ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ


ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ

Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Queen Mary College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου.

Καθηγητής σε νυχτερινά σχολεία του Λονδίνου, στο Έσσεξ, στο Ανώτερο Εμπορικό Λύκειο Λευκωσίας και στην Αγγλική Σχολή Λευκωσίας. Ιδιοκτήτης - Διευθυντής Ινστιτούτου Ξένων Γλωσσών.

Μέλος της εκδοτικής ομάδας του περιοδικού Κυπριακά Χρονικά. Μέλος του Δ. Σ. του Θ. Ο. Κ. και του ΡΙΚ, αντιπρόεδρος και πρόεδρος της Παγκόσμιας Επιτροπής Θεατρικών Συγγραφέων του ΔΙΘ (1989-1995).

 Πληροφορίες: 
Όνομα:  ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ
Επίθετο:  ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Εργογραφία: 

Πεζογραφία

Παράλληλοι (διηγήματα), Λευκωσία 1965
Ρωγμές (διηγήματα), Λευκωσία 1970
Ώρες 1950 (μυθιστόρημα), Λευκωσία 1981
Αρχιπέλαγος (Είκοσι χρόνια γεννητούρια), (μυθιστόρημα), Λευκωσία 1981
Archipelagos - Twenty Years in Labour, 1997 κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο Book Guild Ltd., U.K., μεταφρασμένο στα αγγλικά από το συγγραφέα.
Αρχιπέλαγος - Η Παγίδα (μυθιστόρημα), Εκδ. Λιβάνη-Νέα Σύνορα  2002

Θέατρο

Καλόγεροι, Λευκωσία 1978


Έτος γέννησης:  1929-2014
Τόπος γέννησης:  Λεμεσός Κύπρου
Τίτλος αποσπάσματος:  Αρχιπέλαγος-Είκοσι Χρόνια Γεννητούρια.
Κείμενο αποσπάσματος: 

