ΒΕΝΕΤΗΣ ΘΑΝΑΣΗΣ


ΒΕΝΕΤΗΣ ΘΑΝΑΣΗΣ

Πτυχιούχος της Νομικής και του Πάντειου Πανεπιστημίου.

Ασχολήθηκε με την ποίηση και τη λογοτεχνική κριτική.

Υπήρξε συνεργάτης στον τομέα της ποίησης του ηλεκτρονικού Λογοτεχνικού περιοδικού: Διαπολιτισμός (www.optionsnet.gr/diapolitismos)

 Πληροφορίες: 
Όνομα:  ΘΑΝΑΣΗΣ
Επίθετο:  ΒΕΝΕΤΗΣ
Εργογραφία: 

Ποίηση:

 

Με φτιαγμένα ζάρια, Αθήνα 1976
Παρίσταται, Αθήνα 1981
Αραχναία νήματα, Αθήνα 1984
Υα προσωπεία, Αθήνα 1985
Κυρίως με φως, Κάβειρος 1989
Φωτεινός πίνακας, Κάβειρος 1990
Σύνεργα απατεώνος, Περίπλους 1993
VOL 43%, Πρόσπερος 1994
Ωσεί παρών, Δελφίνι 1997
Αναψηλάφηση μέλλοντος, Καστανιώτης 2001
Τα προσφιλή, Καστανιώτης 2003
Στην ενέδρα του θαύματος, Καστανιώτης 2008

Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά: H Λέξη, Περίπλους, Νέα Εστία, Γράμματα και Τέχνες, Ελι-τροχος, Εμβόλιμο, Νέα Πορεία, Πόρφυρας, Αλεβεβάν, Εξώπολις, Φθιωτικά Γράμματα.

Λογοτεχνικές κριτικές έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά: Διαβάζω, Μανδραγόρας, Εξώπολις, Ελι-τροχος, Εμβόλιμο, Κασταλία, Φθιωτικά Γράμματα.


Έτος γέννησης:  1936-2014
Τόπος γέννησης:  Δομοκός Φθιώτιδας
Τίτλος αποσπάσματος:  Από «ΤΑ ΠΡΟΣΦΙΛΗ»
Κείμενο αποσπάσματος: 

ΑΦΑΝΕΙΑ

Χρόνια σκίζω τα ποιήματα που γράφω για τον πατέρα.
Τον καιρό της Κατοχής, η μάνα δεν πίστεψε ποτέ ότι ήταν
νεκρός.
"Ο Κώστας θα γυρίσει", έλεγε, κι από τα μάτια της πηδούσανε
δελφίνια.

Δικαιώθηκε, όπως τα ποτάμια που μαντεύουν την άνοιξη,
όπως ο άνεμος ανακαλύπτει τη γλώσσα του.
Γύρισε — και ξανάφυγε.

Το αποκάλυψε καθώς ξενυχτούσαμε τη σορό συγγενή μας
ο τσαμπάσης Σωκράτης Ρομφαίας παραβιάζοντας την υπόσχεση
της μπέσας.
Λεπτομερώς αφηγήθηκε πως ο πατέρας, είκοσι δύο
χρόνια μετά την εξαφάνιση του, εμφανίστηκε ως αποδημητικός
άγγελος ενώπιόν του, πήρε τις δέουσες πληροφορίες για τον καθένα μας
χωριστά, ράγισε για την αδικοσκοτωμένη μας Ελένη, μας είδε όλους
σαν τον κλέφτη, χωρίς να πάρουμε είδηση και ξανάφυγε

για τον Παράδεισο ή την Κόλασή του βουλιάζοντας στα χιόνια
μέσα του.
Από τα όρια της μοίρας μου πιο πέρα, στις άβατες σκιές
ψάχνοντας κάτω από τις λέξεις για να βρω το μυστικό τους νήμα.

Σκίζω συνέχεια τα ποιήματα που γράφω για τον πατέρα.
Μαζεύω τα κομμάτια τους, τα καίω. Μεσ' απ' τις φλόγες βγαίνει
ολοζώντανος.

Τα μάτια του σπίτι που βρήκε ο σεισμός σακατεμένο
τα χείλη του από άχυρο, ναυάγιο της φωτιάς.

Κάτι μου σφίγγει την καρδιά και η φωνή μου χάνεται
στου χρόνου το φαράγγι.


ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΝΥΧΤΑ

Την άνοιξη σαπίζουν για καλά οι νεκροί· τα κόκκαλα
που μένουν μέσα στο χώμα αρχίζουν να τρίζουν κι ο τριγμός
κακό σπυρί γεμάτο λασπόνερα και αίμα φυτρώνει στα όνειρα.
Βάφει τα φύλλα στα πλατάνια πεντάρφανα
βγάζει θολά νερά στους παραπόταμους
ξυπνάει τους ζωντανούς, τους μαραζώνει.

Συνάζονται τότε συγγενείς και φίλοι κουβαλώντας κρασί,
φωτογραφίες, τάματα, αξίνες και παρόμοια. Τα μάτια τους
πληγωμένα αγριοπούλια, τα στήθια τους πηγάδια.

Την τρίτη νύχτα στήνουν τα δόκανα γερά
τα χέρια τους ισορροπούν — οι νεκροί δεν αστειεύονται —
ένα κύμα στον άνεμο, σκίζουνε σούδες και σύννεφα.
Τα χαράματα κρεμάνε όρθια την απελπισία τους
στο βλέμμα
κυκλώνουν τους μύθους με συρματοπλέγματα, πίνουν
πίνουν ασυλλόγιστα.

Καταμεσήμερο χτυπάνε φλέβα οι ξόβεργες
φυλακίζουν το άσμα της ψυχής στα τόξα τους, ο ήλιος
αίμα πηχτό και θρύψαλα στης εξορίας τα σεντόνια.

Κι εγώ, Μανούλα, κρατάω το σφυγμό σου από τα γκέμια
κρατάω το μικρό σου εργόχειρο μισοτελειωμένο, όπως
τ' άφησες — με θυμάσαι;


ΑΞΑΦΝΑ ΜΕ ΘΕΡΙΣΕ

’ξαφνα με θέρισε δρεπάνι η λυκαράχνη· δάγκωσε
στο τρυφερό συκώτι κάτασπρους ιστούς,
στην αστροφεγγιά
έβρεξε
πείνα και δάκρυα, συλλογισμένα ποτάμια.
Κόκκινα αίματα στάζουν τα τραγούδια μου
ποτίζουν τα δαφνόφυλλα της πίκρας
και τη Μάνα μου
"ε, κυρα-Τασία", κάνω,
"πώς από δω, τι σ' έπιασε και λάκισες
με γυάλινα μάτια
μέσα στους λύκους και στη μαύρη νύχτα, άσπρο
πρόβατο
μικρή αναστενάρισσα σ' ένα μεγάλο κύκλο
περπατάς ασώματη στις φλόγες και στις ερημιές
φυλάξου, Μάνα μου, πουλάνε όνειρα αζήτητα
τριβόλια επίχρυσα για φυτά παραδεισένια".

Το πρωί με βρήκε να κρατώ σφιχτά δυο λόγια σου.
Το ποίημα στη γωνιά — μαχαιρωμένο.


Ο ΣΠΕΡΧΕΙΟΣ

Φεγγερόκορμο ποτάμι ο Σπερχειός, εκδικητικό
χώνει τα νύχια του βαθιά στην Γκιώνα
κατεβάζει ορμητικά τα αγέρωχα μάτια
του Θανάση Διάκου
στα σπλάχνα του Μαλιακού.

Κοντά ξεπεζεύει
και το βουητό των ελάτων του Βελουχιού. Ευκίνητος
ίσκιος με γένια και φτερούγες
φύλακας-άγγελος στις ιαχές των αιώνων
μόνιμος παραβάτης
της απελπισίας μας.

Βασανισμένο ποτάμι, θολό και φιλέρημο.
Βλέπει τα παιδιά του να τρώγονται
από τα ίδια του τα χώματα
τα πρωινά πουλιά στ' απόσκια του
τρομαγμένα
αργούν ν' αρχίσουν το λάλημα.

Φεγγερόκορμο ποτάμι, πανάρχαια μήτρα Μοναξιάς
υγρό λυπημένο τραγούδι
πνίγει αράχνες στα χαμόδεντρα
παίζει το φως πεντόβολα
στα ξερολίθαρα.

Λάσπες κουβαλάει κι ασβέστες, χαμαλίκι
χρόνια και χρόνια
αστροπελέκια και βοριάδες
χώνονται
στους βρώμικους κόρφους του
να ονειρευτούν.


