ΓΚΟΝΗΣ, ΘΟΔΩΡΗΣ


ΓΚΟΝΗΣ, ΘΟΔΩΡΗΣ

Ο Θοδωρής Γκόνης εργάζεται στο θέατρο. Γράφει διηγήματα, ποιήματα και λόγια για τραγούδια. Ανθολογεί και διασκευάζει λογοτεχνικά κείμενα, οδοιπορικά και μαρτυρίες τα οποία και σκηνοθετεί. Την περίοδο αυτή είναι καλλιτεχνικός διευθυντής στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καβάλας και στο Φεστιβάλ Φιλίππων.

 

 Πληροφορίες: 
Όνομα:  Θοδωρής
Επίθετο:  Γκόνης
Εργογραφία: 

Πεζογραφία
(2021) Το μαύρο φόρεμα του κόρακα, Άγρα
(2021) Η Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου και άλλες παρηγορίες (με τη συνεργασία της Γλυκερίας Μπασδέκη), Κάπα Εκδοτική
(2019) Εθνικός Κήπος – Περίπατος μαθητείας (με τη συνεργασία της Ελένης Στρούλια), Άγρα
(2017) Εφτά λευκά πουκάμισα, Άγρα
(2011) Ο ύπνος της Αδρανουπόλεως, Άγρα
(2008) Καρόλου Ντηλ και Τσιμισκή, Άγρα
(2007) Ο ξεπεσμένος δερβίσης, Γαβριηλίδης
(2000) Τα πορτοκάλια της Παλαιάς Επιδαύρου, Άγρα
(1993) Η πύλη της ξηράς, Γαβριηλίδης
 

Ποίηση

(2004) Αγρινίου. Καρόλου Ντηλ και Τσιμισκή, Άγρα
(1997) Λόγια για τραγούδια, Άγρα
(1993) Ένα τραγούδι για το Νίκο Γκάτσο, Άγρα
(1993) Τραγούδια, Άγρα

Άλλες εκδόσεις
(2004) Ναύπλιο: Μια πόλη στη λογοτεχνία, Μεταίχμιο


Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά Νέα Εστία, Ποίηση καθώς και στην ανθολογία Τα ποιήματα του 2007.


Διεύθυνση: 

Γιάννη Σταθά 18, 10672 Αθήνα


Έτος γέννησης:  1956
Τόπος γέννησης:  Γκάτζια Ναυπλίου
Κείμενο αποσπάσματος: 

Κούριερ

(διήγημα από το βιβλίο Εφτά λευκά πουκάμισα)

 

Επιτέλους το έμαθες, καιρός τώρα να πας, πιο ελεύθερος και πιο υποταγμένος σε αυτό που είσαι, σε αυτό που πραγματικά πιστεύεις και αγαπάς.

Μη νομίζεις πως κάνεις τίποτα παραπάνω από αυτό, ένας χαμάλης είσαι, ένας  χαμάλμπασης, ένας απλός κούριερ, μια καμήλα, ένας γάιδαρος. Κουβαλάς με το μηχανάκι σου, μεταφέρεις στην  καμπούρα σου, στη σχάρα σου, στην καρότσα σου   βάρη και δέματα, να τα παραδώσεις στην ώρα τους σε αυτούς που τα περιμένουν, που  τα έχουν ανάγκη και τα χρειάζονται. Βρέξει, χιονίσει. Αυτή είναι η εργασία σου, η υποχρέωση σου, το καθήκον σου, η τάξη σου, η δουλειά σου, να παραδώσεις και να φύγεις τρέχοντας στις καινούργιες παραγγελίες. Δε χρειάζονται λόγια. Οι άνθρωποι περιμένουν, οι δουλειές και οι ανάγκες τρέχουν. Τα τραίνα, τα φορτία, έχουν ωράρια και δασμούς. Οι θάλασσες φουρτούνες. Τα φάρμακα και τα φαρμάκια, ημερομηνία λήξης.

 Εσύ ήρθες, χτύπησες  κουδούνι και όνομα, πήρες υπογραφή, έφυγες, Όλα αυτά είναι ήδη πάρα πολλά, αρκετά. Τα  ευχαριστώ, τα μπράβο και τα ζήτω δεν είναι για σένα, μην παρασύρεσαι, μη μπερδεύεσαι, δεν είσαι εσύ το δέμα, δεν είσαι εσύ το θέμα.

Είσαι ενδιάμεσος και δε σου πέφτει λόγος, ούτε που ξέρεις καλά- καλά τι έχει μέσα, τι γράφει το μήνυμα και η επιστολή. Εσύ παρέδωσες. Αυτός είναι ο ρόλος σου, ο πρώτος και ο τελευταίος. Μη ζητιανεύεις  το χειροκρότημα, το φιλοδώρημα, αλλιώς αμείβεσαι, άλλα συμβόλαια, με άλλους και αλλού, σε άλλο νόμισμα, άλλο σύστημα,  άλλο συνάλλαγμα, άλλη τράπεζα, αλλού πιστώνεσαι, αλλού πιστεύεις και αυτό ποτέ μην το ξεχνάς.          

