ΜΟΔΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΛΗΣ


ΜΟΔΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΛΗΣ

Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός. Έζησε και δούλεψε  στην Αφρική, στη Νότια Αμερική και την ελληνική περιφέρεια και ταξίδεψε  στις πέντε ηπείρους ως ερευνητής, πανεπιστημιακός και συνεργάτης διεθνών οργανισμών.

Ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας (1984-1997), είναι συγγραφέας ποικίλων θεωρητικών έργων γύρω από την αναπτυξιακή διαδικασία και την οικολογική  προβληματική με γεωγραφική, περιηγητική και λογοτεχνική ματιά.

Από το 2005 στράφηκε συστηματικά στη λογοτεχνία και την κριτική της, εκδίδοντας εννέα μυθιστορήματα, με πιο πρόσφατο την Παραγουάη [εκδ. Καστανιώτη 2020]. Επίσης επιμελήθηκε τον συλλογικό τόμο Τόποι της Λογοτεχνίας της Εταιρείας Συγγραφέων [εκδ. Καστανιώτη 2015]. Ως κριτικός λογοτεχνίας συνεργάζεται με ποικίλα έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά και συστηματικά από το 2008 με το ένθετο "Βιβλιοδρόμιο" της εφημερίδας "Τα Νέα".

Ήταν από τα πρώτα ενεργά στελέχη του διεθνούς και ελληνικού οικολογικού  κινήματος. Υποψήφιος Δήμαρχος Αθηναίων το 1990 και συνεργάτης των περιοδικών Ο ΠΟΛΙΤΗΣ, ΑΝΤΙ και ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ και ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ.

Υπήρξε  πρόεδρος του Διεθνούς Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών  (ΔΙΠΕ) από το 1994 ως το 2004  ενώ διετέλεσε πρόεδρος του νεοσύστατου Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης (ΕΚΠΑΑ) από της ιδρύσεώς του το 2000 έως το 2005. Εκπροσώπησε τη χώρα στις μεγάλες Διασκέψεις του ΟΗΕ για το Περιβάλλον, την Βιώσιμη Ανάπτυξη  και την Κλιματική Αλλαγή [1990- 2008].

Δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο. Από το 1994 ως το 1999  διηύθυνε την ελληνική έκδοση της Κατάστασης του Πλανήτη σε συνεργασία με το Ινστιτούτο WorldWatch, ενώ από το 1998 έως το 2010 διοργάνωνε  το Θερινό Οικολογικό Πανεπιστήμιο σε συνεργασία με τον Ηλία Ευθυμιόπουλο, με αποτέλεσμα δώδεκα συλλογικούς τόμους (από τις Εκδόσεις Στοχαστής, Ελληνικά Γράμματα και Νέα Σύνορα).

Εξελέγη μέλος του ΔΣ της Εταιρείας Συγγραφέων [2012- 14]

 Πληροφορίες: 
Όνομα:  ΜΙΧΑΛΗΣ
Επίθετο:  ΜΟΔΙΝΟΣ
Εργογραφία: 

Μυθιστορήματα:

 Χρυσή Ακτή 2005, Ο Μεγάλος Αμπάι 2007, Επιστροφή 2009 (Βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών), Η Σχεδία 2011 (διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και εθνική υποψηφιότητα  για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο), Άγρια Δύση 2013, Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία 2014, Εκουατόρια 2016 (Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος και Βραβείο Περιοδικού Literature),  Το Πλέγμα 2018 και Παραγουάη 2020.

Κυριότερα δοκιμιακά και θεωρητικά/επιστημονικά έργα:

Οικογεωγραφία: Μύθοι της Ανάπτυξης στους Τροπικούς, Στοχαστής 1986, 6η Έκδοση  2005, Από την Εδέμ στο Καθαρτήριο: Η Γεωγραφία της Υπανάπτυξης, Εξάντας 1988, 3η Έκδοση 1995, Τοπογραφίες: Οικολογική Θεώρηση  του Ελληνικού Περιφερειακού Χώρου, Στοχαστής 1990, 2η Έκδοση 1994, Που βαδίζει ο κόσμος; ΤΡΟΧΑΛΙΑ 1992, Το Παιγνίδι της Ανάπτυξης,  Τροχαλία 1993, 4η  Έκδοση  1997, Η Αρχαιολογία της Ανάπτυξης, Πράσινες Προοπτικές, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ 1996, Οικολογία και Επιστήμες του Περιβάλλοντος, Στοχαστής 1998 (επιμ.), Η Φύση της Οικολογίας, Στοχαστής 1999(επιμ.), Η Βιώσιμη Πόλη, Στοχαστής 2000, Η Οικογεωγραφία της Μεσογείου, Στοχαστής 2001( επιμ.),  Παγκοσμιοποίηση και Περιβάλλον, ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ 2002, Οι Δρόμοι της Αειφορίας, ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ 2003, Η Φύση της Γεωγραφίας, ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ 2005, Δάση και Ορεινές περιοχές, ΕΛΛΗΝΙΚΑ  ΓΡΑΜΜΑΤΑ 2007, Πού βαδίζει η γεωργία; Στοχαστής 2009


Έτος γέννησης:  1950
Τόπος γέννησης:  Αθήνα
Τίτλος αποσπάσματος:  ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Κείμενο αποσπάσματος: 

        «…Όλα τούτα μέχρι το ’73, όταν, λίγο μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, τον ξαναείδαμε στο χωριό. Ήταν πια κοντά στα εξήντα, αλλά η γοητεία του παρέμενε ανέπαφη. Ο ίδιος το γνώριζε, όπως γνώριζε ότι δεν επρόκειτο τόσο για τη φυσική έλξη που ασκούσε, όσο για το βερνίκι μιας ζωής περιπετειώδους και ταυτόχρονα πλούσιας σ’ ανταμοιβές, μιας ζωής ισορροπημένης ανάμεσα σε πνευματικές και σαρκικές απολαύσεις, όπως ο ίδιος το έθετε. Ήταν περήφανος, ήταν απόλυτος και ήταν ξεκάθαρος. Ήταν ευγενικός κι απόμακρος και αρκετά σνομπ ώστε να εκτιμά ό,τι απέμενε από τα προϊόντα και τις παραδόσεις του χωριού, τόσο ώστε να δικαιούται να τα απορρίπτει, όποτε εκείνος έτσι έκρινε. Μισούσε την οπισθοδρομικότητα, με την έννοια ότι πίστευε πως ορισμένα πράγματα είχαν παρέλθει ανεπιστρεπτί, αλλά ώς εκεί. Γιατί δεν εντυπωσιαζόταν διόλου από τα καινούργια μαραφέτια που πλημμύριζαν την αγορά κατά κύματα –τα ονόμαζε «τεχνολογικά σκουπίδια»–, που εμάς τους ιθαγενείς μάς θάμπωναν και μας έκαναν να νιώθουμε μικροί, φτωχοί και αποκλεισμένοι. Ούτε θεωρούσε αναγκαστικά υποδεέστερη τη ζωή στο χωριό. Όπως μας εξηγούσε τις σπάνιες φορές που καθόταν μαζί μας κάτω από τα πλατάνια, στην πλακοστρωμένη πλατεία –πάντα στο καφενείο του Μαγγιώρη που δεν το ’παιζε παραδοσιακός αλλά ούτε και ψευτομοντέρνος–, η ζωή στην Αθήνα είχε γίνει αφόρητη, οι μεγαλουπόλεις είχαν φθάσει στα όριά τους και πολλοί Ευρωπαίοι επανέρχονταν στη ζωή της υπαίθρου. Πίστευε ότι τα σύγχρονα μεταφορικά μέσα σού επιτρέπουν να ζεις κοντά στη φύση χωρίς να στερείσαι τα όσα συναρπαστικά συμβαίνουν στις πόλεις. «Μπορείς να εκσυγχρονίζεσαι παραμένοντας ακίνητος», έλεγε. Θεωρούσε ότι η ίδια η Αθήνα δεν ήταν παρά έκφραση του κακού γούστου –της «εξαφάνισης της αισθητικής μιας ολόκληρης κοινωνίας», ήταν τα λόγια του– και διατύπωνε τους φόβους του μήπως το αθηναϊκό πρότυπο εξαπλωθεί σαν γάγγραινα στις μεσαίες επαρχιακές πόλεις και τις τουριστικές περιοχές. Ώρες ώρες, η φωνή του υψωνόταν και αντέκρουε τις ενστάσεις μας, ισχυριζόμενος με πάθος ότι δεν ήταν οικονομικοί οι λόγοι που μας έκαναν επί δυο γενιές τώρα να εγκαταλείπουμε τα χωριά μας. Αναφερόταν συχνά στους φυσικούς πόρους της περιοχής, στην ομορφιά της και την ίδια την ιστορία της –«κάποτε ήσασταν προνομιούχοι», μας έλεγε, «κοιτάξτε γύρω σας τι έκτισαν οι πρόγονοί σας»– και η βαθιά φωνή του έπαιρνε μια καταγγελτική χροιά. «Λέτε ψέματα στους εαυτούς σας», έλεγε. «Προτιμάτε να βρεθείτε σ’ ένα ημιυπόγειο στην Αχαρνών αφήνοντας πίσω σας αυτή την πλατεία, τα λιθόκτιστα σπίτια σας, τα οπωροφόρα και τα κοπάδια σας, τα πριστήρια και τα ελαιουργεία, το ψάρεμα και το κυνήγι και, γιατί όχι, τις τουριστικές σας δραστηριότητες. Προτιμάτε τον εξευτελισμό των πολιτικών γραφείων μήπως και βρεθείτε υπενωμοτάρχες στην Κάνιγγος ή κλητήρες στο Υπουργείο Πολιτισμού. Γκρινιάζετε για το κράτος που σας εγκατέλειψε και για τον καπιταλισμό που σας ρουφάει το αίμα και ξεχνάτε πόσα μπορείτε να κάνετε με τα ίδια σας τα χέρια. Γίνατε μοιρολάτρες, γίνατε επιλήσμονες».