ΔΙΧΑΣΜΟΣ
 

του Χριστόφορου

Σαν το σκυλί που το διώχνουν με πέτρες
κι αυτό ξαναγυρίζει στην ίδια πόρτα
εκδίδομαι με το άλλο μου πρόσωπο
με το άλλο μου όνομα.

(Η ποίηση πλέον, φίλε, γίνεται επικίνδυνη
ανάκριση εξουσίας
που από πριν γνωρίζει τα συμβάντα.)

Συνεχώς να ταξιδεύω αμφίρροπος
ακίνητος να εξοστρακίζομαι
να συνωμοτώ
πάνω σε πράματα απλά
γιατί έξω διαβάζω νεκρώσιμα
κι από μέσα δοξολογάω αρχιπέλαγα
σα να μου λείπει ένα χέρι ή ένα πόδι
κι από το πλήθος προσπαθώ να το κρύψω.

Δύσκολο να καταλάβετε τις αγέρωχες λεύκες
δυσκολότερο να βρείτε την έξοδο
σε άγνωστο δίλημμα.


ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ

Να ξαναβάλεις τις λέξεις στη σειρά — ή
μάλλον σε μια άλλη σειρά. Έτσι που
με τις ίδιες λέξεις, όπως ο μάστορας
με τις παλιές πέτρες χτίζει καινούργιο σπίτι
να ματώσεις πάλι το ίδιο σώμα.


ΠΩΣ ΔΙΑΣΩΖΕΣΑΙ

Εκεί που αποθεώνεται
στον ουρανό
το σκίρτημα της μέρας
εκεί περπατάς και κλειδώνεις
την έξαψη
εκεί χάνεσαι
όπως ναυαγεί ένα καράβι
και καταποντίζεται
κι ύστερα από χρόνια
στα ερμητικά κλεισμένα αμπάρια του
υπάρχουν ακόμα
τσουβάλια και τσουβάλια
με σπόρους λουλουδιών.


ΑΚΟΜΑ ΚΙ ΕΝΑ ΨΑΡΙ ΠΟΖΑΡΕΙ ΣΤΑΘΕΡΑ

Ιασπις κι αμέθυστος γυαλίζουν τα πανάρχαια νερά·
θάλασσα του κασσίτερου και λίθος ερημιάς
τι φυλαχτό, Θεέ μου, τι σκουριά και μέγα ξόδι
σα φεγγαράκι κάθισαν απάνω στο σταυρό τα λέπια
χρώμα γαλαζοπράσινο και τα φυτά αειθαλή.

Νύχτα που βρήκες την ορμή
στην πρώτη προδοσία
χάνεσαι μέσα στη σιωπή
στα βάθη των αιώνων
κι εγώ
στην Αλεξάνδρεια, στη Μάλτα, στη Σεβίλλη
ασβός
κρύβομαι στα νερόκρινα
και βόσκω στ' αρμυρίκια.

Σήκω, μικρέ Χριστέ, κρυμμένε στα φύκια τ'
ουρανού
τα γένια σου γλιστράνε μαχαιράκι στο νοτιά
φέτες λεπτές κόβουν την τρίαινα του Ποσειδώνα.

Έχασα τ' όνομά μου στην πιο κρίσιμη παρτίδα
το σώμα μου το ξόδεψα ασυλλόγιστα — για ένα
στίχο!


ΑΤΙΤΛΑ

         Ι
Σου χρωστάω ένα ποίημα χωρίς στρατηγική, χω-
ρίς δομές και ευρήματα.
Μόνο με της καρδιάς τους χτύπους να μιλάει, μάτια
μου, μόνο με την απελπισία των ματιών.


        ΙΙ
Εσύ.

Άφωνος ξεναγός
των ερειπίων σου.

Κεφαλόβρυσο
αιρέσεων.

Θάμβος
και δωρεά.


       ΙΙΙ
Εγώ.

Το σκήνωμα
και η έρημος.

Η ανασφάλεια
και η κιβωτός.

Επινίκιο όπιο
οίκος απωλείας.


        ΙV
Σύντριψέ με
τρελή μου
ροδιά

αναπάντεχε
κραδασμέ
των φλεβών μου

σ' αγαπώ

δώρισέ μου
το σφρίγος
της φωτιάς

την αειθαλή
υπομονή
του νερού

χρίσε με
μύρο και
οδυρμό.