Εκείνοι που τον ήξεραν στα νιάτα του, στις ομορφιές του και στις τρέλες του, έκαναν μια σύνθεση των όσων μάθαιναν εξ ακοής και των δικών τους "ίδιων", κι έτσι στη φαντασία τους παρίσταναν το Γρηγόρη επαναστάτη-οικογενειάρχη-αποτραβηγμένο, έναν άντρα-μητέρα, συνεχώς μέσα στο σπίτι, να μεγαλώνει τα παιδιά του με αντρική μπροστοποδιά και γυναικεία αφοσίωση. Η αλήθεια είναι ότι κι εκείνος ποτέ δεν έκανε το παραμικρό για να διαψεύσει τη δική τους προσδοκία να τον βλέπουν στο ρόλο της Μητέρας-Γης. Γελάγανε μαζί του. Ο Κύβελος, τον φώναζαν, με τα παιδιά του να φυτρώνουν από παντού, από την αγκαλιά του, τους ώμους του, τα μπατζάκια του παντελονιού του. Ο Κύβελος.

 

 

 

 

 

*

 


Τώρα βρίσκονται όλοι καθισμένοι, όρθιοι, στα μπαλκόνια, στους διαδρόμους, στην είσοδο του διαμερίσματος, καπνίζοντες και μη καπνίζοντες, σκεφτικοί και λυπημένοι. Πρώτος έφτασε ο μεγάλος. Είχαν να τον δούν από παιδί. Έμειναν όλοι κατάπληκτοι. Ίδιος ο Γρηγόρης! Μπόι, κεφάλι, μαλλιά. Αυτά τα χαρακτηριστικά μαλλιά. Μετά έφτασε ο μικρός. Δεν είναι δυνατόν! Τα ίδια όμορφα μάτια. Σαν να τον βλέπουν στα εικοσιπέντε του τον Γρηγόρη, απάνω που παντρευότανε, κάπως συγκρατημένο πια, κάπως αποφασισμένο, κάπως πειθαρχημένο. Αιχμάλωτο της Διαφημιστικής και της Μίνας. Κι ενώ η Διαφημιστική δεν κράτησε, η Μίνα αποδείχτηκε ορυχείο. Μόνο που το μετάλλευμα ήταν αυτός. Έδινε από τον εαυτό του και έπαιρνε πάλι τον εαυτό του πίσω.
Όταν έφτασε η κόρη του μαζί με τον φίλο της, εκεί ο θαυμασμός δεν είχε όριο. Αυτή ήταν η ΚΥΒΕΛΗ. Δεν είχαν παρά το παραδεχτούν. Ο Γρηγόρης στ' αληθινά είχε το χάρισμα να αναπαράγει κόπιες του εαυτού του, σωσίες του.
H κηδεία έγινε την επόμενη μέρα. Σε λιγότερο από εικοσιτέσσερις ώρες ο σιωπηρός, αποτραβηγμένος, άβουλος και άπραγος άντρας έγινε γενάρχης, ιδρυτής, κεφαλή δυναστείας. Εκείνα τα παιδιά, που σε τίποτα δεν του έμοιαζαν και σε τίποτα δεν τους έμοιαζε, είχαν γίνει ακλόνητο επιχείρημα της δύναμής του. Τα βλέμματα όλων αγκάλιαζαν τα τρία πλάσματα με μια οικειότητα απίστευτη αν λάβει υπόψη του κανείς το άθροισμα των δευτερολέπτων συνάφειας πάνω στο οποίο στηριζόταν. Όμως η εικόνα τους είχε σκεπάσει κάθε σκέψη ανάλυσης που μπορούσε να κάνει το μυαλό, κι έτσι η ομοιομορφία οδηγούσε στην ταύτιση, με όλες τις πρωθύστερες διαδικασίες και τις αντιμεταθέσεις χαρακτηριστικών και γνωρισμάτων που μπορούσαν να γίνουν ανάμεσα σ' αυτά τα τόσο αντίθετα μεταξύ τους πρόσωπα.
