ΑΚΡΙΒΟΣ, ΚΩΣΤΑΣ


ΑΚΡΙΒΟΣ, ΚΩΣΤΑΣ

Φιλόλογος στη δημόσια εκπαίδευση.

Διατέλεσε μέλος του ΔΣ της Εταιρείας Συγγραφέων.

 Πληροφορίες: 
Όνομα:  ΚΩΣΤΑΣ
Επίθετο:  ΑΚΡΙΒΟΣ
Εργογραφία: 

Η ΔΟΤΙΚΗ ΤΟΥ ΧΑΟΥΣ, Νέα Σύνορα-Λιβάνης 1993, Νουβέλα, 960-236-325-5
ΑΛΛΟΔΑΠΗ, Νέα Σύνορα-Λιβάνης 1995, Διηγήματα, 960-236-489-0
ΣΤΟ ΚΑΤΩ ΚΑΤΩ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΨΕΜΑ, Κέδρος 1997, Μυθιστόρημα, 960-04-1229-4
ΤΟ ΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΕΚΤΗΣ ΜΕΡΑΣ, Κέδρος 1999, Μυθιστόρημα, 960-04-1620-6
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΟΕΔΒ, 1999, σχολικό εγχειρίδιο, 960-06-0717-6
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ, Οδυσσέας 2000, συλλογικό έργο, 960-210-345-0
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ, 2000, Σχολικό Εγχειρίδιο, Copyright ΙΔΕΚΕ
ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-ΒΟΛΟΣ, Μεταίχμιο 2001, Ανθολογία, 960-375-237-1
ΚΙΤΡΙΝΟ ΡΩΣΙΚΟ ΚΕΡΙ, Κέδρος 2001, Μυθιστόρημα, 960-04-2003-3
5 ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ, Μεταίχμιο 2002, συλλογική έκδοση, 960-375-324-6
Φωνές στην έρημο, Σειρά «Γράμματα για σένα», Ελληνικά Γράμματα, 2002, Νουβέλα-Διήγημα
ΣΦΑΙΡΑ ΣΤΟ ΒΥΖΙ, Κέδρος 2004, Διήγημα
«ΝΑ ΜΑΘΑΙΝΩ ΓΡΑΜΜΑΤΑ...», - Το σχολείο στη νεοελληνική λογοτεχνία. (εισαγωγή, επιλογή κειμένων) Μεταίχμιο 2004
ΚΑΙΡΟΣ ΓΙΑ ΘΑΥΜΑΤΑ, μυθιστόρημα (Σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων,παλαιότερα και σήμερα), Κέδρος 2005
ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΟΔΟΙΠΟΡΟΥ - Μυθιστορηματική βιογραφία του Στρατή Δούκα, Ηλέκτρα 2006
ΒΟΛΟΣ -ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΜΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, αναθεωρημένη έκδοση, Μεταίχμιο 2007
ΠΑΝΔΑΙΜΟΝΙΟ, μυθιστόρημα, Μεταίχμιο 2007
ΤΕΛΕΤΕΣ ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗΣ, διηγήματα, Μεταίχμιο 2009
Ποιος θυμάται τον Αλφόνς (2010),
Αλλάζει πουκάμισο το φίδι (2013)
Τελευταία νέα από την Ιθάκη (2016)
Γάλα μαγνησίας (2018, Μεταίχμιο)
Πότε διάβολος πότε άγγελος (2021, Μεταίχμιο)


Διεύθυνση: 

Ρήγα Φεραίου 96,
383 33 Βόλος


Έτος γέννησης:  1958
Τόπος γέννησης:  Γλαφυρές Βόλου
Τίτλος αποσπάσματος:  ΔYO KEIMENA
Κείμενο αποσπάσματος: 

Μια μπλουτζίν πασχαλιά

(από το βιβλίο Τελετές ενηλικίωσης, 2009)

 

 

