ΑΡΑΓΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ


ΑΡΑΓΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ

Σπούδασε στην Αθήνα ιατρική και σκηνοθεσία κινηματογράφου.
Εργάστηκε ως νοσοκομειακός γιατρός και αργότερα ελεύθερος επαγγελματίας.
Παρουσιάστηκε στα γράμματα το 1955 από το περιοδικό Ηπειρωτική Εστία Ιωαννίνων.
Μέλος της εκδοτικής ομάδας στο περιοδικό Ενδοχώρα (1962-1967). Βασικός συνεργάτης στο περιοδικό Εκηβόλος. Κριτικός λογοτεχνίας στα περιοδικά Πλανόδον και Νέα Εστία.
Μέλος της κριτικής επιτροπής Λογοτεχνικῶν Βραβείων του περιοδικού Διαβάζω (2007-2008).
Συνεργάτης στις τρεις σειρές (Η Μεταπολεμική Πεζογραφία, Η Μεσοπολεμική Πεζογραφία μας, Η παλαιότερη Πεζογραφία μας) των εκδόσεων Σοκόλη.
Συνεργασίες σε λογοτεχνικά περιοδικά κι εφημερίδες. Συμμετοχή σε φιλολογικά συνέδρια, ημερίδες, στρογγυλά τραπέζια.

 Πληροφορίες: 
Όνομα:  ΓΙΩΡΓΟΣ
Επίθετο:  ΑΡΑΓΗΣ
Εργογραφία: 

Δοκίμιο - Κριτική

Ζητήματα Λογοτεχνικής Κριτικης, Α΄ τόμος, Δωδώνη 1980, 1982, 1988
Ζητήματα Λογοτεχνικής Κριτικής, Β΄τόμος, Δωδώνη 1988
Ἀσκήσεις κριτικής, Σοκόλης, 1990
Προσεγγίσεις, Πατάκης 1997
Εισαγωγή, στην ανθολογία Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά (1950-1970) του Ανέστη Ευαγγέλου, Παρατηρητής 1994
Ἀστική εμπειρία και αστική ιθαγένεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Σοκόλης 2001
Ζητήματα Λογοτεχνικής Κριτικής, Γ΄τόμος, Σοκόλης 2003
Η μεταβατική περίοδος της Ελλαδικής ποίησης. Η σταδιακή της εξέλιξη από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους έως το 1930, Σοκόλης 2006
Για τον Γιώργο Ἰωάννου, Ίνδικτος 2007
Νεοελληνική Κριτική της Λογοτεχνίας. Αξιολογικές διακρίσεις, Σοκόλης 2015
Ἀνθολογία τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνικῆς Κριτικῆς, ἐκδόσεις Σοκόλη, Ἀθήνα 2019.


Διεύθυνση: 

1ο χιλιόμετρο Πεδινή-Ἀμπελιά, 45500, Ἰωάννινα.

Δεινοστράτου 75, 117, Νέος Κόσμος, Ἀθήνα.


Έτος γέννησης:  1936
Τόπος γέννησης:  Μεγάλο Περιστέρι Ιωαννίνων
Τίτλος αποσπάσματος:  Η αναγνώριση της Τατιάνας
Κείμενο αποσπάσματος: 

(Προβλήματα αισθητικής μέθεξης και κριτικής)».

 

Ο Ντοστογιέφκη, στη γνωστή ομιλία του για τον Πούσκιν[1] αναφέρεται διεξοδικά στον Ευγένιο Ονέγκιν καί ιδιαίτερα στους λόγους για τους οποίους η Τατιάνα αρνήθηκε να συνδεθεί με τον Ονέγκιν, όταν τον ξανασυνάντησε στην Πετρούπολη. Η Τατιάνα την εποχή εκείνη ήταν παντρεμένη μ΄ ένα γέρο στρατηγό κι αυτό αποτελούσε σοβαρό εμπόδιο για τη σκέψη μιας σχέσης της με τον Ονέγκιν. Ο Ντοστογιέφσκη όμως, αφού αναλύει πόσο δύσκολο ήταν στην Τατιάνα να εγκαταλείψει τον σύζυγό της, προσθέτει ότι και ελεύθερη να ήταν πάλι δε θ΄ ακολουθούσε τον Ονέγκιν. Κι αυτό θα συνέβαινε επειδή η Τατιάνα αισθανόταν πως ο έρωτας του Ονέγκιν δεν απευθυνόταν ακριβώς σ΄ αυτή την ίδια αλλά σ΄ ένα είδωλο με το οποίο την ταύτιζε.

