ΚΟΥΣΑΘΑΝΑΣ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ


ΚΟΥΣΑΘΑΝΑΣ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

Σπούδασε αγγλική και ελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Eργάστηκε επί μία εικοσαετία ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση.

Έχει εκδώσει είκοσι πέντε βιβλία με ποιήματα, διηγήματα, κείμενα για τον πολιτισμό και την ιστορία του γενέθλιου τόπου του και έχει μεταφράσει αγγλόφωνη ποίηση. Κείμενά του έχουν περιληφθεί σε ανθολογίες και έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά και γαλλικά.

Τελευταία του βιβλία: Τα ποιήματα και τέσσερεις αναπλάσεις, Ίνδικτος 2011 (με μετάφραση του «Αντιχνούμενου» στα αγγλικά από τον David Connolly) και Αξιοσημείωτες συναντήσεις, Ίνδικτος 2011. Μέσα στα προσεχή εκδοτικά σχέδια του Π. Κ. είναι η έκδοση των σειρών Γ΄-Η΄ των Παραμιλητών (η τελευταία σειρά περιλαμβάνει τον πολυαναμενόμενο από τους ερευνητές «Θεματικό Βιβλιογραφικό Οδηγό για τη Μύκονο»), η βελτιωμένη και συμπληρωμένη β΄ έκδοση του Χρηστικού Λεξικού του ιδιώματος της Μυκόνου, καθώς και μια «μυθ-ιστορία» με τίτλο Αόμματοι κι ανοιχτομάτηδες.

 Πληροφορίες: 
Όνομα:  ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
Επίθετο:  ΚΟΥΣΑΘΑΝΑΣ
Εργογραφία: 

ΠΟΙΗΣΗ

 

Συρραφή ονείρων, 1980 (Βραβείο Μαρίας Περ. Ράλλη) / Ακαριαία, 1985 / Ο Άρχοντας του Μεγάλου Δόκανου, 1986 / Το μενεξεδί της Ποιήσεως, 1991 / Ο Αντιχνούμενος, Οι Εκδόσεις των Φίλων 1994 / Τα ποιήματα και τέσσερεις αναπλάσεις (συγκεντρωτική έκδοση των πέντε ποιητικών συλλογών του Π. Κ. με μετάφραση του Αντιχνούμενου στα Aγγλικά από τον David Connolly), Ίνδικτος 2011

 

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

Το ρόδο της φωτιάς, 1985 / Η κουνιστή πολυθρόνα και άλλες ιστορίες, Νεφέλη 1996 / Είναι και πράματα βουβά, Νεφέλη 1999 / Η Ξυλόκατα και άλλες παγίδες, Νεφέλη 2004 / Το κουρτινάκι της καρδιάς, Ίνδικτος 2005 / Μικρό τρίπτυχο του νόστου, Ίνδικτος 2006 / Λοξές ιστορίες που τελειώνουν με ερωτηματικό (Μυθ-ιστορίες για τα ολέθρια επακόλουθα του Χρόνου), Ίνδικτος 2009 (Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο Διηγήματος) / Μυζήθρα, Ζυμήθρα (Ένα αληθινό παραμύθι), Κ.Δ.Ε.Π.Α.Μ. & Εκδόσεις Στεφανίδη 2010 / Αξιοσημείωτες συναντήσεις (Μυθ-ιστορίες για σημαδιακά συναπαντήματα), Ίνδικτος 2011

ΕΠΙΜΕΛΕΙΕΣ - ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΜΥΚΟΝΟΥ

Όρτσ’ αλά  μπάντα!, Δήμος Μυκονίων 1986α, Ίνδικτος και Δήμος Μυκόνου 2002β / Ένας Λόρδος στη Μύκονο και στις Δήλες το 1749,  An Irish Lord in Mykonos, Delos and Rhenea in the year 1749, 1989α, 1991β  / Δήλος, Άνοιξη του 1991 μ.Χ., Delos, Spring 1991 A.D., A Photographic Itinerary, Δήμος Μυκονίων 1991 / Ποιήματα και ρίμες του Πανάγου Αξιώτη, Η Μυκονιάτικη 1993 / Χρηστικό Λεξικό του ιδιώματος της Μυκόνου, Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 1996 / Γράμματα στη Μέλπω από τον αδελφό της Πανάγο Αξιώτη, Η Μυκονιάτικη 1997 / Ενθύμιον Μυκόνου (1885-1985), Τόμοι Α΄ και Β΄, Mykonos (1885-1985), A Photographic Memento, Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 1998 / Παραμιλητά, Κείμενα για τον πολιτισμό και την ιστορία της Μυκόνου, Σειρές Α΄-Β΄,  Ίνδικτος 2002 (Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο Χρονικού-Μαρτυρίας) / Λουδοβίκου Ρουσέλ, Παραμύθια της Μυκόνου, Ίνδικτος και Δήμος Μυκόνου 2007

