ΤΑ ΜΕΛΗ ΜΑΣ
ΤΑΣΟΣ ΚΑΛΟΥΤΣΑΣΜέλος
Κατηγορία: Πεζογραφία
Έτος γέννησης: 1948
Τόπος γέννησης: Θεσσαλονίκη
Σπουδές / Σταδιοδρομία:
Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ και εργάστηκε ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση. Πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1983, με διήγημα στο περιοδικό Διαγώνιος. Από τότε κυκλοφόρησε πέντε συλλογές διηγημάτων και μία μελέτη.
Έχει συνεργαστεί με αξιόλογα λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες, ενώ διηγήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες και μεταφραστεί στα ιταλικά, αγγλικά, ολλανδικά, γαλλικά και γερμανικά.

Διακρίσεις:
Για το βιβλίο του Το τραγούδι των σειρήνων (Νεφέλη, 2000) έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος, καθώς και με το αντίστοιχο βραβείο του περιοδικού Διαβάζω.
Το 2011 τιμήθηκε από το Ίδρυμα Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών με το βραβείο Διηγήματος για τη συλλογή του Η ωραιότερη μέρα της.
Εργογραφία:
Πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1983, με διήγημα, στο περιοδικό Διαγώνιος.
Από τότε έχει κυκλοφορήσει τις εξής συλλογές διηγημάτων:
Το κελεπούρι και άλλα διηγήματα (Διαγώνιος 1987)
Το κλαμπ και άλλα διηγήματα (Νεφέλη 1990)
Το καινούργιο αμάξι (Νεφέλη 1995)
Το τραγούδι των Σειρήνων (Νεφέλη 2000, Β΄έκδ. 2002)
Η ωραιότερη μέρα της, Μεταίχμιο 2011 (και e-book)
Δημοσίευσε επίσης τη μελέτη Αλήθεια και βίωμα στα διηγήματα της «Κάτω Βόλτας» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, Τα τραμάκια 1994.
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα (ή θεματικές ενότητες περιοδικών):
Ένδον πόλη, Ανθολογία διηγημάτων μεταπολεμικών πεζογράφων της Θεσσαλονίκης, Δήμος Θεσσαλονίκης (1989)
Επτά διηγηματογράφοι της Θεσσαλονίκης, εκδ. Σχήμα και χρώμα. (1997)
Έρωτας σε πρώτο πρόσωπο, Κέδρος (1998)
Κύμινο και κανέλα, Εκδόσεις Πατάκη (2000)
Χριστόφορος Μηλιώνης, Μεταίχμιο (2001)
Εν Θεσσαλονίκη: 13 σύγχρονοι πεζογράφοι, Ιανός (2005)
Νάνι, τ' άνθι των ανθώ, Ίνδικτος (2008)
Οικοεγκλήματα, Κέδρος (2008)
Ενδοσκεληδόν, Ζήτρος (2011)
Η Θεσσαλονίκη των συγγραφέων, Ιανός (2η έκδοση, 1η 1996) (2013)
Το αποτύπωμα της κρίσης, Μεταίχμιο
Η τρέλα και το παράλογο στην ελληνική λογοτεχνία, (Από το Σολωμό μέχρι τις μέρες μας), εκδ. Διαπολιτισμός (2014)
«Το χόμπι» (διήγημα), Ειδήσεις, περ. (δέ)κατα, τχ. 44, (Χειμώνας 2015-2016)
Απόσπασμα: Το κλαμπ και άλλα διηγήματα
TO XΩΡΑΦΑΚΙ ΜΕ ΤΙΣ ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ
"Μάης, πατέρα...", μουρμούρισε με παράπονο, μονολογώντας - όπως το συνήθιζε τελευταία - και στάθηκε μια στιγμή μπροστά στο παράθυρο του γραφείου του. Το μισάνοιξε και πήρε μια βαθιά αναπνοή. Σ' αυτή την περιοχή, στις παρυφές της πόλης, το τοπίο του θύμιζε έντονα το χωριό. Υπήρχε ένα περιφραγμένο οικόπεδο μπροστά του, πνιγμένο στο πράσινο, με κίτρινα λουλουδάκια και λιγοστές παπαρούνες να ξεχωρίζουν εδώ κι εκεί. Ένας παλιός, ξεχαρβαλωμένος οδοστρωτήρας σκούριαζε στη μέση, κι ολόγυρά του, μια στρατιά από ψηλόκορμα γαϊδουράγκαθα με μαβιά κεφαλάκια, σειούνταν ελαφρά. Μια μέλισσα ζουζούνιζε δίπλα στο χέρι του, κι έκλεισε το παράθυρο.