Ας δούμε πως αναλύονται ειδικότερα οι σχέσεις του Ονέγκιν και της Τατιάνας στο σχετικό κείμενο του Ντοσστογιέφση.[2]

Ο Ονέγκιν είναι ένας κοσμικός κύριος που έρχεται από την Πετρούπολη σε μια επαρχιακή γωνιά της ρωσσικής γης. Εκεί συναντάει την Τατιάνα, που είναι μια κοπέλλα της ρωσσικής επαρχίας. Η Τατιάνα ερωτεύεται τόν Ονέγκιν χωρίς να βρεί ανταπόκριση και το ειδύλλιο τελειώνει άδοξα. Αργότερα ο Ονέγκιν ξανασυναντάει την Τατιάνα στην Πετρούπολη, όπου ως γυναίκα του άντρα της, είναι μέλος της τσαρικής αυλής. Τη φορά αυτή ο Ονέγκιν, κάνοντας στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών, ενθουσιάζεται με την Τατιάνα και της ζητάει νά συνδεθεί μαζί του. Η Τατιάνα, αν και δεν αρνείται το προηγούμενο αίσθημά της πρός τόν Ονέγκιν, αποκρούει την πρόταση αυτή.

Ο Ντοστογιέφσκη διευκρινίζει πως η Τατιάνα της Πετρούπολης, κάτω από τούς τύπους, παραμένει η Τατιάνα της επαρχίας. Συνεπώς η μεταστροφή του Ονέγκιν απέναντί της δεν πρέπει να αποδοθεί σε κάποια διαφοροποίηση της Τατιάνας. Η Τατιάνα είναι αυτή που ήταν και πρίν. Από τ΄ άλλο μέρος και ο Ονέγκιν παραμένει αναλλοίωτος. Έτσι το μόνο που αλλαζει, ανάμεσα στις δυό συναντήσεις του Ονέγκιν και της Τατιάνας, είναι το περιβάλλον. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται μόνο για το περιβάλλον της Τατιάνας, που από επαρχιακό γίνεται ρπωτευουσιάνικο και μάλιστα αυλικό -κι αυτό το περιβάλλον «αποτελεί το βάθος της υπόθεσης».

Ο Ντοστογιέφσκη τονίζει ιδιαίτερα το γεγονός ότι ο Ονέγκιν «έρχεται από την Πετρούπολη». «Έρχεται», δηλαδή προέρχεται και καθορίζεται από την Πετρούπολη ώστε να σκέφτεται και να ενεργεί με τα μέτρα της Πετρούπολης. Με τα μέτρα μάλιστα ορισμένης Πετρούπολης, της ανώτερης κοινωνικά, που αποτελούσα αυθεντία γι΄ αυτόν. Με βάση τα μέτρα αυτά ο Ονέγκιν δεν μπόρεσε νά «αναγνωρίσει την Τατιάνα, όταν την είδε για πρώτη φορά σ΄ εκείνη την απόμερη επαρχία». Με βάση τα ίδια μέτρα, αργότερα, όταν «την είδε μέσα στην πολιτέλεια και το μεγαλείο», νά «δέχεται την εκδήλωση του σεβασμού του κόσμου (...) που αποτελούσε αυθεντία» γι΄ αυτόν «ορμάει προς αυτήν θαμπωμένος». Βέβαια ο Ονέγιν αναγνώρισε τήν Τατιάνα στην Πετρούπολη όσο την αναγνώρισε και στήν επαρχία, δηλαδή καθόλου. Απλώς στην Πετρούπολη διαφοροποιήθηκε η στάση του απέναντί της, επειδή την έκρινε από το περιβάλλον μεσα στό οποίο τη συνάντησε. Η Τατιάνα όμως «που έχει μεγαλύτερο βάθος από τον Ονέγκιν»  και «προαισθάνεται που βρίσκεται η αλήθεια», «ξέρει πως την παίρνει για κάτι άλλο από εκείνο που είναι, πως δεν αγαπάει αυτήν». Κι αυτός είναι ο τελικός λόγος για τον οποίο η Τατιάνα αρνείται οριστικά να συνεθεί με τον Ονέγκιν.