          Παθιαζόταν, αν και άκουγε με προσοχή τις επιφυλάξεις και τα επιχειρήματά μας. Έμοιαζε, κάτι τέτοιες ώρες, να τον συνεπαίρνει ο ίδιος ο ήχος της φωνής του. «Αν το πρότυπό σας είναι ο αστικός τρόπος ζωής, υλοποιείστε το επιτόπου», έλεγε συχνά. Δεν καταλαβαίναμε καλά τι εννοούσε και τον ακούγαμε καχύποπτοι ν’ αγορεύει με κοφτές, απόλυτες φράσεις. Νιώθαμε σαν δαρμένα σκυλιά ώρες ώρες, κυρίως όταν σάρκαζε στο άκουσμα λέξεων όπως πρόοδος και ανάπτυξη –έννοιες που συχνά επικαλούνταν Πρόεδροι της κοινότητας και κομματάρχες– χωρίς όμως να εξηγεί και το γιατί. «Προοδεύστε, λοιπόν», μας έλεγε. «Ξεριζώστε δένδρα, αφήστε τα φιρίκια και τα καρύδια να σαπίζουν στα δένδρα, ρίξτε άφθονο μπετόν, αντικαταστήστε τα ξύλινα παντζούρια με κουφώματα αλουμινίου. Φτιάξτε δρόμους προς όλες τις παρθένες παραλίες. Γιατί όχι; Ξεπουλήστε τα ελαιόδεντρά σας για να στείλετε τα παιδιά σας σε βοϊδοσχολές, απ’ όπου αποφοιτώντας θα καταλήξουν δυστυχείς άνεργοι. Ξηλώστε τις στέγες και ρίξτε τσιμεντόπλακες με αναμονές. Αναπτυχθείτε». Έπειτα μαλάκωνε και μας άκουγε και, λίγο πατερναλιστικά, μας επέτρεπε να διαβάσουμε τις προθέσεις του μέσα στο σκληρό πυρήνα του κρανίου του. Αλλά κι αν δεν το κάναμε, δεν μπορούσαμε παρά να του αναγνωρίσουμε την προσοχή και την επιμέλεια, με την οποία ανακαίνιζε τις «Καστανιές», την επίμονη αναζήτηση ντόπιων υλικών και τεχνιτών, τον τρόπο που συστηματικά, αν και άθελά του, μας υποδείκνυε πώς να παντρέψουμε την απεχθή σε πολλούς από εμάς παράδοση με τις σύγχρονες ανέσεις. Ασχολήθηκε προσωπικά –και παθιασμένα– με την ανακατασκευή των «Καστανιών» σαν να επρόκειτο για υπόθεση ζωής, για ένα στοίχημα που είχε βάλει με τον εαυτό του ν’ αποδείξει πως «ήταν ακόμα δυνατό να επανεποικιστεί το παρελθόν» – αυτά τουλάχιστον ήταν τα δικά του λόγια σε μια συζήτηση με τον ανιψιό του, όπου έτυχε να παρευρίσκεται και η Ασημίνα.

