ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΜΙΧΑΛΗΣ


ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΜΙΧΑΛΗΣ

Ο Μιχάλης Μακρόπουλος γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε βιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έζησε εννιά χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Εδώ και δεκατρία χρόνια ζει με την οικογένειά του στη Λευκάδα και περνά μεγάλα διαστήματα στα χωριά της Ηπείρου Δελβινάκι Πωγωνίου, όπου διαδραματίζονται κάποιες από τις ιστορίες του, και Γρεβενίτι Ανατολικού Ζαγορίου. Τα τελευταία έξι βιβλία του για ενήλικες κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κίχλη: Το δέντρο του Ιούδα (2014), Τσότσηγια & Ω’μ (2017), Μαύρο Νερό (2019, Βραβείο Διηγήματος-Νουβέλας 2020 του περιοδικού Ο Αναγνώστης, Κρατικό Βραβείο Διηγήματος-Νουβέλας 2020), Η θάλασσα (2020), Άρης (2021, μαζί με την ποιήτρια και πεζογράφο Ελένη Κοφτερού), Ιστορίες από ένα περασμένο μέλλον (2022). Έχει εκδώσει δεκατέσσερα βιβλία για ενήλικες, το Οδοιπορικό στο Πωγώνι (Fagotto 2013) και έξι βιβλία για παιδιά (η Μαλαματένια βελανιδιά [Καλειδοσκόπιο, 2020] τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου το 2021). Διηγήματά του δημοσιεύονται σε διάφορα περιοδικά. Εργάζεται ως μεταφραστής λογοτεχνίας (μεταξύ άλλων, έχει μεταφράσει έργα των Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Τζον Στάιμπεκ, Ουίλιαμ Γκόλντινγκ, Τρούμαν Καπότε, Χένρι Τζέιμς, Κάρσον Μακάλερς, Πάτρικ Λη Φέρμορ).

 
 Πληροφορίες: 
Όνομα:  Μιχάλης
Επίθετο:  Μακρόπουλος
Εργογραφία: 

«Ιστορίες για μικροσκοπικά και γιγαντιαία πλάσματα» (Οξύ 2000)

«Το τέρας και ο έρωτας» (Βιβλιοπωλείον της Εστίας 2002)

«Η μαγική εκδρομή» (Βιβλιοπωλείον της Εστίας 2005)

«Το τέλος του ταξιδιού» (Βιβλιοπωλείον της Εστίας 2006)

«Η άδεια καρέκλα» (Εκδόσεις Καστανιώτης 2007)

«Σπουργίτω και Γράχαμ» (Εκδόσεις Πικραμένος 2012)

«Οδοιπορικό στο Πωγώνι» (Fagotto books 2013)

«Το παιδί μες στη βαλίτσα» (Εκδόσεις Πατάκη 2013)

«Το δέντρο του Ιούδα» (Κίχλη 2014)

«Τσότσηγια & Ω’μ» (Κίχλη 2017)

«Μαύρο νερό» (Κίχλη 2019)

«Η μαλαματένια βελανιδιά» (Καλειδοσκόπιο 2020)

«Η θάλασσα» (Κίχλη 2020)

«Άρης» (μαζί με την Ελένη Κοφτερού, Κίχλη 2021)

«Ιστορίες από ένα περασμένο μέλλον» (Κίχλη 2022)


Διεύθυνση: 

Φρύνι, Τ.Θ.45306, 31100 Λευκάδα

 

Τηλ.: 6977083689


Έτος γέννησης:  1965
Τόπος γέννησης:  Αθήνα
Τίτλος αποσπάσματος:  «Πατέρας και Χριστόφορος» (από το Μαύρο νερό)
Κείμενο αποσπάσματος: 

Όλη νύχτα έβρεχε ασταμάτητα και δυνατά, κι από την πλαγιά στο Ανήλιο μεγάλες πέτρες ξεκόλλησαν και κύλησαν στο δρόμο. Το πρωί η βροχή έκοψε, αλλά ο ουρανός ήταν βαρύς, πλάκωνε το χωριό και τα βουνά. Έφαγαν το μισό ψωμί που ’χε πάρει χτες από την πόλη, και πήραν το άλλο μισό για το δρόμο, μαζί με δυο παγούρια νερό από τη δεξαμενή που ’χε φτιάξει ο Πατέρας από πίσω. Ήταν πάνω από τη μισή γεμάτη και θα γέμιζε κι άλλο, γιατί ήταν η εποχή των βροχών, κι έπιναν νερό μόνο αποκεί ωσότου να σωθεί και η τελευταία σταγόνα· αλλά κάποια στιγμή, τους πολλούς μήνες της ξηρασίας, η δεξαμενή στέρευε.