Από τα παραπάνω γίνεται φανερό πως ο Ονέγκιν δεν έχει δική του πεοσωπικότητα. Η κρίση του είναι ετερόφωτη και γι΄αυτό, όταν είναι να κρίνει, δεν αυτενεργεί. Απλώς εφαρμόζει τα κριτήρια της «αυθεντίας» του. Ο Ντοστογιέφσκη γι΄αυτόν τόν λόγο τον χαρακτηρίζει «πλασματικό άνθρωπο», δηλαδή αλλοτριωμένο. Έτσι ο Ονέγκιν δεν μπορεί να αναγνωρίσει την Τατιάνα, αλλά και οτιδήποτε θα χωρούσε στη θέση της Τατιάνας. Και βέβαια η γνώμη του δεν έχει αξία, είτε είναι θετική είτε είναι αρνητική. Αν πάρουμε τον Ονέγκιν, την αυθενία του και την Τατιάνα μεταφορικά, έχουμε το περιθώριο να εφαρμόσουμε τις δυνατές σχέσεις τους σε άπειρες άλλες περιπτώσεις. Από την άποψη αυτή Ονέγκιν μπορεί να είναι ο κάθε αλλοτριωμένος πολίτης της εποχής μας. Πετρούπολη (αυθεντία) μπορεί να είναι ο Χριστός, ο Μαρξ, ένα πολιτικό κόμμα, μια μόδα στο ντύσιμο και στο φέρσιμο, κ.λπ. Καί Τατιάνα, φυσικά, το κάθε τι που θα πρέπει να αναγνωριστεί (ανακαλυφτεί) κάθε φορά από την αρχή σε ό,τι τό ιδιαίτερο είναι.

Ας δούμε μερικές αντιστοιχίες τους στο χώρο της λογοτεχνίας.

Έχω τη γνώμη, κρίνοντας από αυτά που λέγονται και γράφονται, πως εννενήντα εννιά στους εκατό, από όσους έτυχε να διαβάσουμε ομηρικά κείμενα, θεωρούμε τον Όμηρο, το λιγότερο, αξιόλογο ποιητή. Στην περίπτωση αυτή τα ομηρικά κείμενα (Τατιάνα) τα συναντήσαμε (και τα συναντούμε εξακολουθητικά) στο αυλικό περιβάλλον της Πετρούπολης (στην εποχή μας που δοξάζει τον Όμηρο). Πόσοι όμως από μας έχουνε αναγνωρίσει τον Όμηρο και πόσοι απηχούν την καθιερωμένη εκδοχή για τον ποιητή; Η συνάντηση με την Τατιάνα στην επαρχία, που κάπως θα μας διευκρίνιζε τα πράγματα, εδώ αποκλείεται. Υποθέτω πάντως πως αν γινόταν, αν π.χ. έρχονταν τώρα στο φώς τά ομηρικά κείμενα και δημοσιεύονταν χωρίς νά συνοδεύονται από γνώμες ειδικών, οι θιασώτες της ομηρικής μεγαλοφυιΐας θα ήταν σαφώς λιγότεροι. Η υπόθεση αυτή ενισχύεται από την πολύ κοινή διαπίστωση πως ο περισσότερος κόσμος (και ιδίως οι φιλόλογοι)[3] παραδέχεται τους καθιερωμένους ποιητές των περασμένων εποχών, ενώ διατηρεί έντονες απιφυλάξεις για τούς σύγχρονους ποιητές. Οι σύγχρονοι ποιητές βρίσκονται βέβαια στη θέση της Τατιάνας στη ρωσσική επαρχία. Πόσοι όμως από αυτούς που στρέφουν τα νώτα στή σύγχρονη ποίηση αναγνωρίζουν αυτοδύναμα την ποίηση των περασμένων εποχών; Σύμφωνα τουλάχιστο με το κείμενο του Ντοστογιέφσκη τα ποσοστά είναι ευθέως ανάλογα: όσοι δεν προσεγγίζουν αυτοδύναμα τη σύγχρονη ποίηση δεν αναγνωρίζουν ούτε τήν παλαιότερη, έστω και αν την εκθειάζουν.