1988, Μεγάλη Εβδομάδα. Η άνοιξη σε όλο το μεγαλείο: νερά που από χιόνι γίνονται τρεχούμενα, καινούριες μυρωδιές της γης, φρέσκα χρώματα, βελάσματα ζώων που η μοίρα τους το 'χει να καταλήξουν στο αίμα.
                      Βαδίζουν σ' ένα δρόμο γεμάτο λάσπες. Ο άντρας με σηκωμένα τα μανίκια, ξερακιανός, μια στυφή πίκρα στο μάτι, το μπόι του ένα κεφάλι κάτω απ' τον ήλιο. Στον ώμο έχει το αρνί - αυτός το έσφαξε, με τα ίδια του τα χέρια. Δίπλα ένα αδύνατο αγόρι' αμίλητο κι αυτό, αγωνίζεται να τον φτάσει στο δρασκέλισμα και στο ύψος. Στα χέρια κρατάει μια νάιλον σακούλα με τη συκωταριά και τα εντόσθια. Προχωράει μα ο νους του είναι αλλού: δεν βλέπει την ώρα να συναντηθεί με τους φίλους του, να βγουν στο λόγγο για να κόψουν ξύλα που τα θέλουν να κάψουν τον "Ιούδα" το απόγευμα της Λαμπρής. Φαντάζεται τη σκηνή και χαμογελάει. Σκέφτεται τη φωτιά που θα μπουμπουνίσει τον προδότη και δεν νιώθει ούτε κούραση ούτε βάρος στα χέρια.
                      Έχουν φτάσει στα πρώτα σπίτια του χωριού. Ασβεστωμένα όλα, οι κήποι φίσκα στο λουλούδι. Μονάχα ένα δίπατο ξεχωρίζει. Απεριποίητο, η αυλή χορταριασμένη, τα παραθυρόφυλλα κλειστά, ξεραμένος κι ο ασβέστης στους τοίχους. Ο άντρας κόβει λίγο το βήμα και λοξοκοιτάει. Το παιδί σκύβει κι άλλο το κεφάλι. Προχωρούν ένα δυο βήματα και ύστερα κοντοστέκονται. Το βλέμμα του παιδιού συνεχίζει να μένει καρφωμένο στο χώμα' στ' αφτιά του έχει το πείραγμα από τα άλλα παιδιά στο σχολείο: "Ρε συ, να το μούλικο η αδερφή σου!" και με κακία τού δείχνουν ένα κορίτσι με μεγάλα και πράσινα μάτια. Μεγάλα και πράσινα σαν του...
                      Του πατέρα του. Μόνο τα μάτια του πατέρα του έχουν το σχήμα και το χρώμα του άγουρου αμύγδαλου. Απ' αυτόν τα κληρονόμησε η Αγγελικούλα, δικά του είναι. Του πατέρα που, όταν πριν από χρόνια εγκαταστάθηκε στο χωριό τους η "ξένη", αυτός βρήκε απάγκιο τα σκέλη της. Όταν γεννήθηκε η μικρή, τότε ήταν που το χωριό ήρθε και βούιξε. Η μάνα του πήρε να μαραζώνει, και η μία και η άλλη γιαγιά ως και μάγια έριξαν στην ποίξα και τη δείξα. Το αγόρι άκουγε τα κλάματα, τις κατάρες, τους ολονύχτιους καβγάδες. Έτσι μεγάλωσε και με τέτοια σκοτεινιά στην καρδιά ανηφόρισε τα έντεκα χρόνια της ζωής του.
                      Όλα αυτά κράτησαν μέχρι πριν από ένα χρόνο. Τότε, εντελώς ξαφνικά και χωρίς να δώσει λόγο σε κανένα, ξέκοψε ο πατέρας απ' την "ξένη". Δεν ξαναπάτησε σπίτι της ούτε ακούστηκε σχόλιο σε βάρος του. Έφευγε νωρίς για τα κτήματα, γύριζε στην ώρα του. Οι γυναίκες σάστισαν μα δεν έβγαλαν τσιμουδιά μην τυχόν και ταράξουν την ανέλπιστη τύχη. Το αγόρι δεν έλεγε κι αυτό τίποτα από φόβο μη ματιάσει τη γαλήνη του σπιτικού. Αραίωσαν και στο σχολείο τα πειράγματα. Το βράδυ στην προσευχή του τραύλιζε ευχαριστημένο: "Μπρα... Μπράβο, Θε... θε.. θεούλη..."