Κεφάλαιο V

Μέσα στη μικρή εκκλησία που κουβαλούσε τους αιώνες κρεμασμένους σα σκόνη πάνω στους πολυελαίους και τις εικόνες μαζεύονταν οι "εθνικώς σκεπτόμενοι" απ' όλα τα μέρη της Κύπρου. Η σιδερένια καγκελόπορτα που οδηγούσε στο προαύλιο ήταν μισάνοιχτη και τη φρουρούσαν πέντε με μουστάκια στριφτά κι αυστηρό βλέμμα. Έδειχνες το "πάσο" σου κ' έμπαινες μέσα. Ο εγγλέζος κατακτητής που κουβαλούσε κι αυτός τη σκουριά του χρόνου με τη μορφή μιας σκληρότητας πασπαλισμένης με ευγένεια είχε πει και κάνει ανιστόρητα πράγματα. "Υπάρχουν αποικίες που ένεκα η φύσις τους θα παραμείνουν στο διηνεκές αποικίες". Κι ο νέος "περί τύπου νόμος" απαιτούσε την καταβολή ποσού πεντακοσίων λιρών "ως εγγύησιν δια την έκδοσίν των και την υιοθέτησιν γραμμής μη παραβιαζούσης τα προνοίας του περί τύπου νόμου". Sedition ήταν η λέξη που άρχισε δειλά να εμφανίζεται εις τα κυβερνητικά ανακοινωθέντα για πρώτη φορά ύστερα από το Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον. Κ' ύστερα γιόμισε την ατμόσφαιρα. Sedition. Να μη μιλάς κείνα που σκέφτεσαι. Η πολύχρονη σαξωνική πείρα έδειχνε πως η σκέψη χωρίς γλώσσα είναι μια ακίνδυνη πνευματική άσκηση. "Five - finger exercise", όπως είπε χαριτολογώντας ο τότε Αποικιακός Γραμματέας.
Κι οι σπιούνοι, ειδική μονάδα αποσπασμένη στο Information Service αστυνομικοί με το βαθμό του λοχία, που κυκλοφορούσαν πάντα ντυμένοι πολιτικά άρχισαν να μαζεύονται. Οι δυο ήταν πασίγνωστοι, ο Σαλίγκαρος κι ο Πούλλαος. Για να τραβούν την προσοχή και να κάνουν οι λιγώτερο γνωστοί καλύτερα τη δουλειά τους. Έστησαν τα ποδήλατά τους πάνω στα δέντρα ή στο απέναντι περιτείχισμα και χώθηκαν μέσα στο μικρό πλήθος που είχε μαζευτεί στην πλατεία... Τα καστανά μαλλιά του Σαλίγκαρου αραιωμένα από το χρόνο σχημάτιζαν μονοπάτια στο κεφάλι του ενώ το ψεύτικο χαμόγελό του είχε κάτι το ζαρωμένο πάνω του όπως κι ολόκληρο το κορμί του. Ο άλλος ήταν ολότελα διαφορετικός. Στητός σαν άλογο, με τους μυώνες του να ξεχωρίζουν ένας-ένας και τα ολόισια μαλλιά του καλοχτενισμένα, κουβαλούσε πάντα μια σκιά μέσα στα μάτια του. Ίσως νάταν τούτη τη σκιά που παγίδεψε το Information Service.
" Εις την ιταμή πρόκλησιν του ξένου δυνάστου ότι είμεθα εσαεί καταδικασμένοι ως υποζύγια να φέρουμεν τον αποικιακόν ζυγόν, και ως υποζύγια να κοιτάζωμεν πάντα οριζοντίως μη δυνάμενοι ν' ατενίσωμεν τον ήλιον της ελευθερίας θ' απαντήσωμεν με όλην τη δύναμιν της ελληνικής ψυχής μας".
Στην ατμόσφαιρα υπάρχει ένας ηλεχτρισμός σε λανθάνουσα κατάσταση. Και μια σύγκρουση υποβόσκουσα. Οι από Κυρηνείας. Έχασαν τη μάχη της ηγεσίας μέσα από τα χέρια τους. Ο Μακάριος ο Β είναι νεκρός. Ζήτω ο Μακάριος ο Γ. Μα ο Μακάριος ο Γ δεν είναι από Κυρηνείας.... Κάτι μεθοδεύεται.
Ένας αγώνας. Οι από Κυρηνείας γιομίζουν την ατμόσφαιρα μ' ένα χείμαρρο λέξεων. Οι Παρθενώνες κ' οι γαλανόλευκες γίνονται λεκτικές καραμέλλες. Περί ηρώων ο λόγος και της ανάγκης υλικής αποζημιώσεώς των... Λεφτά είχαμε για να τους αποζημιώσουμε. Ήρωες δεν είχαμε... Και ο εκ Λεμεσού υιός του λευκού πολιτευτή - τα τελευταία χρόνια με τα λευκά μαλλιά του και το εξαϋλωμένο παρουσιαστικό όταν όνομα και πράγμα - μιλά για ελλοχεύοντες κινδύνους, για δονκιχωτισμούς εν εικοστώ αιώνι - μόνον που δεν υπάρχουν ανεμόμυλοι αλλά σιδερένια πουλιά και άρματα. Κ' οι φωνές πνίγουν το λόγο του. Κραυγές στητές όπως οι τρίχες της κεφαλής, κοφτές όπως οι άγριες ματιές, με το φανατισμό να μοιράζει τον ορίζοντα στα δυο... Μα κάτι μεθοδεύεται. Κι' απόξω ο Σαλίγκαρος κι' ο Πούλλαος με τον "ουλαμό πληροφοριών" προσπαθεί να βάλει τα δάχτυλά του πάνω σ' αυτό το κάτι...