          Με τον καιρό, πολλοί τον μιμήθηκαν, αν και –το γνωρίζουμε καλά τώρα πια– συχνά οι απομιμήσεις δεν είναι παρά κακέκτυπα των επιθυμιών μας. Είχαμε ξεχάσει να πελεκάμε την πέτρα, να εξορύσσουμε το σχιστόλιθο, να φτιάχνουμε εκείνες τις περίτεχνες σιδεριές, να καλλιεργούμε ντόπιες ποικιλίες ζαρζαβατικών. Είχαμε καταχωνιάσει τις παραδοσιακές συνταγές και περιφρονούσαμε τις παλιές διασκεδάσεις. Ακόμα κι έτσι όμως, κάτι περισώθηκε. Παρά τη σταδιακή φυγή των παιδιών μας, παρά τις μαζικές προσλήψεις στο Δημόσιο και τη γενίκευση της εκπαίδευσης, κάποτε έφθασαν οι επενδυτές και τα κοινοτικά πακέτα, ξεφύτρωσαν παραδοσιακοί ξενώνες και σοφιστικέ μπαρ που σερβίρουν καϊπιρίνια και μοχίτο, αναγνωρίστηκε η Εθνική Αντίσταση και γίναμε όλοι συνταξιούχοι ήρωες, δημοσιεύτηκαν προεδρικά διατάγματα που προστάτευαν τους οικισμούς μας και, εντέλει, λίγο μετά την «Αλλαγή» έφθασαν οι Βολιώτες, οι Θεσσαλονικιοί και κυρίως οι Αθηναίοι, για να κατασκευάσουν ογκώδεις βίλες και ν’ αναστηλώσουν πύργους κι αρχοντικά. Το χειμώνα γινόμασταν ένα τεράστιο ΚΑΠΗ και το καλοκαίρι ένα αχανές τουριστικό πρακτορείο. Το χρήμα έρεε άκοπα, σε σημείο που για πρώτη φορά στην ιστορία αποκτήσαμε δουλοπαροίκους: τα κύματα των μεταναστών που κατέφθαναν για να καλλιεργήσουν τα χωράφια μας και να δουλέψουν στις οικοδομές. Αλβανοί και Πολωνοί, Ρουμάνες και Μολδαβές μπόλιασαν με νέο αίμα την περιοχή. Τους καλοδεχτήκαμε, καθώς μας έδωσαν την πρώτη ύλη της δικής τους ιστορίας. Αλλά, έστω και για τους λάθος λόγους, η περηφάνια μας είχε αναστηλωθεί, δίπλα στα μουχλιασμένα πέτρινα ντουβάρια των σπιτιών μας.