                      Το περασμένο καλοκαίρι χτύπησε την πόρτα τους μια γειτόνισσα. "Το και το" τους είπε. Και ύστερα σιγανά μα χαιρέκακα: "Όλα εδώ πληρώνονται!" Ποια; Βρήκαν οι γιατροί στο αίμα της "ξένης" κάτι κακό και δεν της έμελλε ακόμα πολύς καιρός. Το βράδυ την ώρα του φαγητού όλοι κρυφοκοίταζαν τον πατέρα να δουν πώς θα αντιδράσει' με χαρά, όπως λίγο πολύ και οι υπόλοιποι άντρες του χωριού, ή μήπως με οργή και ταραχή;
                      Τίποτα. Λες και δεν είχε συμβεί το παραμικρό, τελείωσε αυτός σιωπηλός το φαγητό του και ύστερα τους καληνύχτισε - ήταν "πολύ κουρασμένος". Έτσι κύλησε ο καιρός. Αναστέναξαν όλοι στην οικογένεια' μαύρο σύννεφο πέρασε πάνω απ' το κεραμίδι τους και τώρα τραβούσε να ρίξει αλλού την μπόρα. Έφτασε το καλοκαίρι, το φθινόπωρο, ήρθαν οι μέρες του Χριστού, τελείωσαν κι αυτές, άρχισε να πρασινίζει ξανά ο τόπος και τώρα, στα ξαφνικά, να ο πειρασμός και η κακιά στιγμή: οι δυο τους έξω απ' το διαολεμένο σπίτι.
                      Ο πατέρας πήρε σιγά σιγά ν' απομακρύνεται, δεν ήταν καιρός για πισωγυρίσματα. Κάποια στιγμή γύρισε το κεφάλι να δει πού είναι και τι κάνει το παιδί. Ο μικρός είχε καρφωμένα τα μάτια στο σπίτι και δεν έλεγε να κουνηθεί από τη θέση του. Μα τι στο καλό συνέβαινε;
                      Τις επόμενες κινήσεις του γιου του ο άντρας τις είδε και τις έζησε όπως σε μεγάλο πυρετό. Δίχως άλλη κουβέντα, χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει ή να ζητήσει τη γνώμη του, το αγόρι άνοιξε το βήμα, μπήκε στην ξένη αυλή, προχώρησε ανάμεσα στα αφρόντιστα παρτέρια και πήρε να ανεβαίνει βιαστικά τη σκάλα. Σταμάτησε έξω από την πόρτα. Σήκωσε το χέρι και χτύπησε. Πέρασε ένα λεπτό, δύο, ένας ολόκληρος αιώνας. Ακούστηκε η σκουριασμένη πόρτα να τρίζει και εμφανίστηκε ένα κοριτσίστικο πρόσωπο με μάτι τσάγαλο. Έμειναν βουβά τα δυο παιδιά, το ένα να κοιτάζει το άλλο. Ύστερα κάτι είπε το αγόρι και έκανε μια κίνηση σκύβοντας. Κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες, πήγε και στάθηκε δίπλα του λαχανιασμένο. Ο άντρας δεν γύρισε να το κοιτάξει. Συνέχισαν το δρόμο αμίλητοι.
                      Η μάνα τούς περίμενε στην εξώπορτα:
                      "Ζαφείρη, αργήσατε... Ανησύχησα..."
                      Πέρασαν μέσα. Πήρε τα πανωφόρια τους, φρόντισε να σκουπίσουν την υγρασία απ' το πρόσωπο. Κάθισαν να φάνε. Είχε μαγειρέψει το αγαπημένο του φαγητό: χλωρά κουκιά με άνηθο. Το ψωμί ζεστό, έκοβαν τα χέρια, άλεθε η πείνα τους.
                      Το βράδυ εντόσθια να κάνουν μαγειρίτσα δεν είχαν' δεν ρώτησε όμως να μάθει το γιατί. Μυστήρια πλάσματα οι μάνες: ξέρουν να διαβάζουν με το μέσα μάτι, να μην ξοδεύουν λόγια εκεί που δεν πρέπει. Για να νοστιμίσει το δείπνο της Ανάστασης, τσούγκρισαν δυο τρία αβγά παραπάνω, γέμισε κόκκινα τσόφλια το καλό τραπεζομάντιλο, ήπιαν κρασί, κοιμήθηκαν αγγελούδια.
                      Την τρίτη μέρα του Πάσχα κατέβηκαν με το αγροτικό στην πόλη. Ξάνοιγε ο καιρός και θα 'πρεπε να προμηθευτούν υλικά για το φράχτη, σπόρους για τον μπαξέ, κλωστές και νήματα η μάνα.
                      Λίγο πριν το μεσημέρι βρήκε την ευκαιρία και τον τράβηξε μέσα σ' ένα μαγαζί με ρούχα αντρικά.