Η ώρα δεν περνούσε. Κι αυτός δεν ήξερε πόσες φορές επανέλαβε την ίδια κίνηση προς το παράθυρο, μέχρι το μεσημέρι. Μια συνάδελφός του, πάλι, τον τσάκωνε διαρκώς αφηρημένο. Τον φώναζε και τον ξαναφώναζε με το όνομά του, μα δεν την άκουγε. "Μήπως είσαι ερωτευμένος;" τον ρώτησε στο τέλος γελώντας.
Το Σαββατοκύριακο είχαν πάει στο χωριό για δουλειές της γυναίκας του. Είχε επιστρέψει ψες το βράδυ, αργά, και πήγε αμέσως να δει τον πατέρα. Ήταν πάλι σε άθλια κατάσταση, χειρότερα απ' ό,τι τον είχε αφήσει. Βυθισμένος με πείσμα στη σιωπή του, με τα μάτια κλειστά, παραιτημένος. Η μάνα του έσφιγγε τα κοκαλιάρικα πόδια του στην αγκαλιά της και τον έξυνε. "΄Εκανε πάλι εμετό", τού 'πε κρυφά• "ευτυχώς, όχι μαύρο αίμα, σαν τις προάλλες. Ξημερωθήκαμε. Ψυχίτσα μου", πρόσθεσε. "Νάξερες πόσο τον λυπάμαι. Και δεν μπορεί ούτε να σταθεί στα πόδια του• τον σήκωσα μια στιγμή• ξαφνικά τον βλέπω πέφτει κατά την άλλη μεριά - αν δεν τον έπιανα...". Έκανε αυτός να του μιλήσει - είχε τόσα να του πει - περιορίστηκε στα τυπικά και του χάϊδεψε το κεφάλι.
Νωρίς το πρωί πήρε από τη δουλειά τηλέφωνο στο νοσοκομείο και κανόνισε για αίμα και λευκώματα. Δύο φιάλες αίμα θα ήταν καλά, θα τον ζωντάνευαν. Τουλάχιστο για δύο μήνες, σκέφτηκε. Μετά, σκέφτηκε πόσες μεταγγίσεις είχανε κάνει μέχρι τώρα, και πόσες ακόμη θα χρειάζονταν ίσως να κάνουν, και τον έπιασε απελπισία• χρωστούσαν ήδη παραπάνω από δεκαπέντε φιάλες στο νοσοκομείο, και δυσκολευόταν πια να βρει άλλους αιμοδότες.
Το απογευματάκι που τον επισκέφτηκε στο σπίτι, εκείνος είχε πάρει κιόλας τα λευκώματα. Την επομένη, στο νοσοκομείο, θα έπαιρνε και το αίμα - "αλλά, βρε παιδί μου, πες του τίποτα", τον πρόλαβε η μάνα του στο διάδρομο, "δε συμμετέχει καθόλου, δεν βοηθάει... 'Οχι μόνο δεν βάζει μια μπουκιά στο στόμα του, ούτε το νερό του δεν πίνει• να το εκεί, απείραχτο. Σκέτη αυτοκτονία - θα αφυδατωθεί!" Αυτός τη θυμόταν, που είπε κάποτε τα ίδια σε ένα γιατρουδάκο, στο νοσοκομείο, κι εκείνος της είχε απαντήσει: "Τί περιμένεις, κυρά μου; Εδώ που τα λέμε, στην περίπτωσή του, ο θάνατος είναι λύτρωση!" Τον είχε αποπάρει εκείνον τον νεαρό για τον τρόπο που της μίλησε• μέχρι που τον απείλησε πως θα του έκανε αναφορά στον προϊστάμενό του. Κι όμως ήταν μια αλήθεια, σκεφτόταν συχνά, μόνο που δεν ήθελε να την παραδεχθεί.