Φαίνεται δηλαδή πως είναι πολύ δύσκολο να αναγνωρίσει κανείς την Τατιάνα οπουδήποτε, αλλά πως είναι εύκολο να την υποτιμήσει στή «ρωσσική επαρχία» κι εξίσου εύκολο να θαμπωθεί απ΄αυτή στην «αυλική Πετρούπολη». Από την πλευρά αυτή η ευκολία με την οποία πλειοδοτούμε συχνά στις καθιερωμένες απόψεις θα πρέπει κατ΄αρχήν να θεωρείται ύποπτη. Μια τέτοια θέση δέν μας βοηθάει τόσο να αναγνωρίσουμε (ναανακαλύψουμε από την αρχή για δικίμας λογαριασμό) τις καθιερωμένες αξίες, όσο μας βοηθάει να καλλιεργήσουμε την αυτογνωσία μας και μας προφυλάσσει από ένα σωρό αναμασήματα και από το θράσος της άγνοιας. Η αμφισβήτηση της αυθεντίας από τ΄άλλο μέρος (εννοώ την προσωπική αμφισβήτηση και όχι που παίρνει τη μορφή της μόδας) δε συνεπάγεται οπωσδήποτε και αναγνώριση της Τατιάνας. Αποτελεί όμως την αφετηρία από την οποία ξεκινάει κανείς για να φτάσει ενδεχομένως ως την αναγνώριση αυτή. Έτσι π.χ. έχει κάποια θετική σημασία το γεγονός ότι ο Λ. Τολστόη, παρά την «αυθεντία» της εποχής εποχής του (τη γενική παραδοχή του Σαίκσπηρ), μίλησε αρνητικά για την αξία του έργου του. Δεν έχει όμως κανένα νόημα να γράφεται «Το να διαπιστώνεις τη μεγάλη μαστοριά του Ίψεν είναι κοινός τόπος»,[4] γιατί το να διαπιστώνεις τη μαστοριά του Ίψεν σημαίνει να έχεις τουλάχιστο αμφισβητήσει πριν όλους τους σχετικούς μ΄αυτήν κοινούς τόπους.

Ο Ντοστογιέφσκη διαπίστωσε την παραγνώριση της Τατιάνας από τον Ονέγκιν σ΄ένα δημοσιευμένο κείμενο. Ντοστογιέφσκη, μεταφορικά, μπορεί νά είναι ο καθένας που αποκαλύπτει την παραγνώριση η την αναγνώριση της Τατιάνας, όταν το γεγονός αυτό φτάνει στη δημοσιότητα. Βέβαια η αναγνώριση της Τατιάνας αποτελεί διαρκές πρόβλημα της καθημερινής ζωής, παραμένει όμως πρόβλημα κλειστό ενόσω περιορίζεται στα όρια του ιδιωτικού μας χώρου. Και ασφαλώς πολλοί άνθρωποι που, στην ιδιωτική τους ζωή, δεν αναγνώρισαν την Τατιάνα στη  «ρωσσική επαρχία», δεν έμαθαν ποτέ πως πέρασαν δίπλα της, επειδή η πράξη τους δέν διαπιστώθηκε και δεν αποκαλύφτηκε από κανέναν. Υπαρχουν ωστόσο πράξεις οι οποίες, εξ ορισμού, αποβλέπουν σε κάποια αναγνώριση κι οι οποίες κατά κανόνα ανακοινώνονται δημόσια. Ανάμεσα σ΄αυτές είναι και οι κριτικές των λογοτεχνικών έργων [ ... ]

 

Από το ομώνυμο δοκίμιο του βιβλίου Ζητήματα Λογοτεχνικής Κριτικής, τόμος Α΄.

 

 

[1] Πρόκειται για τον ιστορικό λόγο που εκφώνησε στην Εταιρεία των Φίλων της Ρωσσικής Λογοτεχνίας, τον Ιούλη του 1880, στη Μόσχα.
[2] Φ. Ντοστογιέφσκη, Το Ημερολόγιο Ενός Συγγραφέα, «Πούσκιν», μετάφραση Μίνα Ζωγράφου, Αθήναι, Δαρεμάς, χ.χ. σσ. 685-702.
[3] Σημείωση τωρινή. Τό δοκίμιο αυτό γράφτηκε πριν από 47 χρόνια, το 1978.
[4] Κ. Γεωργουσόπουλος, «Θεατρική παρτίδα», εφημερίδα Το Βήμα, 10/5/1978, σ. 5.


Διακρίσεις: 

Βραβείο δοκιμίου (2002) του περιοδικού Διαβάζω για το βιβλίο Αστική εμπειρία και αστική ιθαγένεια της νεοελληνικής λογοτεχνίας.