ΕΤΟΙΜΑΖΟΝΤΑΙ

Παραμιλητά Γ΄, Κείμενα για τον πολιτισμό και την ιστορία της Μυκόνου (Λαογραφικά και Γλωσσολογικά) / Παραμιλητά Δ΄,  Κείμενα για τον πολιτισμό και την ιστορία της Μυκόνου (Άγνωστες και γνωστές σελίδες περιηγητών για τη Μύκονο και τις Δήλες ανά τους αιώνες – Επιστολές και μαρτυρίες ξενιτεμένων) / Παραμιλητά Ε΄, Κείμενα για τον πολιτισμό και την ιστορία της Μυκόνου (Αρχιτεκτονικά, περιστασιακά θρηνώδη και λοιπά για τον τόπο δημοσιεύματα – Παλιές ιστορίες και φυσιογνωμίες του νησιού) / Παραμιλητά ΣΤ΄, Κείμενα για τον πολιτισμό και την ιστορία της Μυκόνου (Πνευματικές κι άλλες μορφές του νησιού – Βιβλία, βραβεία, επέτειοι κι επιστολές) / Παραμιλητά Ζ΄, Κείμενα για τον πολιτισμό και την ιστορία της Μυκόνου (Ιστορία και ιστορίες – Δυο πολυφαμελιές και κάποιες φυσιογνωμίες του νησιού – Χλωρίς της Μυκόνου – Βιβλιοκρισίες) / Παραμιλητά Η΄, Κείμενα για τον πολιτισμό και την ιστορία της Μυκόνου (Θεματικός Βιβλιογραφικός Οδηγός για τη Μύκονο) / Χρηστικό Λεξικό του ιδιώματος της Μυκόνου (β΄ έκδοση, συμπληρωμένη) / Αόμματοι κι ανοιχτομάτηδες (Μυθ-ιστορία)


Διεύθυνση: 

Μέλπως Αξιώτη 56 [Λαγκάδα], 846 00 Μύκονος


Έτος γέννησης:  1945
Τόπος γέννησης:  Mύκονος
Τίτλος αποσπάσματος:  ΚΕΙΜΕΝΑ
Κείμενο αποσπάσματος: 

ΔΥΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

Ο ΑΝΤΙΧΝΟΥΜΕΝΟΣ (1990-1994),

Ίνδικτος, Αθήνα 2011, σσ. 200-203 & 212-213

 

Α΄, 8. ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΟ ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Αντιχνούμενος ο χωρισμός

παρηγοριά δεν έχει

Γεμάτο το εικονοστάσι των νεκρών μου

μα περισσότεροι

οι πεθαμένοι ζωντανοί

Επιζωγραφισμένα πρόσωπα ονόματα

σκιές μπερδεμένες

Ποιες να καλέσω ποιες να αγκαλιάσω

που η σκληρότη’ γίνεται πιο σκληρότητα

με τον καιρό

 

Ένα πουλί κελαηδεί βραχνά στην κούνια μας

τραγουδά στο παραθύρι μας πρωί-βράδυ

Παράφωνος και ο άγγελος της σκοτεινής αυγής

κελαηδεί στη φωλιά της μασχάλης σου

«–More light and light     more dark and dark

Γείρε στο στρώμα μας ζεστό σαν την αγκάλη»

Κανέναν δεν θα αφήσω να σκυλέψει

την πολυαίμακτη μνήμη μου

την ανακομιδή των ονείρων

Δέντρο θα γίνω

 να τυλιχτεί πλοκάμι η θύμηση

να πιει χυμούς να ξαναζήσει

 