Σούρθηκαν μέσα από τα χωράφια. Τα φώτα της Σκάλας τρεμόπαιζαν. Κάπου εκεί θα βρίσκονται οι φοινικούδες και πέρα η θάλασσα. Οι φοινικούδες, μ' ανεπαίσθητες κινήσεις να υπογραμμίζουν το πάνω -κάτω, ποδιών, σωμάτων. Κ' οι ματιές πάνω-κάτω. Να κόβονται στιγμιαία στη μέση. Είδες ματιά να σκουντουφλά; Κ' ύστερα να ανασηκώνεται; Και να συνεχίζει; Πέρα κάπου στα ανατολικά θα πρέπει να ξαγρυπνά μέσα στη νύχτα μια μεταλλική κατασκευή που μέσα από τα σπλάχνα της ξερνά ηλεκτρισμό. Που αποθηκεύεται σε τεράστια μεταλλικά σύρματα και μεταφέρεται σ' όλα τα σημεία του ορίζοντα. Μια κίνηση οριζόντια, χωρίς σταματημό. Μια κάθετη κίνηση θα μπορούσε να τη σταματήσει. Να την κόψει με μαχαίρι. Και τον ηλεχτρισμό θα το ρουφούσε το σκοτάδι και το βαθύ σκοτάδι θα βασίλευε για τρεις ώρες, κ' η Λευκωσία μάταια θα προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της. Θα σκουντουφλούσε σε κάθε βήμα πάνω στο βαθύ σκοτάδι και θα ακινητοποιούνταν. Κ' οι Εγγλέζοι τεχνικοί και μη θα τρέχαμε σκυλλοβρίζοντας με τα κλεφτοφάναρα τους προς όλες τις κατευθύνσεις... Προχωρούσαν οι δυο τους με τις προφυλάξεις μέσα τους και ρουφούσαν την έναστρη νύχτα με το πάθος ενός παράνομου έρωτα. Κουβαλούσαν μια κουλούρα χοντρό σκοινί. Θα τόρριχναν πάνω από το χοντρό σύρμα-αγωγό. Και το βραχυκύκλωμα θα σταματούσε τη ροή του ηλεχτρισμού. Θα πρέπει να τους έπαιρνε δυο-τρεις ώρες πριν ανακαλύψουν τη βλάβη. Και μέσα στο σκοτάδι θάταν έρμαιο στα χέρια τους.
-Φοβάσαι;
-Κάτι φτερουγίζει μέσα μου. Λες νάναι φόβος;
-Μπορεί. Μ' εμένα είναι το αντίθετο. Σαν φοβάμαι δεν νοιώθω τίποτα.
-Καλύτερα έτσι. Τούτο το φτερούγισμα το νοιώθω κάπως ενοχλητικό.
-Εκείνα στο μέσο είναι τα φώτα των φοινικούδων;
-Έτσι μου φαίνεται. Σε λίγο θα χωνευτούν μέσα στο σκοτάδι.
Έφτασαν στο μέρος που τους είχε υποδειχτεί. ’φησαν την κουλούρα το σχοινί στα ριζά ενός δέντρου κι αυτοί προχώρησαν λίγα βήματα να περιεργαστούν το σύρμα στο σημείο που θάρριχναν το σκοινί για το βραχυκύκλωμα. Ο πρώτος έρριξε μια ματιά στο ρολόι του: Δύο και σαρανταπέντα.
-Έχουμε δέκα λεπτά ακόμα.
Κι ο δεύτερος κοίταξε το ρολόι του μα δεν είπε τίποτα. Ξαναπήγαν πίσω στο δέντρο κι άρχισαν να ξετυλίγουν το σκοινί με την ησυχία τους. Κάτω από τη λεία επιφάνεια των αργών κινήσεών τους δεν διακρίνονταν τίποτα. Δύο και πενήντα. Οι οδηγίες ήταν καθαρές: -Στις δύο και πενήντα η Κύπρος θα βυθιστεί στο σκοτάδι ιδιαίτερα η Λευκωσία: Δύο και πενήντα-δύο. Το σκοινί ξετυλίχτηκε:
-Δεν θα φύγεις από το δέντρο. Μόλις πέσει το απόλυτο σκοτάδι θα χαθείς. Θα βρεθούμε στην Παναγία τη Γαλακτοφορούσα. Πάνω στο ύψωμα. Στα δυτικά του χωριού. Από κει και πέρα όλα θα γίνουν εύκολα. Έτοιμος; -Έτοιμος. Καλή απόφαση. Το σχοινί σύρνεται μέσα στα μισοπράσινα χόρτα του Απρίλη. Στη μια την άκρη είχε στερεώσει αποβραδύς ένα βαρίδι. Και ξαφνικά βασίλεψε το σκοτάδι. Από τα μικρά του χρόνια τούχε κολλήσει η φράση: Και εγένετο φως. Και τώρα ξαφνικά άλλαξε το σκηνικό: Και εγένετο σκότος. Χάνεται μέσα στη νύχτα. Έχει δυο ώρες μπροστά του. Μέχρι τις πέντε πρέπει νάναι στην Παναγία τη Γαλακτοφορούσα. Νιώθει την πρωινή δροσιά να του γαργαλίζει κάποτε το πόδι. Τα πανταλόνια του σκαλώνουν στ' αγκάθια. Μ' αδιαφορεί. Ανεβαίνει μικρούς λόφους. Τούτη την ώρα τα δέντρα υποφέρουν από μια βαρειά ακινησία. Λες κ' είναι καρφωμένα πάνω στη νύχτα. Παράξενο πράγμα η ακινησία των δέντρων. Μα το μυαλό του σκάλωσε στα πόδια του. Ανασαίνει κάπως βαρειά: -Το γαμημένο το κάπνισμα. Κοιτάζει που και που κατά τη Λάρνακα. Την κατάπιε το σκοτάδι. Οι προβολείς καπνός αργοπορημένου μπορεί κι αγουροξυπνημένου αυτοκινήτου λογχίζουν το σκοτάδι, στη στροφή του δρόμου τους καταπίνουν οι λόφοι. Κι αυτός προχωρεί. Ξέρει για που τραβά. Στις τέσσερις και τριάντα φτάνει στο ξωκλήσι: -Ο Γιάννης; Κοιτάζει το ρολόι του: -Έχουμε μισή ώρα. Χώνεται σε μια γωνιά κι ανάβει τσιγάρο. Η ανησυχία αρχίζει να αναδύεται από μέσα του. Είναι κάτι το ακαθόριστο στην αρχή. Ανάβει και δεύτερο τσιγάρο. Κάθε πέντε λεπτά κοιτάζει το ρολόι του. Το στήθος του ανεβοκατεβαίνει πιο γρήγορα. -Λες κάπου να στάλωσε ο Γιάννης;