          Επί ένα τέταρτο του αιώνα και μέχρι τον θάνατό του, ο «Γέρος» πηγαινοερχόταν, συνοδευόμενος πάντα από την τελευταία του σύζυγο, τη Μίνα. Το σπίτι αναβίωνε για έξι μήνες: από το Μάιο ώς αργά τον Οκτώβριο. Ζούσαν μοναχικά, έμοιαζαν ερωτευμένοι. Οι «Καστανιές» ζωντάνευαν κάθε τόσο με επιλεγμένους φιλοξενουμένους, συνήθως ξένους. Για ένα διάστημα κατέφθαναν κάθε καλοκαίρι τα παιδιά του «Γέρου» με τις οικογένειές τους από τη Γερμανία, μετά έπαψε κι αυτό. Τα πρώτα χρόνια, τον επισκεπτόταν συχνά ο νομάρχης, ένας δυο βουλευτές του νομού με τις γυναίκες τους, ο Πρόεδρος του ΤΕΕ / Παράρτημα Μαγνησίας, τέτοιοι. Ο «Γέρος» τούς ξεναγούσε περήφανος στο κτήμα με το δειλινό. Τους έδειχνε τη γούρνα, όπου παλιά ποτίζονταν τα ζώα και κάποια στιγμή είχε μετατραπεί σε πισίνα, τροφοδοτούμενη από το νερό μιας πηγής ψηλά στο λόφο του Αϊ-Μηνά. Τους έδειχνε περήφανος το μποστάνι όπου είχε εγκαταστήσει αυτό που ο ίδιος ονόμαζε «Μουσείο Μεσογειακής Βιοποικιλότητας» με ποικιλίες μελιτζάνας από τα βουνά του Άτλαντα, ντοματιές από την Προβηγκία και πεπόνια από το δέλτα του Νείλου. Περπατούσαν στον κήπο με τα οπωροφόρα και στο κάτω κομμάτι του κτήματος, όπου θέριευε η άγρια βλάστηση. Η πάγια τακτική του «Γέρου» ήταν να τους προφθαίνει εκεί ο κηπουρός, ο κυρ Βασίλης, συγχωριανός μας και χήρος, και να τους προσφέρει σ’ ένα δίσκο ρουμάνικη ρακή από μύρτιλα σε μικρά ποτηράκια με μια σκληρή πράσινη ελιά μέσα – το αγαπημένο ποτό του Γέρου. Ύστερα ανηφόριζαν προς το σπίτι, κάνοντας ζιγκ ζαγκ και χειρονομώντας, σαν το τοπίο να τους γεννούσε αισθήματα άξια να διατυπωθούν μεγαλόφωνα, ενώ ο ήλιος έλουζε τις τελευταίες στιγμές της μέρας με χρυσοκόκκινα και μαβιά χρώματα και, για μια μόνο στιγμή, οι φιγούρες τους έμοιαζαν ακινητοποιημένες στο χρόνο.

          Για τις βραδιές αυτές δεν διαθέταμε παρά σκόρπιες και αντιφατικές πληροφορίες, καθώς η Ασημίνα ήταν πάντοτε διακριτική, ενώ όσοι από εμάς διάβαιναν το κατώφλι του σπιτιού για διαφορετικούς λόγους κατά περίεργο τρόπο έβλεπαν διαφορετικά πράγματα. Έτσι, απορρίψαμε το μεγάλο όγκο των πληροφοριών ως αναξιόπιστες – κυρίως όταν συνοδεύονταν από αντιφατικά και όχι πάντοτε καλόγνωμα σχόλια. Το μόνο βέβαιο: το δείπνο ήταν κατά κανόνα λιτό, βασισμένο σε προϊόντα του κήπου και του χωριού. Οι συνδαιτυμόνες έπιναν πολύ, ενώ οι οικοδεσπότες φρόντιζαν να συντηρούν τη συζήτηση χωρίς να καταφεύγουν αναγκαστικά σε κουτσομπολιά. Υπήρχαν βραδιές με ζωντανή κλασική μουσική: ένα κουαρτέτο εγχόρδων ή κάποιος πιανίστας φερμένος κανείς δεν ήξερε από πού. Και σπανιότερα, κυρίως όταν στο σπίτι φιλοξενούνταν τα παιδιά και τα εγγόνια, γίνονταν και χορευτικά πάρτι, στα οποία αναμειγνύονταν όλες οι ηλικίες.