Τα ξέχασες όλα μεμιάς, όταν μπαίνοντας στο δωμάτιο, πρόσεξε πως ο πατέρας είχε μισανοίξει τα μάτια του. Ένα πικρό, αδιόρατο χαμόγελο κρεμόταν στα χείλη του.
"Πώς τα πέρασες;" τον ρώτησε βραχνά. Και προτείνοντας τα γυμνά σκοινιασμένα πόδια του, με το κιτρινωπό δέρμα: "Ξύσε με", πρόσθεσε παρακλητικά.
Ο πατέρας μιλούσε σπάνια, κι η φωνή του, αχρηστεμένη πια, δεν έμοιαζε νά 'ναι η δική του. Εδώ και αρκετό καιρό, ο τραβηγμένος ήχος που έβγαινε από μέσα του, τον ξάφνιαζε. Όσο για το ξύσιμο, δεν ήταν απλώς ένα σύμπτωμα της αρρώστιας του• ανέκαθεν του άρεζε, έδινε την εξήγηση η μάνα του, όμως τώρα, για έναν λόγο παραπάνω, επειδή ήθελε συντροφιά. Ήθελε να τους νιώσει δίπλα του, να τους ακούει να του μιλάνε, γι' αυτό κι εκείνος είχε αποκτήσει τη συνήθεια να μονολογεί τελευταία - λυνόταν κυριολεκτικά η γλώσσα του - όταν βρισκόταν μαζί του, όπως αυτή τη στιγμή.
"Λοιπόν, πατέρα" άρχισε, "στο χωριό τα πράγματα είναι όπως τα ξέρεις. Σε περιμένουν όλοι, ρωτούν συνέχεια για σένα, κι εγώ τους λέω "κάντε λιγάκι υπομονή, γιατί δεν είναι μακριά ο καιρός να σας τον ξαναφέρω". Ειλικρινά, είναι συγκινητικό το ενδιαφέρον τους - όχι μόνο της οικογένειας του πεθερού μου, αλλά και όλων των άλλων που έτυχε να σε γνωρίσουν - αν και, εδώ που τα λέμε, όχι και αδικαιολόγητα• σ' έχουν συμπαθήσει πολύ. Δεν μπορούν, λέει, να ξεχάσουν, που έπαιρνες τη βέργα, εκείνη που ξεμασκάλισες απ' την κρανιά - και, μια και δυο, τραβούσες κατά τον πλάτανο ή κατέβαινες στις πηγές να πιείς νερό. Κι όταν τους λέω τώρα πως είχαμε κάποια προβλήματα - αλλά, ευτυχώς, τα δύσκολα τα ξεπεράσαμε - γουρλώνουν τα μάτια τους και, ειλικρινά, δεν με πιστεύουν. "Τί λες μωρέ", λένε - και κάθε φορά απορούν, σα να 'ναι η πρώτη φορά - "εκείνος ο λεβεντάνθρωπος που εδώ πατούσε κι εκεί βρισκόταν; Που δεν ήξερε τί θα πει καφενείο και δεν τον έφτανε κανένας στην πεζοπορία; ’ντε άρπαξέ τον γρήγορα τον κακομοίρη από τα χέρια των αλμπάνηδων των γιατρών και φέρ'τον εδώ, να πάρει αέρα καθαρό και να γίνει περδίκι. Ακούς εκεί...". Συνάντησα εκείνον τον γέρο, τον μπατζανάκη του πεθερού μου, και μου 'σφιξε το χέρι σαν να 'ταν τανάλια. Όταν μου 'πε ότι κοντεύει τα ογδόντα πέντε, έμεινα με ανοιχτό το στόμα. Τί να πω, ο Θεός, φαίνεται, χρωστάει υγεία κι ευτυχία• και τα δίνει... Τον έβαζα για εξήντα πέντε, δυο-τρία χρόνια μόνο μεγαλύτερο από σένα• "΄Αντε, αύριο θα κοιταχτούμε...", μου λέει, όταν χωρίσαμε, και να 'βλεπες μονάχα αυτή τη σιγουριά που άστραφτε μες στα μάτια του, σαν μούλεγε "αύριο". Χάθηκε στο δρομάκο για το σπίτι του, τραγουδώντας:
Τριαντάφυλλο στ' αυτί
και ζάλη στο κεφάλι
δεν ημπορεί η αγάπη μου
να γίνει πιο μεγάλη...