                      Ο Ανδρέας ήταν το πρώτο αγόρι στο Γλυφονέρι που φόρεσε Levis 501, πεντάτσεπο, εφαρμοστό, με ραφές στο πλάι. Δώρο του πατέρα, το μοναδικό που πήρε ποτέ απ' αυτόν. Επειδή είχε μπει στο δρόμο με τα ακυβέρνητα υγρά και τις ακριβές σιωπές.

 

Αθηνά, η προστάτιδα

Εμένα όμως για τον Οδυσσέα φλέγεται η καρδιά μου 

ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ, α, 48

 

(από το βιβλίο Τελευταία νέα από την Ιθάκη, 2016)

 

Ήταν γεννημένη το 1909. Από τον μεγάλο σκοτωμό των Αρμενίων κουβαλούσε ενθύμιο μια σπαθιά λίγο πιο κάτω απ’ τον αριστερό γοφό. Σώθηκε σαν από θαύμα, μονάχα αυτή από μια οικογένεια με δεκάξι μέλη – τα εννιά, αδέρφια. Είδε μπροστά στα μάτια της τους Τούρκους να πεταλώνουν τον πατέρα και εφτά τσέτες, ο ένας μετά τον άλλο στη σειρά, να μολύνουν τη μάνα της. Απ’ όσο μπορούσε να θυμηθεί, σύρθηκε νύχτα μέσ’ από τη στοίβα με τους σκοτωμένους όπου ήταν πλακωμένη. Βάδισε ώρες μες στις ερημιές, μέχρι που τη βρήκαν κάτι έμποροι που έτυχε να περνούν από τα μέρη τους. Ήταν ένα ζάπλουτο ζευγάρι, άτεκνο, που όλο ταξίδευε. Ικόνιο, Αλέπι, Μπαϊρούτ,Μισίρι...Το ψυχοπόνεσαν το ορφανό οι χριστιανοί και το έκαναν παιδί τους. Κάποια στιγμή – αυτό μας το έλεγε πάντοτε με τα μάτια κλειστά– βρέθηκαν βαθιά μες στην Αραπιά. Θυμόταν να ’ναι μόνη της, δίχως τους δεύτερους γονείς, σε μια μισοσκότεινη σκηνή και απέναντι καθισμένος ένας γέρος με λευκό τουρμπάνι. Της έκανε πράγματα παράξενα. Ανάμεσα στα πολλά, της έβαψε δυο μελανές βούλες ανεξίτηλες εκεί όπου τελειώνουν τα μάτια της για να μην αρρωστήσει ποτέ. Και δεν αρρώστησε. Αλλά της είπε και πράγματα δυσάρεστα. Πως τα βάσανα τα μεγάλα δεν ήρθαν ακόμη στη ζωή της. Πως θα ησυχάσει μονάχα σαν έρθει η θάλασσα και μπει στο στόμα.

Το ’22 κατά κακή της τύχη βρίσκεται στη Σμύρνη. Δεύτερη φορά χάνει γονείς. Η ίδια σώζεται την τελευταία στιγμή, με ζωσμένη όμως στη μέση της μια δεσμίδα φίσκα στις λίρες. Έναν χρόνο αργότερα βολοδέρνει μαζί με τους άλλους πρόσφυγες στα ξεροτόπια της Δραπετσώνας. Λίγους μήνες μετά τούς φορτώνουν στην καρότσα από ένα φορτηγό και τους μετακινούν στον κάμπο της Θεσσαλίας· εκεί θα χτίσουν το Νέο Ικόνιο.

Τα χρόνια εκείνα το Άδελε Ρεθύμνου για δύο πράγματα είχε φήμη. Το ένα ήταν το νταηλίκι των αντρών του· το δεύτερο, το μίσος των κατοίκων για τον Βενιζέλο. Τυπικό δείγμα του τόπου ο Μανώλης τ’ Αρχοντορουγάκη. Στα δεκαοχτώ του καταδικασμένος για εριφοκλοπή, το ’23 διορισμένος ως βασιλόφρων στη Χωροφυλακή, δυο χρόνια αργότερα και για λόγους που δεν μαθεύτηκαν ποτέ φεύγει άρον άρον από το νησί με δυσμενή μετάθεση. Έτσι έγινε και μια λασπερή νύχτα βρέθηκε να σπρώχνει το κλειδί στην πόρτα του υποσταθμού χωροφυλακής στο Νέο Ικόνιο Καρδίτσας. Μπήκε νομίζοντάς το προσωρινά και έμεινε όλη του σχεδόν τη ζωή. Τότε αυτός κόντευε τα σαράντα, η Μαριγώ μόλις τα δεκάξι.Μπουμπούκι. Και οι λίρες, κουβέντιαζαν οι χωρικοί, αφάγωτες. Ήταν να μην την αγαπήσει ο Μανώλης;