     Στη δεκαετία του ’90, ο Γέρος γινόταν όλο και πιο μοναχικός. Τον βλέπαμε από μακριά, όλο και σπανιότερα, να κλαδεύει, σκεβρωμένος από τα αρθριτικά, τις τριανταφυλλιές του και μια συστάδα από ευωδιαστές ποώδεις λεπτόκλωνες βερβένες –φυτό που αγαπούσε ιδιαίτερα για τις φαρμακευτικές του ιδιότητες– ή να ατενίζει την κατωφέρεια ώς κάτω στον περίκλειστο κόλπο, του οποίου το λοφώδες περίγραμμα αιωρούνταν πάνω από την αχλύ, σαν να ’θελε ν’ αδράξει μιαν αλήθεια που του είχε διαφύγει ώς τώρα, αλλά που το γνώριζε πως ήταν παρούσα. Και ξέραμε πως είχε πια με τον τρόπο του ενσωματωθεί στο χωριό, πως ήταν ένα κινητό μέρος του τοπίου, σαν τα διαβατάρικα πουλιά και τα κίτρινα πολυδάκτυλα φύλλα, που στροβιλίζονται το φθινόπωρο, και τα κοπάδια, που κινούνται διστακτικά μες στους ελαιώνες, και τους υδρατμούς, που αναδύονται αργά από την αναβράζουσα υδάτινη επιφάνεια, και τα μικρά ιστιοφόρα, που σχίζουν τον κόλπο – γιατί όλα αυτά επιστρέφουν με μια κανονικότητα που σου επιτρέπει να ελπίζεις πως ο κόσμος θα συνεχίσει να υπάρχει. Τον βλέπαμε σπάνια πια στην πλατεία, καθώς η κυρία Μίνα παράγγελνε τα απαραίτητα τρόφιμα και εφόδια από το τηλέφωνο. Στο μικρό παράσπιτο, στη βόρεια κατωφέρεια του κτήματος, έμενε περιστασιακά κάποιο νεαρό ζευγάρι – Άγγλοι, Ιρλανδοί ή Ολλανδοί–, τους οποίους έβρισκε με αγγελίες στον ξένο Τύπο και χρησίμευαν για φύλακες ή κηπουροί, ενώ τα δικά μας παιδιά δε θα δέχονταν πια να ξεπέσουν σε τέτοιες δουλειές. Καθώς η Ασημίνα βάραινε με τα χρόνια και ο Βασίλης, ο κηπουρός, μας είχε αφήσει χρόνους ήδη απ’ τα τέλη του ’89, υπήρχε ανάγκη από νέο αίμα. Συχνά τη Μίνα την βοηθούσε στην καθαριότητα και στο νοικοκυριό η Άλμα, μια μορφωμένη Βουλγάρα που είχε εγκατασταθεί στην περιοχή όταν παντρεύτηκε ένα χήρο από τη Λαμπινού με πολλά κτήματα, τον Μανόλη τον Τσίτσουρα.

          Σιγά σιγά λοιπόν τους συνηθίσαμε, μέχρι τον θάνατό τους τουλάχιστον, όταν συνειδητοποιήσαμε ότι η εγκατάστασή τους εδώ είχε σφραγίσει αμετάκλητα τα πράγματα, αν και μ’ έναν τρόπο που δε μας ήταν ιδιαίτερα σαφής. Τον κλάψαμε τον «Γέρο» αφού, τηλεφωνώντας τακτικά στη Μίνα, είτε στο σπίτι τους πίσω απ’ το «Χίλτον» είτε στον «Ευαγγελισμό», παρακολουθήσαμε την επώδυνη πορεία της κίρρωσης του ήπατος, που τελικά τον σκότωσε, με όλες τις ανατριχιαστικές της λεπτομέρειες. Γιατί ξέραμε ότι είχε επιστρέψει πίσω στα πατρογονικά εδάφη τη στιγμή που ήμασταν όλοι έτοιμοι να τα εγκαταλείψουμε και γιατί μας είχε κάνει ν’ απορήσουμε πώς ένας άνθρωπος που είχε διανύσει το δικό του αντιφατικό και περίπλοκο δρόμο μπορούσε να βρει εδώ κοντά μας μια μορφή ζωής που τον ικανοποιούσε. Κι ακόμα, επειδή είχε δημιουργήσει ένα μικρό βασίλειο εκεί όπου εμείς δε βλέπαμε παρά απαξίωση και υπανάπτυξη. Γιατί, μ’ όλη του την άκαμπτη αυστηρότητα, μπορούσε να μας ακούει χωρίς να μας χαϊδεύει τα αυτιά, να μας καταλαβαίνει χωρίς να είναι διατεθειμένος να προσυπογράψει τα αιτήματα του συρμού. Εξαιτίας του το χωριό είχε γίνει στα μάτια μας κάτι πολύ παραπάνω από μια κουκκίδα στο διαφημιστικό χάρτη του Γραφείου Τουρισμού Μαγνησίας, κάτι αλλιώτικο από ενοικιαζόμενα δωμάτια και ψησταριές, κάτι για το οποίο μπορούσαμε ξανά να νιώθουμε περήφανοι γιατί είχε ιστορία και πράγματα ν’ αφηγηθείς: ένα σύνολο που ξεπερνούσε το άθροισμα από τα συστατικά του μέρη, όπως θα ‘λεγε και ο ίδιος.