Το νερό που ’τρεχε από τη βρύση έδειχνε καθαρό πια, αλλά φυσικά δεν ήταν, ούτε θα ’ταν ξανά καθαρό για πολλά χρόνια. Ήδη από τότε που η Αναστασία ήταν ζωντανή κι ακόμη δεν είχαν καταλάβει πως είχε αρρωστήσει, ο Πατέρας είχε βάλει στη βρύση ένα φίλτρο και το ανανέωνε κάθε χρόνο – αυτό, τα τρόφιμα, και τα βιβλία του Φόρη, ήταν τα μόνα τους έξοδα. Όμως, αυτή η τακτική αλλαγή του φίλτρου ήταν σαν προσευχή σ’ έναν θεό που, ενώ δεν τον πίστευε πια, δεν μπορούσε να παραδεχτεί πως είχε πάψει να τον πιστεύει.

Φόρεσε στον Χριστόφορο ένα χοντρό πουλόβερ και το αδιάβροχό του, κι έπειτα τον έβαλε στο σακίδιο που ’χε έτσι φτιαγμένο, ώστε το κουβάλημα του αγοριού στην πλάτη για πολλές ώρες να ’ναι βολικό και σχετικά εύκολο – με επιπλέον λουριά για να στεριώνεται γερά το σακίδιο στο στέρνο και στη μέση, και με δυο τρύπες για να κρέμονται τα πόδια του αγοριού, άχρηστα και λεπτά σαν κλαράκια, μα με όμορφα δάχτυλα, καλοσχηματισμένα· που ο Πατέρας τους έκοβε ταχτικά τα νύχια, με φροντίδα, για να μοιάζουν με μικρά διάφανα κοχύλια, λειασμένα από το κύμα.

Όταν έπιασε η Αναστασία τον Χριστόφορο ήταν ήδη άρρωστη, αλλά το κατάλαβαν πολλούς μήνες μετά: το μωρό ήταν το πρώτο ορατό σύμπτωμα της αρρώστιας της.

Τον φόρεσε στην πλάτη, ανεβοκατέβασε τους ώμους και τινάχτηκε μια δυο φορές, για να κάτσει καλά πάνω του, έδεσε τα λουριά και βγήκαν στο κρύο χειμωνιάτικο πρωινό. Πήρε τον αμαξιτό δρόμο, που εδώ κι εκεί ήταν ραγισμένος και κομμάτια είχαν φαγωθεί στις άκρες, γιατί κανείς δεν τον συντηρούσε πια. Ένιωθε τη χαρά του αγοριού, από τον τρόπο που γυρνούσε πέρα δώθε το κορμί του μες στο σακίδιο για να δει τα πάντα: τα γυμνά κλαριά των βαλανιδιών, το εικόνισμα του Μικρού Αϊ-Γιάννη έξω από το χωριό, ένα πουλί που πετιόταν ξαφνικά, και το αγόρι τ’ ακολουθούσε με το βλέμμα του στον ουρανό.

Στο Ανήλιο στάθηκε και καθάρισε το δρόμο από τις πέτρες, χωρίς να βγάλει από την πλάτη τον Χριστόφορο – τις σήκωνε μία μία, κάνοντας βαθύ κάθισμα, και τις πετούσε πέρα. Συνήθως, από τη μια Παρασκευή στην άλλην, που περνούσε το λεωφορείο, δεν πέρναγε τίποτε άλλο, αλλά ο καθαρισμός του δρόμου από τις πέτρες ήταν μια από τις κοινοτικές εργασίες που είχε αναθέσει ο ίδιος στον εαυτό του, κι ας μην υπήρχε πια κοινότητα. Ήταν σαν την αλλαγή του φίλτρου στη βρύση – κι ας μην είχε νόημα να το κάνει, το έκανε με τη μηχανική πίστη ότι μπορεί κάποιος ταξιδιώτης να περνούσε…

 
 

Διακρίσεις: 

Βραβείο Διηγήματος/Νουβέλας ꟷ Περιοδικό «www.oanagnostis.gr» 2020

Κρατικό Βραβείο Διηγήματος-Νουβέλας 2020

Βραβείο Ελληνικής Λογοτεχνικής Φράσης της Χρονιάς ꟷ Περιοδικό «Literature.gr» 2019

Κρατικό Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου 2021

 

 


E-mail:  mihalismakropoulos@hotmail.com