Αποδείχτηκε καθοίκι πέρα από κάθε φόβο και προστυχιά. Λες και δεν του έφταναν οι αγριάδες και το ξύλο στους Καραγκούνηδες και τους πρόσφυγες, δεν περνούσε βράδυ που να μην περιποιηθεί κατάλληλα και την Αρμενοπούλα. Στο κρεβάτι την έβαζε να κάνει πράγματα που, όσο τα σκεφτόταν την επομένη, έχωνε τα δάχτυλα βαθιά στον λαιμό της και ξερνούσε. Ή έπαιρνε το μπουκάλι με την κολόνια και τριβόταν για ώρα πολλή στ’ απόκρυφα. Ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που άργησε να κάνει παιδί. Το πρώτο αγόρι το γέννησε εφτά χρόνια μετά τα στέφανα, το δεύτερο λίγο πριν από τον πόλεμο. Ούτε όμως και τότε σταμάτησε ο ζωστήρας. Μόλις άνοιγε το βράδυ η πόρτα και πρόβαλλε η μπότα του, έτρεχαν τα μικρά να κρυφτούν στον αχυρώνα· αποκεί άκουγαν τα κλάματα και τα παρακαλετά της μάνας τους. Άκουγαν και έκλαιγαν κι αυτά μαζί, τον φοβόνταν πιο πολύ κι απ’ τους Γερμανούς. Τα χρόνια περνούσαν, ο ζωστήρας πάντα ζωστήρας,έφτασε η Μαριγώ και άσπρισε πριν την ώρα της. Ο γέρος απ’ την Αραπιά έβγαινε αληθινός.

Όταν ήρθε μέρα και τα αχαμνά του Μανώλη πρήστηκαν και έγιναν νταούλι, σε σημείο που να μην μπορεί να κλείσει τα πόδια καθώς περπατούσε, η Μαριγώ έσκυψε το κεφάλι και του παραστάθηκε. Τον ανακούφιζε κάνοντάς του εντριβές με χαμομήλι και παίρνοντας με χειρομαλάξεις το άσπρο υγρό κάθε που της το ζητούσε. Αλλά γίνεται ο λύκος αρνί; Ένα πρωί που ξύπνησε με το μάτι ξανά μπλαβισμένο, περίμενε να ζωστεί και να φύγει για τον καφενέ. Ύστερα μάζεψε γρήγορα γρήγορα σ’ έναν μπόγο ό,τι νόμισε χρειαζούμενο, έτρεξε στο σχολείο και είπε στον δάσκαλο πως τάχα θέλει να πάει τα παιδιά για εμβόλιο στον γιατρό στην Καρδίτσα. Ακόμα κι όταν άλλαξε στην πόλη λεωφορείο και πήρε εκείνο που θα την πήγαινε μακριά, γύριζε αλαφιασμένη τα μάτια πίσω να δει μήπως τους έχει ακολουθήσει ο Μανώλης. Μόλις είχε τελειώσει ο πόλεμος και μαζί η δική της σκλαβιά.

Στη Θεσσαλονίκη η Μαριγώ δούλεψε δώδεκα χρόνια στις σαρδέλες. Τα ρούχα, τα χέρια, τα όμορφα μπουκλωτά της μαλλιά ήρθαν μέρα με τη μέρα και πότισαν από την ψαρίλα. Όσο και να πλενόταν με τις ώρες το απόγευμα που γύριζε από το κονσερβάδικο στο Ντεπώ, η μυρωδιά είχε ποτίσει ως και το μεδούλι. Ποτέ όμως δεν γόγγυσε, άσχημος λόγος ή κατάρα δεν βγήκε από το στόμα της. Κάθε πρωί έσκυβε το κεφάλι, φιλούσε τα παιδιά και ξεκινούσε τη μέρα της. Ποια; Αυτή που ήρθε από απέναντι ζωσμένη με λίρες.