Χα-χα! Ακούς;"
Σταμάτησε κι έσκυψε πάν του, γιατί ο πατέρας είχε ξανακλείσει τα μάτια, και δεν φαινόταν ν' ακούει. ’πλωσε το χέρι του και ψηλάφισε το κούτελο και τα μάγουλά του. Χρειαζόταν ξύρισμα. Ξαφνικά, άνοιξε διάπλατα τα βλέφαρά του.
"Ξύνε, ξύνε", είπε• "μη σταματάς".
"Ναι... Λοιπόν, ξέρεις, αυτή την εποχή η φύση εκεί πέρα είναι το κάτι άλλο, ε; Δεν συγκρίνεται. Πράσινο, τι να σου πω, θόλωσε το μάτι μου. 'Οταν καλυτερέψεις με το καλό - κι αυτό θα γίνει, φυσικά, μόνο αν το θελήσεις εσύ, αν το βάλεις πείσμα, κι αν αποφασίσεις επιτέλους να βάλεις και καμιά μπουκιά στο στόμα σου, κι όχι να μη θες να πιείς ούτε νερό! - τότε θα σε πάρω, όπως παλιά, για να ξανακάνουμε το ίδιο εκείνο δρομολόγιο. Θέλω να το καταλάβεις αυτό, έχει μαλλιάσει η γλώσσα μου να σ' το λέω, ότι μια μέρα, αν φας καλά και δυναμώσεις, θα σηκωθείς απ' το κρεβάτι. Οι γιατροί δεν μας απαγόρεψαν τις εκδρομές. Γιατί δεν θες να το πιστέψεις, βρε πατέρα μου, πες μου, ποιός άνθρωπος ζει χωρίς ελπίδα - δικά σου λόγια είναι αυτά, τα ξέχασες; Θα βάλουμε και το αίμα, θά 'μαστε μια χαρά.... Παίρνουμε μαζί μας όσα χρειαζόμαστε και την κοπανάμε. Θυμάσαι, μωρέ, που "πιλαλούσες" μες στα στάρια και δεν μπορούσα να σε προφτάσω; Πόσα χρόνια πέρασαν σαν από τότε, ε, τέσσερα-πέντε; Δεν είναι απαραίτητο, βρε αδερφέ, και τώρα να τρέχουμε, θα πηγαίνουμε σιγά-σιγά, εν ανάγκη πάμε και με το αυτοκίνητο. Και μόνο ο καθαρός αέρας που θ' αναπνέουμε, μας φτάνει. 'Ετσι; 'Αντε, τώρα, πρόσεξε ν' ακούσεις τί ακριβώς μου συνέβη αυτή τη φορά, εντάξει;"
Έκανε επίτηδες μια παύση, κι ο πατέρας μισανοίγοντας τα μάτια, χωρίς να τον βλέπει, κούνησε αργά το κεφάλι, πράγμα που σήμαινε "συνέχισε".