...Το λαντ-ρόβερ σταμάτησε μέσα στη νύχτα. Θάταν πέντε παρά τέταρτο.
-Κάπου εδώ πρέπει να είναι, φωνάζει ο Εγγλέζος. Πηδά από το λαντ-ρόβερ. Οι προβολείς είναι αναμμένοι. Το φως τους, κρύο, άψυχο κινείται απρόθυμα πάνω σε μια οριζόντια γραμμή... Ο Εγγλέζος εξετάζει με το κλεφτοφάναρο τον αγωγό. Κ' ύστερα σκαλώνει πάνω στο χοντρό σκοινί: -Σαμποτάζ, φωνάζει σε εκείνους σε κείνους του λαντ-ρόβερ. Πηδούν με μιας όλοι. Με τα κλεφτοφάναρά τους. Και παρακολουθούν το χοντρό σκοινί καβάλλα στον αγωγό ν' αγγίζει τη γη, σα να την χαϊδεύει. Τρία μέτρα μέτρα πιο κάτω τα κλεφτοφάναρα σκαλώνουν σε ένα ανθρώπινο κορμί. Συσπασμένοι οι μύωνες - το πρόσωπο χωμένο σε αγκάθια...: -Rascal. Αφού δεν ξέρεις καλά τη δουλειά τι ανακατεύεσαι. Σκύβει πάνω του. Dead. Dead as a piece of wood.