          Έτσι, όταν διακρίναμε εκείνο τον άλλο, τον ανιψιό, να οδηγεί σφιγμένος πάνω στο τιμόνι του παλιού «Βόλβο», μ’ όλη την κούραση του ταξιδιού και τα κύματα των αναμνήσεων να τον ραπίζουν, με την ένταση του βλέμματος που είχε κληρονομήσει από το θειο του κι εκείνη τη σκαμμένη σκούρα επιδερμίδα που έδειχνε αταίριαστη με την ευγένεια της ράτσας του, πιστέψαμε για μια στιγμή ότι ήταν το φάντασμα του ίδιου του «Γέρου» που επέστρεφε. Όταν όμως πλησίασε και κατευθύνθηκε με σιγουριά προς την έξοδο του χωριού και φρέναρε στη στροφή αφήνοντας το αυτοκίνητο να τσουλήσει με τη νεκρά ώς την ανοιχτή αυλόπορτα κι επέτρεψε για μια στιγμή στο βλέμμα του ν’ αγκαλιάσει όλο τον κόλπο πάνω από τις απαστράπτουσες σχιστόπλακες που έμοιαζαν καρβουνιασμένες, κι έπιασε με την άκρη του ματιού του τα παχουλά στείρα σύννεφα που στοιβάζονταν στα βόρεια, πάνω από τα Χάνια, κι αγκυροβολούσαν στη ράχη του βουνού, κι όταν έφερε το χέρι του στο δεξί του αυτί για να παίξει λίγο με το λοβό κι έπειτα το έσυρε στο πίσω μέρος του κεφαλιού του ανακατεύοντας με μια παιδική κίνηση τα μαλλιά του –ικανοποιημένος, ίσως κι ανακουφισμένος μ’ αυτά που έβλεπε–, βεβαιωθήκαμε πια πως επρόκειτο για εκείνο τον άλλο, τον ανιψιό, που η μνήμη του αίματος τον έκανε ολόιδιο με τον «Γέρο», όσο ο χρόνος τού πρόσθετε τα ασήκωτα βάρη του. Ήταν ένας άντρας μόνος, συνταξιούχος, χωρίς οικογένεια, και μας φάνηκε πως τον βάραινε και κάτι άλλο που δεν ήταν προς το παρόν φανερό. Όμως, είχε ένα αίσθημα προορισμού –το έβλεπες με την πρώτη ματιά– και ίσως γι’ αυτό ν’ άντεχε ακόμα.

          Ο Απόστολος Ζήρας πάρκαρε στο πλάτωμα πάνω από το σπίτι, δίπλα στο κόκκινο αγροτικό «Τογιότα» των μαστόρων. Το χειρόφρενο του παμπάλαιου «Βόλβο» ήχησε σαν μυδράλιο στην εσπερινή ησυχία. Έδειχνε ικανοποιημένος που κάποιοι τον περίμεναν. Ήταν φανερό πως ένιωθε την ευφροσύνη της επιστροφής, καθώς μια γλυκύτητα βάθυνε τις ρυτίδες του μετώπου του απελευθερώνοντας λίγο φως από τα σκιασμένα του μάτια.         «Όλα καλά», είπε στο σκύλο, «όλα καλά, Μάγκα. Να δούμε τώρα αν η Ασημίνα θα μας αναγνωρίσει».

          Έγνεψε στους μαστόρους και άνοιξε το πορτμπαγκάζ, ενώ εμείς είχαμε μείνει έκθαμβοι από την ομοιότητα – σίγουροι για άλλη μια φορά πως, αν κάτι διακρίνει τη ζωή, αυτό είναι η συνέχεια.»

 

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα Επιστροφή (Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών 2011/ Ίδρυμα Πέτρου Χάρη) που ολοκλήρωσε την λεγομένη «τριλογία  της φυγής» (τα άλλα δύo είναι τα Χρυσή Ακτή και  Ο Μεγάλος Αμπάι, όλα από τις εκδόσεις Καστανιώτη).


Διακρίσεις: 

Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών / Ίδρυμα Πέτρου Χάρη  για την  Επιστροφή, 2009
Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και Εθνική Υποψηφιότητα για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Μυθιστορήματος (Η Σχεδία, 2011)
Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος και Βραβείο Περιοδικού Literature [Εκουατόρια, 2016]


E-mail:  m.o.modinos@gmail.com