"Ξεκίνησα για το γνωστό μας δρομολόγιο, τη συνηθισμένη ώρα, λίγο προτού βασιλέψει ο ήλιος. Προηγουμένως έψαξα για τη βέργα σου - που ο πεθερός μου, όπως αποδείχτηκε την έχει φυλαγμένη σαν κόρη οφθαλμού "θα ξαναγυρίσει", λέει, "κάποτε, και θα μου τη ζητήσει", έχει μάλιστα σκαλίσει και τη λαβή της - και την ανακάλυψα στην ξυλαποθήκη. Με είδε και χαμογελούσε. Ξέρω γω τώρα, θα σκέφτηκε, κατά πού βάζει πλώρη αυτός - κατακεί που αρμένιζαν και με τον πατέρα του. ’νθρωποι της πόλης, σου λέει• βλέπουν τη φύση μ' άλλο μάτι.... Εκείνη την ώρα η αφεντιά του γυρνούσε από το καφενείο και σε λίγο σκόπευε να ξαναπάει εκεί. ’νοιξα το βήμα και άφησα πίσω το χωριό, ακολουθώντας τη δημοσιά. Προχωρούσα γρήγορα μέχρι να φτάσω στο ύψωμα, δίχως να νιώσω καθόλου κούραση, κι είχα έντονα την αίσθηση πως ήσουν μαζί μου. Μάης, βλέπεις... Να σου πω, το μεσημέρι με είχανε πάρει τ' αυτιά οι κάργες που χτυπιούνταν στο γκρεμισμένο χαγιάτι, αλλά τώρα το ευχαριστιόμουν με τους κελαηδισμούς των πουλιών. Πού και πού φτάνανε και κάτι μυρωδιές στη μύτη μου από δυόσμο, χαμομήλι, άγρια χόρτα και μέντα, που με ζάλιζαν. Κι όταν έφτασα στο ψήλωμα, πρόσεξα στο βάθος, απ' την πάνω μεριά, κάτι που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, ένα χωραφάκι κατακόκκινο, και το ΄βαλα σημάδι με το μάτι, λέω ας πάω ως εκεί - αυτό είναι σίγουρα πλημμυρισμένο από παπαρούνες.
Στον ορίζοντα ορθωνόταν το βουνό, δεν είχε πια χιόνι, αλλά ένιωθα ένα δροσερό αεράκι να έρχεται από τη μεριά του. Ο δημόσιος σε κίνηση αραιή, ένα-δύο αυτοκίνητα κάθε τρία λεπτά• δεξιά και αριστερά του το πράσινο φουντωμένο. 'Εμεινα να χαζεύω ένα σταροχώραφο με σχήμα Π, να περιτριγυρίζει κάποιο άλλο, με φύτρα από καπνό. Από μία συστάδα δίπλα μου ακουγόταν ένας κελαηδισμός - μα τι τρίλια ασταμάτητη, βρε παιδί μου, ήταν αυτή! - κι η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Τί νά 'τανε άραγε, καρδερίνα, αηδόνι, μελισσοφάγος; Μετά, κάποιο άλλο πουλί, πήρε ψηλά στα σύρματα έναν σκοπό, κι άλλο ένα, απέναντι, σε κάτι φυλλωσιές
- πραγματική συναυλία. Κι εγώ, δώσ' του να πηγαίνω, χτυπώντας τη βέργα στην άσφαλτο, να βλέπω μπροστά μου ένα δεντράκι να γέρνει, καταπράσινο, κι ένα ψηλό γαϊδουράγκαθο δίπλα του, να τεντώνει το κορμάκι του να τ' ακουμπήσει, σε μια προσπάθεια, θα έλεγες αρμονική. Σου λέω, ένιωσα περίεργα. Μου περνούσε απ' το μυαλό πως ήμουν κάτι σαν αυτά τα ζωύφια που κυνηγιούνταν στον αέρα ή ακόμη κι ένα τίποτα να μου λέγαν εκείνη την ώρα πως ήμουν, θα το παραδεχόμουν.