Είναι πέντε και τέταρτο κι ο Γιάννης δεν φάνηκε. Σε λίγο μέσα στο σύθαμπο του πρωινού ένα φως σινιάλο. Αναβοσβύνει κάπου από την αντικρυνή χαρουπιά: -Κι ο Γιάννης; Μα το φως σινιάλο έχει μια σκληράδα ολότελα δική του. Κοντοστέκεται. Μέσα στο σύθαμπο του πρωινού τον φωνάζουν: -Κι ο Γιάννης; Βήμα με βήμα προχωρά κατά την χαρουπιά. Ένα λαντ-ρόβερ είναι χωμένο στους θάμνους με τη μηχανή ξεκινημένη. Προχωρεί κατά τον οδηγό: - Ο Γιάννης δεν ήρτε. -Πήδα μέσα φίλε. Χαθήκαμε. Πηδάει μηχανικά και το λαντ-ρόβερ με σβυσμένα τα φώτα αφήνει πίσω του τα χωράφια. Σαν φτάνει στον κύριο δρόμο ο οδηγός ανάβει τα φώτα: -Τώρα δεν μπορούμε να κινήσουμε. Ούτε περιέργεια ούτε υποψίες. Ο κόμπος ανέβηκε ξανά στο λαιμό του. Ήθελε να πει: -Κι ο Γιάννης; μα δεν το είπε...
Είναι μια πανύψηλη κεραία στη μέση ενός τεράστιους περιφραγμένου χώρου. Σου δίνει την εντύπωση κάποιου όντος που σκαρφωλώνει τον αέρα κατά τον ουρανό. Ένα κοκκινοκίτρινο φως σημαδεύει το τέρμα της. Κάθε βράδυ έκανε περίπατο μέσα στα χωράφια και την έβλεπε. Είχε σημαδέψει τα πάντα, την κεραία, τους ραδιοθαλάμους, τα γραφεία. Η σιδερένια καγκελόπορτα έκλεινε στις μια μετά τα μεσάνυχτα κι ο νυχτοφύλακας έκανε τη βόλτα του. Σε τρία σημεία σε ξύλινα κουτιά υπήρχαν ρολόγια. Μεγάλα ρολόγια. ’νοιγε ο νυχτοφύλακας με τη σειρά το κάθε ρολόι και χτυπούσε την κάρτα. Το μυαλό του τάχε καταγράψει με κάθε λεπτομέρεια. Στις τρεις και πέντε έμπαινε σε μια μικρή ξύλινη παράγκα. Μπορεί και να κουβαλούσε θέρμο. Στις τέσσερις παρά πέντε ξανάρχιζε τη βόλτα του. Συνέχιζε μέχρι τις έξι που έρχονταν οι ημερήσιοι πορτιέρηδες. Στις έξι παρά πέντε ξανακτυπούσε σειρά τις κάρτες.
Ο Αυξέντης στέκεται στη μέση του δωματίου. Οι τρεις κάθονταν και κοιτούσαν μαθητάκοι κατά τον τοίχο. Ένα τοπογραφικό σχεδιαγραμμα είχε καρφιτσωθεί στον τοίχο. Καλύπτει όλη την περιφέρεια του Ρ.Ι.Κ.
Έχουμε ακόμη την πολυτέλεια να συνομιλούμε σε δωμάτια. Από αύριο ίσως να μην την έχουμε. Κουτσουρεύουμε τη δική μας, προσωπική ελευθερία, για χάρη της άλλης. Το νάσαι ελεύθερος σαν άτομο μεταμορφώνει τα μέσα σου. Το νάσαι ελεύθερος σαν λαός μεταμορφώνει τον τόπο σου. Κι αυτό μετρά σήμερα.
Οι άλλοι ακούν χωρίς να μιλούν. Είναι τρεις. Προχωρεί κατά το σχεδιάγραμμα.
-Το Ρ.Ι.Κ. Πρέπει να σωπάσει για μερικές μέρες. Και θα σωπάσει. Να μαθευτεί κι εδώ κι αλλού πως αρχίζουμε τον αγώνα. Πρωταπριλιάτικα. Μα δεν είναι ψέμα... Στις δυο και πενήντα πέντε θα υπάρξει διακοπή ρεύματος. Η Λευκωσία θα βυθιστεί στο σκοτάδι. Θάμαστε κρυμμένοι σε κάτι θάμνους στ' ανατολικά. Με το σβήσιμο των φώτων θα προχωρήσουμε. Κατά το συρματόπλεγμα. Θα το κόψουμε με τις πέσσες μας. Έχουμε αρκετή εξάσκηση. Σωστά; Οι άλλοι κούνησαν απλώς το κεφάλι.