Και τότε ξαφνικά,εκεί γύρω στο 1960, άλλαξε η τύχη τους. Ο γιος της ο δεύτερος, ο Θωμάς, έκανε μεγάλη προκοπή. Ήταν εκείνος που είχε γεννηθεί με την πέτσα στο μάγουλο. Μια φουσκωτή κοκκινίλα ξεκινούσε από τα ριζά του αυτιού και απλωνόταν σαν πλατανόφυλλο σε όλο το αριστερό του μάγουλο. Αλλά ήταν γλυκομίλητος, ντροπαλός, συμπονετικός. Του έδιναν δουλειά όπου και να ζητούσε. Η Μαριγώ το ήξερε καλά, το ’χε μάθει κι αυτό στην Ανατολή: όσοι γεννιούνται με την πέτσα τούς θέλει η τύχη. Μπορεί ο Θωμάς να ήταν ένας εικοσιτριάχρονος μεροκαματιάρης που σερβίριζε εντράδες και σούπες στην ταβέρνα Ο ΩΡΑΙΟΣ ΣΟΧΟΣ, μα τα χέρια του ήταν μαγικά με τα λαχεία. Την πρώτη κιόλας φορά που αγόρασε λαχείο, κέρδισε τριάντα χιλιάρικα στο Πρωτοχρονιάτικο. Ύστερα τα έχασε και ο ίδιος με το πόσο συχνά κέρδιζε· δεν περνούσε εβδομάδα που να μην πιάσει έστω τον λήγοντα. Έτσι έγινε και αγόρασαν το οικόπεδο στην Καλαμαριά, εκεί όπου αργότερα έχτισαν το διώροφο. Βολεύτηκαν, ησύχασαν, σταμάτησε η Μαριγώ το εργοστάσιο, καλά κυλούσε γι’ αυτούς ο καιρός. Ώσπου ένα βράδυ με μπουμπουνητά και αστραπές χτύπησε η πόρτα και μπούκαρε καταμουσκεμένος ο Μανώλης.

« Ήρτα ν’ αποθάνω επαέ, σιμά σας!»

Εννοούσε να σας κάνω πάλι τον βίο αβίωτο. Τον μάζευαν από τα καπηλειά και τα χαμαιτυπεία, τον έτρεχαν στους γιατρούς για την πάθησή του, έκαναν τα στραβά μάτια σαν άπλωνε χέρι στο οικογενειακό κομπόδεμα. Το μόνο καλό που δεν σήκωσε ποτέ ξανά το χέρι του στη Μαριγώ. Από φόβο μάλλον. Την είχαν εικόνισμα τη μάνα τους τα αδέλφια, ιδίως ο μεγάλος, ο Γιώργης που δούλευε επιστάτης στο λιμάνι, ένας παλίκαρος ίσαμε εκεί πάνω. Όλα αυτά μέχρι τη μέρα που οι γιατροί τού βρήκαν τη σύφιλη. Καινούργιος τώρα μαρτύριο για τη Μαριγώ,χειρότερο απ’ όλα τα προηγούμενα. Αυτή όμως εκεί: υπομονετική, δίχως δεύτερη κουβέντα έσκυψε το κεφάλι και τον ξαναπαραστάθηκε ακόμα κι όταν άρχισαν να του σαλεύουν τα λογικά. Γολγοθάς που κράτησε πέντε ολόκληρα χρόνια.

Τον βρήκαν ένα πρωί κάτω στην παραλία στο Καραμπουρνάκι τουμπανιασμένο. Τα μάτια τα ’χε ορθάνοιχτα και από το στόμα του έβγαινε για ώρα πολλή το νερό – ...σαν έρθει η θάλασσα και μπει στο στόμα. Οι γιατροί είπαν πως τον είχε αποτρελάνει η αρρώστια.

Για το τι έγινε το προηγούμενο βράδυ τα δύο αδέλφια και η Μαριγώ, όσα χρόνια έζησε μετά τον πνιγμό του άντρα της, δεν είπαν την παραμικρή κουβέντα.

Να φανταστείς,ούτε καν σ’ εμένα την εγγονή της,που της έχω πάρει το όνομα, δεν είπε ποτέ τίποτα.   


Διακρίσεις: 

1ο Βραβείο για Νέους Λογοτέχνες (εφημερίδα Τα Νέα, Νοέμβριος 1985)


E-mail:  kakriv@yahoo.gr