Πέρασε ένας χωριάτης με το τρακτέρ του και χαιρετιστήκαμε, σηκώνοντας τα χέρια. Ούτε... που τον ήξερα• μια αδελφή ψυχή στην ερημιά, σκέφτηκα - μια παρηγοριά. Να γιατί αγαπώ το χωριό• σε χαιρετάνε και τους χαιρετάς, και δεν είναι ανάγκη να γνωρίζεστε. Έβλεπα δίπλα μου έναν αγρό με βαθύ καφετί χρώμα - φρεσκοποτισμένο. Κάτι θα είχανε σπείρει. Στο βάθος πίσω του, ψήλωνε το στάχυ στο σταροχώραφο - αλλά το καπνό, όπου υπήρχε, ήταν κοντό, πραγματικός νάνος μπροστά του. Αν θες, σου τα λέω όλα, με λεπτομέρειες, αυτά που παρατήρησα: Το κριθάρι ψώμωσε, έδεσε σπυρί, τα στάρια, όπως είπα, πάνω στον ανθό τους, έχουν πετάξει μπόι, τα τεύτλα, σε αράδες, έχουν ένα πλατύ φύλλο, να!, τα καπνά και τα καλαμπόκια τώρα τα σπείραν κι είναι μόνο μια πιθαμή, το ίδιο κι ο ηλιόσπορος, αλλά με φύλλο φαρδύ κι αυτός. Περπατούσα, παίρνοντας βαθιές αναπνοές και δεν χόρταινα να χαζεύω. Πού και πού, έπιανε το μάτι μου και μερικές σαύρες να ξεπετάγονται στα χορτάρια. Κάποτε, μεσημέρια κυρίως, έχω δει και φίδια να διασχίζουν αυτή τη δημοσιά.
Είπα φίδια... Προχτές το απόγευμα, άκου τι έπαθε ο πεθερός μου ... χα-χα! Πήγε να φορέσει το σακάκι του, που το'χε αφήσει κρεμασμένο στην αποθηκούλα, πάνω στο μαντρί. Το ρίχνει, που λες, στους ώμους του, πάει μετά να βάλει το χέρι στο μανίκι, νιώθει κάτι κρύο. Ακούς; Ανατρίχιασε. Το τινάζει και πέφτει χάμω, ένα φίδι να! Τον ρωτάω: "Καλά, δεν φοβήθηκες"; "Ε, τί να φοβηθώ", λέει, "αυτό το καημένο βρήκε ζεστό το μανίκι, χώθηκε μέσα! όταν το είδα να φεύγει, του λέω: "’ντε ώρα καλή! Κρίμα ήταν. Ένας λαφιάτης... Από τότε που μας ήρθε, εξαφανίστηκαν τα ποντίκια". Θες να ακούσεις και κάτι άλλο που μου είπε; "Ετσι και σκοτώσεις φίδι", λέει, "κι είναι πρωί, στα δύο να το κόψεις, αυτό θα κουνάει την ουρά του, μέχρι που να βγει το φεγγάρι. Τότε τελειώνει...".
Κάποια στιγμή, που λες, έφτασα, κι είδα ότι δεν είχα λαθέψει. Ήταν πραγματικά ένα χωραφάκι, φίσκα στις παπαρούνες. Μια θάλασσα από παπαρούνες και χιλιάδες άλλα μικρότερα λουλουδάκια μέσα της, λευκά, κίτρινα, γαλάζια, ακόμη και τούφες από χαμομήλι. Όργιο βλάστησης - εκεί δεν είχε επέμβει καθόλου το ανθρώπινο χέρι - και η φύση έδειχνε από μόνη της το πρόσωπό της. Επικρατούσε το κόκκινο, σαν στέρνα από αίμα. Καθόμουν και το χάζευα ώρα. Στο μεταξύ είχα φτάσει και κοντά στη στροφή, λίγο πιο πέρα ήταν η μεγάλη διασταύρωση. 'Ετσι τουλάχιστον υπολόγιζα. Ξαφνικά, λέω στον εαυτό μου - και γιατί δεν πας, τάχα, να ρίξεις μια ματιά, ήρθες που ήρθες μέχρι εδώ, τράβα λιγάκι παραπέρα, να δεις πόσο απέχει το σύδεντρο της διασταύρωσης, πώς φαίνεται από κεί ο κάμπος, ευκαιρία να χαζέψεις κάποια αξιοθέατα κι από εκείνη τη μεριά. Πες το περιέργεια - δηλαδή, τί περιέργεια, αφού τα μέρη είναι γνωστά - όπως θες πες το, πάντως ήθελα να προχωρήσω ακόμα λίγο.