 

Άννα Καρένινα (από τη συλλογή Τραγούδια)

 

Στην πόλη μας δε φτάνει τρένο πια

και συ προσμένεις
κόκκινη τσάντα έχεις αγκαλιά

και περιμένεις

Άννα, Άννα Καρένινα
Κοιτάς τα ξεχασμένα, τα παλιά

τα ξύλινα βαγόνια
τους μαντεμένιους τους τροχούς

τις αλυσίδες, τα μπουλόνια.
που σκούριασαν τα χρόνια

Άννα, Άννα Καρένινα

Όλα για σένα είναι όπως παλιά

πάνω στις ράγες
όλα για σένα είναι μια φορά

καπνοί και ράγες
Άννα, Άννα Καρένινα

Μέσα σε κύματα απ’ ατμό

είδα μια νύχτα στο σταθμό να μπαίνει
καινούργια ατμομηχανή

με οδηγό και θερμαστή

και να σε παίρνει

Άννα, Άννα Καρένινα


Κι από τότε τα τρένα

σφυρίζουν μόνο για σένα
Άννα, Άννα Καρένινα
με καπνούς και με ήχους

Άννα, Άννα Καρένινα
γράφουν σε στίχους

Άννα, Άννα Καρένινα

 

Το λαούτο

(διήγημα από το βιβλίο Τα πορτοκάλια της Παλαιάς Επιδαύρου)

 

Η πόρτα της ντουλάπας μας δεν κλείδωνε, δεν έκλεινε καν. Για να μπορέσουμε να την κλείσουμε, πιάναμε ένα μανίκι απ’ τα πουκάμισα που κρέμονταν μέσα. Είχαν να το λένε για τη μητέρα. Χρυσή γυναίκα αλλά δεν ξέρει να σιδερώνει.

Εμένα αυτό το τσάκισμα, το πιάσιμο στο μανίκι, μου άρεσε, ιδιαίτερα στα λευκά και ανοιχτογάλαζα πουκάμισα του πατέρα μου. Ήταν το πιάσιμό μου, από ‘κει κρεμιόμουν για να με σηκώσει ψηλά στον ουρανό.

Ήταν μια ντουλάπα ορθογώνια, με έναν τεράστιο καθρέφτη στην πρόσοψη, με το χάλκινο χερούλι της, τσαμπί σταφύλι – εικόνα του Ζεύξιδος για τη μικρή μου αδερφή…

Πέρασαν χρόνια, οι περισσότεροι από αυτούς που φορούσαν τα πουκάμισα δεν υπήρχαν πια, εν αντιθέσει με τα ίδια, που βασίλευαν σε άλλα κορμιά και ορισμένα από αυτά μάλιστα εξακολουθούσαν να κρατούν την πόρτα της ντουλάπας κλειστή.

Πέρασαν χρόνια και μια μέρα, καθώς προσπαθούσα να κλείσω την ντουλάπα, με ένα πουκάμισο δικό μου, με ρώτησε η μητέρα. Ξέρεις γιατί δεν κλείνει αυτή η ντουλάπα από μόνη της; Όχι. Αλήθεια, δεν είχε κλειδί; ρώτησα. Είχε και παραείχε μάλιστα, χρυσό κλειδί, μαλαματένιο και κλειδαριά εφτάψυχη αλλά την έσπασε ο θείος σου. Τον θυμάσαι τον θείο σου; τον αδελφό μου το μακαρίτη, που τραγουδούσε κι έπαιζε το λαούτο;

Όταν γυρνούσε από τους γάμους και τα πανηγύρια, κλείδωνε το λαούτο του στην ντουλάπα, που είναι προίκα μου – αγορασμένη με λίρες χρυσές – για να είναι σίγουρος να μην του το κλέψουν, έπαιζε αγγελικά και τον ζήλευαν. Εμένα με εμπιστευότανε. Εγώ κρατούσα το κλειδί. Μια Κυριακή του Θωμά, είχε γάμο, παντρευόταν ο καλύτερός του φίλος σε διπλανό χωριό κι έπρεπε να πάει να παίξει και να τραγουδήσει. Μου ζήτησε το κλειδί, κλειδί πουθενά. Τί το έκανα; Μου έπεσε στη στέρνα; θα το άκουγα, θα το έβλεπα. Φάγαμε τον κόσμο, κλειδί πουθενά και η ώρα περνούσε, δεν μπορούσε να πάει χωρίς λαούτο. Θα σπάσουμε την κλειδαριά μου λέει. Εγώ με κρύα καρδιά συμφώνησα. Θα τη σπάσουμε και αύριο που θα κατέβω στην πόλη θα σου φέρω άλλη, με κλειδί ολόχρυσο∙ σ’ το υπόσχομαι. Την έσπασε, πήρε το λαούτο, με φίλησε κι έφυγε τρέχοντας για να προλάβει το γάμο. Το γάμο τον πρόλαβε∙ αυτός δεν πρόλαβε. Γύρισε άρρωστος από εκείνον το γάμο. Έμεινε μήνες στο κρεβάτι κι έσβησε… Αργότερα, μάθαμε πως ο καλύτερός του φίλος παντρευόταν την κοπέλα που αγαπούσε ο θείος σου.

Δεν πήρα άλλη κλειδαριά, δεν αγόρασα κλειδί, περίμενα χρόνια, περίμενα να σηκωθεί από τον τάφο του και να μου το φέρει. Μου το είχε υποσχεθεί, όπως στο τραγούδι. Και αυτός από τραγούδια ήξερε…


E-mail:  thodoris.gonis@yahoo.gr