Ευχαριστώ όσους αγάπησα

Περιφέρω το σώμα τους θαυματουργό εικόνισμα

στα σπαραγμένα ονειρά μου

Είμαι όλοι μου οι νεκροί

Να με ξεχάσει η δεξιά μου αν τους ξεχάσω

 

*

 

Β΄, 3. ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ ΤΑ ΠΑΡΑΜΙΛΗΤΑ

Μακρύ το ταξίδι

αλλιώτικα θα ’χα φύγει θα είχα

και αμφίσημη η στιγμή

όταν με καταχνιάζει ο ύπνος

Μισοαμφίβιος μισοχερσαίος

γρανίτης και λάσπη

και εγώ δεν ξέρω τι είμαι πια

Άτρωτος και ανήμπορος

προσκυνώ το πεπρωμένο μου περάσοντας του θέρους

τις ημέρες μου έζησα ως μελλοθάνατος

Αντί να αλαλάζω χαμηλώνω τα μάτια

Τυλίγω ξετυλίγω το κουβάρι

Φταίω δεν φταίω για τα χρόνια μου

Κουνώντας μαντίλια

επαλήθευσα την αδυναμία της αγάπης

            Αλλά πάλι μικρός ο άνθρωπος

και θαρρεί τις πίκρες του μεγάλες

 

 

ΕΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

ΑΞΙΟΣΗΜΕΙΩΤΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ

(Ίνδικτος Αθήνα 2011 σσ. 9-13, απόσπασμα)

 

ΤΟ ΔΕΙΠΝΟ

 

Cum mortuis in lingua mortua

Εκείνος μαγείρευε κι εγώ δίπλα του τον παρακολουθούσα με κατάνυξη αυτή τη φορά όμως συνέβη το αντίθετο Ζωσμένος την ποδιά μου πολεμούσα στον πάγκο της κουζίνας με τα χαντζάρια και τα τηγάνια μου κι εκείνος καθισμένος σε μια καρέκλα με συμβούλευε κάνοντας πως δεν βλέπει το σκόρδο που περίμενε καθάρισμα στο τραπέζι αυτός που δεν με άφηνε να μαλάζω τα χέρια μου με μυρωδιές «–Ο σαραβάς! αλλού τόνε λένε γλανιό ή σαλούβαρδο Δεν υπάρχει καλύτερο ψάρι για τηγάνι και σαβόρε αλλά να ’ναι φρέσκος κι όταν λέμε φρέσκος εννοούμε φρέσκος της ώρας “η κεφαλή στο τηγάνι η οργιά στη θάλασσα” όπως λέμε αλλιώς δεν αξίζει Λαδάκι της ελιάς στο τηγάνισμα ;άκουσες; της ελιάς του θεού όχι τα  παλιόλαδα που πάτε κι αγοράζετε μακριά απ’ αυτά όλο αρρώστια και χολέρα είναι Στο σαβόρε θα βάζεις καινούργιο λάδι όχι εκείνο με τα καμένα αλεύρια απ’ το τηγάνισμα αυτό περίχυνέ το στα μουλιασμένα ξεροκόμματα για τις όρνιθες γιατί ’ναι κρίμα να πηγαίνει χαμένο Το ψιλοκομμένο σκορδάκι με το αλεύρι να μην τσιγαρίζεται πολύ και πικραίνει το δεντρολίβανο πλυμένο καλά γιατί το κουτσουλούν οι σπουργίτες στην αυλή και ;πού ’σαι; να βάζεις ολόκληρο το κλαδάκι μην το μαδάς μέσα κι ύστερα τρως και φτύνεις τα ξύλα Το σαβόρε πρέπει να τ’ αφήνεις για μια μέρα στην μπάντα εκτός ψυγείου να παντρεύονται οι γεύσεις με τις μυρωδιές του άντε για πρώτη και τελευταία φορά δεν πειράζει που δεν θα μείνει ν’ απολο’χάνει αφού κι εγώ απρόσκλητος σου ’ρθα και ;βλέπεις; τα μάτια σου δεκατέσσερα το ξίδι από το βαρελάκι της αποθήκης να το βάνεις στο φαΐ με το σταγονόμετρο γιατί ’ναι Τούρκος!