Ο μεγάλος γιος είχε συγκινηθεί πολύ. Η αγάπη που ένιωθε για τον πατέρα του έβρισκε ξαφνικά ένα έρεισμα έξω από τα καθαρά δικά του αισθήματα. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, όλοι αυτοί οι μεσήλικες που τον αναγνώριζαν, ενώ δεν τον ήξεραν, προξένησαν στην ψυχή του τεράστιες τεκτονικές μεταβολές. Ήθελε να πάει να τους αγκαλιάσει όλους, να τους φιλήσει. Σαν να ήταν χώμα, χώμα μιας πατρίδας απ' όπου είχε ξενιτευτεί και τώρα γύριζε πνιγμένος από τη μοναξιά και την αλμύρα. Τους κοιτούσε εκεί να στέκονται φορώντας ή όχι τα μαύρα γυαλιά τους κι έβλεπε όλο αυτό το απροσμέτρητο διάστημα που σε στέλνει μίλια κι αιώνες μακριά από τον άλλον, μόνο και μόνο επειδή μπορείς να τον κοιτάξεις και να τον δεις όχι πια στη μοναδικότητά του αλλά σαν μοναδικό αντικείμενο, σαν επιθετικά μοναδικό, κλειστό, αντικείμενο, κι έπειτα όλο αυτό το διάστημα να καταργείται μόνο και μόνο επειδή αυτός γύρισε και σε κοίταξε μ' ένα βλέμμα αναγνώρισης. Την ημέρα εκείνη ο μεγάλος γιος του Γρηγόρη έγινε ο πρωτότοκος.
Η Μίνα ήταν όπως πάντα. Λίγα λόγια, όλα τακτοποιημένα. Αυτή η κάπως νευρική παρουσία κατάφερνε να μην ταράζει ποτέ τα νερά. Να είχε κάποιο καλά κρυμμένο ένστικτο; Πάντως η γυναίκα αυτή, που καλά καλά δεν την έπιανε το μάτι σου, διατηρούσε μια παράξενη σύμπνοια με το περιβάλλον, δεν δημιουργούσε συγκρούσεις. Αλλά, τι παράξενο, η κόρη της δεν είχε μαζί της καμιά επικοινωνία. Ίσως μάλιστα κι αυτό να την έκανε να παντρευτεί σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα αυτόν τον νεαρό, τον λίγο άχρωμο και λίγο ωραίο, που την συνόδευε τους τελευταίους μήνες. Κι έτσι έμειναν στο σπίτι, η μητέρα με τους δυο της γιους, που όπως φαίνεται δεν είχαν τίποτε να τους χωρίζει, αντίθετα μάλιστα είχαν έναν άνθρωπο που σαφώς τους ένωνε. Ο μεγαλύτερος υιοθέτησε σχεδόν τον μικρότερο και, πλάι στα ποτά που έφτιαχνε για τη Μίνα όταν εκείνη έβγαινε από το μπάνιο, σέρβιρε και φρούτα και ό,τι άλλο στον μικρό όταν γύριζε από την Τηλεόραση. Τα ραντεβού των φίλων στην Αίγινα συνεχίστηκαν, καμιά φορά πήγαινε κι ο μεγαλύτερος μαζί με εκείνην. Κάποιος είχε τη φαεινή ιδέα και η συντροφιά αγόρασε ένα σκαφάκι. Το ονόμασαν Κύβελος. Όποιος ρωτούσε για το όνομα, έλεγαν με νόημα: "είχαμε ένα φίλο, λαμπρό παιδί, τον χάσαμε. Αυτό ήταν το παρατσούκλι του γιατί έκανε παιδιά φτυστά ο εαυτός του".

 

 

 

 

 

*

 


Αυτή ήταν λίγο πολύ η ιστορία του Γρηγόρη από τη Νομική. Είχαμε πραγματικά ξεφαντώσει στα νιάτα μας. Είκοσι χρονών και κάναμε την Αθήνα άνω κάτω. Τώρα ποιος τα θυμάται και γιατί να τα θυμηθεί. Κι εγώ που τα θυμήθηκα είναι γιατί προχτές πέθανε κι ο φίλος μας ο Νικόλας, από του Ζωγράφου κι αυτός, κι έτυχε τα μνήματα να είναι δίπλα δίπλα. Όπως λοιπόν στεκόμουν και κοίταζα τις πλάκες, έβλεπα χαραγμένο στο μάρμαρο:
Γρηγόρης Ζαφειρόπουλος,
1949-2007.

 


E-mail:  klrm@netone.gr