Λοιπόν... αν θυμάσαι - κι από τις άλλες φορές που πηγαίναμε με τ' αυτοκίνητο - στο σημείο εκείνο η στροφή είναι κάπως κλειστή. Καθώς πλησιάζω, ακούω θόρυβο που δυναμώνει και τραβιέμαι αμέσως σύρριζα στην άκρη, αλλά εκεί υπήρχε το χαντάκι με κάτι ψηλά θάμνα γεμάτα αγκάθια, και κόλλησα πάνω τους. Το αμάξι πετάχτηκε σα βολίδα, χοροπηδώντας, γιατί μόλις πρόλαβε ο οδηγός του να το στρίψει αριστερά. 'Εμοιαζε, θαρρείς, μια πνοή αέρα να το πέταξε πέρα. Την τελευταία στιγμή, έπιασα μια έκφραση πανικού στα μούτρα του, αλλά κι εγώ, φίλε μου, δεν πήγαινα πίσω.
Λαχταρισμένος, αποφάσισα να γυρίσω. Σκέφτηκα απλά: Τί θα μπορούσε τάχα να βρεθεί στο δρόμο μου πιο ενδιαφέρον από εκείνο το υπέροχο χωραφάκι με τις παπαρούνες; Μπα, τίποτε άλλο, ίσως μόνο κίνδυνοι, λογής λογής... Έριξα τη βέργα στο πλάι, σα σπαθί, και τάχυνα ξανά το βήμα. Τώρα, ο ήλιος έπεφτε στον ορίζοντα, ακριβώς απέναντι από το χωραφάκι. Δυο κόψανε ταχύτητα κι ήθελα να με πάρουν, θα νόμιζαν ότι ξέμεινα, αλλά τους έκανα νόημα με το χέρι, να μην σταματήσουν. Πού να φανταστούν εκείνοι πως ένιωθα εγώ... Έπαιρνα τις βαθιές μου αναπνοές, κι ούτε το κατάλαβα, που λες, γιατί πότε έφτασα σε κείνη την ανηφοριά, έξω από το χωριό...".
Κόμπιασε. Είχε την ιδέα πάντα - αν και απέφευγε να το κουβεντιάσουν - πως το πρώτο σύμπτωμά της η αρρώστια του πατέρα το είχε δώσει, πριν τέσσερα περίπου χρόνια, σε κείνη την ανηφοριά. Θυμόταν καθαρά τη σκηνή, γιατί τού 'χε κάνει εντύπωση, και την είχε θεωρήσει άσχημο σημάδι. Ο πατέρας είχε σταματήσει λαχανιασμένος - πράγμα ασυνήθιστο γι' αυτόν - κι έπιανε τη μέση του με τα δυο χέρια, σαν να τον θέριζε δυνατός σφάχτης. Λίγους μήνες αργότερα, κι ενώ στο μεταξύ είχε καταπέσει απότομα, καθηλώθηκε στο κρεβάτι.
Ξαφνικά, έσκυψε πάνω του
"Μα τι γίνεται ... κλαις;"
Δαγκάθηκε. Ο πατέρας κρατούσε τα βλέφαρα πεισματικά κλειστά, μα ένα δάκρυ φαινόταν να τρεμοπαίζει στις άκρες τους. Το πρόσωπό του ήταν σοβαρό, γαλήνιο - περήφανο του φάνηκε - και μια άφατη γλυκύτητα χυνόταν στα χαρακτηριστικά του.
Δεν του απάντησε. Τότε αυτός του χάιδεψε λιγάκι το μέτωπο, μετά σηκώθηκε και τον ατένισε αμήχανος μια στιγμή, βάζοντας τα χέρια στη μέση, "Θά 'ρθω μετά να σε ξυρίσω", μουρμούρισε αχνά, σιάζοντας τα σκεπάσματά του, τον ξανακοίταξε για λίγο σιωπηλός, κι ένιωθε πραγματικά να φουσκώνει κάτι μέσα του και να τον πνίγει, έτσι που ο πατέρας του έδειχνε να μην τον ακούει πιά, που φαινόταν σαν νά'θελε να δραπετεύσει στον ύπνο του".
Διεύθυνση:
Στρατωνίου 5,
54 634 ’νω Πόλη, Θεσσαλονίκη
Email:
takaloutsas@gmail.com