            Έκανε μια μικρή παύση «–;Σου ’χω πει το πιπεροξιδάτο κατόρθωμά μου μια φορά;» Του έγνεψα πως όχι κι άρχισε να μου εξιστορεί το χωρατό που θυμήθηκε πάντα του άρεσε να διηγιέται τα καμώματά του στρατιωτικά κυνηγετικά αλιευτικά αγροτικά και επαγγελματικά «–…ο καημένος ο φίλος μου ο Γιακουμάκης ακόμα θα φυσά το στόμα του για να του περάσει η καήλα! αλλά ;ποιο στόμα το ’δες που πάλι το ξέχασα μπας κι έχουν χείλια οι αποθαμένοι να φυσούν όταν καούν και να μιλούν όταν συναντιούνται καληώρα σαν κι εμάς τώρα;» Γελάσαμε κι οι δυο με το πάθημα του Γιακουμάκη κι ύστερα συνέχισε τις συνταγές του για το δείπνο μας από εκεί όπου είχε σταματήσει «–Δεν έχει καλύτερη σαλάτα που να ταιριάζει με το σαβόρε από τη μαρουλοσαλάτα που κόβεις τώρα» μου είπε «έτσι μπράβο! κρεμμυδάκι τρυφερό ψιλοκομμένο άνηθο λίγο αλατάκι χωρίς τσιγκουνιά το λάδι και το ξίδι με φρονιμάδα “ξίγγικος στο ξίδι μπόλικος στο λάδι φρόνιμος στ’ αλάτι και λωλός στο τάραγμα” που λέγανε κι οι παλαιοί το πολύ πολύ να βάλεις καμμιά θρούμπα μέσα και δυο-τρεις κάππαρες με τα φυλλαράκια και τ’ αγγουράκια τωνε Δεν πάει να πει πως βάνομε και τα σαράντα φτύσματα μόνο και μόνο επειδή τη λέμε “σαλάτα” άλλη ιστορία αν απλώσεις μερικές πιπεράτες σαρδέλες “Λούκας” πάνω πάνω Λιγοστά μα στυλωτικά πράματα ’ρέ’εται η ψυχή και το σώμα του ανθρώπου αλλά εσείς μου ’χετε πιασμένες καινούργιες μόδες τώρα… άμα ξέρεις τι τρως το τρως με άλλη όρεξη όπως το χορό που τον χορεύεις ασίκικα όταν γνωρίζεις το σκοπό που σου παίζουνε» Γύρισα με τρόπο από την άλλη μεριά και κρυφά χαμογέλασα άνοιξα το ντουλάπι πάνω από τον νεροχύτη κι έβγαλα μια κονσέρβα πικάντικες σαρδέλες τις άνοιξα τις στράγγιξα και τις άπλωσα πάνω στη σαλάτα ξέροντας πως η μόνη παραχώρηση που έκανε στις κονσέρβες ήταν σ’ αυτές ακριβώς τις πορτογαλέζικες σαρδέλες για τις οποίες τρελαινόταν Όσο ετοίμαζα τη σαλάτα εκείνος συνέχιζε τον χαβά του «–Αφερίμ! βλέπω πως δεν πήγαν χαμένα τα μαθήματα που σου ’δωσα έτσι κόβουν οι καλοί μαγείροι Μαζεμένα τα δάχτυλα προς τα μέσα μη φάμε και ωμό κρεατικό μαζί! ;δεν είπαμε πως όσο πιο απλά και λίγα πράματα στη σαλάτα στο φαΐ και στη ζωή τόσο το καλύτερο;» είπε με προσποιητή σοβαρότητα