-Εσύ, είπε στον πρώτο να προχωρήσεις προς τη μικρή ξύλινη παράγκα. Θ' αναλάβεις το νυχτοφύλακα. Θα του κόψουμε τον καφέ γι' απόψε. Μα τι να γίνει, μικρή θυσία για την πατρίδα. Εγώ θ' αναλάβω την κεραία. Εσύ, έδειξε το δεύτερο τους ραδιοθαλάμους κ' εσύ τα γραφεία. Θα ξεζωστούμε τους δυναμίτες σαν φτάσουμε στο στόχο μας. Στις τρεις και δέκα θάμαστε στο σημείο απ' όπου μπήκαμε. Θα πυροδοτηθούν ταυτόχρονα κ' οι τρεις δέσμες.
Τα χέρια του κινούνται με άνεση πάνω στο σχεδιάγραμμα. Σαν να χαϊδεύει τους τόπους: -Εδώ θα χωριστούμε. Από τέσσερις διαφορετικούς δρόμους θα κατευθυνθούμε στο δάσος Αθαλάσσας, στο γνωστό σημείο. Υπάρχουν ερωτήσεις;
-Όχι. Είμαστε έτοιμοι.
-...Οι πέσσες δαγκώνουν το συρματόπλεγμα. Δεν τους δίνεται καιρός να το μασήσουν. Το κόβουν με την πρώτη. Το άνοιγμα μεγαλώνει σαν τους κύκλους στο νερό μετά που θα ρίξεις μια πέτρα. Είναι σκοτάδι. Μα οι τέσσερις προχωρούν με μια σιγουριά σα νάναι μέρα -μεσημέρι. Ο φύλακας παγιδεύτηκε στη μικρή ξύλινη παράγκα. Τα μάτια του γιομίζουν σκοτάδι και φόβο.
-Φιλαράκο μου. Θα πρέπει να σου ζητήσω συγνώμη μα είμαστε βλέπεις αναγκασμένοι. Νοιώθει το κρύο σίδερο νακουμπά στην πλάτη του κι ανατριχιάζει: -Έχω παιδιά. Δεν μπορεί να δει τα μάτια του άλλου. Το πρόσωπό του γίνεται ένα με το αντικρινό τοίχο. Με σίγουρες, κοφτές κινήσεις ο άλλος το δένει: -Πρέπει του λέει. Να σε φιμώσω. Αλλοιώτικα θα βρεις τον μπελά σου. Η όλη επιχείρηση τέλειωσε σε δυο λεπτά. Κλειδώνει προσεχτικά την παράγκα. Έτσι καθώς απομακρύνεται έχει την εντύπωση πως είναι ένα ανθρώπινο κασόνι. -Νεκρόκασα; Διώχνει τη σκέψη και το μυαλό του παραμένει ξάστερο μέσα στη νύχτα.
Ξαναβρέθηκαν κ' οι τέσσερις στο ίδιο σημείο απ' όπου ξεκίνησαν. Ο Αυξέντης ρίχνει το φως ενός μικροσκοπικού κλεφτοφάναρου στο ρολόι του. Τρεις και εννέα. Περιμένει λίγο. Σιωπή γιομάτη αναμονή: -Τώρα. Πυροδοτούνται οι δυναμίτες. Και εγένετο φως. Και ξεπηδούν οι φλόγες. Και σκορπίζονται πέτρες και ξύλα. Και πετιούνται οι άνθρωποι, σα ζαρκάδια μέσα στη νύχτα που τα κυνηγά μια ακατανίκητη μυρουδιά. Χωνεύτηκαν μέσα στην καλυμμένη κάσα του λαντ-ρόβερ. Το λαντ-ρόβερ περνά έξω από τα νυσταγμένα φώτα ενός αστυνομικού σταθμού. Χωνεύεται μέσα στα δρομάκια της Αγλαντζιάς. Ανθρώπινες σκιές φιγουράρουν για μια στιγμή για να χαθούν την άλλη μ' ένα τρόπο απόλυτο... Η πόλη συνεχίζει τον ύπνο της. Είναι περίεργο πως δεν αντιδρά έτσι άμεσα, πηδηχτά να γίνεται ένα με το θόρυβο. Μα το θόρυβο τον κατάπιε η νύχτα κ' η σιωπή. Το ίδιο και την πόλη. Η αντίδραση έρχεται αργά - σαν κρεσέντο χασμουρητών. Κ' ύστερα τα χασμουρητά κόβουνται. Σαν με μαχαίρι. Τ' αυτοκίνητα τρέχουν δαιμονισμένα. Οι προβολές τους λογχίζουν το σκοτάδι και το μουγγρητό των μηχανών τους σπάζει τη σιωπή. Στο λαντ-ρόβερ απλώνεται ένα χαμόγελο. Πλατύ που αγκαλιάζει πέντε άτομα, τους τέσσερις και τον οδηγό. Χάθηκαν μέσα στα στενά δρομάκια της Λευκωσίας - σε λίγο τους κατάπιε κι αυτούς η νύχτα κ' η σιωπή.


Διακρίσεις: 

Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας (1992).