Αμέσως μετά ξαφνικά κι απρόσμενα με ρώτησε «–;Πώς τα πας με τη ζωή σε μεταχειρίζεται καλά;» Είπε «μεταχειρίζεται» σαν να ’μουν σκλάβος της πράμα ή παιγνιδάκι δεν είπε «συμπεριφέρεται» όπως συνηθίζομε να λέμε βάζοντας υποτιμητικά τη ζωή στη θέση τού άτακτου παιδιού που επιδέχεται σωφρονισμό διά της γνωστής δοκιμασμένης μεθόδου Διακρίνοντας τον προστατευτικό τόνο στην ερώτησή του βιάστηκα να κουνήσω το κεφάλι καταφατικά θέλοντας να του δείξω πως αρμενίζω χωρίς ιδιαίτερα μπουρίνια και φουρτούνες ωστόσο απορημένος αναρωτήθηκα από μέσα μου «–Καλά ;τί ’ναι τούτο πάλι; αυτός προσγειωμένος και χωμάτινος ξεζουμίζει με τον τρόπο του την κάθε στιγμή της ζωής κι έμαθε κι εμένα να κάνω το ίδιο χωρίς να γκρινιάζω ;πώς του ’ρθε τώρα πως μπορεί και να παραπονιέμαι;»

Έχοντας πια τελειώσει το «μάθημα» της μαγειρικής πήρε φόρα κι άρχισε να με ρωτά κι άλλες ερωτήσεις προσωπικές και μάλλον αδιάκριτες ενώ δεν ήταν του χαρακτήρα του και ποτέ άλλοτε δεν το είχε κάνει Από την πρώτη κιόλας ερώτηση διέβλεψα μέσα του την άκακη φιλάλληλη μάλλον και συμφιλιωτική «πονηριά» που μόνο οι έξυπνοι άνθρωποι διαθέτουν Το σκανταλιάρικο χαμόγελό του δεν άφηνε αμφιβολία ότι γνώριζε πολύ περισσότερα για τον εαυτό μου από εμένα τον ίδιο και είχα συνεχώς την εντύπωση ότι παρά το ανυπόκριτο ενδιαφέρον του απαντούσα σε έναν άνθρωπο που ήξερε κιόλας τις απαντήσεις Aνακουφισμένος λες κι αυτό ήταν που μια ζωή περίμενα αποκρινόμουν με αφοπλιστική ειλικρίνεια και με μια πρωτόγνωρη για μένα τον δειλό άνεση χωρίς καθόλου να δυσανασχετώ αντιθέτως ένιωθα να φεύγει σιγά σιγά ένα βάρος από πάνω μου να με θωρακίζει μια μακροφτέρουγη προστασία να με κατακλύζει μια ηρεμία λυσιμελής και ενώ το βλέμμα του στην αρχή της κάθε ερώτησης έδειχνε ανείπωτη ανησυχία μετά από τις απαντήσεις μου το πρόσωπό του γέμιζε από αγαλλίαση λάμποντας σαν ήλιος Ύστερα και άλλη παύση αυτή τη φορά μεγαλύτερη όπως εκείνες τις απειλητικές και δυσοίωνες στη  Μουσική που λένε πιο πολλά από το ίδιο το μέλος («minaccioso e sinistro» θα σημείωνα στην παρτιτούρα αν έγραφα τώρα νότες αντίς για λέξεις) Κατάλαβα πως δεν είχε να με ρωτήσει τίποτε άλλο «–;Κρασάκι ή μπιρίτσα θα πιούμε;» του πέταξα αν και ήξερα πως του άρεσε να πίνει με το φαΐ ένα ποτηράκι ’λιαστό κρασί Απάντηση δεν πήρα τον ξαναρώτησα γυρνώντας να κοιτάξω στην καρέκλα όπου καθόταν Άφαντος! «–Αχ πατέρα πατέρα!» ψέλλισα «πάντα έρχεσαι γλιστράς και σαν πουλί φεύγεις! αυτή τη φορά τουλάχιστο πρόλαβα να σου πω όσα είχα στοιβαγμένα μέσα μου εγώ όμως μόνο για σένα μαγείρεψα! ;γιατί δεν μου ’πες πως οι πεθαμένοι δεν κάθονται να δειπνήσουν στην ίδια τάβλα με τους ζωντανούς;»


Διακρίσεις: 

Το πρώτο βιβλίο του Συρραφή ονείρων (ποιήματα, 1980) έχει τιμηθεί με το Βραβείο Μαρίας Περ. Ράλλη, τα Παραμιλητά Α΄, Ίνδικτος 2002, με το Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο Χρονικού-Μαρτυρίας, και οι Λοξές ιστορίες, Ίνδικτος 2009, με το Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο Διηγήματος.


E-mail:  pankous2@gmail.com
Website:  http://paramilita.blogspot.com